Fear Factory

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Fear Factory
Πληροφορίες
ΠροέλευσηΛος Άντζελες, Καλιφόρνια, ΗΠΑ
Μουσικά είδηIndustrial metal, thrash metal, death metal
Παρουσία1989 - 2002 / 2004 - Παρόν
ΜέληRaymond Herrera
Burton C. Bell
Christian Olde Wolbers
Byron Stroud
Πρώην μέληDino Cazares
John Bechdel
Reynor Diego
Andrew Shives
Dave Gibney
Andy Romero
Ιστότοπος
http://www.fearfactory.com

Οι Fear Factory είναι industrial metal συγκρότημα από την Καλιφόρνια των ΗΠΑ. Γνωστοί για την πρωτοτυπία τους ν' αναμείξουν τη death metal μουσική με την industrial τεχνοτροπία και με κυριότερο χαρακτηριστικό τα φωνητικά, όπου πέρα από την σκληρή χροιά υπήρχε πλέον και το μελωδικό πέρασμα.

Αρκετά singles των Fear Factory ανέβηκαν στο Mainstream Rock Top 40 και τα άλμπουμ τους μπήκαν στο Billboard top 40, 100 και 200.

Προ-Ιστορία συγκροτήματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα πρώτα μέλη του συγκροτήματος Ντίνο Καζάρες (Dino Cazares) και Ρέιμοντ Ηερρέρα (Raymond Herrera) σχηματίζουν ένα πρότζεκτ με το όνομα «Ulceration» στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια το 1989. Με τον ερχομό του τραγουδιστή Μπέρτον Σ. Μπελ (Burton C. Bell) το συγκρότημα πλέον αλλάζει όνομα και μετονομάζεται σε Fear Factory καθώς πιστεύει ότι το πρώτο όνομα δεν άρμοζε στο χαρακτήρα του συγκροτήματος. Το 1990 το διπλό FF λογότυπό τους εμφανίζεται και οι FF έχουν δημιουργηθεί.

Soul of a New Machine[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το εξώφυλλο του πρώτου δίσκου.

Ξεκινώντας με κατά βάση Death Metal ήχο, οι FF κάνουν τη διαφορά εμπλουτίζοντας τη μουσική τους με industrial samples και μελωδικά καθαρά φωνητικά σε συνδυασμό πάντα με τα βαριά death/thrash riffs στην κιθάρα, περίπλοκα και πολύ μπροστά στην τελική μίξη ντραμς, βαρύτατο μπάσο, οι Fear Factory ένωσαν τη metal σκηνή με την industrial κυκλοφορώντας τον πρώτο τους δίσκο «Soul of a New Machine» το 1992. Χαρακτηριστικό δείγμα του πρώτου δίσκου μπορεί να θεωρηθεί το τραγούδι «Scumgrief».Την επιτυχία του δίσκου ακολούθησε και μία εκτενής περιοδεία με μεγάλα ονόματα της σκληρής μουσικής: Biohazard, Sick of it All και Sepultura στην Η.Π.Α. και με τους Brutal Truth στην Ευρώπη.

Fear is the Mindkiller[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Fear is the Mindkiller, 1994

Οι Fear Factory ζητούν remixes των κομματιών του πρώτου δίσκου τους από τον Rhys Fulber των The Front Line Assembly. Το 1993 λοιπόν κυκλοφορεί το «Fear Is the Mindkiller» μια Industrial/Techno μίξη τους.
Το 1994, ο μπασίστας Andrew Shives εκδιώχτηκε από την μπάντα λόγω διαφωνιών με τους υπολοίπους. Η αλήθεια είναι ότι αν και φαίνεται να φιγουράρει στη φωτογραφία της μπάντας στον πρώτο δίσκο, το μπάσο παίχτηκε από τον Dino Cazares. Ο συγκεκριμένος μπασίστας έπαιξε σε μία μόνο επίσημη ηχογράφηση ενός 7" single με το ισπανικό όνομα "Sangre De Ninos" των «Factorio De Miedo» δηλαδή των FF.

