Χρήστος Παλάσκας

Αυτό είναι ένα καλό λήμμα. Πατήστε εδώ για περισσότερες πληροφορίες.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Χρήστος Παλάσκας
Λιθογραφία που απεικονίζει τον Χρήστο Παλάσκα (1866)
Γέννηση1788
Γότιστα Ιωαννίνων, Οθωμανική Αυτοκρατορία
Θάνατος25 Μαΐου 1822
Δρακοσπηλιά, επαναστατημένη Ελλάδα
ΧώραΓαλλική Αυτοκρατορία
Ρωσική Αυτοκρατορία
Βρετανική Αυτοκρατορία
Οθωμανική Αυτοκρατορία
Ελλάδα
ΚλάδοςΣτρατός Ξηράς
ΒαθμόςΧιλίαρχος (Πρώτη Ελληνική Δημοκρατία)
ΣύζυγοςΜαρία Παλάσκα
ΣυγγενείςΛεοντάρης Παλάσκας (πατέρας)

Μαρία Παλάσκα (σύζυγος)
Λεωνίδας Παλάσκας (γιος)

Ανθούσα Ροζού (κόρη)

Ο Χρήστος Παλάσκας (Γότιστα Ιωαννίνων, 1788 - Δρακοσπηλιά Παρνασσού, 25 Μαΐου 1822) ήταν Έλληνας στρατιωτικός και οπλαρχηγός της ελληνικής επανάστασης του 1821. Σκοτώθηκε στις 25 Μαΐου του 1822 από άνδρες του Οδυσσέα Ανδρούτσου, στο πλαίσιο εμφύλιας έριδας.

Δράση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καταγωγή και προεπαναστατική σταδιοδρομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Χρήστος Παλάσκας γεννήθηκε το 1788 στην Γότιστα της περιοχής των Ιωαννίνων.[1][2][3] Νεαρός ακόμη, συστρατεύτηκε με τους Σουλιώτες στους αγώνες των τελευταίων κατά του Αλή πασά.[4] Αργότερα, κατέφυγε στα Επτάνησα όπου κατά το διάστημα 1808 - 1817 υπηρέτησε διαδοχικά μαζί με άλλους Έλληνες στα γαλλικά, ρωσικά και βρετανικά στρατεύματα ως αξιωματικός του Πυροβολικού.[1][5][6] Με την επιστροφή του στην Ήπειρο υπηρέτησε ως επιτελικός αξιωματικός στην αυλή του Αλή πασά στα Ιωάννινα[7] αναλαμβάνοντας την οργάνωση του πυροβολικού και την εκπαίδευση του στρατού του Αλβανού πασά σε θέματα τακτικής.[1]

Στην υπηρεσία του Ομέρ Βρυώνη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά το ξέσπασμα του πολέμου ανάμεσα στον Αλή πασά και την Υψηλή Πύλη αυτομόλησε προς τα σουλτανικά στρατεύματα και διατέλεσε επιτελικός αξιωματικός του Ομέρ Βρυώνη.[8] Όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση, ο Παλάσκας αρχικά παρέμεινε στο πλευρό των Οθωμανών και ακολούθησε τον Ομέρ Βρυώνη στην εκστρατεία του κατά της νότιας Ελλάδας. Κατά τον Κόκκινο, αυτή του η στάση οφείλεται είτε σε αρχική υποτίμηση εκ μέρους Παλάσκα του μεγέθους και τη σημασίας της εξέγερσης είτε λόγω φόβου για την ασφάλεια της οικογένειάς του που παρέμενε στην Ήπειρο[7]. Μετά τη μάχη στο χάνι της Γραβιάς στάλθηκε από τον Αλβανό στρατηγό για να διαπραγματευτεί με τους επαναστάτες που με αρχηγό τον Ανδρούτσο είχαν καταφύγει στο Χλωμό[9]. Τον Ιούνιο, με τέχνασμα του κατάφερε να αποτρέψει ενδεχόμενη πανωλεθρία των Ελλήνων επαναστατών στη μάχη της Σούρπης. Συγκεκριμένα, έπεισε τους Ομέρ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ να αποφύγουν αιφνιδιαστική επίθεση κατά των επαναστατών με το σκεπτικό πως δεν άρμοζε στα οθωμανικά στρατεύματα τέτοια τακτική έναντι σε τόσο υποδεέστερο εχθρό[10][11]. Παράλληλα, λίγες ημέρες αργότερα απέτρεψε την παράδοση του φρουρίου της Λιβαδειάς φοβούμενος ενδεχόμενη παρασπονδία εκ μέρους των Οθωμανών που θα οδηγούσε σε σφαγή των παραδοθέντων[10][11]. Μετά την οριστική κατάληψη της Λιβαδειάς από τους Οθωμανούς, ο Παλάσκας, σύμφωνα με τους Σπηλιάδη[12] και Κουτσονίκα[13], ορίστηκε ως συνδιοικητής της πόλης.

