Τόμας Μπίτσαμ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σερ και Σεβασμιώτατος
Τόμας Μπίτσαμ
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση29  Απριλίου 1879[1][2][3]
Σαιντ Έλεν, Μερσεϊσάιντ
Θάνατος8  Μαρτίου 1961[1][4][2]
Λονδίνο[5]
Αιτία θανάτουαρτηριακή θρόμβωση
Χώρα πολιτογράφησηςΗνωμένο Βασίλειο
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΑγγλικά[6][7]
ΣπουδέςΚολλέγιο Γουόνταμ
Rossall School
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταδιευθυντής ορχήστρας
Περίοδος ακμής1899 - 1961
Οικογένεια
ΣύζυγοςUtica Welles (από 1903)[8]
Betty Humby Beecham (από 1943)[8][9]
Shirley Jean Hudson (από 1959)[8]
ΤέκναSir Adrian Welles Beecham, 3rd Baronet[10]
Thomas Welles Beecham[10]
ΓονείςΤζόζεφ Μπίτσαμ[10] και Josephine Burnett[10]
Αξιώματα και βραβεύσεις
Βραβεύσειςχρυσό μετάλλιο της Βασιλικής Φιλαρμονικής Εταιρείας (1928)
Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής
ταξιάρχης του Τάγματος του Στέμματος της Ιταλίας
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο σερ Τόμας Μπίτσαμ (Thomas Beecham, 29 Απριλίου 18798 Μαρτίου 1961) ήταν Άγγλος μαέστρος και ιμπρεσάριος, περισσότερο γνωστός για την συνεργασία του με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου και τη Βασιλική Φιλαρμονική Ορχήστρα. Συνεργάστηκε επίσης με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λίβερπουλ. Από τις αρχές του 20ου αιώνα έως το θάνατό του, ο Μπίτσαμ είχε σημαντική επιρροή στη μουσική ζωή της Μεγάλης Βρετανίας και, σύμφωνα με το BBC, ήταν ο πρώτος διεθνής μαέστρος της Βρετανίας.

Γεννημένος σε πλούσια οικογένεια βιομηχάνων, ο Μπίτσαμ ξεκίνησε την καριέρα του ως μαέστρος το 1899. Χρησιμοποίησε την πρόσβασή του στην οικογενειακή περιουσία για να χρηματοδοτήσει όπερες από τη δεκαετία του 1910 μέχρι την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με διεθνείς αστέρες, δική του ορχήστρα και ένα ευρύ ρεπερτόριο.

Ίδρυσε τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου και διεύθυνε την πρώτη της εμφάνιση το 1932, ενώ στη συνέχεια περιόδευσε μαζί της στο εξωτερικό[11]. Τη δεκαετία του 1940, εργάστηκε για τρία χρόνια στις Η.Π.Α., όπου διετέλεσε μουσικός διευθυντής της Συμφωνικής Ορχήστρας του Σιάτλ. Μετά την επιστροφή του στη Μεγάλη Βρετανία, ίδρυσε τη Βασιλική Φιλαρμονική Ορχήστρα το 1946, την οποία και διεύθυνε μέχρι το θάνατό του το 1961.

Το ρεπερτόριο του Μπίτσαμ ήταν εκλεκτικό και μερικές φορές ευνοούσε λιγότερο γνωστούς συνθέτες έναντι άλλων διασήμων. Το πρόγραμμά του συχνά περιελάμβανε συνθέτες των οποίων τα έργα είχαν παραμεληθεί στη Μεγάλη Βρετανία πριν γίνει ο υπέρμαχός τους, όπως π.χ. του Εκτόρ Μπερλιόζ. Άλλοι συνθέτες με των οποίων τη μουσική συνδέθηκε συχνά είναι οι Φραντς Γιόζεφ Χάυντν, Φραντς Σούμπερτ και Γιαν Σιμπέλιους, ενώ ο συνθέτης που σεβόταν περισσότερο απ' όλους ήταν ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

exterior of nineteenth century industrial building
Το εργοστάσιο Μπίτσαμ στην Αγία Ελένη

Ο Τόμας Μπίτσαμ γεννήθηκε στην Αγία Ελένη του Λάνκαστερ, σε ένα σπίτι που γειτνίαζε με το εργοστάσιο καθαρτικών χαπιών Beecham's Pill, που ίδρυσε ο συνονόματος παππούς του[12]. Σπούδασε σύνθεση κατ' ιδίαν με τον Φρέντερικ Όστιν στο Λίβερπουλ, τον Τσαρλς Γουντ στο Λονδίνο και τον Μόριτς Μοσκόφσκι στο Παρίσι. Ως διευθυντής ορχήστρας ήταν αυτοδίδακτος.

Την πρώτη του δημόσια εμφάνιση ως μαέστρος την πραγματοποίησε στην Αγία Ελένη τον Οκτώβριο του 1899 με ένα σύνολο αποτελούμενο από τοπικούς μουσικούς αλλά και μουσικούς από άλλες ορχήστρες.

