Φραντς Χάλντερ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Φραντς Χάλντερ
Φραντς Χάλντερ
Γέννηση30  Ιουνίου 1884
1884 Βίρτσμπουργκ, Γερμανία
Θάνατος2  Απριλίου 1972
1972 Άσχαου ιμ Κίμγκαου, Γερμανία
ΕνταφιασμόςΆσχαου ιμ Κίμγκαου
Χώρα Γερμανικό Ράιχ
Δημοκρατία της Βαϊμάρης
Ναζιστική Γερμανία
Κλάδος Ράιχσχερ
Ράιχσβερ
Βέρμαχτ
Εν ενεργεία1904-1942
ΒαθμόςΣτρατηγός
Μάχες/πόλεμοιΑ' Παγκόσμιος Πόλεμος

Β' Παγκόσμιος Πόλεμος

Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Φραντς Χάλντερ (γερμανικά: Franz Halder, 30 Ιουνίου 18842 Απριλίου 1972) ήταν Γερμανός στρατηγός, επικεφαλής της Ανώτατης Διοίκησης Στρατού (OKH, Oberkommando des Heeres) από το 1938 ως τον Σεπτέμβριο του 1942, οπότε και απομακρύνθηκε, λόγω των ιδιαίτερα συχνών διαφωνιών του με τον Χίτλερ. Ο Χάλντερ τηρούσε ημερολόγιο για την περίοδο που διετέλεσε στη θέση αυτή, που ισοδυναμούσε με αυτήν του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Το ημερολόγιο αυτό, το οποίο έχει εκδοθεί ως βιβλίο, αποτελεί σημαντική πηγή πληροφοριών για τους ιστορικούς που ασχολούνται με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Χίτλερ και το κόμμα του. Το ημερολόγιο αυτό αποτελεί σταθερή πηγή αναφοράς στο βιβλίο του Ουίλιαμ Σίρερ "Η Άνοδος και η Πτώση του Τρίτου Ράιχ" (The Rise and Fall of the Third Reich).

Πρώιμη περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Χάλντερ γεννήθηκε στο Βίρτσμπουργκ στις 30 Ιουνίου[1] ή στις 30 Αυγούστου[2] του 1884 σε οικογένεια στρατιωτικών με παράδοση από τον 17ο αιώνα. Πατέρας του ήταν ο επίσης στρατηγός Μαξ Χάλντερ και μητέρα του η Ματίλντε (Mathilde) (πατρικό όνομα Steinheil). Ξεκίνησε τη στρατιωτική του σταδιοδρομία ως μέλος του 3ου Συντάγματος Πεδινού Πυροβολικού το 1902 και δύο χρόνια αργότερα ονομάστηκε ανθυπολοχαγός.[2] Ήδη από μικρή ηλικία άρχισε να αποκτά φήμη ως ικανός επιτελικός αξιωματικός. Το 1907 νυμφεύτηκε την Γκέρτρουντ Ερλ (Gertrude Erl), η οποία επίσης προερχόταν από οικογένεια στρατιωτικών, με την οποία απέκτησαν τρεις κόρες.[3] Το 1911 εγγράφηκε στη Βαυαρική Ακαδημία Πολέμου (Bayerischen Kriegsakademie), απ' όπου αποφοίτησε το 1914.[2] Το 1914 υπηρέτησε στο 3ο Σώμα Στρατού της Βαυαρίας. Τον Αύγουστο του 1915 προάχθηκε σε λοχαγό και μετατέθηκε στο επιτελείο της 6ης Στρατιάς, το οποίο την εποχή εκείνη διοικούσε ο Διάδοχος της Βαυαρίας Ρούπρεχτ (Rupprecht). Το 1917 υπηρέτησε ως αξιωματικός του Επιτελείου της 2ης Στρατιάς, ενώ αργότερα μετατέθηκε στην 4η Στρατιά.

