Τραγωδία των Κοινών

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η τραγωδία των Κοινών (tragedy of the commons) είναι μια αναλογία για την σύγκρουση των ιδιωτικών συμφερόντων και του κοινού καλού στην διεκδίκηση πόρων. Ο όρος ανήκει στον Γκάρετ Χάρντιν και χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει την ανικανότητα της συλλογικής δράσης στη διαχείριση των κοινών φυσικών πόρων. Ο Χάρντιν χρησιμοποίησε σαν παράδειγμα έναν βοσκότοπο, ο οποίος είναι ανοικτός για εκμετάλλευση από όλους. Η επιδίωξη για όλο και μεγαλύτερο ατομικό κέρδος από τους βοσκούς, τους ωθεί να προσθέτουν όλο και περισσότερα ζώα για βοσκή στο εν λόγω βοσκότοπο, με αποτέλεσμα την σταδιακή υποβάθμιση και τελικά την καταστροφή του. Ο μόνος τρόπος κατά τον Χάρντιν για να αποφευχθεί  η τραγωδία των κοινών, είναι ο κατακερματισμός και η παραχώρηση του κοινού πόρου  σε  ιδιώτες ή η επιβολή  κανόνων από εξωτερική κρατική αρχή.

Στην ουσία δηλαδή ο Χάρντιν χρησιμοποιεί το παράδειγμα της “τραγωδίας των κοινών” για να καταδείξει ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική από την εξωτερική παρέμβαση, ότι το σύστημα αυτό που διαχειρίζεται τον κοινό πόρο πρέπει ή να ελεγχθεί από το κράτος για να ρυθμίσει τη χρήση του πόρου, ή να ιδιωτικοποιηθεί ο πόρος. Στην πραγματικότητα βέβαια, ο περιγραφόμενος πόρος δεν είναι ένα "κοινό" αλλά απλά ένας χώρος ελεύθερης πρόσβασης. Δεν ρυθμίζονται από κάπου οι σχέσεις των βοσκών, ούτε προσπαθούν οι ίδιοι να λύσουν το δικό τους πρόβλημα στην ουσία. Συνεπώς, οι υπέρμαχοι των κοινών, εύγλωττα κάνουν λόγο για την “τραγωδία των μη ρυθμισμένων πόρων” και αντιπαρέρχονται τον όρο “τραγωδία των κοινών”[1].

Επιστημονικοί αναλυτές όπως η Έλινορ Όστρομ και Ντέιβιντ Μπόλιερ αμφισβητούν  την θεωρία του Χάρντιν  θεωρώντας ότι η αυτοδιαχείριση των φυσικών πόρων από μέλη μια κοινότητας είναι όχι μόνο εφικτή, αλλά πολλές φορές αποτελεί τη βέλτιστη λύση. Υποστηρίζουν ότι το σενάριο του Χάρντιν βασίζεται σε ένα φυσικό πόρο (βοσκότοπο) για τον  οποίο δεν υπάρχουν όρια, κανόνες, αλλά  και κυρώσεις για τους παραβάτες.

Η συμβολή του Γκάρετ Χάρντιν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος εφευρέθηκε και διαδόθηκε από τον Γκάρετ Χάρντιν (Garrett Hardin) στο κείμενο του με τίτλο "Η Τραγωδία των Κοινών" που εμφανίστηκε το 1968 στο περιοδικό Science[2]. Το αρχικό άρθρο ασχολούνταν κυρίως με την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, καθώς φοβόταν πως η προσωπική απόφαση να κάνει κανείς παιδιά θα οδηγούσε τελικά στην καταστροφή των παγκόσμιων κοινών και στην εξάντληση όλων των πόρων (όπως υποστήριξε και ο Thomas Robert Malthus). Σύμφωνα με τον Γκάρετ Χάρντιν η μόνη λύση είναι ο απολυταρχικός ρυθμιστικός έλεγχος του πληθυσμού[3].

Ο Χάρντιν εστίασε επίσης και στην χρήση πόρων όπως την Ατμόσφαιρα και τους Ωκεανούς. Με τον όρο αυτό ο Χάρντιν ήθελε να αναδείξει το πρόβλημα της ατομικής συμπεριφοράς απέναντι σε συλλογικά αγαθά. Όταν κάποια αγαθά δεν ανήκουν σε συγκεκριμένα άτομα, αλλά σε όλους (κοινά), τότε η εκμετάλλευσή τους αποφέρει ατομικά πλεονεκτήματα αλλά κοινά μειονεκτήματα. Επειδή τα μειονεκτήματα είναι κοινά, το μεμονωμένο άτομο δεν τα λαμβάνει υπ' όψιν του. Επικεντρώνεται μόνο στα πλεονεκτήματα που αντλεί ως άτομο από την εκμετάλλευση του κοινού αγαθού.

Οι σύγχρονοι μελετητές των Κοινών απέναντι στον Γκάρετ Χάρντιν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Χάρντιν στο κλασικό του πια άρθρο, ισχυρίστηκε ότι η συλλογική ιδιοκτησία νομοτελειακά θα υποβαθμίζεται αφού οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να διαχειριστούν με ικανοποιητικό τρόπο τα Κοινά και ενεργούν μόνο για το βραχυπρόθεσμο κέρδος. Έτσι ο μοναδικός τρόπος επίλυσης των προβλημάτων που σχετίζονται με τους πόρους κοινής ιδιοκτησίας είναι εξωτερικές διοικητικές αρχές που πρέπει να επιβάλλουν λύσεις. Χρειαζόμαστε έναν Λεβιάθαν για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Τόμας Χομπς.[4]

