Άσυλο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το Άσυλον, στερ. α + συλάω (= αποσπώ κάποιον με τη βία, λαφυραγωγώ)[1] τόσο στην αρχαιότητα όσο και στις μέρες μας σημαίνει γενικώς το απαραβίαστο του χώρου κατά της αυθαιρεσίας των αρχών για άτομα που καταφεύγουν σε ορισμένους ιερούς χώρους που θεωρούνταν ως άσυλα, όπως στο Χαλκιοίκον ναό της Αθηνάς της ακρόπολης της αρχαίας Σπάρτης όπου κατέφυγε ο στρατηγός Παυσανίας και όπου τελικά πέθανε από ασιτία.[2]

Αρχαιότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην αρχαιότητα επικρατούσε η άποψη ότι αποτελούσε εσχάτη ασέβεια να βλάψει κάποιος ή ν΄αποσύρει από τους βωμούς και τα λοιπά ιερά εκείνους που προσέφευγαν στους τόπους αυτούς που τελούσαν υπό την προστασία των θεών· γεγονός που διέκρινε την ανθρώπινη από τη θεϊκή δικαιοσύνη. Προς αποφυγή όμως καταχρήσεων αναγνωρίσθηκαν γενικά ως απαραβίαστα διάφορα άσυλα, όπως παραπάνω ο ναός της Αθηνάς στην Σπάρτη, επτά τον αριθμό στην Αθήνα μεταξύ των οποίων και το Θησείο ιδιαίτερα για δούλος που έφευγαν από τους κυρίους τους και ζητούσαν να μεταπωληθούν στο Ποσειδώνιο του Ταίναρου. Κατά τη διάρκεια των Ρωμαϊκών χρόνων ο Τιβέριος περιόρισε και σχεδόν κατήργησε σε διάφορες ελληνικές πόλεις το δικαίωμα αυτό[3] επικρατώντας, αντί των ναών των θεών, τα αγάλματα των αυτοκρατόρων να θεωρούνται ως άσυλα[4] μέχρις ότου ο Αντωνίνος κατάργησε την κατάχρηση αυτή.[5]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]