Demanufacture[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Demanufacture, 1995

Την ίδια χρονιά ο Ολλανδός μπασίστας Christian Olde Wolbers γνωρίζεται με το συγκρότημα και ενώ είναι διακοπές στο Λος Άντζελες συμφωνεί να τους βοηθήσει με το γράψιμο του επόμενου δίσκου,το «Demanufacture»(1995), το οποίο ίσως παραμένει το κορυφαίο τους άλμπουμ μέχρι και σήμερα. Ο δίσκος κατάφερε κάτι σπάνιο, να πάρει kkkkk (5/5) βαθμολογία από το μεγαλύτερο περιοδικό σκληρής μουσικής παγκοσμίως, το βρετανικό kerrang!. Οι Fear Factory περιοδεύουν ασταμάτητα με γιγαντιαία ονόματα του χώρου όπως Black Sabbath, Megadeth και Iron Maiden, εμφανίζονται στο Ozzfest '96 and '97 καθώς και σε πολλά άλλα φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο. Το συγκρότημα κάνει μια ανεπανάληπτη εμφάνιση στο Donington της Αγγλίας.

Remanufacture[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Remanufacture, 1997

Για δεύτερη συνεχόμενη φορά οι Fear Factory πειραματίζονται στα δικά τους τραγούδια από το Demanufacture παίζουν με τις λέξεις και από αυτό προκύπτει ένα νέο άλμπουμ το Remanufacture το Μάιο του 1997 με τη βοήθεια μεγάλων ονομάτων της ηλεκτρονικής μουσικής του DJ Dano και Junkie XL.

Obsolete[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

oBSωLEte, 1998

Είναι Ιούλιος του 1998 όταν κυκλοφορεί το Obsolete, αφού ήδη οι FF έχουν ακυρώσει την εμφάνισή τους στο μεγαλύτερο metal φεστιβάλ της Ολλανδιας το Dynamo Open Air Festival για να τελειώσουν το νέο δίσκο νωρίτερα. Ο δίσκος αυτός είναι concept και περιγράφει και σχέσεις ανθρώπων-μηχανών στο εγγύς μέλλον καθώς και τη μάχη πλέον που δίνει το ανθρώπινο γένος να επιζήσει και να αντιμετωπίσει την τεχνητή νοημοσύνη, αφού αυτό πια έχει γίνει «άχρηστο»(απαρχαιωμένο/obsolete). Δίχως ξεκούραση βγαίνουν πάλι σε περιοδεία με τους Slayer και μετά με τους ανερχόμενους τότε Rammstein. Η μεγαλύτερη τιμή τούς δίνεται όταν καλούνται να αντικαταστήσουν τελευταία στιγμή ως headliners της δεύτερης σκηνής του Ozzfest '99 τους θρυλικούς Judas Priest.


Ο Burton C. Bell εκείνη την περίοδο μιλώντας για το δίσκο τους εξήγησε:

«Το ενιαίο concept αυτού του δίσκου είναι ότι ο «άνθρωπος» κατάντησε πια «ξεπερασμένος», ακόμα αντιστέκεται στις μηχανές και τα συστήματα τους. Ο άνθρωπος καταλήγει να τα βάζει με τον ίδιο τον «μηχανισμό» της κυβέρνησης... To Demanufacture ξεκίνησε την ιστορία, με το Remanufacture εξελίχθηκε και το Obsolete είναι ένα νέο μέρος της ιστορίας του concept των FF», λέει ο Burton C. Bell ο οποίος μιλάει μεταφορικά πολύ συχνά, μέσα από τους στίχους του αλλά και τις συνεντεύξεις του.

Digimortal[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιτυχία του Osbolete και του sigle "Cars" ήταν σημείο καμπής για τη μπάντα, με την Roadrunner Records τώρα να θέλει να αξιοποιήσει τη δυναμική της μπάντας και του δυναμικού πωλήσεων, έτσι άρχισαν να πιέζουν την μπάντα να γράψει πιο προσιτό υλικό για το νέο τους άλμπουμ, με τίτλο Digimortal , το οποίο κυκλοφόρησε το 2001.

