Φρειδερίκος Γ΄ της Δανίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Φρειδερίκος Γ΄
Βασιλιάς της Δανίας
Βασιλιάς της Νορβηγίας
Περίοδος28 Φεβρουαρίου 16489 Φεβρουαρίου 1670
Στέψη23 Νοεμβρίου 1648
Βορ Φρίε Κίρκε, Κοπεγχάγη
ΠροκάτοχοςΧριστιανός Δ΄ της Δανίας
ΔιάδοχοςΧριστιανός Ε΄ της Δανίας
Γέννηση18 Μαρτίου 1609
Χάντερσλεβ, Δανία
Θάνατος9 Φεβρουαρίου 1670 (61 ετών)
Κοπεγχάγη, Δανία
Τόπος ταφήςΚαθεδρικός Ναός του Ροσκίλντε
ΣύζυγοςΣοφία Αμαλία του Μπράουνσβαϊγκ-Λύνεμπουργκ
ΕπίγονοιΧριστιανός Ε΄ της Δανίας
Άννα-Σοφία
Φρειδερίκη-Αμαλία
Βιλελμίνη-Ερνεστίνη
Γεώργιος
Ουλρίκα-Ελεονόρα
(νόθος) Ούλρικ-Φρειδερίκος
ΟίκοςΟίκος του Όλντενμπουργκ
ΠατέραςΧριστιανός Δ΄ της Δανίας
ΜητέραΆννα Αικατερίνη του Βρανδεμβούργου
ΘρησκείαΛουθηρανισμός
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Φρειδερίκος Γ΄ (Frederik 3, 18 Μαρτίου 1609 - 9 Φεβρουαρίου 1670) ήταν βασιλιάς της Δανίας και της Νορβηγίας από το 1648 έως τον θάνατό του[1][2]. Υπήρξε, επίσης, ο διοικητής του Πριγκιπάτου-Επισκοπής του Βέρντεν (1623–29 και 1634–44) και του Πριγκιπάτου-Αρχιεπισκοπής της Βρέμης (1635–45).[1][2][3]

Πρώιμα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Φρειδερίκος κατά την παιδική του ηλικία.

Ο Φρειδερίκος γεννήθηκε στο Χάντερσλεβ του Σλέσβιχ το 1609.[1] Ήταν ο γιος του Βασιλιά Χριστιανού Δ' και της Άννας-Αικατερίνης των Χοεντσόλερν, κόρης του Ιωακείμ-Ερνέστου εκλέκτορα του Βρανδεμβούργου.[1] Κατά την παιδική του ηλικία δεν αναμενόταν να αποκτήσει το θρόνο της Δανίας, καθώς ο μεγαλύτερος αδελφός του Χριστιανός είχε επιλεγεί ως διάδοχος.[1][2]

Ο Φρειδερίκος φοίτησε στην Ακαδημία του Σόρο, στις Κάτω Χώρες και τη Γαλλία.[1] Ως νέος άνθρωπος είχε εκφράσει ενδιαφέρον για τη θεολογία, τις φυσικές επιστήμες και την σκανδιναβική ιστορία.[1][2][4]

Στις 1 Οκτωβρίου 1643 παντρεύτηκε την Σοφία-Αμαλία των Γουέλφων, κόρη του Γεωργίου πρίγκιπα του Μπράουνσβαϊγκ-Λιούνεμποργκ, με την οποία απέκτησε έξι παιδιά.[1] Ωστόσο, είχε προηγουμένως αποκτήσει ήδη ένα γιο από παράνομη σχέση του.[1]

Ο πατέρας του του είχε χορηγήσει την διοίκηση του Πριγκιπάτου-Επισκοπής του Βέρντεν (1623–29 και 1634–44) και του Πριγκιπάτου-Αρχιεπισκοπής της Βρέμης (1635–45), ενώ τον είχε παραχωρήσει αρμοδιότητες στην Επισκοπή του Χάλμπερσταντ.[1][2]

Σε ηλικία δεκαοκτώ ετών ήταν ο επικεφαλής του βρεμικού φρουρίου του Στάντε.[1][2] Κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Τόρστενσον (1643-1645) έχασε τον έλεγχο των κτήσεών του εντός της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[1] Στη συνέχεια ανέλαβε ορισμένα πόστα στα δουκάτα του Σλέσβιχ και του Χόλσταϊν, όπου βρέθηκε σε αντιπαράθεση με τον ευγενή Άντερς Μπίλε.[1][2]

Βασιλεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Φρειδερίκος Γ΄ σε πίνακα του Βόλφγκανγκ Χέιμπαχ.