Η προσχώρηση στην Ελληνική Επανάσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τα τέλη Ιουλίου του 1821, ο Παλάσκας πραγματοποίησε συνεννοήσεις[13] με απεσταλμένο του Ανδρούτσου με σκοπό την επανάκτηση της πόλης από τους Έλληνες. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της επίθεσης χρησίμευσε ως οδηγός των ελληνικών στρατευμάτων ενώ συνέβαλε στην παράδοση των υπερασπιστών της θέσης Ώρα[14]. Μετά τα γεγονότα της Λιβαδειάς, ο Παλάσκας στις 2 Αυγούστου πέρασε επίσημα μαζί με σαράντα άνδρες του στις τάξεις των επαναστατών[15] και κινήθηκε προς το Γαλαξείδι. Εκεί είχε συνομιλίες με τους Μαυροκορδάτο και Καντακουζηνό, στους οποίους διεμήνυσε πως είχε σκοπό να κινηθεί αρχικά προς την Ήπειρο ώστε να απελευθερώσει την αιχμάλωτη οικογένειά του. Μάλιστα, για αυτό το λόγο είχε αρνηθεί λίγες μέρες νωρίτερα γενναιόδωρη πρόταση του Ανδρούτσου για κοινή δράση στην Ανατολική Ρούμελη[16][17], τελικά όμως εκείνοι τον έπεισαν να παραμείνει στα επαναστατημένα εδάφη[18].

Η οριστική προσχώρηση του Παλάσκα στο στρατόπεδο των επαναστατημένων Ελλήνων θεωρήθηκε σημαντική απώλεια για τους Ομέρ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ καθώς ήταν άτομο που ασκούσε σημαντική επιρροή πάνω σε διάφορους οπλαρχηγούς και προκρίτους της ανατολικής Στερεάς και ως εκ τούτου θα μπορούσε χρησιμοποιηθεί από τους Οθωμανούς ως διαμεσολαβητής σε ενδεχόμενες διαπραγματεύσεις που θα είχαν αντικείμενο την υποταγή των επαναστατημένων περιοχών[19].

Λίγο καιρό αργότερα, ο Παλάσκας ενώθηκε με την οικογένειά του που απελευθερώθηκε[2][16]. Κατά τον Μάρτιο του 1822, αφού του είχε ενδιάμεσα απονεμηθεί από την κυβέρνηση ο βαθμός του χιλίαρχου[17], μετέβη από το Βραχώρι στην Κόρινθο όπου έδρευε η κυβέρνηση της επαναστατημένης Ελλάδας.

