Άγαλμα του Ολυμπίου Διός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 37°38′16.3″N 21°37′48″E / 37.637861°N 21.63000°E / 37.637861; 21.63000

Άγαλμα του Ολυμπίου Διός
Φανταστική απεικόνιση του Αγάλματος του Ολυμπίου Διός
ΟνομασίαΆγαλμα του Ολυμπίου Διός
ΔημιουργόςQ177302
Έτος δημιουργίαςγύρω στο 430 π.Χ.
Είδοςχρυσελεφάντινο άγαλμα
Διαστάσεις13 μέτρα ύψος συν 1,1 μέτρα η βάση
ΜουσείοΝαός του Δία στην Ολυμπία
Χάρτης
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα

Το Άγαλμα του Ολυμπίου Διός ήταν μία κολοσσιαία, καθήμενη μορφή του θεού Διός, περίπου 42 πόδια (13 μέτρα) ύψος, σμιλευμένη από τον Αθηναίο γλύπτη Φειδία περίπου το 435 π.Χ. και τοποθετημένη μέσα στον ναό του Διός, στο Ιερόν της Ολυμπίας. Ήταν ένα από τα πιο μεγαλοπρεπή μνημεία που κατασκευάστηκαν στην αρχαιότητα, ενώ το κολοσσιαίο άγαλμα, συμπεριλαμβανόταν στα Επτά Θαύματα του κόσμου[1], μέχρι την τελική απώλεια και καταστροφή του κατά τον 5ο αιώνα μ.Χ.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φιλοτεχνήθηκε από τον διάσημο γλύπτη της εποχής, Φειδία γύρω στο 430 π.Χ[2]. και τοποθετήθηκε ως λατρευτικό άγαλμα στον Ναό του Διός στην Ολυμπία στην αρχαία Ηλεία, στη δυτική Πελοποννήσο, κοντά στις όχθες του ποταμού Αλφειού. Ο λόφος πάνω από την Άλτιν ήταν τόπος λατρείας του Κρόνου, πατέρα του Διός, εξ ου και το όνομα αυτού Κρόνιος. Η τοποθεσία είναι ιστορική, αφού από την αρχαιότητα εδώ διαδραματίστηκαν πολλές μάχες, και από το 1000 π.Χ. δέσποζε εκεί το Ἡραῖον, ένας από τους αρχαιότερους ναούς της Ελλάδος και αφιερωμένος στην Ήρα. Κοντά στον αρχαίο αυτό ναό ήταν και το στάδιο των Ολυμπιακών αγώνων.

Το 470 π.Χ. χτίστηκε εδώ ο μέγας ναός του Διός, από τον Ηλείο αρχιτέκτονα Λίβωνα[3], ο οποίος αποτέλεσε αργότερα πρότυπο για αρκετούς δωρικούς ναούς λόγω της γεωμετρικής αυστηρότητάς του. Οι Ηλείοι, λοιπόν, έχοντας ακούσει, προφανώς, για την περίφημη Αθηνά Παρθένο, το πελώριο χρυσελεφάντινο άγαλμα που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Φειδίας για τον Παρθενώνα στην αθηναϊκή Ακρόπολη, επιθύμησαν και αυτοί ένα παρόμοιο καλλιτεχνικό μεγαλούργημα. Έτσι, όταν ο γλύπτης έφυγε από την Αθήνα για πολιτικούς λόγους που σχετίζονταν με το άγαλμα της Αθηνάς και κατέληξε στην Ολυμπία, εκλήθη από τους εντόπιους για την κατασκευή ενός μεγαλοπρεπούς έργου τέχνης που θα προσέδιδε περισσότερη λάμψη στον χώρο. Αυτό, όχι μόνον θα εντυπωσίαζε τους κατοίκους της Ηλείας και θα έδειχνε το μεγαλείο του θεού, αλλά θα μπορούσε να μετατραπεί σε ισχυρό πόλο έλξης ανθρώπων από όλη την Ελλάδα και τη Μεσόγειο, καθώς και ένδειξη ισχύος. Πράγματι, μετά την κατασκευή του, το λατρευτικό άγαλμα στον σηκό του ναού αυτού έγινε τόσο ξακουστό στην εποχή του, που πλήθος πολεμιστών και λοιπών ανθρώπων το επισκέπτονταν για να το δουν. Επί αιώνες ήταν ένα από τα θεάματα που ο κάθε θνητός όφειλε να δει πριν πεθάνει.

