Διεθνής Διαφάνεια

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Transparency International)
Διεθνής Διαφάνεια
Νομική μορφήeingetragener Verein
ΊδρυσηΜαΐου 1993
ΙδρυτήςΠέτερ Άιγκεν, John Githongo, Jeremy Pope, Καμάλ Χοσέν, Obiageli Katryn Ezekwesili και Dolores Español
ΈδραΒερολίνο, Γερμανία
Περιοχές δραστηρ.παγκόσμιο
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Μέσα κοινωνικής δικτύωσης
Σελίδα στο Facebook Σελίδα στο Twitter Λογαριασμός στο YouTube
Commons page Πολυμέσα

Η Διεθνής Διαφάνεια (Transparency International), TI, ελληνικά: Τι-Άι) , είναι ένας μη κυβερνητικός οργανισμός που ασχολείται με την καταπολέμηση διαφθοράς στον κόσμο. Αυτό συμπεριλαμβάνει, χωρίς να περιορίζεται μόνο, τη διαφθορά στην πολιτική. Ο οργανισμός είναι ευρύτερα γνωστός για τη σύνταξη, από το 1995 του ετήσιου Δείκτη Αντίληψης για τη Διαφθορά (Corruptions Perceptions Index - CPI) και το Βαρόμετρου Παγκόσμιας Διαφθοράς, συγκριτικών καταλόγων για τη διαφθορά παγκοσμίως

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πήτερ Έιγκεν

Έδρα της Διεθνούς Διαφάνειας είναι το Βερολίνο, όπου και ιδρύθηκε το 1993, από τον Πήτερ Έιγκεν με τη μορφή μη κερδοσκοπικού οργανισμού. Ο Πήτερ Έιγκεν που προηγουμένως είχε διατελέσει διευθυντής της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Αφρική και συντονιστής προγραμμάτων βοήθειας των ανεπτυγμένων χωρών προς τις φτωχότερες, παρέμεινε πρόεδρος μέχρι το 2005. Όπως ο ίδιος δήλωνε αποφάσισε την ίδρυση του εν λόγω οργανισμού επειδή είχε διαπιστώσει ότι μεγάλο μέρος της βοήθειας που διαχειριζόταν και διένειμε, τελικά «εξατμιζόταν» σε ένα κυκεώνα «πολιτικής και λοιπής διαφθοράς». Έτσι με μια συνεργασία ηγετών χωρών και ανωτάτων υπαλλήλων περίπου 70 ατόμων προχώρησε στη σύσταση του εν λόγω οργανισμού. Η ιδέα του κρίθηκε ιδιαίτερα επιτυχής καθώς πολλοί αρχηγοί χωρών και άλλοι διεθνείς οργανισμοί έσπευσαν να επικροτήσουν το εγχείρημα αυτό. Σημαντικά επίσης στελέχη του Δ.Σ. της ΤΙ ήταν ο Jeremy Papas, (αντιπρόεδρος), και οι Hansjörg Elshorst , Joe Githongo , Fritz Heimann , Michael Hershman , Καμάλ Χουσεΐν , Dolores L. Español , G. Moody Stuart , J. Parfitt και ο Frank Vogl.

Σήμερα (Δεκ. 2012) τα μέλη και οι συνεργάτες της Διεθνούς Διαφάνειας αριθμούν χιλιάδες, ενώ στην έδρα του οργανισμού βρίσκονται εγκατεστημένοι 40 περίπου νομικοί, οικονομολόγοι και ειδικοί σε θέματα φορολογίας και συστήματα φορολογίας που μπορούν και αξιολογούν διάφορα στοιχεία που συλλέγουν μέσω κλιμακίων και υποβαλλομένων ερωτηματολογίων σε δημόσιες «έρευνες σε υπηρεσίες και πολιτικά γραφεία διαφόρων χωρών. Από τις έρευνες αυτές και τα στοιχεία που επεξεργάζονται στοχεύουν στην αποκάλυψη περιπτώσεων διαφθοράς που αρχικά χαρακτηρίζεται «λανθασμένη λειτουργία συστήματος την οποία θεωρούν ότι μπορεί αυτή να καταπολεμηθεί με «απόλυτη διαφάνεια.

