Φίννοι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Φίννοι είναι η ονομασία μιας οικογένειας λαών της Ευρώπης, η οποία απαρτίζεται από έθνη που ομιλούν ως μητρική κάποια από τις φιννικές γλώσσες (κλάδος των ουραλικών). Μέχρι και τα μεσαιωνικά χρόνια ζούσαν διάσπαρτοι σε μία μεγάλη περιοχή της ΒΑ Ευρώπης, από την ανατολική Σκανδιναβία μέχρι τα Ουράλια όρη. Σήμερα όμως είναι συγκεντρωμένοι στα δύο γεωγραφικά άκρα αυτής της περιοχής, την ανατολική Βαλτική και το μέσο Βόλγα, μιλώντας αντίστοιχα κάποια από τις βαλτοφιννικές και βολγαφιννικές γλώσσες.

Οι κύριοι εκπρόσωποι της πρώτης κατηγορίας είναι οι Φινλανδοί (συχνά αναφέρονται και σκέτα ως Φίννοι, αφού Φινλανδία σημαίνει χώρα των Φίννων), οι Εσθονοί και οι Καρέλιοι (οι τελευταίοι κατοικούν λίγο βορειότερα). Οι Εσθονοί περιλαμβάνουν και τους Λιβονούς, μια μεγάλη φυλή που ενσωμάτωσαν σταδιακά το 18ο - 19ο αιώνα. Άλλα μικρότερα φύλα της ιστορικής Ίνγκριας έχουν πια χάσει την ταυτότητά τους, αφομοιωθέντα από τους Ρώσους - στην καλύτερη περίπτωση επιβιώνει η γλώσσα τους σε λίγες δεκάδες γηραιών ομιλητών.

Η δεύτερη κατηγορία αποτελείται αποκλειστικά από δύο μικρούς (δεν ξεπερνούν αθροιστικά σε πληθυσμό το ενάμιση εκατομμύριο) λαούς, τους Μορδβίνους και τους Μαρί, που είναι κυρίαρχα έθνη σε δύο Ρωσικές Δημοκρατίες, στη Μορδοβία και τη Μαρίι Ελ αντίστοιχα. Μικρότερες φυλές της περιοχής που ομιλούν επίσης βολγαφιννικές διαλέκτους (Μόξα, Έρζια), θεωρούνται εσωτερικές υποδιαιρέσεις των Μορδβίνων.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κοιτίδα των Φίννων θεωρείται η περιοχή των Ουραλίων. Κάποια στιγμή στα προϊστορικά χρόνια ένα τμήμα τους μετανάστευσε προς τα δυτικά και έφθασε στη Βαλτική γύρω στο 3000 π.Χ. Διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν πως αυτό το κομμάτι ανέπτυξε από νωρίς εμπορικές - πολιτισμικές επαφές με τις γειτονικές γερμανικές και βαλτικές φυλές, καθώς και αργότερα (μετά το 500 π.Χ.) με τους Κέλτες της Κεντρικής Ευρώπης και τους Ρωμαίους. Στη γραμματεία των τελευταίων συναντώνται οι πρώτες γραπτές αναφορές (Τάκιτος, ως «Fenni», και αργότερα Κλαύδιος Πτολεμαίος), δεν είναι όμως σίγουρο ότι με την ονομασία περιγράφονται οι σωστοί λαοί και όχι οι Bάλτες γείτονές τους!

Η πρώτη βέβαιη γραπτή αναφορά, δηλ. όχι μόνο εμφάνιση του ονόματος αλλά και εξακριβωμένη χρήση του για τους φιννικούς λαούς, τοποθετείται στα τέλη της πρώτης χιλιετίας μ.Χ. με το αγγλοσαξονικό έπος «Μπέογουλφ». Επίσης κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα γίνονται συχνές αναφορές από τις σάγκες των Βίκινγκς σε «Φιν», «Έεστι» (Εσθονοί) και «Κιριάλι» (Καρέλιοι).

Στο Πρώτο Χρονικό του Ρως Νέστορα (12ος αι.) παρατίθεται ένας πλήρης κατάλογος των φιννικών φυλών, μεταξύ των οποίων για πρώτη φορά και η ονομασία «Σουόμι» (Χώρα των ελών, το πραγματικό εθνώνυμο των Φινλανδών). Οι περισσότερες φυλές που απαριθμούνται στο Πρώτο Χρονικό είναι σήμερα εξαφανισμένες - κάποιες μάλιστα εξαφανίσθηκαν ή αφομοιώθηκαν από τους ίδιους τους Ρως, την περίοδο που εγκαθίδρυαν την κυριαρχία τους στην ανατολική Ευρώπη.

Η είσοδος στη Σύγχρονη Εποχή (15ος - 16ος αι.) βρήκε τους φιννικούς λαούς εκχριστιανισμένους (συχνά με τη βία), διαφοροποιημένους και με σαφώς σχηματισμένες τις γεωγραφικές - πολιτισμικές επικράτειές τους, στις περιοχές που τους συναντούμε μέχρι σήμερα: Φινλανδοί, Εσθονοί και Λιβονοί στη Βαλτική, Καρέλιοι στα βόρεια της λίμνης Λάντογκα, Μορδβίνοι και Μαρί στο Βόλγα. Έκτοτε καθένα από τα παραπάνω έθνη ακολούθησε χωριστή πορεία - τα δυτικά βρίσκονταν για αιώνες στο επίκεντρο του ανταγωνισμού ανάμεσα σε Τεύτονες, Σουηδούς και Ρώσους, και ανεξαρτητοποιήθηκαν μόλις τον 20ό αιώνα (εκτός από τους Καρελίους), ενώ τα ανατολικά γνώρισαν προσωρινά τη μογγολική κατοχή μέχρι που προσαρτήθηκαν στη Ρωσία την εποχή του Ιβάν του Τρομερού.