Η εμπλοκή στις ενδοελληνικές έριδες και η δολοφονία του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Απρίλιο του 1822 στάλθηκε με εντολή της κυβέρνησης στην Ανατολική Στερεά ως συνοδός του Αλεξίου Νούτσου, ο οποίος είχε ως αποστολή να πείσει τον Υψηλάντη να επιστρέψει στην Πελοπόννησο και αφετέρου να προετοιμάσει το έδαφος για την αποπομπή του Οδυσσέα Ανδρούτσου από την αρχηγία της Ανατολικής Στερεάς, καθώς ο δημοφιλής οπλαρχηγός εκείνη την περίοδο βρισκόταν σε ευθεία ρήξη με το πολιτικό σώμα του Αρείου Πάγου[20][21]. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της αποστολής, ο Παλάσκας συναντήθηκε και με τον ίδιο τον Ανδρούτσο, στο στρατόπεδο του τελευταίου στη θέση Δρακοσπηλιά[20][22].

Κατά τα μέσα Μαΐου, οι δύο άνδρες στάλθηκαν εκ νέου στη Ρούμελη μαζί με μια μικρή δύναμη τριάντα[23] ή πενήντα ενόπλων[24]. Ο Παλάσκας ως αντικαταστάτης του Ανδρούτσου[25][26] - ο οποίος όντας σε σύγκρουση με τον Άρειο Πάγο είχε δηλώσει την παραίτησή του χωρίς όμως να είναι διατεθειμένος να παραδώσει την αρχηγία του στρατεύματός του[17]- και ο Νούτσος ως πολιτικός διοικητής της Ανατολικής Στερεάς επιφορτισμένος και με στρατιωτικές αρμοδιότητες[26]. Ταυτόχρονα, κόμιζαν διαταγές της κυβέρνησης που καλούσε τον Ανδρούτσο να μεταβεί στην Κόρινθο για να απολογηθεί[25][27]. Μάλιστα, σύμφωνα με τους Οικονόμου[28] και Σπηλιάδη[29], οι διαταγές αυτές, όριζαν την αιχμαλωσία ή ακόμη και τη θανάτωση του Ανδρούτσου σε περίπτωση που εκείνος αρνείτο να υπακούσει. Από την αντίθετη πλευρά, ο Σπυρίδων Τρικούπης θεωρεί αυτές τις διαταγές ως αναληθή φήμη που μεταφερόμενη στον Ανδρούτσο προκάλεσε την οργή του[30].

Στις 14 Μαΐου μετέβησαν πρώτα στο Δίστομο όπου έγιναν επίσημα δεκτοί και αφού κατέλυσαν την τοπική φρουρά που αποτελείτο από άνδρες του Ανδρούτσου εγκαθιστώντας δική τους[31] κατευθύνθηκαν στη Στυλίδα όπου είχαν συνομιλίες με τον Υψηλάντη. Από εκεί αν και αρχικά φάνηκε να κινήθηκαν, μετά από προτροπή του Υψηλάντη, ο οποίος σύμφωνα με μια εκδοχή τους υπέδειξε αυτό το δρομολόγιο για να τους προστατεύσει από τον Ανδρούτσο, προς το Πατρατζίκι όπου βρισκόταν ο Νικηταράς με ισχυρές δυνάμεις[23][28], με πρωτοβουλία του Νούτσου κατευθύνθηκαν προς το στρατόπεδο του Ανδρούτσου στη Δρακοσπηλιά[23][32].

Σύμφωνα με μια εκδοχή[24], στο χωριό Δαδί προσεγγίστηκαν από το σώμα του Ανδρούτσου, ο οποίος γνωρίζοντας[33] τον σκοπό της αποστολής τους είχε μεταβεί με εξήντα στρατιώτες αρχικά στην έδρα του Υψηλάντη για να μάθει πληροφορίες σχετικά με τις κινήσεις των δύο ανδρών. Εκεί, αν και κάλεσαν τον Ανδρούτσο σε συνάντηση εκείνος δεν προσήλθε, καθώς οι άνδρες του φοβήθηκαν ενδεχόμενη σύγκρουση με την ένοπλη συνοδεία των δύο Ηπειρωτών[24]. Στη συνέχεια, σύμφωνα με την ίδια εκδοχή, αν και του διεμήνυσαν μέσω αγγελιαφόρου πως θα κατευθύνονταν προς το Μεσολόγγι, την επόμενη ημέρα συνέχισαν την πορεία τους προς τη Δρακοσπηλιά[24].

