Φανάρι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Φανάρι
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Φανάρι
41°1′44″N 28°57′7″E
ΧώραΤουρκία
Διοικητική υπαγωγήΦατίχ
Ταχ. κωδ.34087
Τηλ. κωδ.(+90) 212
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Για άλλες χρήσεις, δείτε: Φανάρι (αποσαφήνιση).
Η περιοχή του Φαναρίου στην Κωνσταντινούπολη.

Το Φανάρι είναι συνοικία της Κωνσταντινούπολης, μεταξύ του τείχους του Κωνσταντίνου και του Θεοδοσιανού τείχους. Υπάγεται στην περιφέρεια του Φατίχ στο κέντρο της πόλης, ευρισκόμενο γύρω από τον πέμπτο λόφο της Κωνσταντινούπολης, που φέρει το ίδιο όνομα, και βρέχεται από τον Κεράτιο κόλπο. Από το 1601 εδρεύει εκεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Γύρω του αναπτύχθηκε έκτοτε μια ελληνική συνοικία, όπου εγκαταστάθηκαν οι περισσότεροι από τους Έλληνες άρχοντες, οι οποίοι έλαβαν την προσωνυμία Φαναριώτες. Το Φανάρι είχε μία επιφανή μεγάλη ελληνική κοινότητα μέχρι την δεκαετία του '60.

Η σύγχρονη συνοικία είναι αρκετά υποβαθμισμένη και μάλλον μια σκιά του λαμπρού παρελθόντος της. Κατοικείται κυρίως από αρκετά θρησκόληπτους μουσουλμάνους -μετανάστες από την ενδοχώρα της Ανατολίας- καθώς και Κούρδους. Εξακολουθεί και υφίσταται ωστόσο και μικρός Χριστιανικός πληθυσμός, αποτελούμενος από αραβόφωνους Αντιοχείς Έλληνες (μετανάστες από τη Συρία) και τα λιγοστά εναπομείναντα μέλη της αρχικής Ελληνικής κοινότητας.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τα Βυζαντινά χρόνια το Φανάρι αποκαλούνταν "Πετρίον" λόγω του πετρώδους υπεδάφους του που δημιουργούσε και επικίνδυνους υφάλους στα γύρω νερά του Κερατίου. Δεν είναι γνωστό από ποιους κατοικούνταν τότε, με διαφορετικές θεωρίες να υποστηρίζουν ότι ήταν κατάλυμα Ιταλών ή Εβραίων εμπόρων αλλά παράλληλα λόγω της πανοραμικής του θέας στον Κεράτιο είναι βάσιμο να θεωρηθεί ότι το κατοικούσαν ευγενείς. Ίσως πάλι να υπάρχει μια αλήθεια και στις δύο θεωρίες, καθώς μετά τις ασύλληπτες καταστροφές της Πρώτης Άλωσης είναι πιθανό να εγκαταλείφθηκε από τους ευγενείς και να κατοικήθηκε από εμπόρους και άλλα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Η ύπαρξη υφάλων στη περιοχή κατέστησε αναγκαία τη κατασκευή ενός φανού (φάρου) κατά τα βυζαντινά χρόνια, από τον οποίον η συνοικία οφείλει το σημερινό της όνομα. Ο φανός πρέπει να βρισκόταν στην προεξοχή που δημιουργούν οι υπώρειες του Πέμπτου Λόφου μπροστά στο Πατριαρχείο, εκεί που σήμερα βρίσκεται η βαπορόσκαλα.

