Φρήντριχ Βέλερ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Φρήντριχ Βέλερ
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Friedrich Wöhler (Γερμανικά)
Γέννηση31  Ιουλίου 1800[1][2][3]
Eschersheim[4]
Θάνατος23  Σεπτεμβρίου 1882[5][6][2]
Γκέτινγκεν[7][8][9]
ΥπηκοότηταΒασίλειο της Πρωσίας, Εκλεκτοράτο της Έσσης, Λανδγραβάτο της Έσσης-Κάσσελ και Γερμανική Αυτοκρατορία
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ και Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης
ΒραβεύσειςΜετάλλιο Κόπλυ (1872), Τάγμα της Αξίας για τις Τέχνες και Επιστήμες, Μετάλλιο Κοτένιους (1880), Βαυαρικό Μαξιμιλιανό Τάγμα για τις Επιστήμες και Τέχνες (1853), Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής και αλλοδαπό μέλος της Βασιλικής Εταιρείας του Λονδίνου (15  Ιουνίου 1854)
Επιστημονική σταδιοδρομία
Ερευνητικός τομέαςχημεία
Ιδιότηταχημικός, διδάσκων πανεπιστημίου και βιοχημικός
Διδακτορικός καθηγητήςΛέοπολντ Γκμέλιν και Γιονς Γιάκομπ Μπερτσέλιους
Ακαδημαϊκός τίτλοςδιδακτορικό δίπλωμα
Φοιτητές τουWilhelm Kühne

Ο Φρήντριχ Βέλερ ή Βαίλερ (Friedrich Wöhler, 31 Ιουλίου 180023 Σεπτεμβρίου 1882) ήταν Γερμανός χημικός, γνωστός περισσότερο για τη σύνθεσή του της ουρίας, εξαιτίας της οποίας αποκλήθηκε και «πατέρας της οργανικής χημείας», αλλά και για την ανακάλυψη αρκετών χημικών στοιχείων.

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βέλερ γεννήθηκε στο Έσερσχαϊμ, σήμερα προάστιο της Φραγκφούρτης. Το 1823 ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην ιατρική στη Χαϊδελβέργη, στο εργαστήριο του Λέοπολντ Γκμέλιν, ο οποίος βρήκε για αυτόν μία θέση βοηθού στον Γιονς Γιάκομπ Μπερτσέλιους στη Στοκχόλμη. Από το 1826 ως το 1831 ο Βέλερ δίδαξε χημεία στην Πολυτεχνική Σχολή του Βερολίνου, ενώ το 1839 τον βρίσκουμε στην αντίστοιχη σχολή του Κάσσελ. Στη συνέχεια έγινε τακτικός καθηγητής της χημείας στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, όπου και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του, σε ηλικία 82 ετών. Το 1834 εκλέχθηκε μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών της Σουηδίας, ενώ το 1872 του απονεμήθηκε το Μετάλλιο Κόπλεϋ.

Οι ανακαλύψεις του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βέλερ θεωρείται πρωτοπόρος στον κλάδο της οργανικής χημείας χάρη στην τυχαία σύνθεση της ουρίας στο εργαστήριο με τη μέθοδο που φέρει το όνομά του («Σύνθεση Βέλερ», από κυανιούχο αμμώνιο) το 1828[10]. Αυτή η ανακάλυψη έμεινε στην ιστορία ως καταρρίπτουσα τη θεωρία του βιταλισμού, την υπόθεση δηλαδή ότι οι ζωντανοί οργανισμοί διαθέτουν μία ειδική «ζωτική δύναμη». Οι πηγές της εποχής εκείνης δεν υποστηρίζουν ωστόσο αυτόν τον «μύθο του Βέλερ», όπως τον αποκαλεί ο ιστορικός της επιστήμης Πήτερ Ράμπεργκ (Peter J. Ramberg): κατ' αυτόν, ο μύθος οφείλεται σε μία δημοφιλή ιστορία της χημείας που εκδόθηκε το 1931, η οποία «κατέστησε τον Βέλερ σταυροφόρο, ο οποίος είχε κάνει πολλές απόπειρες να συνθέσει ένα φυσικό προϊόν που θα κατέρριπτε τον βιταλισμό και θα σήκωνε το πέπλο της άγνοιας, μέχρι που ένα απόγευμα τα κατάφερε»[11]. Παρά την άποψη του Ράμπεργκ, πάντως, η σύνθεση της ουρίας σήμανε την αρχή του τέλους μιας καίριας βιταλιστικής υποθέσεως, της αρχής του Μπερτσέλιους ότι οι «οργανικές» ουσίες μπορούσαν να παραχθούν μόνο από ζωντανούς οργανισμούς: μέχρι τότε για την παραγωγή ουρίας χρειαζόταν ένας σκύλος...