Στις 25 Μαΐου, κατά την προσέλευσή τους στο στρατόπεδο της Δρακοσπηλιάς, κυκλώθηκαν από το στράτευμα του Ανδρούτσου και έπειτα από σύντομη πολιορκία στον παρακείμενο ναό του Αγίου Γεωργίου παραδόθηκαν και μεταφέρθηκαν εντός του στρατοπέδου. Εκεί, ο Ανδρούτσος διάβασε στους άνδρες του τα έγγραφα που κόμιζαν και στη συνέχεια, μετά από δική του προτροπή, εκείνοι τους σκότωσαν αμφότερους[34]. Συγγραφείς αναφέρουν πως πριν την άφιξη στη Δρακοσπηλιά και την αιχμαλωσία, ο Παλάσκας υποπτεύθηκε τις απειλητικές προθέσεις του Ανδρούτσου αλλά δεν εισακούστηκε από τον Νούτσο[35][23].

Ο Παλάσκας αναγνωριζόταν ως ικανός στρατιωτικός[24][36][37] αλλά θεωρήθηκε ακατάλληλος για την αντικατάσταση του Ανδρούτσου, από τη στιγμή που αφενός κατά τους πρώτους μήνες της επανάστασης είχε παραμείνει στο πλευρό των Οθωμανών και αφετέρου καλείτο να αντικαταστήσει τον οπλαρχηγό που του είχε φερθεί εξαιρετικά φιλικά το προηγούμενο διάστημα[24]. Αφ’ ετέρου όμως, πολύ μεγάλες ήταν οι ευεργεσίες τόσο του Νούτσου όσο και του Παλάσκα προς τον Ανδρούτσο: Ο πρώτος τον γλίτωσε δύο φορές όταν «θα τον κρέμαγε ο Αλήπασας στα Γιάννενα»[38]. Ο δε Παλάσκας, επιτελής ων στην αρχή της Επανάσταση του Ομέρ Βρυώνη, τόσο στο Χάνι της Γραβιάς όσο και σε άλλη περίσταση ειδοποίησε τον Οδυσσέα για τα σχέδια του πασά[39].

Από μερίδα συγγραφέων αναφέρεται η άποψη του στρατηγού Μακρυγιάννη πως ο θάνατος του Παλάσκα - αλλά και του Νούτσου - προκλήθηκε από ενέργειες του Ιωάννη Κωλέττη, ο οποίος τους ήθελε νεκρούς για τους δικούς του σκοπούς. Όσον αφορά την περίπτωση του Παλάσκα, υποστηρίζεται ότι αιτία ήταν η επιθυμία του Κωλέττη να καταστήσει την γυναίκα του Παλάσκα ερωμένη του, κάτι που πραγματοποιήθηκε μετά το θάνατο του συζύγου της[36][40][41].

Οικογενειακή κατάσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Χρήστος Παλάσκας ήταν γιος του αρματολού Λεοντάρη Παλάσκα[1] και ανιψιός του εκτελεσμένου από τον Αλή πασά, οπλαρχηγού Δημήτριου ή Θεόδωρου Παλάσκα, γαμπρού του Γεωργίου Μπότσαρη και φερόμενου ως οργάνου του Αλή που επηρέασε αρνητικά τους Γεώργιο και Κίτσο Μπότσαρη[42].

