Ad hominem

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το ad hominem επιχείρημα, γνωστό και ως argumentum ad hominem[1] (λατ.), αποτελεί επιχείρημα «ενάντια στο άτομο» και λογική πλάνη[2], η οποία συνίσταται στην ανταπάντηση σε κάποιο επιχείρημα μέσω άμεσης προσβολής προς το πρόσωπο που το διετύπωσε σαν αυτό να αποτελούσε έγκυρη βάση για την απόρριψη του επιχειρήματος ως εσφαλμένου και δίχως ουσιαστική κατάδειξη των ελαττωμάτων του επιχειρήματος[1][2][3].

Το επιχείρημα ad hominem αποτελεί μία από τις πιο διαδεδομένες λογικές πλάνες και βρίσκει τη θέση του στα συγγράμματα εισαγωγής στη λογική και στην κριτική σκέψη. Τόσο η ίδια η πλάνη όσο και οι κατηγορίες περί εφαρμογής της καταδικάζονται στην διαλεκτική. Είναι αποτελεσματική ρητορική τεχνική και χρησιμοποιείται συχνά παρά το γεγονός ότι είναι εγγενώς εσφαλμένη και επιπλέον στερείται λεπτότητας.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πρώτος φιλόσοφος ο οποίος μελέτησε τα Ad hominem σφάλματα ήταν ο Αριστοτέλης στο έργο του Σοφιστικοί Έλεγχοι. Ο Τζον Λοκ δυο χιλιάδες περίπου χρόνια μετά ήταν ο επόμενος φιλόσοφος που ασχολήθηκε με το συγκεκριμένο είδος λογικής πλάνης.[4]

Χρήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η απλή πλάνη ad hominem συνίσταται στον ισχυρισμό ότι το επιχείρημα κάποιου είναι εσφαλμένο εξαιτίας κάποιων μειωτικών χαρακτηριστικών του ή εξαιτίας έλλειψης κύρους από μέρους του, αντί να γίνεται απευθείας αναφορά στην βασιμότητα του επιχειρήματος. Ουσιαστικά υπονοείται ότι το επιχείρημα ή η ικανότητα κάποιου να φέρνει επιχειρήματα στερείται αυθεντίας. Το να προσβάλλει κάποιος κάποιον άλλο κατά την διάρκεια μίας κατά τα άλλα λογικής συζήτησης, δεν αποτελεί κατ' ανάγκην πλάνη ad hominem. Αυτό θα ίσχυε μόνον εάν ο σκοπός της προσβολής είναι να μειώσει το άτομο που επιχειρηματολόγησε, με αποτέλεσμα οι υπόλοιποι να μην λάβουν υπόψη το επιχείρημά του. Εσφαλμένη χρήση του όρου ad hominem είναι η κατά γράμμα δηλαδή η απ' ευθείας προσβολή εναντίον κάποιου ή ο σχηματισμός επιχειρήματος με βάση κάποιον.

Το αντεστραμμένο ad hominem ή αλλιώς προσφυγή στην αυθεντία συνίσταται στον ισχυρισμό ότι το επιχείρημα κάποιου είναι ορθό και/ή ότι κάθε επιχειρηματολογία του θα είναι ορθή, αποκλειστικά και μόνον επειδή το άτομο διαθέτει χαρακτηριστικά που το καθιστούν αξιόπιστο ή αυθεντία και όχι γιατί τα επιχειρήματά του είναι ισχυρά. Κατά συνέπεια, αυτό το άτομο δεν χρειάζεται καν να φέρει αντίλογο σε κάποια επίθεση εναντίον της ποιότητας του επιχειρήματός του, ακριβώς επειδή ο ίδιος είναι αξιόπιστος ή αυθεντία. Εξ ου προκύπτει ότι οποιοσδήποτε επίδοξος αντιρρησίας στερείται των χαρακτηριστικών αυθεντίας/αξιοπιστίας (απλό ad hominem). Αυτή η «προσφυγή στην αυθεντία» και/ή η «προσφυγή στην έλλειψη αυθεντίας» τοποθετεί τον πλανώντα σε στενωπό καθώς σε αυτήν υποβόσκει μία κρυμμένη πρόταση, η οποία αναιρεί το υπό-επιχείρημα-αντιπερισπασμό του και αναφέρεται στην δική του ιδιότητα ως αυθεντίας. Εν συνεχεία, κάθε θύμα της πλάνης μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτή την πρόταση —τουλάχιστο όσον αφορά το εσφαλμένο υπο-επιχείρημα— χωρίς να χρειάζεται τίποτε επιπρόσθετο επιχειρηματολογικά.