Ο ίδιος ο γλύπτης του έργου φέρεται να εξήρε ομοίως την αξία του επιτεύγματός του. Λέγεται ότι όταν ήδη τελειώθηκε το άγαλμα, ο Φειδίας προσευχήθηκε στον θεό του να τού δώσει ένα σημάδι, αν το δικό του έργο ήταν σύμφωνο προς τη γνώμη του. Και αμέσως έπεσε ένας κεραυνός σε κάποιο σημείο του εδάφους, στο οποίο ως τις ημέρες του Παυσανία είχαν τοποθετήσει χάλκινη υδρία.

Το πάτωμα του ναού έμπροσθεν του αγάλματος, ήταν ολίγο βαθύτερο και γεμάτο με ελαιόλαδο, αντανακλώντας τα χρυσά τμήματα του Διός. Το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός, επισκευάστηκε από τον γλύπτη Δαμοφώντα τον Μεσσήνιο κατά το α΄ μισό του 2ου αιώνος π.Χ., επειδή παρουσίασε ρωγμές. Λέγεται μάλιστα, ότι το έκανε με περισσή δεξιοτεχνία. Υπήρχαν μάλιστα και ειδικοί επισκευαστές του αγάλματος, οι λεγόμενοι «φαιδρυνταὶ» ή «στιλβωταὶ τοῦ Φειδίου», που κατοικούσαν στην Ολυμπία. Εκείνη την εποχή επικρατούσαν κλασικιστικές τάσεις στην ελληνιστική γλυπτική. Κατά τον ύστερο 4ο αιώνα π.Χ. ο βασιλεύς της Συρίας Αντίοχος Α' Σωτήρ έστειλε ως ανάθημα στην Ολυμπία ένα μάλλινο παραπέτασμα, κοσμημένα με υφαντά ασσυριακά και βαμμένο με πορφύρα από τη Φοινίκη. Πρόκειται, πιθανώς, για αυτό που τοποθετήθηκε όπισθεν του αγάλματος του Διός, δίδοντας, έτσι, στο έργο μία άλλη διάσταση που συνδύαζε την επιβλητική ανατολική καλλιτεχνική παράδοση με την τελειότητα ενός μεγαλοπρεπούς δυτικού τεχνουργήματος. Μετέπειτα, στην εποχή του Ιουλίου Καίσαρος, ένας κεραυνός χτύπησε την περιοχή του ναού και το άγαλμα, χωρίς όμως να του προκαλέσει εκτεταμένη ζημία.

Απώλεια και καταστροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τον Σουετώνιο, ο Ρωμαίος αυτοκράτωρ Καλιγούλας, είχε διατάξει να το μεταφέρουν στη Ρώμη και να του αλλάξουν το πρόσωπο, δίνοντάς του τη μορφή του αυτοκράτορος, πράγμα που όμως δεν έγινε, επειδή το πλοίο που περίμενε στον λιμένα για να το φορτώσει χτυπήθηκε από κεραυνό και κάηκε. Κατά μία άλλη παράδοση, το άγαλμα έβγαλε έναν πολύ δυνατό κρότο, που φάνταζε σαν άκουσμα γέλιου, έτσι ώστε οι σκαλωσιές που το περιέβαλλαν κατέρρευσαν και οι εργάτες ετράπησαν σε φυγή. Ευτυχώς για εκείνους, ο αυτοκράτωρ είχε ήδη δολοφονηθεί όταν γύρισαν πίσω στη Ρώμη, με άδεια τα χέρια.

Μετά την κατάργηση των Ολυμπιακών Αγώνων το 393 μ.Χ. ο ναός παρήκμασε. Το 426 μ.Χ. την εποχή του Θεοδοσίου, ο ναός πυρπολήθηκε και το άγαλμα καταστράφηκε ή κατατεμαχίστηκε και λεηλατήθηκε, αν και οι συνθήκες της ενδεχόμενης καταστροφής του είναι σχετικά άγνωστες. Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, ο Θεοδόσιος το 390 μ.Χ. το μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, τοποθετήθηκε μέσα στο Παλάτιον του Λαύσου, ενός Έλληνα Χριστιανού ευνούχου, μαζί με άλλα σπουδαία έργα τέχνης, όπου καταστράφηκε από μεγάλη πυρκαγιά το 475 μ.Χ. παραμένοντας εκεί για περίπου 60 έτη. Ενώ το Ιερόν της Ολυμπίας κατέρρεε από αμέλεια, το άγαλμα αυτό που θεωρούταν ως το μεγαλύτερο έργο της κλασικής γλυπτικής, χανόταν στην περικαλλή Βασιλεύουσα.