Η Έλινορ Όστρομ (Elinor Ostrom), Αμερικανίδα πολιτειολόγος, αμφισβήτησε τους ισχυρισμούς του Χάρντιν. Πιστεύοντας ότι η ανθρώπινη φύση δεν είναι τόσο ανεπαρκής, παρακολουθεί επιτυχημένα και αποτυχημένα παραδείγματα, μικρού και μεσαίου μεγέθους κοινοτήτων, σε όλο τον κόσμο. Παρατηρώντας πώς οι άνθρωποι σε μια κοινότητα σχετίζονται μεταξύ τους, αντιλαμβάνεται ότι πολλές αποφάσεις δεν έχουν να κάνουν μόνο με το κέρδος και ότι οι άνθρωποι πραγματικά οργανώνονται για να λύσουν προβλήματα. [5] Μετά από αρκετά χρόνια επίπονης έρευνας πεδίου και καινοτόμου θεωρίας, για τη δουλειά της αυτή μάλιστα έλαβε το Νόμπελ Οικονομίας, απέδειξε ότι αρκετές τοπικές κοινωνίες διαχειρίζονται καλύτερα από το κράτος και τις εταιρείες τους κοινούς πόρους. Εκεί όπου τα μέλη της κοινότητας έχουν βρει τρόπους να συνεννοηθούν, να θεσπίσουν κανόνες που ταιριάζουν στην τοπική κοινωνία και να οργανωθούν ώστε να τους προασπίσουν, έχουν υπάρξει επιτυχίες.[6]

Ο Ντέιβιντ Μπόλιερ (David Bollier), Αμερικανός συγγραφέας και ακτιβιστής των Κοινών, επισημαίνει ότι στο σενάριο του βοσκοτόπου που περιγράφει ο Χάρντιν, δεν υπήρχαν σύνορα στο συγκεκριμένο λιβάδι, ούτε κανόνες διαχείρισής του και καμία κοινότητα χρηστών αυτού. Αυτό δεν αποτελεί κοινόχρηστη χρήση. Αντίθετα αυτό είναι ένα ασύδοτο καθεστώς χρήσης ελεύθερο προς όλους. Η κοινή χρήση έχει σύνορα, κανόνες, έλεγχο της χρήσης, τιμωρία των καταπατητών και των τζαμπατζήδων και κοινωνικές θεσμίσεις. Η κοινή χρήση απαιτεί ότι υπάρχει μια κοινότητα η οποία θέλει να διαχειρισθεί και να γίνει ο θεματοφύλακας του συγκεκριμένου πόρου. Αυτή η παρερμηνεία του Χάρντιν είχε ως αποτέλεσμα να θεωρείται τις τελευταίες δυο γενιές η μέθοδος της κοινής χρήσης ως αποτυχημένο παράδειγμα διαχείρισης.[7]

Ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ (David Harvey), Άγγλος καθηγητής ανθρωπολογίας και γεωγραφίας, θεωρεί εσφαλμένη την χρήση του άρθρου του Χάρντιν ως επιχείρημα της ανώτερης αποτελεσματικότητας των δικαιωμάτων ατομικής ιδιοκτησίας όσον αφορά στη χρήση της γης και των πόρων, και ως εκ τούτου ως αδιάψευστη νομιμοποίηση της ιδιωτικοποίησης. Η καρδιά του προβλήματος κατά τον Χάρβεϊ,στο σενάριο του βοσκοτόπου που περιγράφει ο Χάρντιν, είναι η ατομική ιδιοκτησία των βοοειδών και η ιδιοτελής συμπεριφορά μεγιστοποίησης της αποδοτικότητας και όχι ο χαρακτήρας κοινοκτημοσύνης που χαρακτηρίζει τους πόρους.[3] Επίσης θεωρεί ότι υπάρχει ένα πρόβλημα κλίμακας στο σενάριο του Χάρντιν, καθώς χρησιμοποιεί ένα μικρής κλίμακας παράδειγμα ιδιωτικού κεφαλαίου, που λειτουργεί σε ένα μικρό κοινόχρηστο βοσκοτόπι προκειμένου να αναλύσει ένα παγκόσμιο πρόβλημα.[8]

Ο Μάσσιμο Ντε Αντζέλις (Massimo De Angelis)[9] αναφέρει ότι το επιχείρημα της "τραγωδίας των κοινών" αποτελεί τη βάση της επιχειρηματολογίας των οικονομολόγων ώστε να δικαιολογήσουν τις περιφράξεις. Υποστηρίζει ότι η υπόθεση Χάρντιν πρέπει να απορριφθεί καθώς δεν υπάρχουν κοινά χωρίς την δραστηριότητα που τα (ανα)παράγει, δεν υπάρχουν κοινά χωρίς κοινότητες παραγωγών,χωρίς συγκεκριμένες ροές και σχέσεις. Σημειώνει δε, ότι αυτό που κρύβεται πίσω από την "τραγωδία των κοινών" είναι στην πραγματικότητα η καταστροφή των κοινωνικών σχέσεων που συγκροτούν τα κοινά, μια καταστροφή που επιφέρουν τα διάφορα προγράμματα δομικής προσαρμογής, είτε επιβάλλονται δια της βίας είτε όχι.

Από το βοσκοτόπι στο τσελιγκάτο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα κοινά αποτελούν μια ειδική κατηγορία πόρων που λόγω ανταγωνιστικότητας στη χρήση και αδυναμίας αποκλεισμού γίνονται αντικείμενο υπερεκμετάλλευσης και οδηγούνται σταδιακά στην υποβάθμιση και την καταστροφή.Όποιος ακούσει τους περισσότερους οικονομολόγους να μιλάνε για τα κοινόχρηστα αγαθά, αναφέρονται σαν αν είναι τραγωδία. Το κλασικό παράδειγμα που επικαλούνται είναι: Εάν υπάρχει ένα κοινό βοσκοτόπι στο οποίο αρκετοί βοσκοί μπορούν να βοσκούν το κοπάδι τους, κανένα τους δεν θα έχει ένα λογικό κίνητρο λελογισμένης ανάπτυξης – με αποτέλεσμα να βάζουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κοπάδι με στόχο το προσωπικό τους κέρδος. Συμπέρασμα ότι το βοσκοτόπι θα εξαντληθεί και θα καταστραφεί: μία «τραγωδία».[10] Τα υλικά Κοινά δεν υπάρχουν σε αφθονία και η κατάχρηση τους οδηγεί στην «τραγωδία των Κοινών», δημιουργώντας την αναγκαιότητα για περιορισμό και έλεγχο της χρήσης τους[11].

