Άντον Κάλτσεφ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Άντον Κάλτσεφ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Андон Калчев (Βουλγαρικά)
Γέννηση20  Σεπτεμβρίου 1910
Σπήλαια Καστοριάς
Θάνατος27  Αυγούστου 1948
Θεσσαλονίκη
Αιτία θανάτουτραύμα από πυροβολισμό
Χώρα πολιτογράφησηςΟθωμανική Αυτοκρατορία
Βουλγαρία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Μητρική γλώσσαΒουλγαρικά
Ομιλούμενες γλώσσεςΒουλγαρικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητααξιωματικός
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςυπολοχαγός (σλαβόφωνες χώρες)/άτακτοι στρατιώτες
Πόλεμοι/μάχεςΒ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Άντον Κάλτσεφ (Андон Христов Калчев, Ζούζελστι, σημερινά Σπήλαια Καστοριάς, 1910 - Θεσσαλονίκη, 27 Αυγούστου 1948) ήταν Βούλγαρος στρατιωτικός, ο οποίος έδρασε εντός του ελληνικού διαμερίσματος της Μακεδονίας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως απεσταλμένος της βουλγαρικής κυβέρνησης με σκοπό την υποκίνηση του σλαβόφωνου στοιχείου και την προσάρτησή της στη Βουλγαρία.

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κάλτσεφ, σύμφωνα με τη δική του μαρτυρία, πήγε στο δημοτικό σχολείο του χωριού του έως τη Γ΄τάξη. Ο πατέρας του ήδη είχε μεταναστεύσει το 1912 και επρόκειτο ν΄ακολουθήσουν σύντομα και τα άλλα μέλη της οικογενείας, αλλά μεσολάβησαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και αναβλήθηκε η αναχώρησή τους. Μετανάστευσε στη Βουλγαρία μετά την Συνθήκη του Νεϊγύ καθότι δεν δήλωσε στη δίκη του το πραγματικό έτος της μεταναστεύσεώς του. Το 1931, αφού ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στη Σόφια, γράφτηκε στην Στρατιωτική Ακαδημία της Δρέσδης, όπου εφοίτησε έως το 1935 και στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, όπου μετά την απόκτηση του πτυχίου του προσλήφθηκε ως βοηθός. Το 1940 επέστρεψε στη Βουλγαρία και διορίσθηκε καθηγητής στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών, όπου δίδαξε οικονομικά. Ύστερα από έξι μήνες εισήχθηκε και ο ίδιος στη σχολή και μετά από ολιγόμηνη εκπαίδευση ονομάστηκε έφεδρος ανθυπολοχαγός.[1]

Βουλγαρική Οχράνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1941 στάλθηκε ως υπολοχαγός από τον Τσάρο της Βουλγαρίας Μπόρις Γ΄ στην κατεχόμενη από τις δυνάμεις του Άξονα Μακεδονία, όπου οργάνωσε την παραστρατιωτική οργάνωση Οχράνα,[2] η οποία έδρασε κυρίως στις περιοχές Καστοριάς, Φλώρινας και Έδεσσας. Είναι επίσης ένας εκ των ιδρυτών της Βουλγαρικής Λέσχης Θεσσαλονίκης,[3] που χορηγούσε αθρόες υποτροφίες, στην οποία συμμετείχαν πρώην Έλληνες πολίτες που έλαβαν βουλγαρική υπηκοότητα στην διάρκεια της Κατοχής. Με την οργάνωσή του ανέλαβε ένοπλη δράση με σκοπό την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία.[4]