Το 1906 ο Μπίτσαμ κλήθηκε να διευθύνει τη Νέα Συμφωνική Ορχήστρα, ένα πρόσφατα διαμορφωμένο σύνολο 46 μουσικών, για μία σειρά συναυλιών στο Λονδίνο[13]. Σε όλη την καριέρα του, ο Μπίτσαμ επέλεγε συχνά έργα ανάλογα με τις δικές του προτιμήσεις και όχι με του κοινού. Στις πρώτες του συζητήσεις με τη νέα του ορχήστρα, πρότεινε έργα από μία μεγάλη λίστα ελάχιστα γνωστών συνθετών, όπως των Ετιέν Μεΐλ, Νικολά Νταλεράκ και Φερντινάντο Παέρ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Μπίτσαμ ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τη μουσική του Φρέντερικ Ντίλιους, με τον οποίο αμέσως συνδέθηκε με στενή φιλία για το υπόλοιπο της ζωής του[14].

Ως αποτέλεσμα της αποξένωσης από τον πατέρα του, μεταξύ του 1899 και του 1909, η πρόσβαση του Τόμας Μπίτσαμ στην οικογενειακή περιουσία ήταν αυστηρά περιορισμένη. Από το 1907 είχε ένα ετήσιο έσοδο ύψους 700£, που του άφησε κληρονομιά ο παππούς του με τη διαθήκη του, ενώ η μητέρα του επιδότησε μερικές από τις ζημιογόνες συναυλίες του. Με την συμφιλίωση πατέρα και γιου το 1909, ο Μπίτσαμ ήταν πλέον σε θέση να αντλήσει χρήματα από την οικογενειακή περιουσία για να προωθήσει όπερες. Την ίδια χρονιά ίδρυσε την Συμφωνική Ορχήστρα Μπίτσαμ.

Youngish man, with neat imperial beard and moustache, seated, supporting head with left hand
Ο Μπίτσαμ περίπου το 1910

Το 1910, ο Μπίτσαμ είτε διεύθυνε ορχήστρα είτε ήταν υπεύθυνος ως ιμπρεσάριος για 190 παραστάσεις στο Κόβεντ Γκάρντεν και στο Θέατρο της Αυτού Μεγαλειότητος.

Το 1911 και το 1912, η Συμφωνική Ορχήστρα Μπίτσαμ έπαιξε για τα Ρώσικα Μπαλέτα του Σεργκέι Ντιαγκίλεφ τόσο στο Κόβεντ Γκάρντεν όσο και στο Βερολίνο.

Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μπίτσαμ προσπάθησε, συχνά χωρίς αμοιβή, να κρατήσει ζωντανή τη μουσική στο Λονδίνο, το Λίβερπουλ, το Μάντσεστερ και άλλες βρετανικές πόλεις. Διεύθυνε αλλά και στήριξε οικονομικά ορχήστρες με τις οποίες είχε συνδεθεί σε διάφορες χρονικές στιγμές. Το 1915 ίδρυσε την Εταιρία Όπερας Μπίτσαμ, κυρίως με Βρετανούς τραγουδιστές, δίνοντας συναυλίες στο Λονδίνο και σε όλη τη χώρα.

Μετά τον πόλεμο συνέχισε να δίνει παραστάσεις στο Κόβεντ Γκάρντεν. Μετά τη σεζόν του 1920, ο Μπίτσαμ αποσύρθηκε προσωρινά από τη διεύθυνση ορχήστρας για να ασχοληθεί με το οικονομικό πρόβλημα το οποίο περιέγραψε ως "την πιο δύσκολη και δυσάρεστη εμπειρία της ζωής μου"[15].

Ο Τόμας Μπίτσαμ σε πρόβα το 1948

Μετά το θάνατο του πατέρα του και αφού τακτοποίησε όλες τις οικονομικές του εκκρεμότητες, ο Τόμας Μπίτσαμ ίδρυσε το 1932 τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου, αποτελούμενη από 106 μουσικούς, συμπεριλαμβανομένων μερικών νέων μουσικών που μόλις είχαν ολοκληρώσει τις μουσικές σπουδές τους αλλά και πολλών καταξιωμένων μουσικών από επαρχιακές ορχήστρες και 17 ηγετικών μελών[16].

Επιθυμώντας να επικεντρωθεί στη δημιουργία μουσικής και όχι στη διοίκηση, ο Τόμας Μπίτσαμ ανέλαβε στο Κόβεντ Γκάρντεν καλλιτεχνικός διευθυντής.

Την άνοιξη του 1940 άφησε τη Μεγάλη Βρετανία, πηγαίνοντας πρώτα στην Αυστραλία και στη συνέχεια στη Βόρεια Αμερική. Το 1944 επέστρεψε στη Μεγάλη Βρετανία.