Φαίνεται πως το Φανάρι άρχισε να κατοικείται μαζικά από Έλληνες αμέσως μετά την Άλωση ενώ σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς όπως τον Κώστα Σταματόπουλο το Φανάρι και οι παρακείμενες περιοχές έγιναν ευθύς η καρδιά της Ρωμιοσύνης από το 1456. Καθώς κατά τα Οθωμανικά χρόνια οι μη-Μουσουλμάνοι απαγορευόταν να φέρουν όπλα οι Έλληνες γρήγορα καταπιάστηκαν με το εμπόριο και τη βιοτεχνία, με αποτέλεσμα οι αμιγώς Ελληνικές συνοικίες του Κερατίου όπως το Φανάρι να μετατραπούν σύντομα σε ακμάζοντα κέντρα εμπορίου. Οι Ιταλοί έμποροι που μέχρι τότε έλεγχαν το Βυζαντινό εμπόριο διώκονται από τους Οθωμανούς και παράλληλα η εδραίωση της Pax Ottomana δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για να δημιουργηθεί από τα μέσα του 16ου αιώνα μια ελληνική εμπορική πλουτοκρατία.

Ελληνικές οικογένειες πλουτίζουν και δημιουργούν εκτεταμένες εμπορικές διασυνδέσεις με τη Δύση, υιοθετώντας παράλληλα επίθετα Βυζαντινών Αυτοκρατόρων της αρέσκειάς τους όπως "Καντακουζινός", "Παλαιολόγος" και "Κομνηνός" χωρίς να σχετίζονται με τις εν λόγω δυναστείες, καθώς εκείνα τα χρόνια η οικογένεια και η καταγωγή ήταν σημαντικές για τη χορήγηση εμπορικής πίστεως. Πολλές από αυτές τις οικογένειες εγκαταστάθηκαν κάποια στιγμή και συγκεντρώθηκαν στο Φανάρι και επιδίωκαν πάντοτε στενές σχέσεις με το κράτος. Ήταν πολυμαθείς και με αξιοσέβαστες σπουδές στην Ευρώπη οι οποίες τους επέτρεψαν να ανέβουν ψηλά στην ιεραρχία της Αυτοκρατορίας και να κερδίζουν την εύνοια των Σουλτάνων, αποσπώντας έτσι διάφορα άλλα προνόμια όπως εμπορικά μονοπώλεια. Αυτή η τάξη έμεινε γνωστή ως οι "Φαναριώτες". Πολλοί Φαναριώτες σπούδαζαν ιατρική στην Ευρώπη κερδίζοντας έτσι την εύνοια των Οθωμανών καθώς Τούρκοι ιατροί δεν υπήρχαν παρα ελάχιστοι, ενώ παράλληλα άλλοι γίνονταν γλωσσομαθείς πρεσβευτές ή υψηλόβαθμα διοικητικά στελέχη της Αυτοκρατορίας, όπως ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας. Πολλοί Φαναριώτες βέβαια είχαν άδοξο τέλος, καθώς έπεφταν θύματα δολοπλοκιών άλλων Φαναριωτών οι οποίοι φθονούσαν τα προνόμιά τους τα οποία επιδίωκαν να αποκτήσουν οι ίδιοι, ή και των Οθωμανών οι οποίοι φαίνεται πως φθονούσαν και είχαν ανάγκη τη περιουσία τους (εξαιτείας των υπέρογκων χρεών λόγω πολέμων και καταχρήσεων της αυλής) με αποτέλεσμα να ψάχνουν αφορμές για την εκτέλεσή τους, συχνά επικαλούμενοι προσπάθειες συνωμοσίας. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις Φαναριωτών που έσκαβαν ο ένας τον τάφο του άλλου. Το 1601 το Οικουμενικό Πατριαρχείο εγκαθίσταται οριστικά στο Φανάρι, το οποίο γίνεται πλέον η καρδιά της Χριστιανοσύνης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Οι Φαναριώτες λάμβαναν πολλές φορές σημαντικά αξιώματα κυρίως στη Μολδοβλαχία φτάνοντας ακόμα και αυτό του Ηγεμόνα. Η περίοδος των ετών 1711-1821 της Ρουμάνικης Ιστορίας είναι ακόμη και σήμερα γνωστή ως ο Αιώνας των Φαναριωτών. Εκεί είχε καθιερωθεί το Βυζαντινό εθιμοτυπικό και η ελληνική γλώσσα ήταν διαδεδομένη, με αποτέλεσμα πολλοί να αποκαλούν τη Μολδοβλαχία εκείνης της περιόδου το "Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο". Οι Φαναριώτες επίσης έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην άνθηση του νεοελληνικού διαφωτισμού με την ίδρυση σχολείων σε πολλά μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Σοκάκι στο Φανάρι, στο βάθος ο Κεράτιος κόλπος και απο πίσω το Πέραν.