Ο Χάλντερ, όπως αναφέρθηκε, συμμετείχε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά όχι σε μάχιμη μονάδα, αντιθέτως η στατικότητα των συγκρούσεων στο δυτικό μέτωπο τον οδήγησε στην ανάπτυξη σχεδίων ελιγμών κατά τις πολεμικές συγκρούσεις, παρόμοιες με αυτές που ανέπτυξαν και οι Βρετανοί Μπέιζιλ Λίντελ - Χαρτ (Basil Liddell Hart) και Τζ. Φούλλερ (J.F.C. Fuller).[1]

Περίοδος Μεσοπολέμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και 1930 ο Χάλντερ υπηρέτησε ως επιτελικός αξιωματικός σε πολλές μονάδες. Την πρώτη του διοίκηση σε μονάδα ανέλαβε το 1934, οπότε προάχθηκε σε υποστράτηγο β΄ και έλαβε τον τίτλο "Αρχηγός Πυροβολικού VII". Στην πραγματικότητα, ο τίτλος αυτός αντιπροσώπευε τη διοίκηση μιας πλήρους μεραρχίας πεζικού, σε μια προσπάθεια να υπερπηδηθούν οι όροι που είχε θέσει η Συνθήκη των Βερσαλλιών σχετικά με τον περιορισμό του γερμανικού στρατού[1], θέση από την οποία συγκρούστηκε με το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα.[2] Το 1936 νέα προαγωγή σε υποστράτηγο α΄ επέφερε τη μετάθεσή του στο Γενικό Επιτελείο Στρατού στο Βερολίνο. Ο Χίτλερ, την εποχή εκείνη, πίεζε για μια γερμανική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, επισημαίνοντας τα εθνικά συμφέροντα της Γερμανίας στην περιοχή της Σουδητίας. Η πίεση αυτή, στην οποίαν αντιστεκόταν ο τότε επικεφαλής του γερμανικού επιτελείου στρατηγός Λούντβιχ Μπεκ, επέφερε την παραίτηση του τελευταίου. Μολονότι ο Χάλντερ είχε ανοιχτά επικρίνει τόσο την Γκεστάπο όσο και την SS και άλλες οργανώσεις του ναζιστικού κόμματος, προτάθηκε ο Χάλντερ ως αντικαταστάτης του, θέση την οποία ανέλαβε τον Σεπτέμβριο του 1938. Στην πραγματικότητα, η αντίθεση του Χάλντερ στους Ναζί δεν περιοριζόταν σε λεκτικές μόνο δράσεις, αλλά μαζί με τον Μπεκ έλαβε ενεργά μέρος σε συνωμοσία για την ανατροπή του Χίτλερ. Απέσυρε τη συμμετοχή του (και η συνωμοσία ατόνησε, ύστερα από αυτό) ύστερα από τη διπλωματική νίκη της ναζιστικής Γερμανίας με τη συμφωνία του Μονάχου: Ο Χάλντερ έκρινε ότι η θέση του Χίτλερ είχε πλέον ισχυρά σταθεροποιηθεί και η συνωμοσία ανατροπής του δεν θα επέφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα.[1][4] Ο ίδιος ο Χάλντερ είχε εκπονήσει το επιτελικό σχέδιο για πιθανή στρατιωτική επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία, αλλά κατόπιν της επίτευξης της συμφωνίας δεν παρέστη ανάγκη στρατιωτικής επέμβασης. Ο "υποτακτικός" του Χίτλερ Βίλχελμ Κάιτελ χαρακτήριζε τον Χάλντερ ως "έντιμο, αφοσιωμένο, αξιόπιστο και υπάκουο", αλλά δεν είχε αντιληφθεί ότι η αφοσίωση του Χάλντερ δεν ήταν προς τον Χίτλερ αλλά προς την πατρίδα του.[5]

Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από αριστερά, σε πρώτο πλάνο: Κάιτελ, Μπράουχιτς, Χίτλερ, Χάλντερ κατά τη μελέτη χάρτη. 1940.

Ο Χάλντερ, σε συνεργασία με τον Αρχηγό του Στρατού της Ναζιστικής Γερμανίας Βάλτερ φον Μπράουχιτς εκπόνησε το σχέδιο της γερμανικής εισβολής στην Πολωνία τον Σεπτέμβριο του 1939. Στην εισβολή αυτή χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά η τακτική του "κεραυνοβόλου πολέμου" (Blitzkrieg), που οδήγησε στην ολοκληρωτική κατάρρευση (και τον διαμελισμό) της Πολωνίας σε διάστημα σχεδόν ενός μόνον μήνα.[1] Για τη συμβολή του στην επιτυχή έκβαση της εκστρατείας, ο Χάλντερ τιμήθηκε με τον Σταυρό των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού στις 27 Οκτωβρίου 1939.

