HMS Dreadnought (1906)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
HMS Dreadnought (1906)
Το HMS «Dreadnought»
Πληροφορίες
Παραγγελία1905
Έναρξη ναυπήγησης2 Οκτωβρίου 1905
Καθέλκυση10 Φεβρουαρίου 1906
Ένταξη σε υπηρεσία2 Δεκεμβρίου 1906
Παροπλισμός1919
ΚατάληξηΔιαλύθηκε 1923
Γενικά χαρακτηριστικά
Εκτόπισμα18,420 t
Μήκος527 ft x 82 ft x 26 ft
 (160 m x 25 m x 8 m )
ΠρόωσηΛέβητες:
 18 Babcock & Wilcox 3 τύπου τυμπάνου
Στρόβιλοι:
 4 συμπλεγμένοι ατμοστρόβιλοι Parsons
Ισχύς:
 22.500 shp (17 MW)
Καύσιμα:
 900/2.900 τόνοι γαιάνθρακα, 1.120 τόνοι πετρελαίου
Ταχύτητα21 κόμβοι (39 km/h)
Αυτονομία6.620 ναυτικά μίλια (12.260 km) στους 10 κόμβους (19 km/h),
4.910 ναυτικά μίλια (9.090 km) στους 18,4 κόμβους (34 km/h)
Πλήρωμα695–773
ΟπλισμόςΚύριος: 10 x 12 in (305 mm) 45 cal (5×2) (ένας πυργίσκος μπροστά, δύο πίσω, δύο πλάγια), 27 × 12 lb (4 in/102 mm), 5 × 18 in (457 mm) υποβρύχιοι τορπιλλοσωλήνες
ΘωράκισηΘωρηκτή ζώνη:
 4 έως 11 ίντσες (100 έως 280 mm) στο μέσον, 2,5 in (64 mm) στα άκρα

Κατάστρωμα:
 Έως 3 in (75 mm)
Πυργίσκοι:
 11 in (280 mm)
Εξέδρες πυροβόλων:
 Έως 11 in (280 mm)

Πύργος διακυβέρνησης:
 11 in (280 mm)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το έκτο HMS «Dreadnought» (Ντρέντνωτ, που στα αγγλικά σημαίνει «Ατρόμητος») του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού ήταν το πρώτο θωρηκτό παγκοσμίως που διέθετε κύριο πυροβολικό ενιαίου και μεγάλου διαμετρήματος, αντί να διαθέτει δευτερεύον πυροβολικό αποτελούμενο από πυροβόλα μικρότερων διαμετρημάτων. Ενώ μέχρι τότε ο συνήθης βαρύς οπλισμός των θωρηκτών ήταν 4 πυροβόλα των 305 χιλ. και 8 ή περισσότερα διαμετρήματος 234 έως 152 χιλ., το Ντρέντνωτ έφερε 10 πυροβόλα (κανόνια) των 305 χιλ. διατεταγμένα σε 5 δίδυμους πύργους (1 προς πλώρη, 2 εκατέρωθεν περί το μέσον και 2 προς πρύμνη) με επικουρία τηλεβόλων των 102 χιλ. Η δε θωράκισή του ήταν η ισχυρότερη των συγχρόνων του. Συνεπώς ήταν το μοναδικό θωρηκτό στην εποχή του που με την καινοτομία του διέθετε διπλάσια δύναμη πυρός, αφού μπορούσε να βάλει με 8 πυροβόλα «κατά πλευρά» όταν όλα τα άλλα αντίστοιχά του μπορούσαν μόνο με 4. Ήταν επίσης το πρώτο μεγάλο πολεμικό πλοίο που κινούνταν από ατμοστροβίλους, κάνοντάς το το ταχύτερο πολεμικό πλοίο του μεγέθους του εκείνη την εποχή.

Ναυπήγηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ναυπηγήθηκε το 1906 και είχε εκτόπισμα 19.800 τόνους, έφερε 4 έλικες και η ταχύτητά του έφθανε τους 21 κόμβους. Τόσο εξελιγμένο ήταν το Ντρέντνωτ που ο όρος «ντρέντνωτ» έγινε συνώνυμος των πιο σύγχρονων θωρηκτών, ενώ τα σύγχρονά του πλοία, που κατέστησε με την καινοτομία του ως πεπαλαιωμένα, έμειναν γνωστά ως «προ-ντρεντνωτ». Η είσοδός του σε υπηρεσία προξένησε την έναρξη μίας μεγάλης κούρσας εξοπλισμών, με τους πολεμικούς στόλους ανά τον κόσμο να σπεύδουν να προμηθευτούν αντίστοιχα πλοία, ειδικά δε το Γερμανικό Ναυτικό, μέσα στο κλίμα που οδήγησε τελικά στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.[1]

