Τούσιας Μπότσαρης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Τούσιας Μπότσαρης
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1750
Ήπειρος
Θάνατος1792
Ήπειρος
Χώρα πολιτογράφησηςΟθωμανική Αυτοκρατορία
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΤέκναΤούσιας Μπότσαρης (νεότερος)
ΓονείςΓιώργης Μπότσαρης
ΑδέλφιαΜαρία Μπότσαρη
Νίκηζας Μπότσαρης
Κίτσος Μπότσαρης
Νότης Μπότσαρης
ΟικογένειαΜποτσαραίοι
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Πόλεμοι/μάχεςΕλληνική Επανάσταση του 1821

Ο Τούσιας Μπότσαρης (1750 - 1792) ήταν Έλληνας οπλαρχηγός. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του Γιώργη Μπότσαρη της σπουδαίας σουλιώτικης φάρας των Μποτσαραίων.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε το 1750 στο Σούλι. Νεότατος ακόμη μετέβη επικεφαλής αντιπροσωπείας οπλαρχηγών στην Αγία Πετρούπολη, στην Αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας, από την οποία και έλαβε πολλά δώρα, μεταξύ των οποίων και την περίφημη σημαία που χρησιμοποιήθηκε ως μπαϊράκι από τους Μποτσαραίους καθ' όλο τον Αγώνα μέχρι το τέλος της Επανάστασης του 1821 , ονομάζοντάς τον επίσης ταγματάρχη του ρωσικού στρατού.

Ο Τούσιας διέπρεψε στη συνέχεια στους αγώνες κατά του Αλή Πασά, κυρίως την περίοδο 1789-1797. Ειδικότερα όμως στη δεύτερη εκστρατεία του Αλή Πασά κατά των Σουλιωτών το 1792, φόνευσε σε μονομαχία τον διαβόητο αρχηγό των Λιάπηδων, Μουσλή Γκιολέκα ή Γκιουλέκα, που διηύθυνε την οθωμανική στρατιά.

Από την αρχή όμως ο Τούσιας, όταν ανέλαβε αρχηγός της φάρας μετά την παραίτηση του πατέρα του, παρέσυρε, από φιλοτιμία και μόνο, την οικογένειά του σε θηριώδη πάλη με τη φάρα των Τζαπαραίων, Τουρκαλβανών αγάδων της περιοχής, όπου σε μια συμπλοκή, το 1792, φονεύτηκε. Δύο μήνες μετά το θάνατό του γεννήθηκε ο γιος του, που προς τιμή του πατέρα έλαβε το ίδιο όνομα, Τούσιας.

Την αρχηγία της φάρας των Μποτσαραίων μετά το χαμό του Τούσια ανέλαβε ο δευτερότοκος γιος του Γιώργη Μπότσαρη κι αδελφός του Τούσια, Κίτσος Μπότσαρης, αν και ζούσε ακόμα ο πατέρας του.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» τομ. ΙΖ΄, σελ. 716.
  • «Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου», τομ. 14ος, σελ. 33.