Άνοδος στο θρόνο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο θάνατος του μεγαλύτερου αδελφού του, του Χριστιανού, τον Ιούνιο του 1647, έδωσε τη δυνατότητα στο Φρειδερίκο να ανέλθει στο δανικό θρόνο.[1] Ωστόσο, αυτό διευθετήθηκε μετά το θάνατο του πατέρα του, ο οποίος πέθανε στις 28 Φεβρουαρίου 1648.[1] Η βασιλεία του ξεκίνησε στις 6 Ιουλίου 1648 και η τελετή ενθρόνισής του πραγματοποιήθηκε στις 23 Νοεμβρίου.[1][2]

Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, το συμβούλιο των ευγενών ήταν το κύριο κέντρο εξουσίας της δανικής πολιτικής.[1] Ωστόσο, ο Φρειδερίκος Γ΄ κατάφερε σταδιακά να αποκτήσει σημαντικές εξουσίες, απομακρύνοντας τους δύο πιο σημαντικούς ευγενείς από το συμβούλιο.[1]

Δανο-Σουηδικοί Πόλεμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Φρειδερίκος Γ΄ κατά τη διάρκεια της μάχης του Νίμποργκ.

Ο Φρειδερίκος θεωρούσε ότι η άνοδος του Καρόλου Ι΄ Γουσταύου στο θρόνο της Σουηδίας αποτελούσε άμεσο κίνδυνο για τη Δανία. Η εισβολή του Καρόλου στην Πολωνία τον Ιούλιο του 1655, έδωσε την αφορμή στο Φρειδερίκο να επιτεθεί στις γερμανικές κτήσεις της Σουηδίας τον Ιούνιο του 1657.[1][2]

Η Σουηδός μονάρχης κατάφερε να καταρρίψει όλα τα σχέδια του Φρειδερίκου, προελαύνοντας στη Γιουτλάνδη, τη Φιονία και τη Ζηλανδία, κατά τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 1658. Η προέλαση των Σουηδών ανάγκασε το Φρειδερίκο να ζητήσει ανακωχή. Ο Κάρολος πιεζόμενος από τους Άγγλους και τους Γάλλους συμφώνησε να υπογράψει μια αντικειμενική συνθήκη ειρήνης με το Φρειδερίκο στις 26 Φεβρουαρίου 1658. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Φρειδερίκος εξέφρασε την επιθυμία και πέτυχε να κάνει μια προσωπική γνωριμία τον Κάρολο Ι΄, τον οποίο φιλοξένησε για τρεις ημέρες, το Μάρτιο του ίδιου έτους, στα Ανάκτορα του Φρέντερικσμποργκ.[2]

Η ακόρεστη δίψα του Καρόλου Ι΄ για την επέκταση του βασιλείου του και η βαθιά ριζωμένη καχυποψία του προς τη Δανία τον οδήγησε να κηρύξει ξανά τον πόλεμο στον Φρειδερίκο Γ΄. Κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου, ο Φρειδερίκος εξασφάλισε μεγάλη δημοτικότητα, καθώς αρνούμενος τις συμβουλές των ευγενών παρέμεινε στην Κοπεγχάγη και την υπερασπίστηκε επιτυχώς από την σουηδική επίθεση. Σημαντικό ρόλο στην επίτευξη της δανικής νίκης, έπαιξαν οι Ολλανδοί, οι οποίοι πήραν το μέρος του Φρειδερίκου Γ΄.[2]

Ο πόλεμος έληξε με την Συνθήκη της Κοπεγχάγης, που υπογράφηκε στις 27 Μαΐου 1660. Με αυτή τη συνθήκη η Σουηδία επέστρεφε στη Νορβηγία το Τρόντελαγκ και στη Δανία το Μπόρνχολμ και εδάφη του Σλέσβιχ.[2][5]