Με την προσάρτηση των Βαλκανίων από τους Γερμανούς, ο Κάλτσεφ καταφεύγει στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Στην συνέχεια επιστρέφει στην Γιουγκοσλαβία[εκκρεμεί παραπομπή] και συλλαμβάνεται από Γιουγκοσλάβους Παρτιζάνους, οι οποίοι τον παρέδωσαν στον ΕΛΑΣ ως συνεργάτη των κατακτητών της Ελλάδας. Ο ΕΛΑΣ στην συνέχεια μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας τον παρέδωσε με τη σειρά του στους Βρετανούς και τελικά περιήλθε στις ελληνικές Αρχές. Ο Κάλτσεφ μαζί με τον Ιταλό Λοχαγό Τζοβάνι Ραβάλι δικάσθηκε πρωτοδίκως στην Αθήνα το 1946 σε ισόβια και κλείσθηκε στις φυλακές Κερκύρας, απ΄όπου μετήχθη στη Θεσσαλονίκη το 1948 και δικάσθηκε από το Διαρκές Στρατοδικείο εκ νέου το Μάιο του ίδιου έτους για εγκλήματα πολέμου με βάση τη νομοθεσία περί δωσιλόγων (6η Συντακτική Πράξη του 1945).[5] Κηρύχθηκε ένοχος ηθικής αυτουργίας σε ομαδικούς φόνους, συλλήψεις και εκτοπίσεις, εμπρησμούς καθώς και για την προσπάθεια εκριζώσεως του εθνικού φρονήματος και αλλοιώσεως της εθνολογικής σύνθεσης του πληθυσμού της Μακεδονίας.[6] Καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε στο Επταπύργιο Θεσσαλονίκης τα ξημερώματα της 27ης Αυγούστου 1948.

Σφαγή της Κλεισούρας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Άντον Κάλτσεφ, συμμετείχε στην θηριωδία στην κωμόπολη Κλεισούρα, γνωστή ως Σφαγή της Κλεισούρας μαζί με βουλγαρόφιλους άνδρες της γερμανικής πολιτοφυλακής. Στις 5 Απριλίου του 1944, ανταρτική ομάδα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ επιτίθεται σε γερμανική φάλαγγα από φορτηγά αυτοκίνητα σκοτώνοντας δυο προπομπούς μοτοσικλετιστές. Αργότερα το απόγευμα, Γερμανοί στρατιώτες και άτομα της γερμανικής πολιτοφυλακής, συγκεντρώνουν τα γυναικόπαιδα και τους γέροντες του χωρίου, που δεν είχαν καταφύγει στα γειτονικά βουνά, και σκοτώνουν επί τόπου τον άμαχο πληθυσμό ενώ έκαψαν πολλά σπίτια. Συνολικά εκτελέστηκαν 280 άνθρωποι.[7][8]

Σημειώσεις-Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Απολογία του Κάλτσεφ στη δεύτερη δίκη του, εφ. Μακεδονία, 18 Μαϊου 1948
  2. Stefan Thoebst, Η δράση της Οχράνας στους νομούς Καστοριάς , Φλώρινας και Πέλλας, 1943-1944 στο Α΄Διεθνές Συνέδριο Σύγχρονης Ιστορίας στην Αθήνα (1989)
  3. Ιωάννης Κολιόπουλος, Λεηλασία φρονημάτων, σ. εκδ. Βανιας 1995
  4. Ιωάννης Κολιόπουλος Λεηλασία φρονημάτων «Οι Σουδήται της Ελλάδος», Τόμ. Β΄σ. 122, εκδ. Βάνιας σ. 122 ISBN 960-288-039-2
  5. Γεώργιος Χ. Μόδης, Σχέδια και ορέξεις γειτόνων, Θεσσαλονίκη, 1947
  6. εφ. Ελληνικός Βορράς, 18 Μαϊου 1948
  7. http://www.greekholocausts.gr/gr/index.php?option=com_content&task=view&id=50&Itemid=47 Αρχειοθετήθηκε 2011-09-28 στο Wayback Machine. Δίκτυο Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών περιόδου 1940 - 1945: Από την αφήγηση της Ε. Καλφόγλου, εθελόντριας Ε.Ε.Σ. Φλώρινας, 8-4-1944
  8. User, Super. ««Μεγάλη» νίκη για την Α.Ε. Ποντίων απέναντι στην Κοζάνη (φωτογραφίες)». Ptolemaida.tv. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2018-07-28. https://web.archive.org/web/20180728040229/http://ptolemaida.tv/index.php?option=com_content&view=article&id=3394:-5-1944-270-&catid=38:news&Itemid=166&layout=default&month=5&year=2011. Ανακτήθηκε στις 2018-03-14. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]