Ο Βέλερ είναι επίσης γνωστός για την ανακάλυψη, μαζί με άλλους ερευνητές, του βηρυλλίου (1828) και του πυριτίου, αλλά και για τη σύνθεση του ανθρακούχου ασβεστίου, μεταξύ άλλων. Το 1834, μαζί με τον Γιούστους φον Λήμπιχ δημοσίευσε μία έρευνα για το έλαιο των πικραμυγδάλων. Απέδειξαν με τα πειράματά τους ότι μία ομάδα ατόμων άνθρακα, υδρογόνου και οξυγόνου μπορεί να συμπεριφέρεται ως ένα και μόνο στοιχείο, να αντικαταστήσει π.χ. ένα στοιχείο σε χημικές ενώσεις. Τέθηκαν έτσι τα θεμέλια του «δόγματος» των χημικών ριζών, που άσκησε βαθιά επίδραση στην ανάπτυξη της χημείας.

Από τότε που ο Χάμφρυ Ντέιβυ ανεκάλυψε το κάλιο, είχε υποτεθεί ότι το βασικό συστατικό του πηλού, η αλουμίνα, περιείχε ένα μέταλλο ενωμένο με το οξυγόνο. Οι Ντέιβυ, `Ερστεντ και Μπερτσέλιους προσπάθησαν να εξαγάγουν αυτό το μέταλλο, αλλά απέτυχαν. Αντιθέτως, όταν ο Βέλερ ασχολήθηκε με το θέμα, κατόρθωσε να απομονώσει το μέταλλο αλουμίνιο το 1827. Στον Βέλερ οφείλεται εξάλλου και η απομόνωση των στοιχείων ύττριο (1828) και τιτάνιο, καθώς και η παρατήρηση ότι το πυρίτιο μπορεί να παραχθεί με τη μορφή κρυστάλλων, και ότι ορισμένοι μετεωρίτες περιέχουν οργανικές χημικές ενώσεις: Ο Βέλερ ανέλυσε μερικούς μετεωρίτες και για πολλά χρόνια έγραφε την περίληψη της νέας βιβλιογραφίας για τους μετεωρίτες στο Jahresberichte über die Fortschritte der Chemie. Ο ίδιος κατείχε την καλύτερη ιδιωτική συλλογή λιθωδών και μεταλλικών μετεωριτών που υπήρχε. Οι Βέλερ και Σαιν-Κλαιρ Ντεβίλ ανεκάλυψαν την κρυσταλλική μορφή του βορίου, ενώ οι Βέλερ και Χάινριχ Μπουφ ανεκάλυψαν το σιλάνιο το 1857.

Η κληρονομιά του στη χημεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ανακαλύψεις του Βέλερ άσκησαν μεγάλη επίδραση στη θεωρητική χημεία. Σε κάθε έτος από το 1820 μέχρι το 1881 τα χημικά ερευνητικά περιοδικά περιείχαν εργασίες του. Στο συμπλήρωμα του περιδικού Scientific American για το έτος 1882, σχολιάζεται ότι «για δύο ή τρεις από τις έρευνές του αξίζει την υψίστη τιμή που μπορεί να έχει ένας άνδρας της επιστήμης, αλλά το σύνολο της εργασίας του είναι απολύτως εκπληκτικό. Αν δεν είχε ζήσει ποτέ, το τοπίο της χημείας θα ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό που εμφανίζεται σήμερα»[12].