Κριτική έναντι της Διεθνούς Διαφάνειας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ανταγωνισμός με την «Σύμβαση του ΟΟΣΑ κατά της Διαφθοράς» στη δεκαετία του 1990[1][Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμβαση του ΟΟΣΑ - η «ενεργητική» διαφθορά της ΕΚ γίνεται στόχος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα σημαντικό σημείο κριτικής κατά τα πρώτα στάδια της Διεθνούς Διαφάνειας ήταν η συντηρητική φιλοσοφία καταπολέμησης διαφθοράς της οργάνωσης. Όταν ο ΟΟΣΑ κατά την σύσταση των Ηνωμένων Πολιτειών το 1989, έθεσε το ζήτημα της «διεθνούς διαφθοράς στην ατζέντα του, και κάλεσε σε λειτουργία μια αντίστοιχη «ομάδα εργασίας», παράλληλα με τη δημιουργία της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς (Συνθήκη του Μάαστριχτ 1993) αποφάσισε να κινήσει για τα κράτη μέλη μια «Σύσταση για την καταπολέμηση της δωροδοκίας στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές».[2][3] Ήδη τότε, ιδέα του ΟΟΣΑ ήταν να καταπολεμήσει τη διαφθορά στις πηγές της παρά την αντίσταση των εμπλεκόμενων. Στο μέλλον η διαφθορά εναντίον άλλων κρατών, θα έπρεπε να αντιμετωπίζετε νομικά ισότιμα ​​με την εγχώρια διαφθορά στις χώρες των χορηγών. Αυτό όμως θα ήταν ένας σημαντικός περιορισμός στην επιχειρηματική ελευθερία των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και χρειαζόταν κατάλληλη απάντηση. Ενώ η Σύμβαση του ΟΟΣΑ, ως εκ τούτου, καλείται να καταπολεμήσει ιδίως τις γνωστές τεράστιες πηγές δωροδοκία στις ανεπτυγμένες χώρες εξαγωγής[3] αντιθέτως η «Διεθνής Διαφάνεια», που δημιουργήθηκε από έναν πρώην διευθυντή της Παγκόσμιας Τράπεζας (Peter Eigen) και την γερμανική πολιτική αναπτυξιακής βοήθειας (GTZ), υποστήριζε ακριβώς το αντίθετο. Παρά την υπάρχουσα γνώση που αποκτήθηκε από την αναπτυξιακή βοήθεια προς την Ανατολική Αφρική η Διεθνής Διαφάνεια συνιστάται να αξιολογηθεί και να καταπολεμηθεί η διαφθορά μόνο στις χώρες των αποδεκτών, αλλά όχι στις πηγές της στην Ευρώπη.

Παραοικονομία - μια διογκωμένη πηγή χρημάτων δωροδοκίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είναι ενδιαφέρον, ότι ακριβώς στην ίδια κοινοβουλευτική περίοδο (1991-1994), όπου ιδρύθηκε η «Διεθνής Διαφάνεια», το Κοινοβούλιο της Βόννης συζητούσε εξαιρετικά αμφιλεγόμενα αν σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο η διαφθορά εναντίον ξένων αξιωματούχων θα πρέπει να κατατάσσεται ως ποινικό αδίκημα, ή θα πρέπει να απαλλαχτεί από το φόρο ως λειτουργική δαπάνη της επιχείρησης.[4][5][6] Λαμβάνοντας υπόψη το διευρυνόμενο Γερμανό-Γαλλικό αγώνα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 για τις νέες αγορές της «διεύρυνσης της ΕΟΚ προς το Νότο», η τότε κυβέρνηση Kohl αποφάσισε κατά τις συστάσεις του ΟΟΣΑ υπέρ την συγχρηματοδότηση της ξένης διαφθοράς μέσω της φορολογικής απαλλαγής[5] (§ 4 κεφάλαιο 5 αρ. 10 νόμο περί φόρου εισοδήματος, ισχύει μέχρι τις 19 Μαρτίου 1999). Σε περίπου την ίδια εποχή ο γερμανικός ιδιωτικός τομέας, πλέον ανενόχλητος από τις σχεδόν παράλυτες εφοριακές αρχές, άρχισε να αυξάνει συστηματικά τις ποσοστώσεις μαύρου χρήματός του.[7] Κατά συνέπεια, η τότε Διεθνής Διαφάνεια πρότεινε τον αμφιλεγόμενο Δείκτη Αντίληψης της Διαφθοράς (CPI), που ιδρύθηκε από τον Johann Graf Lambsdorff το 1995, ως μια πιθανή κλίμακα διαβάθμισης της διαφθοράς. Ωστόσο, ο CPI περιορίζεται στη μία και μόνο πλευρά των αποδεκτών δωροδοκίας, αλλά δεν συμπεριλαμβάνει τις πλούσιες πηγές δωροδοκίας από την τεράστια παραοικονομία της Ευρώπης. Ως αποτέλεσμα, μετά από γραμμική αύξηση πάνω από μια δεκαετία μέχρι την καθιέρωση του Ευρώ, τελικά η γερμανική διαφθορά σήμερα στηρίζεται σε μια παραοικονομία 350 δις € ετησίως.[7]