Απόλυτη μοναρχία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Φρειδερίκος επωφελούμενος από την δημοφιλία του άλλαξε το σύστημα διαδοχής στο θρόνο από εκλογικό σε κληρονομικό.[1] Έπειτα, καθιέρωσε το πολίτευμα της απόλυτης μοναρχίας, αφαιρώντας σημαντικές εξουσίες από τους ευγενείς.[1][2]

Το έμβλημα του Φρειδερίκου Γ΄.

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δέκα χρόνων της βασιλείας του, ο βασιλιάς βρισκόταν σχετικά απομονωμένος και επικεντρωμένος στην αλλαγή των διοικητικών δομών της χώρας.[1] Το 1665 εισήγαγε τη Βασιλική Νομοθεσία (Lex Regia), που θεωρείται ως η πρώτη μορφή συντάγματος της Δανίας.[1][6] Με αυτή τη νομοθεσία ο Φρειδερίκος Γ΄ καταργούσε όλα τα άλλα κέντρα εξουσίας των βασιλείων του, όπως του βασιλικού συμβουλίου των ευγενών.[1]

Το 1665 o Φρειδερίκος είχε την ευκαιρία να επιστρέψει στις Κάτω Χώρες την υποστήριξή τους, προστατεύοντας την επιστροφή του στόλου από τις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες. Οι Άγγλοι είχαν αποκλείσει την Μάγχη, επιβάλλοντας στους Ολλανδούς να πλεύσουν γύρω από τις Βρετανικές Νήσους. Οι Ολλανδοί, καταδιωκόμενοι από αγγλικά πολεμικά πλοία, βρήκαν καταφύγιο στο Μπέργκεν της Νορβηγίας. Οι Άγγλοι προέτρεψαν και έπεισαν τον Φρειδερίκο να υποτάξει τον ολλανδικό στόλο. Όμως, προτού προλάβει να φθάσει η εντολή του εκεί, οι Άγγλοι επιτέθηκαν στον ολλανδικό στόλο, γνωρίζοντας συντριπτική ήττα. Σημαντικό ρόλο στη νίκη τους έπαιξαν και οι Νορβηγοί που βρίσκονταν στο φρούριο του Μπέργκεν.[7]

Ο Φρειδερίκος Γ΄ πέθανε στις 9 Φεβρουαρίου 1670 στο Κάστρο της Κοπεγχάγης και ενταφιάστηκε στον Καθεδρικό Ναό του Ροσκίλντε.[1]

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νυμφεύτηκε το 1643 τη Σοφία-Αμαλία των Γουέλφων, κόρη του Γεωργίου δούκα του Μπράουνσβαϊγκ-Λύνεμπουργκ-Κάλενμπεργκ και είχε τέκνα:

Από τη μη νόμιμη σχέση του με τη Μαργαρίτα Πάπε είχε ένα φυσικό τέκνο:

Πρόγονοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φρειδερίκος Γ΄ της Δανίας
Γέννηση: 18 Μαρτίου 1609 Θάνατος: 9 Φεβρουαρίου 1670
Βασιλικοί τίτλοι
Προκάτοχος
Χριστιανός Δ΄ της Δανίας
Βασιλιάς της Δανίας

1648-1670
Διάδοχος
Χριστιανός Ε΄ της Δανίας
Βασιλιάς της Νορβηγίας

1648-1670
Προκάτοχος
Χριστιανός Δ΄ της Δανίας και Φρειδερίκος Γ΄ του Χόλσταϊν-Γκόττορπ
Δούκας του Σλέσβιχ

1648-1670
Με τον Φρειδερίκο Γ΄, δούκα του Χόλσταϊν-Γκόττορπ (1616-1659) και τον Χριστιανό Αλβέρτο, δούκα του Χόλσταϊν-Γκόττορπ (1659-1695)
Διάδοχος
Χριστιανός Ε΄ της Δανίας και Χριστιανός Αλβέρτος του Χόλσταϊν-Γκόττορπ