Άαρτσελααρ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 51°8′0″N 4°23′13″E / 51.13333°N 4.38694°E / 51.13333; 4.38694

Άαρτσελααρ

Σημαία

Έμβλημα
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Άαρτσελααρ
51°8′0″N 4°23′13″E
ΧώραΒέλγιο
Διοικητική υπαγωγήδιαμέρισμα της Αμβέρσας
Διοίκηση
 • Mayor of AartselaarSophie De Wit (από 2013)
Έκταση11,02 km²[1]
Υψόμετρο12 μέτρα
Πληθυσμός14.427 (1  Ιανουαρίου 2020)[2]
Ταχ. κωδ.2630[3]
Τηλ. κωδ.03
Ζώνη ώραςUTC+01:00
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το Άαρτσελααρ (Aartselaar), είναι πόλη και έδρα δήμου του Β. Βελγίου, στην επαρχία Αμβέρσα (Antwerpen). Ο δήμος έχει έκταση 10,93 χμ² και πληθυσμό 14.281 κατοίκους (2012). Βρίσκεται 5 χλμ. νότια της Αμβέρσας. Ο κάτοικος της πόλης ονομάζεται Ααρτσελάρεν-άαρ (πληθ. Ααρτσελάρεν-άρεν) (Aartselarenaar-en).[4]

Ονομασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν δύο απόψεις σχετικά με την προέλευση του ονόματος της πόλης: σύμφωνα με την πρώτη, προέρχεται από το παλαιό όνομα Arcelar, archas «σύνορα» και laar «ανοικτή έκταση μέσα σε δάσος», οπότε θα μπορούσε να σημαίνει περιφραστικά, «ένα ξέφωτο στο δάσος, κοντά στα σύνορα».[5]

Σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη, η ονομασία έχει τρία συνθετικά: aart «πεδίο, ανοικτός χώρος», sel (από τo λατινικό sala) «οικισμός» και laar «ανοικτή έκταση μέσα σε δάσος», οπότε θα μπορούσε να σημαίνει περιφραστικά, «ένας πεδινός οικισμός σε ένα ξέφωτο στο δάσος».

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την πόλη δεν διασχίζουν μεγάλοι ποταμοί, παρά μόνον κάποια ρέματα, όπως το Βούλε (Wullebeek), που εκβάλλει στον Ρούπελ (Rupel) και το Σχέλεφλιτ (Schellevliet) με το Χρότε Στράους (Grote Struisbeek) που εκβάλλουν στον μεγάλο ποταμό Σκάλδη (Scheldt). Το υπέδαφος της περιοχής είναι, κατά μεγάλο ποσοστό, αμμοαργιλώδες.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Ιστορικό Δημαρχείο του Άαρτσελααρ

Το Άαρτσελααρ αναφέρεται για πρώτη φορά το 1247 ως Σέρλερ (Serlaer), και ως Έρσελερ (Aerschelaer) το 1309. Αρχικά, ήταν τμήμα της πόλης Κόντιχ (Kontich), ενώ εκκλησιαστικά έγινε ανεξάρτητη ενορία το 1309. Όμως, διοικητικά παρέμεινε εξαρτημένη από το Κόντιχ μέχρι το 1558, οπότε όρισε δικό της ανεξάρτητο δημοτικό συμβούλιο. Η περιοχή του Κόντιχ ανήκε στο Δούκα της Βραβάντης, αλλά σταδιακά διαχωρίστηκε σε επί μέρους εκτάσεις που πωλήθηκαν στους τοπικούς άρχοντες. Ο Φίλιππος Β’, το 1557, πούλησε τις περιοχές που συμπεριελάμβαναν το Άαρτσελααρ, στον τότε άρχοντα του Κλέιντελ (Cleydael) και έτσι προέκυψε το ομώνυμο φέουδο. Μάλιστα, παρέμεινε στα χέρια των αρχόντων του Κλέιντελ, μέχρι την εμφάνιση των δήμων στο τέλος του 18ου αιώνα.

Κατά την περίοδο 1758-1763 κατασκευάστηκε ο λιθόστρωτος δρόμος από το Μπόομ (Boom) προς την Αμβέρσα, που περνούσε μέσα από το Άαρτσελααρ. Παρά την καλή της θέση, η κωμόπολη παρέμεινε κατά κύριο λόγο αγροτική, με πολύ περιορισμένη βιοτεχνική ανάπτυξη. Στις αρχές του 19ου αιώνα, περισσότερο από το ήμισυ της έκτασής της, καταλαμβανόταν από χωράφια. Ως εκ τούτου, υπήρχε μόνο ισχνή αύξηση στον πληθυσμό.

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η πόλη αναπτύχθηκε χάρη στη θέση της κατά μήκος του άξονα Αμβέρσας-Βρυξελλών και την εγγύτητα με την Αμβέρσα, οπότε εξελίχθηκε από αγροτική κοινότητα σε βιομηχανική πόλη. Μεταξύ 1950 και 1964, τριάντα νέες επιχειρήσεις δημιουργήθηκαν. Ως αποτέλεσμα, ήλθε κύμα εργατών και υπαλλήλων στην περιοχή και δημιουργήθηκαν πολλές νέες γειτονιές. Η γεωργία υποχώρησε και μόνον η κηπουρική διατηρήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ειδικά μεταξύ 1960-1985, ο πληθυσμός αυξήθηκε σημαντικά. Η πόλη συνέχισε να αναπτύσσεται ως προάστιο της Αμβέρσας κατά μήκος του αυτοκινητοδρόμου Α12. Ο πληθυσμός έφθασε στο μέγιστο γύρω στο 1995 με 14.500 άτομα και, στη συνέχεια, άρχισε να μειώνεται λίγο.

Αξιοθέατα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μύλος Χέι στο Άαρτσελααρ
  • Το Κάστρο Κλέιντελ (Het waterslot Cleydael): ένα τμήμα του είναι κατασκευή του 14ου αιώνα.
  • Ο Άγιος Λεονάρδος (Sint-Leonarduskerk): τα παλαιότερα μέρη της εκκλησίας χρονολογούνται από το 1495. Το 1791 επεκτάθηκε με δύο κλίτη και το 1858 προστέθηκε χώρος για τη χορωδία.
  • Ο Μύλος Χέι (Heimolen): αλεστικός ανεμόμυλος με πτερωτή, κατασκευασμένος γύρω στο 1801, που πήρε το όνομα του χωριού Χέικεν (Heiken). Έχει ύψος 25 μέτρα και διαθέτει δύο ζεύγη από μυλόπετρες. Έπαθε σοβαρές ζημιές από τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια του Α 'Παγκοσμίου Πολέμου (1914) και το καλοκαίρι του 1957, όταν οι λεπίδες και τα γρανάζια καταστράφηκαν από αστραπή. Μετά από αυτό, ο μύλος πωλήθηκε στον ιδιοκτήτη του Κάστρου Κλέιντελ, που τον αποκατέστησε πριν τον πουλήσει το 1962, στον δήμο του Άαρτσελααρ.
  • Το Βόλφερτσχοφ (Wolffaertshof): κτήριο του 16ου αιώνα που αρχικά ήταν πρεσβυτέριο. Τώρα, αποτελεί μέρος του Δημαρχείου.
  • Το Ιστορικό Δημαρχείο (Het Gemeentehuis), το οποίο έχει καταγραφεί στα Μνημεία Φλαμανδικής Κληρονομιάς.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • De Heimolen bij het VIOE
  • Webstek van de Heimolen