Ωστόσο αυτό δεν συνέβαινε παλαιότερα,όπου άτυποι θεσμοί διακυβέρνησης,τα γνωστά τσελιγκάτα, διασφάλιζαν την βέλτιστη χρήση και διαχείριση των βοσκοτόπων,με αποτέλεσμα τη διατήρηση και τη μακροβιότητα τους.Τα τσελιγκάτα οργανώνονταν σε μια συλλογική βάση αυτοδιαχείρισης από ομάδες κτηνοτρόφων, που θεσπίζοντας κατάλληλους κανόνες χρήσης και διαμορφώνοντας ένα πλαίσιο ελέγχου και επιβολής των κανόνων αυτών,κατάφεραν να διασφαλίσουν τη αειφόρο προστασία του πόρου.[12] Στη βάση των κοινών βρίσκεται η προσωπική εμπειρία και η ταυτότητα. Οι υποστηρικτές των κοινών αγαπούν και χρειάζονται τους πόρους τους, ή τουλάχιστον εξαρτιούνται από αυτούς – γι’ αυτό έχουν σημαντικά κίνητρα να δράσουν ως συνεπείς φροντιστές και υπερασπιστές αυτών. Έχουν συναισθηματικούς και υποκειμενικούς δεσμούς με αυτούς του «πόρους» που φροντίζουν και χρησιμοποιούν μαζί με τους υπόλοιπους συντρόφους τους. Αναπτύσσουν σχέσεις και τυπικά και έθιμα τα οποία αποτελούν μέρος αυτής της κουλτούρας.[10]

Τραγωδία των Κοινών – Υπόγειοι Υδατικοί Πόροι

Η μερίδα του λέοντος με ποσοστό 25% περίπου στην κατανάλωση των υδατικών πόρων ανήκει στην περιφέρεια της Θεσσαλίας όπου καταναλώνεται το 21,7 % του συνόλου των υδατικών πόρων της χώρας για την ικανοποίηση των αναγκών του Θεσσαλικού κάμπου. Η επικρατέστερη καλλιέργεια του Θεσσαλικού κάμπου είναι η βαμβακοκαλλιέργεια ακολουθούμενη από την καλλιέργεια καλαμποκιού και διαφόρων κτηνοτροφικών φυτών (π.χ. μηδική) όλες όμως ιδιαίτερα απαιτητικές σε νερό.

           Η επέκταση των αρδευόμενων εκτάσεων στη Θεσσαλική πεδιάδα ξεκίνησε στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1950 με την ολοκλήρωση των πρώτων αντιπλημμυρικών έργων προστασίας της καλλιεργήσιμης γης. Ακολούθησαν τα διάφορα αποστραγγιστικά έργα, με κυριότερο αυτό της αποστράγγισης της λίμνης Κάρλας (με έναρξη το 1962) κατά το οποίο αποδόθηκαν, μόνο από αυτό το έργο, 80.000 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης στους αγρότες της Θεσσαλίας. Παρά τις περιορισμένες διαθέσιμες ποσότητες νερού η αρδευόμενη γεωργική έκταση αυξήθηκε κατά 229% σε σχέση με το 1962 και 46 % σε σχέση με το 1980. Σήμερα καλλιεργούνται πέντε περίπου εκατομμύρια στρέμματα από τα οποία αρδεύονται τα 2.525.000 στρέμματα (το 18,7 % του συνόλου της αρδευόμενης γης της χώρας). Από την παραπάνω έκταση 749 χιλιάδες στρέμματα αρδεύονται από επιφανειακά ύδατα ενώ τα 1.776 χιλιάδες στρέμματα αρδεύονται από τα υπόγεια ύδατα του Θεσσαλικού κάμπου (Γκούμας, 2006).

           Για την ικανοποίηση των όλο και αυξανόμενων αναγκών σε αρδευτικού υδατικούς πόρους και αφού εξαντλήθηκαν οι δυνατότητες των επιφανειακών υδάτων ξεκίνησε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα λειτουργίας γεωτρήσεων. Οι περισσότερες νόμιμες γεωτρήσεις ανορύχθηκαν στα πλαίσια διαφόρων προγραμμάτων, όπως το Πρόγραμμα Ανάπτυξης Υπόγειων Υδάτων Θεσσαλίας (ΠΑΥΥΘ) το οποίο χρηματοδοτήθηκε από την Διεθνή Τράπεζα Επενδύσεων τα έτη 1972 – 1986 και τους τοπικούς Οργανισμούς Εγγείων Βελτιώσεων (ΤΟΕΒ) προκειμένου να βελτιωθεί το υδατικό ισοζύγιο και να εξισορροπηθούν οι ανάγκες άρδευσης του Θεσσαλικού κάμπου. Έτσι λειτούργησαν 30.000 περίπου γεωτρήσεις ενώ σε άλλες 24.000 περίπου υπολογίζεται ο αριθμός των παράνομων γεωτρήσεων (Γκούμας, 2006). Μέχρι το έτος 1985 η λειτουργία των γεωτρήσεων, ιδιωτικών και συλλογικών υπήρξε αρμονική κατά την έννοια ότι δεν προέκυπτε έλλειμμα στο υδατικό δυναμικό της περιφέρειας και δεν παρουσιάστηκαν προβλήματα έλλειψης υδάτων ακόμα και στα έτη με έντονη ξηρασία. Στα επόμενα έτη και όσο οι ανάγκες για νερό άρδευσης αυξάνονταν σημαντικά η ζήτηση προσανατολίστηκε κυρίως στα υπόγεια ύδατα, λαμβάνοντας υπόψη ότι λόγω εξάντλησης των επιφανειακών υδάτων της περιφέρειας δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική λύση (Ευαγγελόπουλος, 2005).

           Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι οι αρδευόμενες εκτάσεις του Θεσσαλικού κάμπου είναι περισσότερες από αυτές που θα μπορούσε να ικανοποίηση το υπάρχον ανανεώσιμο αποθεματικό των υπόγειων υδάτων. Ως συνεπακόλουθο αντλούνται όλο και μεγαλύτερες ποσότητες υπόγειων υδάτων από αυτές που η φύση μπορεί να αποκαταστήσει και μειώνεται συνεχώς η στάθμη του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα. Όπως προκύπτει από την παρακολούθηση της στάθμης των υπόγειων υδάτων σε περίπου 250 γεωτρήσεις και πιεζόμετρα, τα τελευταία 25 χρόνια, στο σύνολο σχεδόν των υπόγειων υδροφορέων της Θεσσαλίας οι ποσότητες που αντλούνται είναι πολύ μεγαλύτερες από εκείνες που μπορούν να ανανεωθούν. Σύμφωνα με στοιχεία μελετών, το σύνολο της ποσότητας του νερού που αντλήθηκε κατά την εικοσαετία 1974-1994 εκτιμάται σε 1000 εκατ. κ.μ., εκ των οποίων τα 800 αφορούν μόνο την δεκαετία 1984— 1994 (Γκούμας, 2006).

Η Όστρομ μιλάει για αφρικανούς και σουηδούς χωρικούς σε βουνίσιες κοινότητες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

" Η δουλειά του Robert Netting[13], ενός ανθρωπολόγου που μελέτησε βουνίσιες κοινότητες για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Σουηδούς χωρικούς και μετά στην Αφρική επίσης. Ήταν ιδιαίτερα ενοχλημένος που αποκαλούσαν τους Αφρικανούς πρωτόγονους επειδή πολύ συχνά είχαν κοινή ιδιοκτησία και δεν καταλάβαιναν τα οφέλη της ατομικής ιδιοκτησίας. Ο υπαινιγμός ήταν πως πρέπει να τους επιβάλουμε κανόνες ατομικής ιδιοκτησίας. Ο Netting είπε: «Είναι οι Σουηδοί χωρικοί ηλίθιοι; Κι αυτοί ζουν με κοινή ιδιοκτησία».

Ας το σκεφτούμε αυτό για λίγο. Στις κοιλάδες χρησιμοποιούν ατομική ιδιοκτησία, ενώ στις ορεινές περιοχές κοινοκτημοσύνη. Οπότε οι ίδιοι άνθρωποι γνωρίζουν και περί ατομικής και περί κοινής ιδιοκτησίας, αλλά επιλέγουν την κοινοκτημοσύνη στις ορεινές περιοχές. Γιατί; Λοιπόν, οι ορεινές περιοχές είναι αυτό που ο Netting αποκαλεί «spotty» (ασύμμετρες). Η βροχόπτωση είναι υψηλή σε ένα σημείο και το χιόνι πλούσιο. Αλλά γύρω από αυτό το μέρος η περιοχή έχει ξηρασία. Αν βάλεις φράκτες δημιουργώντας χώρο ατομικής ιδιοκτησίας, τότε οι Σμίθ θα ‘χουν πολύ χορτάρι τη μια χρονιά –δεν θα μπορούν καν να το χρησιμοποιήσουν όλο- και οι Μπράουν δε θα ‘χουν καθόλου. Έτσι, το επιχείρημα του Netting ήταν ότι έχει νόημα ένα ανοιχτό βοσκοτόπι αντί για ένα κλειστό. Κατόπιν, σου δίνει μια πολύ καλή ιδέα περί της μεγάλης ποικιλίας των συγκεκριμένων κανόνων που οι άνθρωποι εκεί έχουν θεσμίσει για να διαχειριστούν την κοινή γη".[14] Πρέπει να σεβαστούμε την ανθρώπινη εμπειρία και τους συστηματικούς και έξυπνους τρόπους που έχουν χρησιμοποιήσει άλλες ομάδες για την επίλυση ανθρώπινων προβλημάτων .. Άλλοι τρόποι για να γίνονται τα πράγματα μπορεί να φαίνονται περίεργοι και εξωτικοί σε μας, αλλά έχουν νόημα. "

Αναφορά της Όστρομ σε διαχείριση Π.Κ.Δ. στην Ιαπωνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Όστρομ αναφέρει ότι « από τον 17ο αιώνα υπάρχουν κοινές γαίες στη Ιαπωνία και ρυθμίζονται από τους τοπικούς θεσμούς των χωριών. Τα κοινά αυτά ορεινά κτήματα έχουν διατηρηθεί , αν όχι διασωθεί κατά τη διάρκεια αιώνων εντατικής χρήσης λόγω της διαχείρισης Π.Κ.Δ. και παράγουν βασικά προϊόντα όπως ξυλεία για τις στέγες των σπιτιών, ζωοτροφές και αποσυντιθέμενα φυτά που χρησιμοποιούνται για λίπασμα , καυσόξυλα και κάρβουνα. Η γη που διατηρείται σε κοινόχρηστη κατοχή πληρεί τις προϋποθέσεις που ο Netting θέτει ως ευνοϊκές στην κοινή ιδιοκτησία. Η Margatet McKean σε μια σημαντική μελέτη των παραδοσιακών κοινών γαιών στην Ιαπωνία εκτιμά ότι χιλιάδες αγροτικά χωριά κατείχαν και διαχειρίζονταν από κοινού περίπου 12 εκατομμύρια εκτάρια κοινής γης κατά περίοδο 1600-1867 και από αυτά τα 3 εκατομμύρια έχουν τον ίδιο τρόπο διαχείρισης έως και σήμερα. Η McKean παρέχει μια συγκεκριμένη άποψη των κανόνων, των ρυθμίσεων παρακολούθησης και των κυρώσεων σε τρία ιαπωνικά χωριά Hirano, Nagaike και Yamanoka για τη ρύθμιση των κοινών».[6] Η διαχείριση των κοινών γαιών της Ιαπωνίας γίνεται από ομάδες αυτοοργανωνομένων ατόμων οι οποίοι θεσπίζουν κανόνες προκειμένου να περιορίσουν τις δραστηριότητες οικειοποίησης και να διασφαλίσουν τη συντήρηση και τη μακροβιότητα του πόρου.

Θεωρίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πρόβλημα σχετίζεται και με τη θεωρία παιγνίων, η οποία μελετά την αλληλεπίδραση και την προσπάθεια πρόγνωσης της συμπεριφοράς περισσοτέρων υποκειμένων, ως προς το πόσο διαφορετικοί μπορεί να είναι οι στόχοι της προσωπικής ευτυχίας και της συνολικής αποτελεσματικότητας (efficiency) και πώς αυτό επηρεάζει τη συμπεριφορά των ατόμων.

Η θεωρία αυτή βρίσκει εφαρμογή κυρίως στη διαχείριση πόρων, υλικών και άυλων. Στη βάση της συγγενεύει με τη θεωρία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Έχει εφαρμογή εκτός των άλλων και στη διανοητική ιδιοκτησία, όπου δικαιολογεί την απονομή από το νόμο αποκλειστικών δικαιωμάτων σε άυλα αγαθά (πνευματικών δικαιωμάτων, ευρεσιτεχνίας). Οι ιδέες και οι καινοτομίες αντιπροσωπεύουν πόρους, οι οποίοι πρέπει να γίνονται αντικείμενο λελογισμένης εκμετάλλευσης (να αποζημιώνεται ο δημιουργός/εφευρέτης).

Η Όστρομ εισήγαγε δύο παραμέτρους, που δεν είχε λάβει υπόψιν ο Χάρντιν: την συνεννόηση, ώστε τα μέρη που εμπλέκονται να καταλήξουν σε συμφωνία, και τη δυνατότητα για σύναψη μιας σύμβασης μεταξύ όλων των μερών, για την τήρηση της οποίας θα υπάρχουν τρίτοι που θα επιβεβαιώνουν το αν τηρείται ή όχι. Με αυτό τον τρόπο μπορούν τα μέρη να λειτουργήσουν αρμονικά ως προς τη διαχείριση των πόρων. Η ίδια διατύπωσε, ύστερα από έρευνα, τις 8 αρχές που χαρακτηρίζουν τους θεσμούς Πόρων Κοινής Διαχείρισης (ΠΚΔ) που αντέχουν στο χρόνο.

Επιτυχημένα παραδείγματα διαχείρισης Π.Κ.Δ. από την κοινότητα.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ψαρότοπος στην Αλάνια της Τουρκίας, (Όστρομ,2002). Περιγραφή από Fikret Berkes (1986b) . Την δεκαετία του 1970 η παράκτια πόλη Αλάνια στην Τουρκία είχε 100 περίπου ψαρόβαρκες που απασχολούσαν από 1-2 άτομα. Οι μισοί από αυτούς ανήκαν σε ένα τοπικό συνεταιρισμό. Ο ψαρότοπος εξαιτίας της ανεξέλεγκτης χρήσης και του ανταγωνισμού μεταξύ των ψαράδων απειλούνταν με καταστροφή. Όλοι ήθελαν να ψαρεύουν στα καλά σημεία επενδύοντας σε ολοένα και αποτελεσματικότερο εξοπλισμό. Το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθούν υπερβολικά τα κόστη αλλά και η αβεβαιότητα της ψαριάς σε σημείο να ξεσπούν βίαιες συγκρούσεις μεταξύ τους. Τότε ο συνεταιρισμός χρησιμοποίησε την κρατική νομοθεσία που του έδινε την δυνατότητα των "τοπικών διακανονισμών" για την δημιουργία ενός συστήματος κατανομής των σημείων αλιείας στους ντόπιους ψαράδες. Για μια δεκαετία πειραματίζονταν και μετά από πολλές δοκιμές και λάθη κατέληξαν σε ένα σύστημα κανόνων που περιελάμβανε τα εξής:

  • Τον Σεπτέμβριο κάθε έτους ετοιμάζεται ένας κατάλογος με τους ντόπιους αδειούχους ψαράδες ανεξαρτήτως να είναι μέλη του συνεταιρισμού.
  • έχουν καταγραφεί τα όρια της αλιευτικής περιοχής καθώς επίσης και τα σημεία αλιείας μέσα σ΄αυτή. Έχουν προσέξει να υπάρχουν αρκετά διαστήματα ανάμεσα στα σημεία ώστε να μην εμποδίζεται η διαθεσιμότητα των ψαριών μεταξύ των σημείων, με δεδομένο ότι ψαρεύουν κυρίως κοπάδια ψαριών που μεταναστεύουν.
  • τα σημεία και οι εκχωρήσεις τους στους ψαράδες έχουν ισχύ από Σεπτέμβριο έως και Μάιο.
  • τον Σεπτέμβριο όλοι οι ψαράδες τραβούν κλήρο και τους δίνεται το σημείο ως σημείο εκκίνησης του ψαρέματος.
  • Από τον Σεπτέμβριο έως και τον Ιανουάριο ο ψαράς μετακινείται κάθε μέρα ανατολικά στο επόμενο σημείο αλιείας. Μετά μετακινούνται αντίθετα προς τα δυτικά. Αυτό εξασφαλίζει σε όλους ότι θα έχουν ίσες ευκαιρίες καλής ψαριάς, γιατί ακολουθώντας την μετανάστευση των ψαριών που γίνεται με τον ίδιο τρόπο, όλοι ψαρεύουν και στα καλά και στα λιγότερο καλά σημεία.
  • ο κατάλογος των σημείων οπισθογραφείται από τον κάθε ψαρά και κατατίθεται στις τοπικές αρχές την ώρα της κλήρωσης