Τα πολλά προνόμια των Φαναριωτών εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τους έκανε να υιοθετήσουν, με εξαίρεση μεμονωμένες περιπτώσεις, μια αμφιλεγόμενη και ίσως αρνητική στάση προς την Ελληνική Επανάσταση. Παρότι οι Φαναριώτες δεν βρέθηκαν συνολικά στις γραμμές του Αγώνα και το Οικουμενικό Πατριαρχείο διαχώρισε ξεκάθαρα τη γραμμή του, με τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε' να υπογράφει εγκύκλιο που αναθεμάτιζε τους επαναστάτες, το τίμημα που πλήρωσαν οι Φαναριώτες ήταν βαρύτατο και το Φανάρι των Φαναριωτών είχε πλέον τελειώσει. Φανατισμένος όχλος επιτέθηκε στο Φανάρι και άρχισε να σφάζει κατοίκους του αδιακρίτως, λεηλατώντας παράληλλα και πυρπολώντας τα αρχοντικά του. Ανήμερα του Πάσχα του 1821 ο Πατριάρχης απαγχονείται μπροστά από της είσοδο του Πατριαρχείου. Τελικά η Ρωσία απειλεί με εισβολή και έτσι οι σφαγές σταματούν. Οι Φαναριώτες μεταναστεύουν στη Ρωσία, τη Γαλλία τη Μολδοβλαχία και την Αίγυπτο (βλέπε επίσης Αιγυπτιώτες), με όσους παραμένουν στη Πόλη να μετακομίζουν στη συνοικία του Πέραν, όπου περιτριγυρισμένοι από Ευρωπαϊκές Πρεσβείες νιώθουν μεγαλύτερη ασφάλεια, παραμένοντας Φαναριώτες μονάχα στο όνομα.

Μετά την Επανάσταση και την αποχώρηση των περισσότερων Φαναριωτών με λίγες εξαιρέσεις, η περιοχή αλλάζει εμφάνιση και κοινωνικό ιστό και μεταμορφώνεται σε μία μικροαστική γειτονιά, παραμένοντας ωστόσο εξ ολοκλήρου Ελληνική, για ακόμη έναν αιώνα, μέχρι δηλαδή να αρχίσουν τα απανωτά χτυπήματα του Τουρκικού κράτους κατά της Ομογένειας από τη δεκαετία του '20 και έπειτα. Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου με την αυγή της Βιομηχανικής Επανάστασης οι Οθωμανικές αρχές αποφασίζουν να καταστήσουν τον Κεράτιο και τις γύρω περιοχές την καρδιά της εκβιομηχάνισης της πρωτεύουσας. Πολλά παραθαλάσσια μέγαρα του Φαναριού γκρεμίστηκαν δίνοντας τη θέση τους σε εργαστήρια, ενώ βιοτεχνίες και αποθήκες αντικατέστησαν τους όμορφους κήπους. Παράλληλα ο Κεράτιος γεμίζει με δύσωσμα απόβλητα. Όλα αυτά επιταχύνουν τη κοινωνική υποβάθμιση της περιοχής. Το 1926 κατά τα έργα διαπλάτυνσης μιας σημαντικής οδικής αρτηρίας κατεδαφίστηκαν πολλά αρχοντικά.