Από τη θέση του επικεφαλής της στρατιωτικής επέμβασης στην Πολωνία ο Χάλντερ πρέπει να είχε γνώση των ωμοτήτων που διέπρατταν οι SS εις βάρος του πολωνικού λαού και πολλοί έχουν εκφράσει την άποψη ότι δεν έκανε και πολλά για να τις σταματήσει ή να τις αποτρέψει, αν και σε γενικές γραμμές γίνεται αποδεκτό ότι δεν συμφωνούσε με αυτές.[5] Ο Χάλντερ ήταν γνωστός για τις φιλειρηνικές απόψεις του, παρά το ότι ήταν ανώτατος στρατιωτικός και σε πολλές περιπτώσεις είχε καταφερθεί κατά των νέων εκστρατειών, αλλά ως πειθαρχημένος αξιωματικός υπάκουε πάντα στις διαταγές του Φύρερ.

Κατά τα τέλη του 1939 - αρχές 1940 ο Χάλντερ αντιτάχθηκε σφοδρά στην Επιχείρηση Weserübung (εισβολή στη Νορβηγία και τη Δανία), προβλέποντας ότι θα οδηγούσε σε καταστροφή και δήλωσε ότι ο Στρατός δεν είχε καμία ανάμιξη σε αυτήν και ότι η επιχείρηση ήταν δουλειά για την OKW (Oberkommando der Wehrmacht, Ανώτατη Διοίκηση της Βέρμαχτ) και την OKM (Oberkommando der Marine, Ανώτατη Διοίκηση του Ναυτικού).[6] Η έκβαση της επιχείρησης τον δικαίωσε μόνον μερικά, καθώς ναι μεν ήταν επιτυχής για τη Γερμανία, της στοίχισε όμως ακριβά σε ναυτικές δυνάμεις επιφανείας[7]

Την 19η Ιουλίου 1940 προάχθηκε σε αντιστράτηγο[8] και συμμετείχε στο σχεδιασμό της εισβολής στις Κάτω Χώρες και τη Γαλλία, αν και αντιτασσόταν σε αυτήν. Τελικά ο Χίτλερ ενέκρινε το σχέδιο της εισβολής που είχε προτείνει ο Έριχ φον Μανστάιν και η απόλυτα επιτυχής έκβαση αυτού του σχεδίου περιθωριοποίησε ακόμη περισσότερο τον Χάλντερ στην εκτίμηση του Χίτλερ.[1] Το 1940 ο Χάλντερ αρχικά συμμετείχε στην κατάστρωση των σχεδίων για την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, έχοντας πλήρη επίγνωση των δυσχερειών που όφειλε να υπερκεράσει η εκστρατεία αυτή. Άρχισε, λοιπόν, να εφιστά την προσοχή του Χίτλερ σχετικά με την, κατά την άποψή του υποτιμημένη, αριθμητική υπεροχή των Σοβιετικών, κάτι που υπέσκαψε ακόμη περισσότερο τις ήδη τεταμένες σχέσεις του με τον δικτάτορα. Ο Χάλντερ έγραψε σχετικά, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας: "... καταστρέφουμε μια δωδεκάδα μεραρχίες και μια νέα δωδεκάδα ξεπροβάλλει..."[7](But there they are, and if we smash a dozen of them, the Russians simply put up another dozen."[9] Ο Χίτλερ, ο οποίος συνεχώς λοιδορούσε τον στρατηγό του για τις πεποιθήσεις του και ιδιαίτερα για τον καθολικισμό του, αύξησε τα υποτιμητικά σχόλια γι' αυτόν: Ο Κάιτελ αναφέρει ότι σε κάποια στιγμή, ειρωνευόμενος τον Χάλντερ, ο Χίτλερ αναφέρθηκε σε αυτόν αποκαλώντας τον "ανθρωπάκι" (little fellow)[5]