Μετά την εφαρμογή αυτού του ευφυούς συστήματος που προσαρμόστηκε στις τοπικές ανάγκες παρατηρήθηκε ότι οι ψαράδες σταμάτησαν να σπαταλούν πόρους στην αναζήτηση μιας καλής θέσης και δεν φάνηκαν σημάδια υπέρ-κεφαλαιοποίησης. Επίσης οι ίδιοι οι ψαράδες επιτηρούν τα σημεία γιατί έχουν συμφέρον να το κάνουν. Όταν είναι η σειρά τους να ψαρέψουν σε κάποιο καλό σημείο φτάνουν εκεί από νωρίς και δεν επιτρέπουν σε κανένα άλλο να τους καταπατήσει το δικαίωμα. Κάποια προβλήματα από παραβιάσεις που έγιναν λύθηκαν με ευκολία από τους ίδιους τους ψαράδες στο τοπικό καφενείο.

Παρατηρούμε ότι

  • χωρίς να υπάρχει ατομική ιδιοκτησία, καθορίστηκαν με επιτυχία τόσο τα δικαιώματα στην χρήση του ψαρότοπου όσο και οι διαδικασίες χρήσης και σεβασμού αυτών των δικαιωμάτων.
  • παρότι δεν πρόκειται για ένα κρατικά σχεδιασμένο σύστημα, έγινε χρήση μιας σχετικής νομοθετικής πρόβλεψης από τον συνεταιρισμό, και όλοι οι ντόπιοι ψαράδες νομιμοποιούν κάθε χρόνο την συμφωνία με την συν-υπογραφή της, την εφαρμογή της και την επιτήρησή της.

Η διαχείριση των υδάτινων καναλιών acequias στο Νέο Μεξικό. (Bollier, 2016). Από τον δέκατο έβδομο αιώνα στο Νέο Μεξικό οι ντόπιοι Ισπανό-Αμερικανοί κάτοικοι έχουν αναπτύξει ένα κοινοτικό σύστημα διαχείρισης των υδάτων. Η περιοχή τους είναι ιδιαίτερα άνυδρη. Μέσω των καναλιών acequias καταφέρνουν να εναρμονίσουν την υδροδότηση των κοινοτήτων τους με την αξιοποίηση των περιορισμένων υδάτινων πόρων της περιοχής χωρίς να του εξαντλούν. Τα acequias απολαμβάνουν τις πρόνοιες του νόμου της πολιτείας του Νέου Μεξικού αλλά διαχειρίζονται και προστατεύονται από τις τοπικές κοινότητες. Όλα τα μέλη των κοινοτήτων καθαρίζουν και συντηρούν τα δίκτυα υδρονομής. Την ίδια στιγμή που τα χωριά έχουν επάρκεια νερού οι γειτονικές πόλεις υποφέρουν ελλείψεις νερού εξαιτίας της υπερβολικής ζήτησης από την ανεξέλεγκτη αστική ανάπτυξη. Οι κοινότητες έχουν καταφέρει να κατανέμουν το νερό με δικαιοσύνη σύμφωνα με τις ανθρώπινες ανάγκες. Επίσης διατηρούν και προφυλάσσουν το χώμα και το νερό ώστε να είναι σε καλή κατάσταση με αποτέλεσμα οι υδροφόρος ορίζοντας να ξαναγεμίζει και η άγρια πανίδα και χλωρίδα να ευημερεί. Αυτό το παράδειγμα θέλει να δείξει ότι δεν είναι πάντα οι ανάγκες της αγοράς αυτοσκοπός αλλά μπορούν να προτάσσονται οι ανάγκες της κοινότητας και η οικολογική βιωσιμότητα.

Το Μόνιμο Ταμείο Αλάσκας [Alaska Permanent Fund]. (Bollier, 2016). Η πολιτεία της Αλάσκα ίδρυσε νομοθετικά ένα ίδρυμα που διοικείται από τους πολίτες και είναι ανεξάρτητο από την πολιτεία. Τα έσοδα του προέρχονται από μέρος των δικαιωμάτων που καταβάλλονται ώστε να αντλείται πετρέλαιο από περιοχές που ανήκουν στην πολιτεία. Από τα κεφάλαια που δημιουργούνται δίνονται 1000 δολάρια σε κάθε οικογένεια της Αλάσκα αλλά και ένα μέρος του καταπιστεύματος επιστρέφει στον κάθε φορολογούμενου ως επιπλέον εισόδημα. Αυτό το μοντέλο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την διαχείριση πολλών τύπων φυσικών πόρων ανά τον κόσμο. Κάποιοι ακτιβιστές προτείνουν την δημιουργία κοινών καταπιστευματικών ταμείων που θα λειτουργούν ως επόπτες και θεματοφύλακες αλιευτικών περιοχών, υπόγειων νερών, ορυκτών, άγριας φύσης και γενικότερα ΠΚΔ. Οι πολίτες μπορούν να αναλάβουν πραγματικές ευθύνες για την ζωή τους και το κράτος μπορεί να παραχωρήσει κάποιες από τις εξουσίες του  γιατί οι πολίτες ξέρουν καλύτερα τις ανάγκες τους.  

