Τα Δώδεκα Αρχοντόπουλα της Κρήτης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Τα Δώδεκα Αρχοντόπουλα της Κρήτης είναι ένας θρύλος που βασίζεται σε μια σειρά εγγράφων, σύμφωνα με τα οποία ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, προκειμένου να εδραιώσει την βυζαντινή κυριαρχία στην Κρήτη, εγκατέστησε σε αυτή δώδεκα γόνους αριστοκρατικών οικογενειών της Κωνσταντινούπολης χωρίζοντας το νησί αναμεταξύ τους.[1] Η κατασκευή αυτού του θρύλου ανάγεται στην πρώτη περίοδο της Ενετοκρατίας και φαίνεται ότι δημιουργήθηκε από ισχυρές οικογένειες γαιοκτημόνων με απώτερο σκοπό να διατηρήσουν τα προνόμια και την κτηματική τους περιουσία που απολάμβαναν κατά την βυζαντινή κυριαρχία.[1] Για τον σκοπό αυτό κατασκεύασαν μια σειρά εγγράφων στην ελληνική ή ιταλική γλώσσα.

Η πλαστότητα των εγγράφων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αλέξιος Α΄ Κομνηνός

Όλοι οι έγκριτοι ιστορικοί που έχουν ασχοληθεί με το θέμα έχουν απορρίψει αυτά τα έγγραφα, πέρα από κάθε αμφιβολία ως πλαστά.[2][3][4][5][6][7] Να πούμε εδώ ότι οι βυζαντινές πηγές αγνοούν τελείως το θέμα. Ύστερα, τα έγγραφα τελειώνουν όλα με την χρονολογία 1182 και την υποτιθέμενη υπογραφή του Αυτοκράτορα και του γιου του, ο οποίος αναφέρεται στα έγγραφα ως «πορφυρογέννητος».

«Ό Χριστιανικώτατος βασιλεύς και ημέτερος υιός Ίσαάκιος, και ημείς ό πατήρ αυτού Άλέξιος[8]

Ένας εκδότης των εγγράφων, ο Ernst Gerland διόρθωσε τη χρονολογία σε 1092 για να ταιριάζει με τη βασιλεία του Αλεξίου Α΄ Kομνηνού (1081-1118), πράγμα βέβαια περιττό, αφού και έτσι πάλι τα έγγραφα δεν συμβιβάζονται με την πραγματικότητα, καθώς ο Αλέξιος δεν ήταν «πορφυρογέννητος» ούτε ο γιος του Ισαάκιος μπορούσε να ηγείται εκστρατείας το 1092, αφού γεννήθηκε μετά το 1088. Από την άλλη ο αυτοκράτορας Αλέξιος Β΄ ήταν μεν «πορφυρογέννητος» (1180-1183), αλλά το 1182 ήταν 14 ετών και δεν είχε κανένα γιο Ισαάκιο. Και διάφορα άλλα στοιχεία, όπως για παράδειγμα, ο τύπος των υπογραφών, δεν αφήνουν αμφιβολία ότι τα έγγραφα αυτά είναι πλαστά.[9]

Ο σκοπός των εγγράφων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αλέξιος Β΄ Κομνηνός

Κάποιοι κάνουν την υπόθεση ότι ίσως πρόκειται για πλαστογραφία από τούς ίδιους αυτούς Κρήτες που αναφέρουν τα έγγραφα, προκειμένου να υποχρεώσουν τους Ενετούς να τούς παραχωρήσουν προνόμια και φέουδα. Όμως όπως γνωρίζουμε από την Iστορία της Κρήτης (παράγραφος: Εξεγέρσεις των Κρητικών κατά της Βενετίας) τα προνόμια και τα φέουδα αυτές οι οικογένειες τα απέκτησαν με πολέμους, και όχι με χρυσόβουλα. Είναι εξάλλου αδύνατον να καταφέρονται με τέτοιες απειλές κατά της ίδιας τούς της πατρίδας, όπως αυτές που αναφέρονται σε αυτά τα έγγραφα, όποιος και να ήταν ο υποτιθέμενος σκοπός τους, καθώς τα έγγραφα αυτά δεν θα μπορούσαν να έχουν σκοπό να πείσουν μόνο τους Ενετούς για τα δικαιώματα τους άλλα και τον περίγυρο τους.