Στις 17 Μαρτίου 1941 έγινε μυστική σύσκεψη των στρατηγών που θα συμμετείχαν στην εκστρατεία κατά της ΕΣΣΔ. Στη σύσκεψη αυτή ο Χίτλερ δήλωσε προς τους στρατηγούς του ότι όφειλαν να αγνοήσουν όλους τους κανόνες του πολέμου και ότι η εκστρατεία αυτή ήταν εκστρατεία εξόντωσης. Ο Χάλντερ, ο οποίος διαφωνούσε έντονα με τον Χίτλερ επί στρατιωτικών ζητημάτων, δεν εξέφρασε απολύτως καμία διαμαρτυρία για αυτή την απαίτηση του Φύρερ.[6]. Σε δεύτερη σύσκεψη της 30ής Μαρτίου 1941, ο Χίτλερ περιέγραψε αναλυτικότερα στους στρατηγούς το είδος του πολέμου που όφειλαν να εφαρμόσουν κατά την εκστρατεία. Σύμφωνα με το ημερολόγιο που τηρούσε ο Χάλντερ, ο Χίτλερ ανέφερε τα εξής:

"Ο πόλεμος είναι πάλη δύο ιδεολογιών... το να αξιολογείται ο Μπολσεβικισμός συνιστά έγκλημα κατά της κοινωνίας... Ο κομμουνισμός αποτελεί τεράστιο μελλοντικό κίνδυνο... Πρόκειται για αγώνα μέχρις εσχάτων. Αν αυτό δεν γίνει αποδεκτό, θα νικήσουμε τον εχθρό αλλά σε τριάντα χρόνια θα αντιμετωπίσουμε ξανά τον κομμουνιστικό κίνδυνο. Δεν κάνουμε πόλεμο για να διασώσουμε τον εχθρό... Αγώνας κατά της Ρωσίας: Εξολόθρευση των μπολσεβίκων κομισάριων και της κομμουνιστικής διανόησης. Ο κομμουνιστής δεν είναι σύντροφος ούτε πριν ούτε μετά τη μάχη. Ο πόλεμος θα διαφέρει από αυτόν του δυτικού μετώπου. Η ωμότητά του σήμερα σημαίνει ηπιότητα για το μέλλον".[10]

Την ίδια περίοδο εκδόθηκε και η περίφημη πλέον "Komissarbefehl" από τον Χίτλερ: Επρόκειτο για τη διαταγή επιτόπιας εκτέλεσης πολιτικών κομισάριων, όπου αυτοί συλλαμβάνονταν. Ο Χάλντερ, παρά τα όσα ισχυρίστηκε μετά τον τερματισμό του πολέμου, δεν αντιτάχθηκε καθόλου ούτε σε αυτήν - αντίθετα εξέφρασε την πεποίθηση ότι "τα στρατεύματα θα πρέπει να συμμετέχουν στην ιδεολογική μάχη του Ανατολικού μετώπου".[11] Κατά τον σχεδιασμό της επιχείρησης "Μπαρμπαρόσσα", ο Χάλντερ είχε επίσης διακηρύξει, μέσω κατευθυντήριας διαταγής του, ότι τα γερμανικά στρατεύματα, σε περίπτωση προσβολής τους από αντάρτες, "θα πρέπει να επιβάλουν συλλογικά μέτρα βίας", ακόμη και εξολοθρεύοντας ολόκληρα χωριά".[11] Η διαταγή αυτή αποτελούσε ευθεία παραβίαση διεθνών συνθηκών, που απαγόρευαν τα συλλογικά αντίποινα.

Τον Δεκέμβριο του 1941, ύστερα από την όχι και τόσο επιτυχημένη χειμερινή εκστρατεία, την οποία προσπαθούσε πάση θυσία να αποφύγει, ο Χίτλερ εξεδίωξε τον Μπράουχιτς από τη θέση του, αναλαμβάνοντας ο ίδιος την αρχηγία της Ανώτατης Διοίκησης του Στρατού (OKH, Oberkommando des Heeres). Ο Χάλντερ κάθε άλλο παρά χάρηκε με την κίνηση αυτή, αλλά επέλεξε να παραμείνει στη θέση που κατείχε, ώστε να εξασφαλίσει την επιτυχή για τη Γερμανία έκβαση του πολέμου.[6]