Η τραγωδία των αντικοινών (η "τραγωδία της αγοράς", η αγοραία περίφραξη)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έχει αναπτυχθεί και η αντίστροφη θεωρία, η οποία αναφέρεται στην τραγωδία των αντικοινών (tragedy of the anticommons): η υπερβολική κατανομή των πόρων σε ιδιώτες οδηγεί σε υποεκμετάλλευση, καθώς τα συμφέροντα των ιδιωτών μπορεί να συγκρούονται με αυτά του κοινωνικού συνόλου [15][11] [16][17]

Χαρακτηριστικό παράδειγμα: "Οι διεθνείς επενδυτές και οι εθνικές κυβερνήσεις αγοράζουν σε μαζική κλίμακα φάρμες και δάση στην Αφρική, Ασία και στη Λατινική Αμερική σε εξωφρενικά χαμηλές τιμές. Άνθρωποι που είχαν μεγαλώσει και καλλιεργούσαν για γενιές εκδιώκονται από τη γη τους, με στόχο οι μεγάλες πολυεθνικές να τα υφαρπάξουν. Ο βασικός στόχος είναι να διασφαλιστεί το γεωπολιτικό πλεονέκτημα, να πουλήσουν τρόφιμα στις παγκόσμιες αγορές ή απλά να κερδοσκοπήσουν.Μπορείτε να φανταστείτε τι συμβαίνει στα εκατομμύρια των ανθρώπων που ξαφνικά δεν μπορούν να επιβιώσουν γιατί η κοινόχρηστη περιοχή τους περιφράχτηκε; Γίνονται χαρακτήρες νουβέλας του Κάρολου Ντίκενς. Αναγκάζονται να έρθουν στις πόλεις για να επιζήσουν και καταλήγουν να γίνουν ζητιάνοι, αλκοολικοί και μισθωτοί σκλάβοι. Τα νέα αναφέρουν για επιδρομές Σομαλών πειρατών, αλλά σπάνια σχολιάζουν ότι οι περισσότεροι από αυτούς κάποτε ήταν ψαράδες πριν οι ξένες αλιευτικές εταιρείες καταστρέψουν τον ιχθυοπαραγωγικό τους πλούτο".[18]

Επίσης παραδείγματα για την "τραγωδία των αντικοινών είναι: τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα, ο Ευρωπαϊκός κοινός κατάλογος ποικιλιών στο μέρος της αρνητική κρητικής που συγκεντρώνει. Έτσι σήμερα "η μισή καλλιεργήσιμη γη στην Αργεντινή είναι ήδη μια «πράσινη έρημος» γενετικά μεταλλαγμένης σόγιας, για να μη μιλήσουμε για την Παραγουάη και τη Βραζιλία, ενώ το αφρικάνικο φοινικέλαιο έχει αντικαταστήσει ένα τεράστιο ποσοστό των δασών της Ινδονησίας και τώρα χρησιμοποιείται για την επίθεση στις αφρικανικής καταγωγής κοινότητες στην Κολομβία. Η Ινδία σχεδιάζει την καλλιέργεια περισσότερο από ένα εκατομμύριο εκταρίων jatropha, γεγονός που σημαίνει την καταστροφή περίπου ισάριθμων αγροτών". [19]

Πληροφοριακά κοινά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατ’ αντιστοιχία του marketing όρου "B2B[20]" ο M. Bauwens[21] χρησιμοποιεί τον όρο "P2P[22]" για να περιγράψει ένα δίκτυο ομότιμων χρηστών-παραγωγών που στοχεύουν στην διεύρυνση των συμμετεχόντων σε αυτό (το δίκτυο). Προκειμένου οι συναλλασσόμενοι φορείς να λειτουργούν αυτόνομα απαιτούνται πέντε υποδομές-διαδικασίες: α) τεχνολογία, εξυπηρετεί την πρόσβαση των χρηστών παγκοσμίως γιατί «αξία έχει η χρήση», β) εναλλακτικά συστήματα πληροφορίας-επικοινωνίας, π.χ. web 2.0, γ) λογισμικό, π.χ. blogs, wiki, δ) νομική κάλυψη για την αποφυγή οικειοποίησης της αξίας από ακατάλληλους χρήστες, π.χ. καπιταλιστικές επιχειρήσεις, ε) πολιτισμός-παιδεία, γιατί η συνεταιριστική ιδέα διέπεται από ήθος και αξίες. Με αυτόν τον τρόπο, η κοινωνία των πολιτών μπορεί να πολεμήσει τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις με τα ίδια τους τα όπλα.

Ο Βασίλης Κωστάκης[23] αναφέρει ότι η ομότιμη συνεργασία στα "πληροφοριακά κοινά[24]" προωθεί περαιτέρω τη δυναμική της κοινωνίας με αποτέλεσμα να θεωρούνται πλέον "υπολογίσιμες δυνάμεις στη σύγχρονη οικονομία....". Έτσι, ο ομότιμος πολίτης, δικαιούται μια ισότιμη αντιμετώπιση από τις καπιταλιστικές οργανώσεις ή/και την κρατική εξουσία που με τις πρακτικές τους προσπαθούν το αντίθετο. Ουσιαστικά, στην πράξη, κράτος και καπιταλιστική αγορά, θεωρούν την κοινωνία των πολιτών υποδεέστερη παρ’ όλο που σε αυτήν απευθύνονται για να αυξήσουν την εξουσία και τα κέρδη (αντίστοιχα).

Ο L. Lawrence[25] προσθέτει πως οι σημερινές κοινωνίες είναι προϊόν "ελεύθερης κουλτούρας". Για τον L. Lawrence ο όρος "ελευθερία" δεν έχει την έννοια της ανταλλακτικής αξίας, π.χ. αγοράζω ελεύθερα ένα βιβλίο, αλλά της ελεύθερης διακίνησης ιδεών, λόγου, παράδοσης. Συνεπώς, η αναφορά στον δημιουργό ενός έργου διέπεται από τον σεβασμό προς την συνεισφορά του δημιουργού και δεν πρέπει να είναι αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης με σκοπό το κέρδος.