Φανάρι

Πάντως, ακόμη και μετά τον ξεπεσμό της περιοχής και μετέπειτα τη Μικρασιατική Καταστροφή ο Ελληνισμός του Φαναριού επιβίωσε από την ολοένα και αυξανόμενη εχθρικότητα του Τουρκικού Κράτους μέχρι και τα Σεπτεμβριανά και τις απελάσεις του 1964. Οι περισσότεροι Έλληνες σε μια περίοδο 10 ετών αποχώρησαν από τη Κωνσταντινούπολη, με αποτέλεσμα αμιγώς Ελληνικές συνοικίες όπως το Φανάρι να ερημωθούν σχεδόν εξ ολοκλήρου, παραμένοντας σε μεγάλο βαθμό έτσι μέχρι και σήμερα. Το Φανάρι έχει εποικιστεί έκτοτε από επαρχιώτες Τούρκους πολύ χαμηλού εισοδηματικού επιπέδου καθώς και πολλούς Κούρδους, οι οποίοι περικυκλωμένοι από τον Μεγαλοαστικό και Ελληνικό χαρακτήρα της περιοχής όπου κατοικούν ομολογούν πολλές φορές ότι αισθάνονται αποξενωμένοι.

Τη δεκαετία του 1980 ο τότε δήμαρχος Μπεντρετίν Νταλάν υποσχέθηκε να καθαρίσει τα νερά του Κερατίου αλλά και να εξαφανίσει τα πλέον εγκαταλελειμμένα βιομηχανικά κτίσματα από τη περιοχή και αποφάσισε να μετατρέψει τη νότια ακτή του Κερατίου σε παραθαλάσσιο πάρκο. Ωστόσο στις μαζικές κατεδαφίσεις που ακολούθησαν δεν εξαφανίστηκαν μόνο βιομηχανικά κτίσματα αλλά και αρκετά από τα αρχοντικά που είχαν επιβιώσει μέχρι τότε. Πάντως στις απέναντι όχθες του Κερατίου πολλά βιομηχανικά κτίσματα διασώζονται και έχουν αναπαλαιωθεί και αφιερωθεί σε εκπαιδευτικούς και πολιτιστικούς σκοπούς.

Αξιοθέατα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πατριαρχικός Ναός Αγίου Γεωργίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρόσοψη του ναού

Ο Πατριαρχικός Ναός του Αγίου Γεωργίου είναι ο κύριος Ελληνoρθόδοξος καθεδρικός ναός ακόμα σε χρήση στην Κωνσταντινούπολη. Από το 1601 είναι η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, του ανώτερου Πατριαρχείου της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας που αναγνωρίζεται και ως πνευματική κεφαλή ολόκληρης της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο ναός είναι αφιερωμένος στον Άγιο Γεώργιο, μάρτυρα του Χριστιανισμού, και είναι το κέντρο πολλών σημαντικών λατρευτικών ακολουθιών. Τα πιο πολύτιμα αντικείμενά του, που σώθηκαν από κάθε διαδοχική πυρκαγιά, είναι ο πατριαρχικός θρόνος, ο οποίος πιστεύεται ότι χρονολογείται από τον 5ο αιώνα, ορισμένες σπάνιες ψηφιδωτές εικόνες και λείψανα των Αγίων Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Μερικά από τα οστά αυτών των δύο αγίων, τα οποία λεηλατήθηκαν από την Κωνσταντινούπολη κατά την Δ΄ Σταυροφορία το 1204, επεστράφησαν στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β΄ το 2004. Πίσω από την εκκλησία βρίσκονται τα γραφεία του Πατριαρχείου και της Πατριαρχικής Βιβλιοθήκης.