Ο δε ναός δεν είχε καλύτερη μοίρα από το άγαλμα. Κατ' εντολήν του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Θεοδοσίου Β', περί το 426, το ιερό λεηλατήθηκε, ενώ σεισμοί κατά τα έτη 522 και 551 προκάλεσαν την εν μέρει ταφή των ερειπίων του ναού του Διός. Κατά άλλη άποψη, το αρχιτεκτόνημα του Λίβωνος λεηλατήθηκε από τους Γότθους και τα υπολείμματά του μετετράπησαν σε χριστιανικό ναό, μέχρι που κατέρρευσε από σεισμό, ενώ αργότερα τα ερείπια σκεπάστηκαν από την κοίτη του ποταμού Αλφειού. Το 1875 μια γερμανική αποστολή έκανε αρχαιολογικές ανασκαφές και μέχρι το 1881 επανέφερε στο φως τα ερείπια, κάτω από τεσσάρων μέτρων χώμα. Το 2004, έτος διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, αναστηλώθηκε ένας κίων του ναού, ο οποίος δείχνει στους επισκέπτες της Ολυμπίας το μέγεθος και το αλλοτινό μεγαλείο του ναού.

Τεχνικά χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κατασκευή του έργου διήρκεσε δύο Ολυμπιακές περιόδους, δηλαδή οκτώ χρόνια. Η τεχνική του Φειδία βασιζόταν ουσιαστικά σε ξύλο, καθώς το σώμα των αγαλμάτων του ήταν ξύλινο και το εμποτιζόταν από ένα ειδικό υγρό για να μην αποξηρανθεί. Το ξύλο ήταν ενδεδυμένο με στρώματα χρυσού και πλάκες ελεφαντοστού, οι οφθαλμοί ήταν από πολύτιμους λίθους, ενώ ο μανδύας από μάρμαρο ντυμένο με φύλλα χρυσού. Το δε δάφνινο στεφάνι επί κεφαλής, ήταν από πράσινο σμάλτο. Ο καθήμενος Ζεύς, ξεχώριζε μέσα στον ναό επάνω σε τρία σκαλοπάτια και σύμφωνα με εκτιμήσεις έφτανε τα 12 μέτρα σε ύψος. «Ήταν σαν να ύψωνε ο Δίας το ανάστημα του» γράφει σε μια αναφορά του ο Έλληνας γεωγράφος Στράβων τον 1ο αιώνα π.Χ.[4] Το άγαλμα ήταν περιτριγυρισμένο από τριάντα έξι ψηλές κολώνες από γρανίτη.