Η κλάση «Ντρέντνωτ»[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα υπάρχοντα σχέδια θωρηκτών της εποχής τυπικά περιελάμβαναν την τοποθέτηση τεσσάρων μεγάλων πυροβόλων σε διπλούς πυργίσκους στην πλώρη και στην πρύμνη, με έναν αριθμό μικρότερων πυροβόλων παρατεταγμένων στις πλευρές του πλοίου, κατά το πρότυπο των παλαιότερων ιστιοφόρων πολεμικών πλοίων. Όχι μόνον αυτό έθετε σε αχρηστία σχεδόν το ήμισυ των πυροβόλων (της άλλης πλευράς) του πλοίου καθ' οποιαδήποτε στιγμή (ενώ αντίθετα οι πυργίσκοι ήταν ελεύθεροι να βάλλουν προς οποιαδήποτε από τις δύο πλευρές), αλλά και επέτρεπε την εισροή υδάτων στο πλοίο μέσω των πολλών κανονιοθυρίδων, που αποτελούσε ξεκάθαρο κίνδυνο για τη ναυσιπλοΐα σε κακή κατάσταση θάλασσας. Επιπροσθέτως, κάθε διαμέτρημα πυροβόλου εμφάνιζε διαφορετικές βαλλιστικές ιδιότητες, κάτι που περιέπλεκε τη σκόπευση, ειδικά όταν γινόταν προσπάθεια ν' ανιχνευτούν οι πίδακες ύδατος από την πρόσπτωση των οβίδων. Τα πυροβόλα μικρότερου διαμετρήματος, θα έπρεπε είτε να κρατήσουν το πυρ αναμένοντας τα βαρύτερα πυροβόλα, τα οποία είχαν έναν μεγαλύτερο χρόνο αναχορηγίας (κατά κάποιον τρόπο), αναιρώντας έτσι το πλεονέκτημα του υψηλότερης ταχυβολίας των μικρότερων διαμετρημάτων, είτε να δημιουργήσουν σύγχυση στην παρατήρηση μεταξύ των πιδάκων από τις οβίδες των μεγαλύτερων και των μικρότερων πυροβόλων.

Η επινόηση του ατμοστροβίλου από τον Τσαρλς Άλτζερνον Πάρσονς το 1884 οδήγησε σε σημαντική αύξηση της ταχύτητας των πλοίων, μετά τη δραματική και μη εγκεκριμένη επίδειξη της Τουρμπίνια (Turbinia) με την ταχύτητά της των 34 κόμβων (63 km/h) στη Ναυτική Επιθεώρηση του Σπίτχεντ το 1897. Κατόπιν περαιτέρω δοκιμών και την ναυπήγηση δύο αντιτορπιλλικών κινουμένων με ατμοστροβίλους, των HMS Viper και HMS Cobra, το Ναυαρχείο επιβεβαίωσε το 1905 ότι τα μελλοντικά σκάφη του Βασιλικού Ναυτικού θα κινούνταν με ατμοστρόβιλους.

Η ιδέα των αποκλειστικά μεγάλων πυροβόλων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιδέα των πολεμικών πλοίων με αποκλειστικά μεγάλα πυροβόλα ("all-big-gun" warships), ικανών να ανοίξουν πυρ από μεγάλη απόσταση, φαίνεται πως γεννήθηκε όταν η απειλή από τις τορπίλες γινόταν ολοένα και ισχυρότερη. Ο Ιταλός ναυπηγός Βιττόριο Κουνιμπέρτι άρθρωσε πρώτος την ιδέα ενός θωρηκτού με αποκλειστικά μεγάλα πυροβόλα το 1903 (αν και ο Τζων Φίσερ υποστήριζε ότι ο ίδιος συνέλαβε αυτή την ιδέα το 1900). Όταν το Ιταλικό Ναυτικό δεν ακολούθησε τις προτάσεις του, ο Κουνιμπέρτι έγραψε ένα άρθρο στο Jane's Fighting Ships διαδίδοντας την ιδέα του. Πρότεινε ένα «ιδεώδες» μελλοντικό Βρετανικό θωρηκτό 17.000 τόνων, με κύριο πυροβολικό δώδεκα πυροβόλων των 12 ιντσών (305 mm), θωρηκτή ζώνη 12 ιντσών και ταχύτητα 24 κόμβων (44 km/h).

Παρατηρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αξιοσημείωτο είναι πως την ίδια εκείνη εποχή και το Αμερικανικό Ναυτικό ναυπήγησε ταυτόχρονα δύο θωρηκτά το "Μίσιγκαν" και το "Νότιος Καρολίνα" με κύριο οπλισμό 8 πυροβόλων επίσης των 305 χιλ. διατεταγμένων μάλιστα σε 4 όμως πύργους κατά το διάμηκες (2 προς πλώρη και 2 προς πρύμνη) η οποία και αυτή η διάταξη έγινε αργότερα κλασσική (κλάση Θωρηκτού). Παρά ταύτα το αγγλικό σκάφος ήταν εκείνο που έδωσε διεθνή κλάση το ομώνυμο όνομα ως «Θωρηκτό Ντρέντνωτ».

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Hacker, Barton C. "The Machines of War: Western Military Technology 1850-2000", History and Technology, Vol. 21, No. 3, September 2005, σελ. 255-300. Βλέπε σελ. 256-257.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]