Μεγάλη του Γένους Σχολή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Σχολή

Η Μεγάλη του Γένους Σχολή είναι το αρχαιότερο σε λειτουργία εκπαιδευτικό ίδρυμα του Ελληνισμού. Επανιδρύθηκε μετά την Άλωση Κωνσταντινουπόλεως -ως συνέχεια της Οικουμενικής Πατριαρχικής Σχολής που ιδρύθηκε τον 4ο αιώνα από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο- από τον Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο. Το σύγχρονο επιβλητικό κτήριο της σχολής εγκαινιάστηκε το 1882 και αποκαλείται συχνά και Κόκκινο Κάστρο λόγω της εξωτερικής του εμφάνισης και του χρώματος. Από το 1454 λειτουργεί σχεδόν αδιαλείπτως, παρέχοντας υψηλού επιπέδου μόρφωση στους Έλληνες και όχι μόνο μαθητές της. Μεταξύ των αποφοίτων της περιλαμβάνονται οι γόνοι των διαπρεπών Φαναριώτικων οικογενειών, πλήθος πατριαρχών και Ορθοδόξων Ιεραρχών, υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της Υψηλής Πύλης (ακόμη και Τούρκοι) μέχρι και πολιτικοί του Νέου Ελληνικού κράτους. Σήμερα λειτουργεί ως σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και έχει 53 εγγεγραμένους φοιτητές.

Παναγία η Μουχλιώτισσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ναός της Παναγιάς Μουχλιώτισσας

Η Παναγιά η Μουχλιώτισσα ή των Μογγόλων είναι Ορθόδοξη χριστιανική εκκλησία στην Κωνσταντινούπολη, που ανήκει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Τον ναό τον ανίδρυσε η Μαρία Παλαιολογίνα, θυγατέρα νόθη του Μιχαήλ Παλαιολόγου στα τέλη του δεκάτου τρίτου αιώνα, η οποία και δώρισε όλη την περιουσία της σε αυτόν. Μετά την Άλωση η εκκλησία αυτή δωρίθηκε στον Χριστόδουλο, αρχιτέκτονα του τεμένους του κατακτητή στα ερείπια του ναού των Αγίων Αποστόλων. Ο Χριστόδουλος μάλλον έλαβε ως ανταμοιβή όλη την περιοχή. Ο ναός βρίσκεται κτισμένος πάνω από το μετόχι του Αγίου Τάφου στην ομώνυμη συνοικία.

Ναός του Αγίου Στεφάνου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο "Σιδερένιος" ναός του Αγίου Στεφάνου

Ο Ναός του Αγίου Στεφάνου είναι ένας Βουλγαρικός Ορθόδοξος ναός που βρίσκεται στο Φανάρι. Αποκαλείται συχνά η "σιδηρά εκκλησία" λόγω των μεγάλων ποσοτήτων χυτοσιδήρου που χρησιμοποιήθηκαν στη κατασκευή της. Μέχρι τον 19ο αιώνα οι Βούλγαροι προσεύχονταν σε Ελληνορθόδοξες εκκλησίες, αλλά μετά την αφύπνηση του Βουλγαρικού Εθνικισμού και την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας οι Βούλγαροι προσεύχονται σε ξεχωριστούς ναούς. Η συγκεκριμένη εκκλησία ακολουθεί νεογοτθικό και νεομπαρόκ στυλ και εγκαινιάστηκε το 1898. Ανακαινίστηκε μεταξύ των ετών 2011-2018 με Βουλγαρο-Τουρκική συνεργασία. Ανήκει στη Βουλγαρική κοινότητα της Πόλης.

Γέφυρα Ουνκαπανί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Γέφυρα Ουνκαπανί
Η γέφυρα Ουνκαπανί

Η γέφυρα Ουνκαπανί ή Ατατούρκ κατασκευάστηκε το 1940 και είναι η τέταρτη διαδοχική γέφυρα που έχει υπάρξει σε αυτό το σημείο. Έχει μήκος 477 μέτρα και πλάτος 25 μέτρα. Ενώνει το Φανάρι με το Πέραν.

Γκαλερί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Διαδρομές στο Φανάρι, τον Μπαλατά και τις Βλαχέρνες - Αλέξανδρος Μασσαβέτας

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]