De jure

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η λατινική φράση de jure (από τις λατινικές λέξεις de (από) και jus-juris, της 3ης κλίσης, ουδέτερο, αφαιρετική jure (νόμος, δίκαιο), ελληνική προφορά «ντε γιούρε») σημαίνει «εκ του νόμου» ή «εκ του δικαίου». Στη νομοθεσία, συχνά σημαίνει «αυτό που επιβάλλεται από το δίκαιο ή το νόμο ή γενικά το ηθικά ορθό».[1]

Χρησιμοποιείται συχνά σε αντίθεση με το de facto[2], το οποίο σημαίνει «κατά την πραγματικότητα», όταν γίνεται αναφορά σε θέματα νόμου, κυβέρνησης, ή καταστάσεων. Όταν χρησιμοποιείται σε νομικό περιεχόμενο, το de jure επισημαίνει αυτό που λέει ο νόμος, ενώ το de facto επισημαίνει εκείνο που συμβαίνει στην πράξη.[3]

Παραδείγματα φράσεων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

1. Η χώρα ανεξαρτητοποιήθηκε de facto (στην πράξη) με επανάσταση αλλά, για να ενταχθεί στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, πρέπει να αναγνωρισθεί και de jure (κατά το νόμο) από μερικές ακόμη χώρες.

2. Μπορεί να ζείτε χώρια από πέρυσι αλλά, όσο δεν προχωράτε στο διαζύγιο για να επισημοποιήσετε τον χωρισμό de jure, εξακολουθείτε να είστε παντρεμένοι και κατά συνέπεια η ερωτική σχέση σας με τρίτο πρόσωπο μπορεί να χρησιμοποιηθεί νομικά εναντίον σας ως «εξωσυζυγική σχέση».

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Definition of de jure | Dictionary.com». www.dictionary.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2020. 
  2. «de-facto_2 adverb - Definition, pictures, pronunciation and usage notes | Oxford Advanced Learner's Dictionary at OxfordLearnersDictionaries.com». www.oxfordlearnersdictionaries.com. Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2020. 
  3. «Legal English: "De Facto/De Jure" - Blog | @WashULaw». onlinelaw.wustl.edu (στα Αγγλικά). 28 Δεκεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2020.