Ο Ζεύς καθόταν σε θρόνο κατασκευασμένο από ελεφαντοστούν, χρυσό, έβενο και άλλους πολύτιμους λίθους. Στο δεξιό του χέρι, ο Ζεύς κρατούσε ένα χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς Νίκης, το οποίο έφερε ταινία και στέφανο στην κεφαλή, ενώ στο αριστερό του χέρι το σκήπτρο του, που ήταν κατασκευασμένο από παντός είδους μέταλλα και έφερε στην κορυφή του τον αετό, σήμα κατατεθέν του θεού. Δύο μιμήσεις αναπαυομένων λεόντων βρίσκονταν πλησίον των ποδιών του, προσφέροντας την αίσθηση μίας άγρυπνης προστασίας. Στο ιμάτιο της μορφής υπήρχαν σκαλισμένα μικρά ζώα (ζῴδια) και τα κρίνα των ανθών. Ο θρόνος πλουμιζόταν από ζωγραφικές μιμήσεις ζώων και γλυπτές παραστάσεις άλλων μεγαλοπρεπών σκηνών. Όπως γνωρίζουμε από απεικονίσεις σε νομίσματα της Ηλείας και από αρχαίες περιγραφές, τους βραχίονες του θρόνου στήριζαν γλυπτές απεικονίσεις Σφιγγών που απήγαγαν Θηβαίους νεαρούς. Η θανάτωση των παιδιών της Νιόβης από τον Απόλλωνα και την Άρτεμη, παριστανόταν κάτω από τις δύο Σφίγγες. Σε κάθε πόδι του θρόνου υπήρχαν συνολικά τέσσερις μορφές Νικών που έμοιαζαν να χορεύουν, ενώ δύο άλλες ήταν τοποθετημένες προς το πέλμα του κάθε ποδιού του θεού. Στο διάστημα μεταξύ των ποδών του θρόνου υπήρχαν τέσσερις ζώνες, κάθε μία εκ των οποίων πήγαιναν από πόδι σε πόδι. Επί της ζώνης που έβλεπε απευθείας προς την είσοδο βρίσκονταν επτά αγάλματα, όμως το όγδοο από αυτά είχε ήδη χαθεί από την εποχή του Παυσανία, και κανείς δεν γνώριζε πώς. Αυτά τα γλυπτά απεικόνιζαν τα αρχαιότερα αγωνίσματα, ενώ σε κάποιο η μορφή ενός αυτοστεφανουμένου νέου θύμιζε στην όψη τον Παντάρκη, ένα νέο από την Ηλεία που ήταν ερωμένος του Φειδία. Μία άλλη αναφορά στον Παντάρκη αποτελούσε η σκαλιστή φράση σε ένα δάκτυλο του Διός που ανέφερε «ΠΑΝΤΑΡΚΗΣ ΚΑΛΟΣ» («Ο Παντάρκης είναι όμορφος»). Στις υπόλοιπες ζώνες εικονίζονταν όσοι συμπολέμησαν μαζί με τον Ηρακλέα τις Αμαζόνες και οι αντίπαλες μορφές ήταν στο σύνολο είκοσι επτά, καθώς στους συμμάχους του Θηβαίου περιλαμβανόταν και ο Θησέας. Στο ανώτατο τμήμα του θρόνου, άνωθεν της κεφαλής της μορφής, ο Φειδίας έπλασε από τη μία πλευρά τις Χάριτες και από την άλλη τις Ώρες, τρεις σε κάθε μία. Στα πλαϊνά μέλη υπήρχαν μετάλλινες πλάκες με χαραγμένες παραστάσεις της Αναδυομένης Αφροδίτης, το πολεμικό άρμα του Ηλίου, και το άρμα της Σελήνης. Υπήρχαν, επίσης, και ζωγραφικές παραστάσεις στους τοίχους που εμπόδιζαν την πρόσβαση στον θρόνο, από τον ζωγράφο και συγγενή του Φειδία, Πάναινο. Κάποιες απ' αυτές, παρίσταναν τον Θησέα με τον φίλο του Πειρίθου, τον Άτλαντα που στήριζε τον ουρανό και τη γη και κοντά του τον Ηρακλή, τις προσωποποιήσεις της Ελλάδος και της Σαλαμίνας, καθώς μία άλλη την Ιπποδάμεια, η οποία παριστανόταν σε γλυπτό στο ανατολικό αέτωμα του ναού. Η στέγη πάνω από το άγαλμα, ήταν ανοικτή για να μπαίνει άπλετο φως.

Λέγεται ότι όταν ο Πάναινος, αδελφός ή ανεψιός του Φειδία, τον ερώτησε πώς εμπνεύστηκε τη μορφή αυτή του Διός, αν ο ίδιος ανέβηκε στον Όλυμπο για να δει τον Δία, ή αν ο Ζεύς κατέβηκε από τον Όλυμπο έτσι ώστε ο Φειδίας μπόρεσε να τον δει, εκείνος του απήντησε λέγοντάς του ένα χωρίο του Ομήρου από την Ιλιάδα, που περιέγραφε τον Δία ως έναν θεό τρομερό και αυστηρό, που μ' ένα νεύμα της κεφαλής του έκανε ολόκληρο τον Όλυμπο να σείεται[5].

ἦ καὶ κυανέῃσιν ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων
ἀμβρόσιαι δ' ἄρα χαῖται ἐπερρώσαντο ἄνακτος
κρατὸς ἀπ' ἀθανάτοιο μέγαν δ' ἐλέλιξεν Ὄλυμπον.

 

 Είπε, τα μαύρα φρύδια του χαμήλωσε ο Κρονίδης,
έκλινε από τ᾽ αθάνατο κεφάλι του κυρίου
530η θεία κόμη και ο τρανός ο Όλυμπος εσείσθη.

Αυτή η περιγραφή, βρισκόταν σίγουρα πολύ μακριά από τον ήρεμο, μειλίχιο Δία του Φειδία, που αγαπούσε και νοιαζόταν για τον άνθρωπο. Κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ. ο περιηγητής Παυσανίας επισκέφθηκε το Ιερόν, περιγράφοντας το άγαλμα του Διός λεπτομερώς[6]. Μεγάλη εντύπωση λέγεται ότι του έκανε ο θρόνος. Επισκέπτες όπως ο Αιμίλιος Παύλος, νικητής επί των Μακεδόνων, έμεινε έκπληκτος από τη μεγαλοπρέπεια του αγάλματος και από την τελειότητά του και σύμφωνα με τον Λίβιο, το άγαλμα «μεταφέρθηκε στην ψυχή του, ωσάν να είχε δει τον θεό προσωπικά». Κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ. ο Έλληνας ρήτωρ Δίων ο Χρυσόστομος, δήλωσε ότι μία μόνο ματιά στο άγαλμα, μπορούσε να κάνει έναν άνθρωπο να ξεχάσει όλα τα προβλήματά του[7], ενώ ο γεωγράφος Στράβων, έγραψε ότι ο Φειδίας δεν υπολόγισε τις σωστές αναλογίες για τον Δία του. Ανέφερε ότι το άγαλμα ήταν πολύ μεγάλο για να ταιριάζει αρμονικά στο εσωτερικό του ναού, με την κεφαλή σχεδόν να αγγίζει την οροφή, έτσι ώστε αν ο θεός πήγαινε να σταθεί όρθιος, θα άφηνε άσκεπο τον ναό.