Ο CPI - ένα προκατειλημμένο εργαλείο των «ενεργητικών»;[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια έτσι προκαλούμενη διένεξη μεταξύ επικριτών και υποστηρικτών του από τότε συχνά αναφερόμενου CPI ήταν μέχρι τώρα στο επίκεντρο πολλών κριτικών δοκιμιών. Π.χ. η Yuliya V. Tverdova απέδειξε το 2012 σε μια συγκριτική μελέτη («Αντιλήψεις ή Εμπειρίες: τη χρήση εναλλακτικών μέτρων διαφθοράς σε μια μελέτη πολλαπλών επιπέδων της πολιτικής στήριξης», του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, Irvine) παρερμηνείες του CPI, επίσης από εμπειρογνώμονες της Διεθνούς Διαφάνειας, έως «numerous concerns ranging ... to systematic biases in the expert estimates, και χαρακτήρισε το CPI ως προκατειλημμένο και «poll of polls that draws on multiple sources of elite and mass opinions.»[8]

Αργότερα όμως, η Διεθνής Διαφάνεια ευθυγραμμίζεται με τον ΟΟΣΑ, δημοσιεύοντας το 1999 για πρώτη φορά το επίσης αμφιλεγόμενο «Δείκτη Δωροδοκιών» (BPI). Ωστόσο, χρειάστηκαν χρόνια μέχρι που η σύμβαση του ΟΟΣΑ έχει υπογραφεί και επικυρωθεί από τα κοινοβούλια και τελικά μεταφέρθηκε στην πράξη σε όλα τα κράτη. Ως εκ τούτου, οι πρακτικές αυτές δεν είχαν ποινικά καταδιωχτεί στις χώρες εξαγωγής πριν από το 2003. Μόνο τότε η Διεθνής Διαφάνεια μίλησε ανοιχτά για ένα «δίκτυο διαφθοράς»[9] και κατηγορεί ιδιαίτερα μοχλούς δωροδοκίας στις χώρες δότη. Με την ευκαιρία, μόλις το 2004, κατέληξε η πρώτη και μοναδική Ολυμπιάδα (2000-2004) στην Κοινή Αγορά της ΕΕ. Τώρα η γερμανική παραοικονομία μπορούσε να αρχίσει να αναχαιτίζει προσεχτικά τα ύψη της.[7]

Εκθέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Διεθνής Διαφάνεια επικεντρώνει την προσοχή της σε θεσμούς - νομοθεσίες και κυβερνητικές δράσεις χωρών και όχι σε μεμονωμένες περιπτώσεις φυσικών προσώπων, ή άλλες εξατομικευμένες περιπτώσεις με προβαλλόμενο στόχο την «αναδιαμόρφωση και την κάθαρση». με τη συνεργασία βέβαια κρατικών φορέων και υπηρεσιών. Έτσι ο Οργανισμός αυτός κάθε χρόνο συντάσσει και δημοσιοποιεί τρεις εκθέσεις.

  1. Ο «Δείκτης Αντίληψης για τη Διαφθορά» (CPI) (κατά χώρα).
  2. Ο «Δείκτης χρηματισμού κυβερνητικών και διοικητικών παραγόντων (κατά χώρα) - (BPI) και
  3. Το «Βαρόμετρο Παγκόσμιας Διαφθοράς».

Σημειώνεται ότι μετά τα παραπάνω η Διεθνής Διαφάνεια προσφέρει διάφορες συμβουλές για την αντιμετώπιση της όποιας διαφθοράς, παρέχοντας ακόμα και συμβουλές σε πολίτες για τις διάφορες συναλλαγές τους, καθώς και τον τρόπο υποβολής καταγγελιών.

Παρατηρήσεις - ύποπτη δράση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Εφημερίδα Το Παρασκήνιο φ.16-12-2012 σελ.29.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]