Το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το κοριτσάκι με τα σπίρτα
Εικονογράφηση του Α. Τζ. Μπέις, 1889
ΣυγγραφέαςΧανς Κρίστιαν Άντερσεν

(2 Απριλίου 1805, Όντενσε -

4 Αυγούστου 1875, Κοπεγχάγη)
ΤίτλοςDen Lille Pige med Svovlstikkerne
ΓλώσσαΔανική
Ημερομηνία δημοσίευσης1845
ΜορφήΠαραμύθι
Θέμαθάνατος
φτώχεια
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το κοριτσάκι με τα σπίρτα (πρωτότυπο στα Δανικά: Den Lille Pige med Svovlstikkerne) είναι ένα παραμύθι από τον Δανό ποιητή και συγγραφέα Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (Hans Christian Andersen). Η ιστορία αφορά στα όνειρα και στην ελπίδα ενός ετοιμοθάνατου παιδιού, και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1845. Η ιστορία έχει προσαρμοστεί σε κινούμενα σχέδια, τηλεοπτικά μιούζικαλ και άλλα.

Πλοκή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μία κρύα Παραμονή Πρωτοχρονιάς, οι κάτοικοι μιας χιονισμένης πόλης - χαρούμενοι και ζεστά ντυμένοι, φορτωμένοι με ψώνια και δώρα - βάδιζαν βιαστικοί προς τα γιορτινά τους σπίτια, αγνοώντας μία μικρή ορφανή πλανόδια πωλήτρια. Με σβησμένη φωνή, ψιθύριζε αχνά πως δεν ζητιάνευε αλλά πως πουλούσε σπίρτα για να ζήσει. Τότε μια άμαξα πέρασε γρήγορα και η μικρή μόλις που πρόλαβε να τραβηχτεί στην άκρη του δρόμου. Το ένα της τσόκαρο τινάχτηκε μακριά - ένα αγόρι κουκουλωμένο ζεστά το πήρε και έφυγε τρέχοντας - ενώ τα σπίρτα έπεσαν από την ποδιά της και σκορπίστηκαν στον υγρό δρόμο. Το κοριτσάκι γονάτισε στο χιόνι και άρχισε να μαζεύει ένα-ένα τα μουσκεμένα σπίρτα. Αυτά ήταν όλο το βιος και όλος ο κόσμος της, αφού γονείς, σπίτι, οικογένεια ήταν μία μακρινή ανάμνηση γι' αυτή.

Έκανε παγωνιά, αλλά φοβόταν να γυρίσει στην τρώγλη της καθώς ο πατέρας της θα την χτυπούσε μην έχοντας πουλήσει τα σπίρτα. Σε κάποιο παράθυρο είδε ένα στολισμένο δωμάτιο και μία τρυφερή μανούλα να ταΐζει με στοργή και απέραντη αγάπη την κορούλα της. Τότε βούρκωσε. Αποκαμωμένη και μελαγχολική βρήκε καταφύγιο σε μια γωνιά και άναψε ένα σπίρτο για να ζεσταθεί. Στην λάμψη τους είδε αρκετά υπέροχα οράματα, συμπεριλαμβανομένων ενός χριστουγεννιάτικου δέντρου και γιορτινών διακοπών. Το κορίτσι κοίταξε προς τον ουρανό είδε ένα πεφταστέρι και θυμήθηκε την αποθανούσα γιαγιά της να λέει πως ένα τέτοιο αστέρι σημαίνει πως κάποιος πέθανε και πάει στον παράδεισο. Καθώς άναψε το επόμενο σπίρτο είδε ένα όραμα με την γιαγιά της, ο μόνος άνθρωπος που την αντιμετώπισε με καλοσύνη και αγάπη. Άναβε το ένα σπίρτο μετά το άλλο για να κρατήσει το όραμα της γιαγιάς κοντά της για όσο περισσότερο μπορούσε.

Το κοριτσάκι πέθανε και η γιαγιά της μετέφερε το πνεύμα της στον παράδεισο. Το επόμενο πρωί περαστικοί βρήκαν το νεκρό παιδί στην γωνιά, τριγυρισμένο από αναρίθμητα καμένα σπίρτα.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εικονογράφηση του Γερμανού Πολ Χέι, 1939

Η πηγή της ιστορίας ήταν μία ευρέως δημοφιλής ξυλογραφία του Δανού καλλιτέχνη Johan Thomas Lundbye που απεικονίζει ένα φτωχό παιδί να πουλάει σπίρτα και η οποία τυπώθηκε στο ημερολόγιο του 1843. Πολλές απεικονίσεις του έργου είχαν σταλεί στον Άντερσεν από τον εκδότη του ημερολογίου, ζητώντας του να γράψει μία ιστορία γύρω από αυτό.

Μία άλλη πηγή έμπνευσης θα μπορούσε να είναι το ταξίδι του Άντερσεν στην Μπρατισλάβα (σλοβακικά: Bratislava), το 1841, όπου έγινε μάρτυρας του τρόπου με τον οποίο η πόλη Ντέβιν (σλοβ.: Devín) κάηκε και οι γυναίκες έψαχναν για τα χαμένα τους παιδιά.