Ενώ το Digimortal παρέμεινε συνεπές με την εξέλιξη της μπάντας στους στίχους, ο Bell τώρα με το τραγούδι "Man Machine" και έχοντας γίνει συγχωνεύσεις, διαχωρίζει τη θέση του με την τεράστια βλάβη που προκαλείται στην μπάντα, τόσο μουσικά, με τη στροφή προς το πιο απλό,και πιο φιλικών προς το ραδιόφωνο τραγούδια με των οποίων η δομή έχει ως αποτέλεσμα να χάσει η μπάντα κάποιες από τους πιο ακραίους metal fans και το άλμπουμ να θεωρείται από ορισμένους κατώτερο από τις παλαιότερες κυκλοφορίες. Η γνώμη των fans, ωστόσο, παραμένει έντονα διαιρεμένη μεταξύ εκείνων που βλέπουν το άλμπουμ ως μια κολοσσιαία αποτυχία, εκείνους που είναι συνδεδεμένους με το nu metal κίνημα και άλλους που ισχυρίζονται ότι ο ήχος παραμένει το ίδιο Fear Factory όπως ήταν και επαινούν τις αρετές που παρέχει ο παραγωγός Rhys Fulber.

Το Digimortal μπήκε στο Top 40 Billboard album charts, στο Top 20 στον Καναδά και στο Top 10 της αυστραλιανών album charts. Το single "Linchpin" έφτασε στο Rock Top 40. Ένα remix του τραγουδιού "Invisible Woods" συμπεριλήφθηκε για το Resident Evil soundtrack ταινιών, καθώς και ένα instrumental digipack bonus track ονομάζεται «Full Metal Contact» το οποίο γράφτηκε αρχικά για το video game, Demolition Racer. Μία VHS / DVD κυκλοφορία με τίτλο Digital Connectivity κυκλοφόρησε λίγο μετά, τον Ιανουάριο του 2002 και εξιστορεί κάθε μία από τις τέσσερις περιόδους/άλμπουμ της μπάντας, μέσω συνεντεύξεων, ζωντανά κλιπ, βίντεο και μουσική περιοδεία / στούντιο footage. Το τελικό αποτέλεσμα πάντων δε θεωρήθηκε κάτι το εξαιρετικό.

Διάλυση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρόλο που το Digimortal είχε ένα επιτυχημένο ξεκίνημα, οι πωλήσεις δεν έφτασαν στα επίπεδα του Obsolete και η μπάντα έλαβε μικρή υποστήριξη για περιοδεία. Η κατεύθυνση του άλμπουμ σε συνδυασμό με τις ισχυρές προσωπικές διαφορές μεταξύ ορισμένων από τα μέλη της μπάντας δημιούργησε ένα ρήγμα που κλιμακώθηκε με την πάροδο του χρόνου, μέχρι το σημείο όπου ο Bell ανακοίνωσε την έξοδό του το Μάρτιο του 2002. Η μπάντα διαλύθηκε αμέσως μετά. Η Roadrunner έχοντας τους δεσμευμένους με συμβόλαιο εκδίδει το αμφιλεγόμενο το album με τίτλο Concrete (αρχικά από το 1991) το 2002 και b-sides και σπάνια συλλογή, το Hatefiles το 2003. Κατά την παραμονή του μακριά από το Fear Factory, Bell ξεκίνησε το side project Ascension of the Watchers, που κυκλοφόρησε το πρώτο τους EP, Iconoclast, ανεξάρτητα μέσω των online καταστήματος κατά το 2005.

Επιστροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την πάροδο του χρόνου, προέκυψε ότι το σχίσμα τελικά ήταν σε μεγάλο βαθμό μόνο μεταξύ του Dino Cazares και των άλλων μέλη, ιδίως με τον Bell. Ο Cazares ήταν ο πρώτος που θα μιλήσει μετά τη διάσπαση, εξαπολύοντας επίθεση κατά του Bell και τα υπόλοιπων μελών, τον Μάιο του 2002, σε μια συνέντευξη στο Blabbermouth.net. Σχεδόν όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί στην συνέχεια διαψεύστηκαν από τον Herrera σε μια «αντισυνέντευξη» μιλώντας εξ ονόματος όλων των άλλων μελών.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]