Χιούμορ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Χιούμορ (αγγλ. humor ή humour) είναι στη βασική του έννοια μία ιδιαίτερη μορφή ανθρώπινης επικοινωνίας, που ως στόχο έχει να προκαλέσει το γέλιο.

Λεξικολογικά δίνονται πολλαπλές έννοιες της λέξης χιούμορ. Μερικά παραδείγματα είναι:

  • Εκείνη η ποιότητα της φαντασίας που δίνει στις ιδέες μια αμφίβολη ή φανταστική όψη, και τείνει να προκαλεί το γέλιο ή την ευθυμία μέσω κωμικών εικόνων ή περιγραφών.
  • Η διανοητική ικανότητα της σύλληψης, της έκφρασης, ή της εκτίμησης του κωμικού ή του κωμικά αντιφατικού.
  • Συμπαθής σαρκασμός, παραδοξολογία.
  • Πνευματώδης αστεϊσμός, εύθυμη διάθεση, που εκδηλώνεται με άκακη ειρωνεία και προκαλεί στους άλλους διασκέδαση και ευχαρίστηση.
  • Μορφή πνεύματος που παρουσιάζει την πραγματικότητα έτσι ώστε να προβάλλεται η διασκεδαστική και παράδοξη όψη της.

Τα συστατικά, οι ιδιότητες και η σωστή στιγμή του χιούμορ αναλύθηκαν ιδιαίτερα από τους αγγλοσάξονες και συνήθως η λέξη μεταφράζεται σε άλλες γλώσσες ως δάνειο της αγγλικής γλώσσας. Η αγγλική λέξη wit μεταφράζεται ως πνεύμα, (witty: πνευματώδης).

Μέχρι σήμερα δεν υπήρξε καμία περιεκτική θεωρία σχετικά με το χιούμορ. Η μεγάλη ποικιλία των μορφών γέλιου, των στόχων του, των διαδικασιών και των αιτίων του διαδραματίζει, πιθανώς, κάποιο ρόλο. Είναι, όμως, επιστημονικά βεβαιωμένο ότι το γέλιο είναι συνδεδεμένο ως φαινόμενο πολιτισμού με πλειάδα κοινωνικών και ιστορικών ομάδων.

Ούτε όμως η εθνολογία μπόρεσε να εξάγει μία επακριβή θεωρία για αυτό το θέμα. Οι μεγάλες διαφορές των αιτίων, που το προκαλούν, από φυλή σε φυλή ή και ευρύτερα μεταξύ εθνών, καθώς και τα αποτελέσματά του ή η βάση πρόκλησής του είναι δύσκολο να συντείνουν στην εξαγωγή κοινής εθνολογικής διαπίστωσης.

Η ιστορική προέλευση της λέξης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώτη αναγωγή της προέλευσης του αγγλικού όρου humor γίνεται στην "περί των χυμών του σώματος" θεωρία του Ιπποκράτη. Βάσει αυτής της ιατρικής θεωρίας υφίστανται τέσσερις κράσεις, που κάθε μία έχει σχέση με την επικράτηση ενός από τους τέσσερις χυμούς του ανθρώπινου σώματος (χολή, φλέγμα, μέλαινα χολή, αίμα). Όταν υπάρχει αρμονική μίξη των χυμών του σώματος, ο άνθρωπος είναι υγιής και με καλή διάθεση.

Στη λατινική γλώσσα η λέξη (h)umor σήμαινε εκτός από το υγρό, την υγρασία, το χυμό, και τη διάθεση. Οι λατινογενείς γλώσσες προσέλαβαν τον όρο και συναντάται στην αρχαία γαλλική γλώσσα ως umor και humor και από εκεί στην αγγλο – νορμανδική διάλεκτο ως humour. Άλλωστε μέχρι και σήμερα στα αγγλικά του Ηνωμένου Βασιλείου κυριαρχεί η μορφή humour έναντι αυτής humor.

Πρέπει όμως να διευκρινιστεί ότι η σχέση του λατινικού umor με τους «χυμούς» του Ιπποκράτη είναι εννοιολογική και όχι ετυμολογική[1]. Η λατινική λέξη είναι συγγενής με τις λέξεις umere "είμαι υγρός" και uvescere "καθίσταμαι υγρός, υγραίνομαι" από πρωτοινδοευρωπαϊκή ρίζα *wegw-.[2]

Χαρακτηριστικά του χιούμορ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Λουΐτζι Πιραντέλο στο έργο του "Αισθητική του Χιούμορ" επισημαίνει ότι: Το χιούμορ έχει αμέτρητες εκφάνσεις και ακόμα περισσότερα διακριτικά χαρακτηριστικά. Η προσπάθεια διατύπωσης ενός ορισμού ενέχει τον κίνδυνο, από τη μία, της εκ του σύνεγγυς μελέτης ενός ή δύο ενοτήτων και, από την άλλη, της αποκήρυξης πολλαπλάσιων δυσνόητων πλευρών του.