«Δια τούτο με βουλήν συνοδικήν των παναγιωτάτων πατριαρχών, και ετέρων αρχιερέων, με γνώμην πάσι τοις άρχουσι της Συγκλήτου, δια το τέλειον και ακατάκρετον αφανισμόν εσάς ολωνών των κατοίκων της νήσου Κρήτης, γυναικών αι τέκνων, και πραγμάτων σας παντελώς»[10]

«Και ούτως θέλουν σας παιδεύσει όλους με βασανιστικούς θανάτους και τέλειον αφανισμόν, όντας αιτίους τούτων δια την ασεβή και μωράν επανάστασίν σας»[10]

Η εξωφρενική προσφώνηση της αυτοκρατορίας στον μακροσκελή πρόλογο, καθώς και η σύνδεση των οικογενειακών επιθέτων με μοναστήρια και μονές στον επίλογο, καταδεικνύει ότι οι συντάκτες των εγγράφων αυτών ήταν ρωμιοί σχετιζόμενοι με τον ορθόδοξο κλήρο.

Ο σκοπός των εγγράφων φαίνεται να είναι απλώς μια απόπειρα οικειοποίησης ενός μέρους της κρητικής ιστορίας, από τους εναπομείναντες ρωμιούς της κάποτε βυζαντινής αυτοκρατορίας, απαριθμώντας κάποιες καλά γνωστές και ευυπόληπτες κρητικές οικογένειες ως βυζαντινούς εποίκους.

Το ίδιο καταδεικνύει και η προσπάθεια εισαγωγής στην κρητική ιστορία, του επιθέτου Φωκάς, πρώτο από όλα, το οποίο απουσιάζει παντελώς από την ιστορία της Κρήτης τον ύστερο μεσαίωνα, προσπαθώντας με αφελή τρόπο να το συσχετίσει με την εξέχουσα οικογένεια των Καλλέργιδων.

«1. Φωκάς από το μέρος της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννου, Γεώργιος, Ιάκωβος, Ανδρέας, Αλέξιος, Νικηφόρος, Μιχαήλ, Βάρδας. Και διάδοχοι ωνομάσθησαν Καλλέργαι από τους ενδοξοτάτους Βενετούς, ήτοι καλοί εργάται, δια το καλόν έργον του αυτών συγγενούς Αλεξίου, όστις εποίησε την ειρήνην με τους Ενετούς, και με το γένος των Σκορδίλιδων, και άλλα εις τους μεγάλους και πολυχρονίους πολέμους.»[11]

Το 1262 ο Αλέξιος Καλλέργης αναφέρεται ήδη στις ενετικές πηγές ως Καλλέργης[12], και μεσολάβησαν πολλά ακόμα χρόνια πολέμων εναντίον της Βενετίας, με αυτόν ως επικεφαλής, μέχρι την υπογραφή της ειρήνης του Αλέξη Καλλέργη (Λατινικά: Pax Alexii Callergi) το 1299[13], στην οποία αναφέρονται τα έγγραφα αυτά, και εξ αίτιας της οποίας, υποτίθεται ότι οι βένετοι του άλλαξαν το όνομα, δίνοντας του ένα Ελληνικό. Περιττό να σχολιάσει κανείς ότι μνημονεύεται ένα γεγονός μεταγενέστερο της υποτιθέμενης χρονολογίας υπογραφής των χρυσόβουλων αυτών.