Κατά τη διάρκεια του θέρους του 1942 ο Χάλντερ επισήμανε εκ νέου στον Χίτλερ ότι υποεκτιμούσε την αριθμητική δύναμη του Σοβιετικού στρατού. Ο Χίτλερ αντέτεινε ότι ύστερα από όλες τις απώλειες που είχε υποστεί, ο Σοβιετικός στρατός ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης.[7] Ωστόσο, ο Χάλντερ έχοντας μόλις διαβάσει ένα βιβλίο σχετικά με τη μάχη του Τσαρίτσιν και την ήττα του Άντον Ντένικιν από τον Στάλιν κατά τον ρωσικό εμφύλιο, ήττα που επέφερε τη μετονομασία του Τσαρίτσιν σε Στάλινγκραντ, είχε την άποψη ότι η 6η Στρατιά του στρατηγού Φρίντριχ Φον Πάουλους βρισκόταν ακριβώς στην ίδια θέση που βρέθηκαν τα στρατεύματα του Ντένικιν. Την ίδια περίοδο ο Χάλντερ αντιτάχθηκε στην απόφαση του Χίτλερ να αποστείλει την 11η Στρατιά του φον Μανστάιν, ο οποίος είχε μόλις ολοκληρώσει την πολιορκία και την κατάληψη της Σεβαστούπολης, στην άλλη άκρη του μετώπου για να βοηθήσει στην πολιορκία του Λένινγκραντ, η οποία παρέμενε στάσιμη. Η τελική ρήξη μεταξύ Χάλντερ - Χίτλερ επήλθε όταν ο στρατηγός έμαθε την ύπαρξη της αναφοράς των μυστικών γερμανικών υπηρεσιών, στην οποία αναφερόταν ότι ο Στάλιν μπορούσε να κινητοποιήσει περίπου 1,5 εκατ. μαχητών στην περιοχή γύρω από το Στάλινγκραντ και δυτικά του ποταμού Βόλγα. Όταν το ανέφερε ξανά στον Χίτλερ, αυτός εκφώνησε ένα λόγο, αναγγέλλοντας ότι αναζητούσε αντικαταστάτη του Χάλντερ, καθώς ο στρατηγός είχε χάσει την απαιτούμενη για επιθετικό πόλεμο νοοτροπία. Ο Χάλντερ απάντησε απλά "αποχωρώ" και, στις 24 Σεπτεμβρίου 1942 τέθηκε στις "εφεδρείες του Φύρερ".[1]

Μετά την αποχώρησή του ο Χάλντερ διατήρησε την επαφή του με τον Λούντβιχ Μπεκ. Η επαφή αυτή είχε ως συνέπεια, ύστερα από την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ της 20ής Ιουλίου 1944, ο Χάλντερ να συλληφθεί και να εγκλειστεί αρχικά στο στρατόπεδο του Φλόσενμπουργκ και στη συνέχεια στο Στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου. Λίγες ημέρες πριν τον τερματισμό του Πολέμου, μερικοί κρατούμενοι, τους οποίους το ναζιστικό καθεστώς θεωρούσε μεγάλης σημασίας, ανάμεσα στους οποίους ο Χάλντερ, ο Λεόν Μπλουμ και ο Αυστριακός πρώην καγκελάριος Κουρτ Σούσνιγκ μετήχθησαν από το Νταχάου σε ένα ξενοδοχείο στις Τιρολέζικες Άλπεις. Η ομάδα αυτή απελευθερώθηκε από τα Συμμαχικά στρατεύματα τον Μάιο του 1945.[1]

Μετά τον Πόλεμο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη δεκαετία του 1950 ο Χάλντερ εργάστηκε ως ιστορικός σύμβουλος για το τμήμα ιστορίας του Αμερικανικού στρατού (U.S. Army Historical Division). Η υπηρεσία αυτή του απένειμε το Βραβείο Αξιέπαινης Πολιτικής Υπηρεσίας (Meritorious Civilian Service Award) το 1961. Εργάστηκε, επίσης, για την αναδιοργάνωση του μεταπολεμικού Γερμανικού στρατού. Απεβίωσε στο Άσχαου ιμ Κίμγκαου της Βαυαρίας το 1972.