Παράδειγμα στενωπού: Ένας αναγνωρισμένος και διαπιστευμένος καθηγητής Λογικής (πλανών) εναντίον ενός μη ειδήμονα (θύμα). Σημείωση: σε αυτό το παράδειγμα τόσο η προσφυγή στην αυθεντία όσο και στην έλλειψη αυθεντίας αναφέρονται ευθέως χάριν σαφήνειας. Στην πραγματικότητα, η αξία της χρήσης του όρου Αντεστραμμένο Ad Hominem έγκειται στο να εξαρθεί ο προσβλητικός και ταυτόχρονα λεπτός υπαινιγμός μίας Προσφυγής στην Αυθεντία.

Πλανών: «Κακώς διαφωνείς μαζί μου σε ζητήματα λογικής, διότι σε αυτόν τον τομέα εγώ είμαι ο ειδικός. Επειδή εσύ δεν έχεις πείρα, αρνούμαι να συνεχίσω την συζήτηση μαζί σου επί του ζητήματος».
Σημείωση: Η σκοπιμότητα αποτελεί καλό λόγο για να χρησιμοποιήσει κανείς μία μη εσφαλμένη «Προσφυγή στην Αυθεντία», εφόσον αυτή είναι βασισμένη στην Λογική.

Θύμα: «Θα σου υποβάλω την εξής πρόταση: Θα ήμουν ανόητος, εάν διαφωνούσα μαζί σου αναφορικά με αυτό, απλώς και μόνον επειδή οι περισσότεροι αν όχι όλοι οι καθηγητές Λογικής συμφωνούν ότι η 'προσφυγή στην αυθεντία' αποτελεί πλάνη».

Υποβάλλοντας αυτήν την πρόταση, το θύμα αναγνωρίζει και υποχρεώνει τον πλανώντα επίσης να αναγνωρίσει ότι: (1) ήδη διαφωνούν και (2) είναι απαραίτητο να διαφωνήσουν βάσει των θεμελιωδών αρχών, εάν χρειαστεί, προκειμένου να αποδείξει ο καθένας την θέση του. Το θύμα εννοείται ότι οφείλει να παρουσιάσει ένα λογικό επιχείρημα, αλλά το ίδιο οφείλει να κάνει και ο πλανών. Αξιοσημείωτο είναι ότι εάν ο πλανών αρνηθεί να δεχτεί την πρόταση του θύματος, αυτομάτως αναγνωρίζει (1) το δικαίωμα του θύματος να επικαλεστεί άλλες πηγές για να αποδείξει το σφάλμα του επιχειρήματος του πλανώντος ή (2) το δικαίωμα του θύματος αντιστοίχως να αγνοήσει τους νόμους της Λογικής και να αποπειραθεί να ισχυριστεί ότι αποτελεί αυθεντία ο ίδιος (το οποίο ασφαλώς οδηγεί σε άτοπο). Εάν όμως ο πλανών αποδεχτεί την υποβεβλημένη πρόταση, τότε έχει ηττηθεί--όσον αφορά τον αντιπερισπασμό του, τουλάχιστον--διότι αναγνωρίζει ότι θα πρέπει να είναι ανόητος εάν προτιμήσει να χρησιμοποιήσει την ειδικότητά του με τέτοιον τρόπο.