"Θα προσθέσουμε τα εκατομμύρια των δεδομένων στη βικιπαίδεια σε πάνω από 285 γλώσσες. Τα πάνω από 8.000 ανοικτής πρόσβασης ακαδημαϊκά δελτία τα οποία υπερτερούν έναντι των ακριβών εμπορικών εκδόσεων. Το κίνημα των Ανοικτών Εκπαιδευτικών Πόρων το οποίο ξεκίνησε από το M.I.T. Τα εκατοντάδες εκατομμύρια διαδικτυακών κειμένων, video και μουσικών έργων τα οποία χρησιμοποιούν άδειες Creative Commons για να διευκολύνουν τη διανομή. Η μεγάλη ελεύθερη και ανοικτή πρόσβαση στο λογισμικό, μια κοινότητα που είναι η βάση για ποικίλο και πλούσιο μέρος πέραν του συμβατικού εμπορικού.Τα κοινά μας βοηθάνε να καταλάβουμε ότι είμαστε πολύ πιο πλούσιοι από όσο νομίζουμε. Συνεπώς αυτός ο πλούτος δεν μπορεί ούτε να αγορασθεί ούτε να πωληθεί σαν ένα προϊόν. Επιπρόσθετα, αυτός ο πλούτος θα εξαφανιστεί εκτός αν η ακεραιότητα των κοινών προστατεύεται και παραμένει παραγωγική."[26]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «1.2 Τι είναι η "τραγωδία των κοινών"; – Το αλφαβητάρι των κοινών» (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2018. 
  2. Hardin, Garrett (1968). «The Tragedy of the Commons». Science 162: 1243-1248. 
  3. 3,0 3,1 Harvey, David (2013). Εξεγερμένες πόλεις. Από το δικαίωμα στην πόλη στην επανάσταση της πόλης. Αθήνα: Εκδόσεις ΚΨΜ. σελ. 139. 
  4. Hardin, G (1968). «The Tragedy of the Commons». Science. The Question of the Commons: The Culture and Ecology of Communal Resources, University of Arizona Press 162: 314. 
  5. Όστρομ, Έλινορ. «Η Έλινορ Όστρομ και η Διαχείριση των Κοινών Πόρων». Ανακτήθηκε στις 23 Μαΐου 2018. 
  6. 6,0 6,1 Όστρομ, Έλινορ (2002). Η διαχείριση των κοινών πόρων. Αθήνα: Καστανιώτης. ISBN 978-960-03-3318-3. 
  7. Μπόλιερ, Ντέιβιντ. «Η Κοινή Χρήση ως Εναλλακτική στην Αγορά και το Κράτος». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Σεπτεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 23 Μαΐου 2018. 
  8. Harvey, David (2013). Εξεγερμένες πόλεις. Από το δικαίωμα στην πόλη στην επανάσταση της πόλης. Αθήνα: Εκδόσεις ΚΨΜ. σελ. 141. 
  9. Di Angelis, Massimo (2013). Κοινά Περιφράξεις και Κρίσεις. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις των Ξένων. σελ. 83. 
  10. 10,0 10,1 Bollier, David. «Η Κοινή Χρήση ως Εναλλακτική στην Αγορά και το Κράτος // Commons Strategies Group». ΒΑΒΥΛΩΝΙΑ. Ανακτήθηκε στις 10 Μαΐου 2018. 
  11. 11,0 11,1 Κωστάκης, Βασίλης (2012). Το ομότιμο μανιφέστο. Ιωάννινα: Βορειοδυτικές εκδόσεις. 
  12. Πασχάλης Αρβανιτίδης· Φωτεινή Νασιώκα. «Το Τσελιγκάτο: Ένας Θεσμός Επιτυχούς Αυτοδιαχείρισης Των Κοινών». Το βήμα των κοινωνικών επιστημών. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Μαρτίου 2017. Ανακτήθηκε στις 10 Απριλίου 2018. 
  13. «Robert Netting, 60, Who Showed Societies' Links to Environment». The New York Times. Ανακτήθηκε στις 11 Απριλίου 2018. 
  14. «Η Έλινορ Όστρομ και η διαχείριση των κοινών πόρων». Λόγιος Ερμής. www.logiosermis.net. Ανακτήθηκε στις 10 Απριλίου 2018. 
  15. Bauwens, Michel (2005). «The political economy of peer production». Ctheory Journal. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2019-04-14. https://web.archive.org/web/20190414192527/http://www.ctheory.net/articles.aspx?id=499. Ανακτήθηκε στις 2012-12-21. 
  16. Benkler, Yochai (2006). The wealth of networks: How social production transforms markets and freedom. New Haven/London: Yale University Press. 
  17. Lessig, Lawrence (2004). Free Culture. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Ιουνίου 2011. Ανακτήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2012. 
  18. Bollier, David (15 Ιανουαρίου 2018). «Η Κοινή Χρήση ως Εναλλακτική στην Αγορά και το Κράτος». CreativeCommons.gr. Ανακτήθηκε στις 10 Απριλίου 2018. 
  19. Midnight Notes και φίλοι, www.rebelnet.gr (2011). Υποσχετικές Επιστολές: από την Κρίση στα Κοινά. Θεσσαλονίκη. σελ. 129. 
  20. Business-to-Business: η εμπορική δραστηριότητα και συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων/οργανισμών (https://dictionary.cambridge.org/dictionary/english/b2b)
  21. «CTheory.net». www.ctheory.net. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Απριλίου 2019. Ανακτήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 2018. 
  22. Peer-to-Peer: δίκτυο από ομότιμους χρήστες (http://www.ctheory.net/articles.aspx?id=499)
  23. «Το Ομότιμο Μανιφέστο» (στα αγγλικά). issuu. https://issuu.com/voreiodytikes/docs/omotimomanifesto. Ανακτήθηκε στις 2018-01-03. 
  24. Κωστάκης, Βασίλειος (2012). Το ομότιμο μανιφέστο. Ιωάννινα. σελ. 31. ISBN 978-960-9786-027. 
  25. Lawrence, Lessig. «Free Culture: How big media uses technology and the law to lock down culture and control creativity» (PDF). The Penguin Press, N.Y. (2004). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 16 Σεπτεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 2017. 
  26. Bollier, David (15 Ιανουαρίου 2018). «Η Κοινή Χρήση ως Εναλλακτική στην Αγορά και το Κράτος». CreativeCommons.gr. Ανακτήθηκε στις 10 Απριλίου 2018. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]