Υψηλή τέχνη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η υψηλή τέχνη, προϊόν της αποκαλούμενης ποιοτικής κουλτούρας, είναι εκείνη που -σύμφωνα με τους απολογητές της- στοχεύει στις υψηλότερες αξίες της πολιτισμικής ιεραρχίας του εκάστοτε κοινωνικού πλαισίου προς το οποίο απευθύνεται. Η υψηλή τέχνη είναι ένας όρος ο οποίος επινοήθηκε τον 17ο αιώνα από τους υποστηρικτές του κλασικισμού, αλλά απέκτησε το ιδεολογικό του ένδυμα στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου. Η καθιέρωση του όρου έχει τις ρίζες του εν μέρει στην καθιέρωση του επαγγελματισμού, όσο και στην ιδρυματοποίηση της καλλιτεχνικής πρακτικής σε διάφορες ακαδημίες. Ουσιαστικά συνδέεται με τη νοησιαρχία της κοινωνικής ελίτ της εκάστοτε εποχής. Αν και η μεταμόρφωση του όρου –προκειμένου να απορροφήσει νέες τάσεις- είναι διαρκής και δυναμική, ωστόσο ο όρος είναι απολυταρχικός ως προς το γεγονός ότι θέτει ή προσπαθεί να θέσει παγκόσμιους κανόνες για μια αντικειμενική θεώρηση της τέχνης.

18ος αιώνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στον 18ο αιώνα, παρατηρείται σύγκρουση της αστικής τάξης με την αυλική αριστοκρατία και τη χαρακτηριστική μορφή τέχνης που την εκφράζει, δηλαδή το ροκοκό. Το ιδεώδες της τέχνης διαμορφώνεται βάσει υψηλής θεματολογίας που αντλείται από τη φύση, τη μυθολογία, τη θρησκεία, την αρχαία και νεότερη ιστορία και άλλες μορφές τέχνης όπως π.χ. η λογοτεχνία. Η μετάβαση στην νέα τεχνοτροπία ή νεοκλασικισμό δεν είναι τίποτα άλλο από επανάληψη των κλασικών προτύπων που διαμόρφωναν το ιδεώδες της τέχνης έως εκείνη την εποχή εξιδανικευμένα, όμως, έτσι ώστε να αποδίδουν το κλασικό ιδεώδες της δημοκρατίας, του ορθού λόγου και του πατριωτισμού.

19ος αιώνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όσον αφορά τώρα στον 19ο αιώνα τα κυρίαρχα ρεύματα του υψηλού εθνικού κανόνα διαμόρφωσαν το ιδεώδες μέσα στα όρια των ιδεολογικών απαιτήσεων του εθνικισμού και τις επιδιώξεις της αστικής τάξης να γίνει ο κύριος εκφραστής της πολιτισμικής ταυτότητας ενός έθνους. Το ιδεώδες της αφοσίωσης του νεοκλασικισμού στα αρχαία πρότυπα αντικρούεται μέσω της πανευρωπαϊκής διάδοσης του ρομαντισμού, δίνοντας έμφαση στην προσωπική καλλιτεχνική έκφραση και φαντασία.

Τούτη η απελευθέρωση από τα στερεότυπα που επέβαλε ο νεοκλασικισμός είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση αρκετών νέων ρευμάτων και τάσεων που εκφράστηκαν σε όλες τις τέχνες μέσα από τα αλληλοδιάδοχα ρεύματα του νατουραλισμού, του ρεαλισμού και του ιμπρεσιονισμού, αποκλίνοντας σαφώς από τους «κανόνες» της υψηλής τέχνης. Παρόλη την καταρχήν περιθωριοποίησή τους, οι καλλιτέχνες διεκδίκησαν για τον εαυτό τους και την τέχνη τους το ιδεώδες της «υψηλής» τέχνης, διακρίνοντας το έργο τους από τη μαζική κουλτούρα.

Η κριτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο σοβαρότερος αντίλογος στις θεωρήσεις και τον σχετικά απολυταρχικό χαρακτήρα της υψηλής τέχνης είναι οι απόψεις του J. G. Herder κατά τον 18ο αιώνα, ο οποίος ανέδειξε τη γερμανική λαϊκή παράδοση, θέτοντας παράλληλα τα θεμέλια, μέσω του ρομαντικού κινήματος, για την ευρύτερη ανάδειξη της λαϊκής δημιουργίας. Η λαϊκή κουλτούρα όσο και η δημιουργία έγινε το θεμέλιο της εθνικής πολιτισμικής παράδοσης και του εθνικού φολκλόρ, αποκλείοντας το «ξένο» κατά τον 19ο αιώνα. Στην εξέλιξή του ο ρομαντισμός διαμόρφωσε επί της ουσίας ένα ευρύτερο περίβλημα μέσα στο οποίο αγκάλιασε τη ευρωπαϊκή λαϊκή παράδοση, από την οποία με τη σειρά του, όπως όπως και ο νεοκλασικισμός πριν από αυτόν απέκλεισε το «ξένο» μη ευρωπαϊκό, ορίζοντας με ευρωκεντρικό τρόπο την αξία και τις προσδοκίες της υψηλής τέχνης.

Φαίνεται πως η διάκριση ανάμεσα σε υψηλή και μαζική τέχνη είναι ουσιαστικά αξιολογική. Τα έργα τέχνης αξιολογούνται και ιεραρχούνται σύμφωνα με την κοινωνική θέση εκείνων που τα χρησιμοποιούν, διαμορφώνοντας παράλληλα μια καλλιτεχνική παράδοση, βάσει του κανόνα του Arnold. Τούτη η ιεράρχηση επί της ουσίας ακολουθεί ή είναι αντανάκλαση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης που επιβάλλεται βάσει κοινωνικών κριτηρίων, από τα οποία σαφώς αποκλείεται το γυναικείο φύλο. Οι λιγοστές εξαιρέσεις γυναικών καλλιτεχνών, όπως η Καμίλ Κλοντέλ ή αργότερα η Φρίντα Κάλο απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα της περιθωριοποίησης και απομάκρυνσης της γυναίκας από καλλιτεχνικά δρώμενα που σχετίζονται με το ιδεώδες της υψηλής τέχνης.

Την απάντηση στην υψηλή τέχνη διεκδίκησε η αποκαλούμενη μεταμοντέρνα τέχνη

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Βούρτσης Ι., κ.α., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, Τόμ. Α΄, Ε.Α.Π, (Πάτρα 1999)
  • Hauser, Arnold , Κοινωνική Ιστορία της Τέχνης, Τόμ. 3, Ροκοκό, Κλασσικισμός, Ρομαντισμός, Κάλβος, (Αθήνα 1976).