Συγγραφικό έργο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Χάλντερ συνέγραψε το βιβλίο "Hitler als Feldherr" το 1949, έργο το οποίο μεταφράστηκε στα αγγλικά υπό τον τίτλο "Hitler as War Lord" (Χίτλερ, ο άρχοντας του Πολέμου) το 1950. Διατηρούσε, επίσης, ημερολόγιο για την περίοδο 14 Αυγούστου 1939 ως 24 Σεπτεμβρίου 1942, το οποίο εκδόθηκε υπό τον τίτλο "War journal of Franz Halder" μεταφρασμένο στα αγγλικά. Το ημερολόγιο αυτό αποτελεί σημαντικό ιστορικό ντοκουμέντο, το οποίο αποτέλεσε μια από τις βασικές πηγές του Ουίλιαμ Σίρερ για τη συγγραφή του βιβλίου του "Η Άνοδος και η Πτώση του Γ΄ Ράιχ", πριν ακόμη αυτό εκδοθεί, το 1976.

Η προσωπικότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βρετανός συγγραφέας Χιου Τρέβορ-Ρόπερ έγραψε σχετικά με τον Χάλντερ: "Πρόκειται για στρατιωτικό-σνομπ, ο οποίος πίστευε ότι ένας ερασιτέχνης ούτε καν μπορεί να αντιληφθεί τα μυστήρια του πολέμου". Ο συγγραφέας Κένεθ Μάκσι (Author Kenneth Macksey) έγραψε για τον Χάλντερ: "Ταχείας αντίληψης, ιδιόρρυθμος και πνευματώδης, ήταν λαμπρός ειδικός σε επιχειρησιακά και εκπαιδευτικά θέματα και γιος διακεκριμένου στρατηγού. Υποστήριξε την αντίσταση του Μπεκ στον Χίτλερ, αλλά σε κρίσιμα σημεία δεν πρόσφερε σημαντική βοήθεια..." Πολλοί θεωρούν τον Χάλντερ παραλλαγή στρατιωτικού της παλαιάς πρωσικής σχολής, αξιωματικό "αφοσιωμένο στο καθήκον του και στον όρκο του". Σύμφωνα με τους ιστορικούς Ρόναλντ Σμέλσερ (Ronald Smelser) και Έντουαρντ Ντέιβις (Edward J. Davies II), όπως γράφουν στο βιβλίο τους "The Myth of the Eastern Front" (Ο μύθος του Ανατολικού Μετώπου), Cambridge University Press, 2008, ο Χάλντερ διαδραμάτισε κομβικό ρόλο στη διαμόρφωση της ψευδούς και μυθώδους άποψης ότι κατά τον γερμανοσοβιετικό πόλεμο η Βέρμαχτ ήταν σχεδόν άμεμπτη και ελάχιστη ευθύνη φέρει τόσο για τον ρόλο που διαδραμάτισε στη γερμανική ήττα όσο και για τη συμμετοχή της σε εγκλήματα πολέμου.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7 Encyclopedia Britannica, Franz Halder
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Deutsches Historische Museum
  3. «Desert Wars: Franz Halder». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Δεκεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2014. 
  4. «Desert War: "Franz Halder"». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Δεκεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2014. 
  5. 5,0 5,1 5,2 World War II Database: Franz Halder
  6. 6,0 6,1 6,2 John Wheeler-Bennett, The Nemesis of Power The German Army In Politics 1918–1945, London, Macmillan, 1967
  7. 7,0 7,1 7,2 Ρεϊμόν Καρτιέ, Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Πάπυρος, Αθήνα, 1964, τόμος Α΄
  8. Kings College, London, HALDER, Generaloberst Franz, Chief of the General Staff of the Supreme Command of the German Army (OKH), 1939-1942: Private War Journal
  9. Combined Arms Research Library Digital Library War journal of Franz Halder, vol. VII, σελ. 39 (pdf)
  10. Combined Arms Research Library Digital Library, ό.π. War journal of Franz Halder, vol. VI, σελ. 45 (pdf) Το πρωτότυπο κείμενο αναγράφει επί λέξει: "Crushing denunciation, of Bolshevism, identified with a social criminality. Communism is an enormous danger for our must forget the concept of comrade futureship between soldiers. A Communist is no comrade before nor after the battle. This is a war of extermination If we do not grasp this, we shall still beat the enemy, but 30 years: later we shall again have to fight the Communist foe. We do not wage war to preserve the enemy.
  11. 11,0 11,1 Jürgen Förster, The Wehrmacht and the War of Extermination Against the Soviet Union, σελ. 501 και 502