Αντίγραφα του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Διός δεν βρέθηκαν ουσιαστικά ποτέ, και τη μορφή του μπορούμε να τη γνωρίζουμε από τις απεικονίσεις σε νομίσματα των Ηλείων και τις περιγραφές του Παυσανία, του Στράβωνος και άλλων. Ένα μεγάλο αντίγραφο, βρισκόταν στον Ναό του Διός στην Κυρήνη της Λιβύης ως λατρευτικό άγαλμα, από το οποίο στις ανασκαφές δεν βρέθηκε τίποτα περισσότερο από τη βάση. Μία κεφαλή του Διός στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κυρήνης, που έχει ακόμα έντονα ίχνη των αρχικών της χρωμάτων, θεωρείται από πολλούς ότι δέχθηκε έντονη επίδραση ή είναι αντίγραφο του Ολυμπίου Διός του Φειδία.

Το εργαστήριο του Φειδία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κατά προσέγγιση ημερομηνία κατασκευής του αγάλματος (το τρίτο τέταρτο του 5ου αιώνος π.Χ.), επιβεβαιώθηκε κατά την εκ νέου ανακάλυψη (1954-1958) του εργαστηρίου του Φειδία, εκεί όπου κατά τον Παυσανία ο γλύπτης δημιούργησε το άγαλμα. Τα αρχαιολογικά ευρήματα εκεί, περιελάμβαναν εργαλεία, που χρησίμευαν για την επεξεργασία του χρυσού και του ελεφαντοστού, μικρά θραύσματα από ελεφαντόδοντο, πολύτιμοι λίθοι και πήλινα καλούπια. Το μεγαλύτερο μέρος των πήλινων εκείνων καλουπιών, χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία γυάλινων πλακών και για τον σχηματισμό του ενδύματος του αγάλματος από φύλλα γυαλιού, φυσικά ενδεδυμένα και διπλωμένα, μετά επιχρυσωμένα. Μία κούπα με την επιγραφή «ΦΕΙΔΙΟΥ ΕΙΜΙ» («Ανήκω στον Φειδία»)[8], βρέθηκε στην περιοχή.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Edgar James Banks (1916). «The seven wonders of the ancient world» (στα Αγγλικά). New York : G.P. Putnam's Sons. Ανακτήθηκε στις 26 Αυγούστου 2009. 

Παυσανίου «Ἠλειακά»: Μέρος Α' Παρ.11,1 - 11,10

Peter Clayton - Martin Price: «Τα Επτά Θαύματα του Αρχαίου Κόσμου», εκδόσεις «Αλεξάνδρεια»

Wikipedia, the free encyclopedia (Αγγλική): Statue of Zeus at Olympia - "Phidias' workshop"

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «- Τα 7 θαύματα του αρχαίου κόσμου». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Αυγούστου 2021. Ανακτήθηκε στις 20 Αυγούστου 2021. 
  2. «Phidias | Biography, Works, & Facts». Encyclopedia Britannica (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 20 Αυγούστου 2021. 
  3. Paraskevopoulos, Lev. «Αρχαιολογικός Χώρος Αρχαίας Ολυμπίας». MyTraveler.gr. Ανακτήθηκε στις 20 Αυγούστου 2021. 
  4. «Strabo, Geography, Book 8, chapter 3, section 30». www.perseus.tufts.edu. Ανακτήθηκε στις 20 Αυγούστου 2021. 
  5. ΟΜΗΡΟΣ - Ἰλιάς 1. 528
  6. Ελλάδος περιήγησις/Ηλιακών Α - Βικιθήκη
  7. Or. 12.51
  8. «ΦΕΙΔΙΟ ΕΙΜΙ ... Το εργαστήριο του Φειδία στην Ολυμπία». Ανακτήθηκε στις 21 Αυγούστου 2021.