Παρά ταύτα μερικά κοινά αποδεκτά χαρακτηριστικά, είδη και τεχνικές που μπορούν να δημιουργήσουν χιούμορ ή να προκαλέσουν χιουμοριστικές καταστάσεις είναι: η ρητορεία, το παρά προσδοκία σχήμα, το ενθύμημα, το ζεύγμα, η υπερβολή, η σημειολογική απομείωση, το λεκτικό παιχνίδι, το οξύμωρο σχήμα, το λογοπαίγνιο, οι κωμικοί ήχοι ή λέξεις με παράξενη ηχητική χροιά, το ανέκδοτο, το απόφθεγμα, το ρητό, η παροιμία, το γνωμικό, τα στερεότυπα αστεία, τα νοσηρά αστεία, οι γρίφοι, τα αινίγματα, η ειρωνεία, το "πνεύμα", ο σαρκασμός, ο εξωφρενισμός ή παραλογισμός.

Είδη χιούμορ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το χιούμορ πολλές φορές υπόκειται σε διαβαθμίσεις και κατηγοριοποιήσεις, ανάλογα με το είδος του, την αισθητική ή την οξύτητά του. Περιφραστικά θα μπορούσαν να αναφερθούν οι εξής κατηγορίες:

  • Το ξερό χιούμορ. Όταν ο αστεϊζόμενος έχει ύφος ανέκφραστο και ο λόγος του δεν έχει κωμική χροιά.
  • Το καυστικό ή βιτριολικό χιούμορ. Εδώ οι παρατηρήσεις γίνονται με σκοπό τον ερεθισμό και τη μείωση των υποκειμένων στο χιούμορ και χρησιμοποιούνται διατυπώσεις και φόρμες, που θα τους προσβάλουν.
  • Το μαύρο χιούμορ (αγγλικά: black humor). Σε αυτό το είδος ο επιχειρούμενος αστεϊσμός ή σάτιρα ανάγεται σε θλιβερά γεγονότα ή καταστάσεις. Το είδος αυτό χρήζει ιδιαίτερης προσοχής ως περισσότερο ευάλωτο σε απόρριψη.
  • Η παρωδία. Στην παρωδία, μία μορφή ή ένα έργο τέχνης προβάλλεται μιμητικά με διαθλασμένο τρόπο με σκοπό τη γελοιοποίησή του. Στο είδος αυτό ανάγεται και η μίξη (montage) αληθινών γεγονότων όχι όμως ομοίων κατά τόπο και χρόνο.
  • Η σάτιρα. Η σάτιρα είναι μια λογοτεχνική ή καλλιτεχνική μορφή που εκθέτει τις αδυναμίες του θέματός της με στόχο τον εμπαιγμό, συχνά με την προσδοκία της βελτίωσής του.
  • Ο αυτοσαρκασμός. Με τον αυτοσαρκασμό, το άτομο σαρκάζοντας τον εαυτό του προσπαθεί να περάσει ένα μήνυμα στους συνομιλητές του. Θεωρείται δείγμα προηγμένου χιούμορ.
  • Πηγαίο χιούμορ. Είναι ο τρόπος να κάνει κάποιος τους άλλους να γελούν χωρίς προσπάθεια.
  • Σουρεαλιστικό χιούμορ. Χιούμορ στο οποίο χρησιμοποιούνται οι φόρμες του υπερρεαλισμού.
  • Το χιούμορ μέσω της μορφής του λόγου. Χρησιμοποιείται ως μορφή του λόγου ώστε η πρόταση να καταστεί αστεία. Άριστοι ομιλητές που αναγνωρίζουν την αξία του χιούμορ χρησιμοποιούν αυτό ως διάλειμμα ιδιαίτερα σε μακρές ομιλίες τους για να μη καταστούν βαρετοί ή αντίθετα προκειμένου απ΄ αρχής να τύχουν της ιδιαίτερης προσοχής των ακροατών τους.

Σχετικές έννοιες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής, 2005, Β' Έκδοση
  2. http://www.etymonline.com/index.php?term=humor&allowed_in_frame=0