Τέκνα του Παλάσκα με την Μαρία Παλάσκα ήταν η Ανθούσα Ροζού, μετέπειτα σύζυγος του Γάλλου διπλωμάτη ντε Ρουζού και όταν έμεινε χήρα, γνωστή φυσιογνωμία της Αθήνας του 19ου αιώνα και νεώτερο παιδί τους ο αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού, συγγραφέας και πολιτικός Λεωνίδας Παλάσκας[43]. Εγγονός του από την κόρη του Ανθούσα ήταν ο Γάλλος διπλωμάτης Ιούλιος Ροζού ή Ρουζού. Ανιψιός του ήταν ο αγωνιστής της ελληνικής επανάστασης, Γεώργιος Παλάσκας[44].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Αραβαντινός, σελ. 386.
  2. 2,0 2,1 Μπενέκος, σελ. 66.
  3. «ioa.epcon.gr: Νίκος Υφαντής - Η χώρα της Ηπείρου και η προσφορά της στον Ελληνισμό». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Μαΐου 2015. Ανακτήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2015. 
  4. Σύγχρονος Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, τόμος 19, σελ. 367.
  5. Βακαλόπουλος, σελ. 32.
  6. Ξένος, σελ. 385.
  7. 7,0 7,1 Κόκκινος, τόμος Α΄, σελ. 342.
  8. Κόκκινος, τόμος Α΄, σελ. 329.
  9. Κόκκινος, τόμος Α΄, σελίδες 342–343.
  10. 10,0 10,1 Κόκκινος, τόμος Α΄, σελ. 346.
  11. 11,0 11,1 Φιλήμων, τόμος Γ΄, σελ. 368.
  12. Κόκκινος, τόμος Α΄, σελ. 348.
  13. 13,0 13,1 Κουτσονίκας, σελ. 57.
  14. Κόκκινος, τόμος Β΄, σελίδες 135–136.
  15. Κόκκινος, τόμος Β΄, σελ. 147.
  16. 16,0 16,1 Γούδας, σελ. 145.
  17. 17,0 17,1 17,2 Κόκκινος, τόμος Β΄, σελ. 524.
  18. Κόκκινος, τόμος Β΄, σελίδες 261, 324.
  19. Κόκκινος, τόμος Β΄, σελίδες 405–406.
  20. 20,0 20,1 Οικονόμου, σελ. 308.
  21. Σπηλιάδης, σελίδες 346–347.
  22. Μακρυγιάννης, σελ. 159.
  23. 23,0 23,1 23,2 23,3 Σπηλιάδης, σελ. 348.
  24. 24,0 24,1 24,2 24,3 24,4 24,5 Κόκκινος, τόμος Β΄, σελ. 525.
  25. 25,0 25,1 Βακαλόπουλος, σελ. 35.
  26. 26,0 26,1 Μπενέκος, σελ. 67.
  27. Τρικούπης, σελίδες 224–225.
  28. 28,0 28,1 Οικονόμου, σελ. 309.
  29. Σπηλιάδης, σελ. 347.
  30. Τρικούπης, σελ. 225.
  31. Μακρυγιάννης, σελ. 166.
  32. Οικονόμου, σελίδες 309–310.
  33. Σπηλιάδης, σελ. 348· Οικονόμου, σελ. 309· Τρικούπης, σελ. 225· Κόκκινος, τόμος Β΄, σελίδες 524–525· Παπαδόπουλος, σελ. 48.
  34. Μακρυγιάννης, σελ. 166· Οικονόμου, σελίδες 310–311· Σπηλιάδης, σελ. 349· Κόκκινος, τόμος Β΄, σελ. 526· Μπενέκος, σελ. 70
  35. Οικονόμου, σελ. 310.
  36. 36,0 36,1 Μακρυγιάννης, σελ. 158.
  37. Φιλήμων, τόμος Γ΄, σελ. 366.
  38. Μακρυγιάννης, σελ. 159· Σουρμελής, σελ. 119· Άννινος, σελ. 31.
  39. Σουρμελής, σελ. 119· Φιλήμων, τόμος Γ΄, σελ. 368· Άννινος, σελ. 31.
  40. Μπενέκος, σελίδες 66–67, 70.
  41. Παπαδόπουλος, σελ. 50.
  42. Αραβαντινός, σελίδες 204–205, 386.
  43. «Μικρός Ρωμηός: Η Ανθούσα Παλάσκα Ροζού». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Νοεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2015. 
  44. Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, Επανέκδοσις υπό της βιβλιοθήκης της Βουλής, Αθήναι 1971, τόμος Α', σ. 132.[νεκρός σύνδεσμος]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]