Σε κάθε περίπτωση, το θύμα έχει κατοχυρώσει δικαιώματα αμφισβήτησης επί της αυθεντίας του πλανώντα και αναγκάζει τον πλανώντα να υπερασπίσει την αυθεντία του με την Λογική. Πρέπει να ληφθεί υπ' όψιν, επίσης το ότι στο παραπάνω παράδειγμα, ο πλανών προβαίνει σε πλάνη Φαύλου κύκλου, επιβεβαιώνοντας την αυθεντία του μέσω της ίδιας της αυθεντίας του και σε εξαπάτηση μέσω αντιπερισπασμού, μεταθέτοντας το επιχείρημα από το πεδίο της λογικής στο πεδίο της προσωπικής διαφωνίας σχετικά με την ιδιότητά του ως αυθεντία και την αντίστοιχη έλλειψη του θύματος. Το επιχείρημα μετατρέπεται σε επιχείρημα περί επιχειρήματος, πραγμά κατανοητό, μεν, δεδομένου ότι και το πρώτο επιχείρημα αφορούσε 'λογικά ζητήματα'. Η θέση του πλανώντα, όμως, αποδεικνύεται εσφαλμένη από την στιγμή που έφερε την διαφωνία στο επίπεδο των επιχειρηματολογούντων και όχι των επιχειρημάτων, μολονότι κατά τα φαινόμενα αυτό συνέβη γιατί τέθηκε υπό αμφισβήτηση το status quo και των δύο σε σχέση με το αν είναι λογικοί συζητητές. Ωστόσο, το status quo κάποιου ως λογικού συζητητή είναι σχετικό και είναι ισότιμο με την ποιότητα του τελευταίου επιχειρήματός του.

Αν και το παραπάνω παράδειγμα είναι μάλλον απλοϊκό, η αρχή που μεταδίδει είναι μία σοβαρή αλλά και σύνηθης κατάσταση. Αρκεί να αναλογιστεί κάποιος τον φαύλο κύκλο που δημιουργεί κάποιος όταν υπερασπίζεται την θρησκεία του επικαλούμενος ως αυθεντική πηγή τον θεό της ίδιας της θρησκείας του, προκειμένου να υπερασπιστεί π.χ. την εγκυρότητα της εκκλησίας, της Αγίας Γραφής και λοιπών στοιχείων της ίδιας θρησκείας. Ταυτόχρονα, όμως, το κύρος της αυθεντίας αυτής της θρησκείας χρησιμοποιείται για την υπεράσπιση του ίδιου θεού και των ίδιων θρησκευτικών στοιχείων--για να μην πούμε «και της ίδιας της της εγκυρότητας». Αυτό ουσιαστικά αποτελεί την αντιστροφή όλων των κοινότυπων απλών (φαύλων) επιχειρημάτων ad hominem, από μέρους όσων ακυρώνουν τις απόψεις των μη θρησκευόμενων εξαιτίας της απουσίας πίστης από μέρους τους. Από την άλλη μπορούν να υφίστανται «ενδοκειμενικες αποδείξεις» αυθεντικότητας ενός κειμένου, π.χ. όσον αφορά την ιστορική, αρχαιολογική, επιστημονική του αξία, οι οποίες δεν δημιουργούν φαύλο κύκλο. Παραδείγματα τέτοιων αποτελούν τα γραπτά του Θουκυδίδη και του Ξενοφώντα.

Αντιστρόφως, δεν είναι όλα τα απλά ad hominem επιχειρήματα προσβλητικά. «Η Ελένη λέει ότι της είναι αδύνατο να σκοτώσει κάποιον, αλλά αυτό δεν μπορεί να ισχύει διότι η Ελένη ποτέ δεν έχει χάσει την ψυχραιμία της». Παρομοίως, δεν είναι όλα τα αντεστραμμένα ad hominem επιχειρήματα αλαζονικά: «Λέω ότι μου είναι αδύνατον να σκοτώσω κάποιον, και αυτό ισχύει ακριβώς διότι χάνω την ψυχραιμία μου συχνά».

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 «Definition of AD HOMINEM». www.merriam-webster.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 1 Οκτωβρίου 2019. 
  2. 2,0 2,1 Hansen, Hans (2019). Zalta, Edward N., επιμ. The Stanford Encyclopedia of Philosophy (Fall 2019 έκδοση). Metaphysics Research Lab, Stanford University. 
  3. «Ad Hominem | Definition of Ad Hominem by Lexico». Lexico Dictionaries | English (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Οκτωβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 1 Οκτωβρίου 2019. 
  4. Tindale 2007, σελ. 82.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]