Ο Βέλερ δίδαξε αρκετούς φοιτητές που αργότερα έγιναν αξιόλογοι χημικοί, όπως οι Χέρμαν Κόλμπε, Γκέοργκ Κάριους, Χάινριχ Λίμπριχτ, Ρούντολφ Φίτιχ, Άλμπερτ Νήμαν, Καρλ Σμιντ, Βόιτεχ Σάφαρικ και ο φυσιολόγος Βίλχελμ Κύνε (στον οποίο οφείλεται η λέξη «ένζυμο»).

Βιβλία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Wöhler, Friedrich» (Γερμανικά) 1898. σελ. 711–717.
  2. 2,0 2,1 (Αγγλικά) SNAC. w6cf9t93. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  3. (Αγγλικά) KNAW Past Members. PE00003959. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. «Wöhler, Friedrich» (Γερμανικά) 1898. σελ. 711–717.
  5. Mikhail Goldstein, Ντμίτρι Μεντελέγιεφ: «Велер, Фридрих» (Ρωσικά)
  6. «Wöhler, Friedrich» (Γερμανικά) 1898. σελ. 711–717.
  7. Mikhail Goldstein, Ντμίτρι Μεντελέγιεφ: «Велер, Фридрих» (Ρωσικά)
  8. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 30  Δεκεμβρίου 2014.
  9. «Большая советская энциклопедия» (Ρωσικά) Η Μεγάλη Ρωσική Εγκυκλοπαίδεια. Μόσχα. 1969. Ανακτήθηκε στις 28  Σεπτεμβρίου 2015.
  10. Wöhler, Friedrich (1828). «Ueber künstliche Bildung des Harnstoffs». Annalen der Physik und Chemie 88 (2): 253–256. doi:10.1002/andp.18280880206. Bibcode1828AnP....88..253W. http://gallica.bnf.fr/ark:/12148/bpt6k15097k/f261.chemindefer.  — Available in English at: «Chem Team». 
  11. Cheng 2005, σελ. 1 cites Ramberg 2000, σελίδες 170–195.
  12. Scientific American Supplement, No. 362, 9 Δεκεμ. 1882 Αρχειοθετήθηκε 2015-09-24 στο Wayback Machine.. Fullbooks.com. Ανακτήθηκε στις 28 Μαΐου 2014.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Johannes Uray: “Mythos Harnstoffsynthese”, Nachrichten aus der Chemie 57 (2009) 943–944.
  • Johannes Uray: Die Wöhlersche Harnstoffsynthese und das wissenschaftliche Weltbild. Graz, Leykam, 2009.
  • Robin Keen: The Life and Work of Friedrich Wöhler. Bautz 2005.
  • Johannes Valentin: Friedrich Wöhler. Wissenschaftliche Verlagsgesellschaft Stuttgart (“Grosse Naturforscher” 7) 1949.
  • Georg Schwedt: Der Chemiker Friedrich Wöhler, Hischymia 2000.
  • John H. Brooke: «Wöhler's Urea and its Vital Force – a verdict from the Chemists», στο: Ambix, τόμος 15 (1968), σελ. 84.114.
  • George B. Kauffman; Steven H. Chooljian (2001). «Friedrich Wöhler (1800–1882), on the Bicentennial of His Birth». The Chemical Educator 6 (2): 121–133. doi:10.1007/s00897010444a. 
  • Douglas McKie: «Wöhler's syntethic Urea and the rejection of Vitalism: a chemical Legend», Nature, τόμος 153 (1944), σσ. 608–610. doi:10.1038/153608a0
  • Peter J. Ramberg: «The Death of Vitalism and the Birth of organic Chemistry. Wöhler's Urea Synthesis and the disciplinary Identity of organic Chemistry», Ambix, τόμος 47 (2000), σσ. 170–215.
  • Johannes Uray: «Die Wöhlersche Harnstoffsynhtese und das Wissenschaftliche Weltbild – Analyse eines Mythos», στο: Mensch, Wissenschaft, Magie, τόμ. 27 (2010), σσ. 121–152.

Βικιθήκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]