Το 1946 ίδρυσε τη Βασιλική Φιλαρμονική Ορχήστρα, μία από τις γνωστότερες ορχήστρες του κόσμου, εξασφαλίζοντας συμφωνία με τη Βασιλική Φιλαρμονική Εταιρία ότι η νέα ορχήστρα θα αντικαθιστούσε τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου σε όλες τις συναυλίες της Εταιρίας.

Το 1950 ο Μπίτσαμ, τον οποίο το BBC αποκάλεσε ως τον "πρώτο διεθνή μαέστρο της Βρετανίας", έκανε με τη Βασιλική Φιλαρμονική Ορχήστρα μία εντατική περιοδεία στις Η.Π.Α., τον Καναδά και τη Νότια Αφρική. Μέχρι το θάνατό του, ο Μπίτσαμ διηύθυνε δεκάδες παραστάσεις, έπαιξε μπροστά στα πιο απαιτητικά κοινά, κέρδισε παγκόσμια φήμη, δόξα, πλούτη, αναγνώριση.

Πέθανε στις 8 Μαρτίου 1961 από θρόμβωση της στεφανιαίας, στο διαμέρισμά του στο Λονδίνο, σε ηλικία 82 ετών.

Προσωπική ζωή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μπίτσαμ νυμφεύθηκε τρεις φορές. Με την πρώτη του σύζυγο απέκτησαν δύο γιους. Ο πρώτος γεννήθηκε το 1904 και ο δεύτερος το 1909. Ο τρίτος γιος γεννήθηκε το Μάρτιο του 1933 εκτός γάμου, κατά το διάστημα που ο Τόμας Μπίτσαμ είχε σχέση με μία σοπράνο.

Ηχογραφήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Τόμας Μπίτσαμ πραγματοποίησε πάρα πολλές ηχογραφήσεις. Ανάμεσα στα έργα που ηχογράφησε είναι και οι Εραστές του Τερουέλ του Μίκη Θεοδωράκη. Επιπλέον, έκανε την ενορχήστρωση της μουσικής του μπαλέτου στην ταινία Τα Κόκκινα Παπούτσια (The Red Shoes, 1948).

Τιμητικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην ταινία Κουαρτέτο (Quartet, 2013), ο οίκος ευγηρίας μουσικών ονομάζεται «Σερ Τόμας Μπίτσαμ»[17].

Αποφθέγματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Όταν τον ρώτησαν αν έχει ακούσει κάποιο έργο του Καρλχάιντς Στοκχάουζεν, αυτός απάντησε: «Όχι, αλλά νομίζω ότι έχω πατήσει τον κάλο κάποιου».
  • Για τους μουσικολόγους είπε: «Πρόκειται για ανθρώπους ικανούς να διαβάσουν τη μουσική αλλά παντελώς ανίκανους να την ακούσουν».


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά, Αγγλικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 27  Απριλίου 2014.
  2. 2,0 2,1 2,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb13891293f. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  3. 3,0 3,1 (Αγγλικά) SNAC. w6dn4d85. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. «Большая советская энциклопедия» (Ρωσικά) Η Μεγάλη Ρωσική Εγκυκλοπαίδεια. Μόσχα. 1969. Ανακτήθηκε στις 27  Σεπτεμβρίου 2015.
  5. «Большая советская энциклопедия» (Ρωσικά) Η Μεγάλη Ρωσική Εγκυκλοπαίδεια. Μόσχα. 1969. Ανακτήθηκε στις 28  Σεπτεμβρίου 2015.
  6. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb13891293f. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  7. CONOR.SI. 44848227.
  8. 8,0 8,1 8,2 p13709.htm#i137083. Ανακτήθηκε στις 7  Αυγούστου 2020.
  9. p13720.htm#i137193. Ανακτήθηκε στις 7  Αυγούστου 2020.
  10. 10,0 10,1 10,2 10,3 10,4 10,5 Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage.
  11. Τέσσερις προσωπικότητες έφυγαν από τη ζωή, Ιστορικό Λεύκωμα 1961, σελ. 141, Καθημερινή (1997)
  12. Charles Reid, Thomas Beecham: An Independent Biography, σελ. 19, Λονδίνο: Victor Gollancz (1961) OCLC 500565141
  13. John Lucas, Thomas Beecham: An Obsession with Music, σελ. 32, Woodbridge: Boydell Press (2008) ISBN 978-1-84383-402-1
  14. Alan Jefferson, Sir Thomas Beecham: A Centenary Tribute, σελ. 32, Λονδίνο: Macdonald and Jane's (1979) ISBN 0-354-04205-X
  15. Thomas Beecham, A Mingled Chime, σελ. 181, Λονδίνο: Hutchinson (1959) OCLC 470511334
  16. Richard Morrison, Orchestra – The LSO: A Century of Triumph and Turbulence, σελ. 79, Λονδίνο: Faber and Faber (2004) ISBN 0-571-21584-X
  17. Κουαρτέτο Φιλμ Νουάρ

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]