Ο τίτλος Αρχοντόπουλο στην Κρήτη της Αναγέννησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως επισημαίνει ο Μανούσος Μανούσακας στην επετηρίδα της εταιρίας βυζαντινών σπουδών το 1956, καθώς και ο Gerland στο Histoire de la noblesse cretoise το 1907, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι συντάκτες των χρυσόβουλων περί των ''12 αρχοντόπουλων'' είχαν μπροστά τους το χρονικό Trivan του 1644. Έτσι μπορούμε να τοποθετήσουμε με ασφάλεια τη σύλληψη του ''θρύλου των 12 αρχοντόπουλων'' μετά την άλωση του Χάνδακα το 1669, και σίγουρα μετά -ενδεχομένως πολύ μετά- την μεταφορά του αρχείου του Χάνδακα στην δύση. Γεγονός που καταρρίπτει παντελώς τους ισχυρισμούς περί ανάμιξης και σκοπιμότητας των κρητικών οικογενειών που αναφέρονται στα έγγραφα αυτά. Εκτός των πολλών άλλων στοιχείων που αναφέρει ο Μανούσακας και ο Gerland,[14][15] όλα, μηδενός εξαιρουμένου, τα οικογενειακά επίθετα που φέρουν τον τίτλο αρχοντόπουλο στο χρονικό Trivan, αναφέρονται και στα υποτιθέμενα αυτά χρυσόβουλα όμως ως βυζαντινοί έποικοι, και είναι αρκετά περισσότερα από 12, καθώς 12 επώνυμα αναφέρονται μόνο σαν αρχικοί έποικοι (όπως οι 12 Απόστολοι, τα 12 Ευαγγέλια κτλ.) κατόπιν όλα τα υπόλοιπα επίθετα του χρονικού Trivan που φέρουν τον τίτλο αρχοντόπουλο ''συνδέονται'' με τους 12 υποτιθέμενους αυτούς αρχικούς εποίκους με επιχειρήματα όπως:

«Από τους κατιόντας αυτών εισίνόλαι αι εφεξής οικογένειαι...»[16]

«Από τους άνωθεν τούτους είναι η κάτωθεν γενεαίς...»[11]

Επίσης πρέπει να πούμε εδώ ότι το χρονικό Τrivan έχει χρησιμοποιηθεί ξανά για μια άλλη απάτη από τον Σπυρίδωνα Λάμπρο το 1913,[17] επίσης στην Κέρκυρα όπου βρέθηκαν και τα πλαστά χρυσόβουλα, γεγονός που καταδεικνύει ότι το χρονικό Trivan είχε ανασυρθεί από την Βενετία και καταλήξει στην Κέρκυρα σε διάφορες μορφές, πιθανόν κατά το 19ο αιώνα όταν άρχισαν οι έρευνες στο αρχείο της Βενετίας, και αν και φαινομενικά αγαθότερη περίπτωση από τα ''12 αρχοντόπουλα'' αυτή του Λάμπρου, παρόλα αυτά την κατέρριψε ο Μανούσος Μανούσακας με εργασία του το 1949. Όπου απέδειξε ότι ο κατάλογος του Λάμπρου δεν είναι παρά μια ανακατεμένη εκδοχή του χρονικού Trivan, και αφορά στην Κρήτη του 1644 και όχι την Κέρκυρα.[18]

Τέλος, όπως επεσήμανε η Έρα Βρανούση στο Β ́ Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο το 1968, από τα Πατμιακά Ζ΄(τα οποία έγγραφα θεωρεί πολύ αξιόπιστα και ανεπιτήδευτα) προκύπτει ότι υπήρχαν όντως προνοιάριοι στην Κρήτη κατά το έτος 1196 καθώς ο Μανουήλ Κομνηνός εμφανίζεται στην «δέηση του Αρσένιου» να παραχωρεί τις βασιλικές επισκέψεις (βασιλικά τιμάρια) στους εντόπιους-ιθαγενείς, το 1196.[19]

«Των δε τοιούτων βασιλικών επισκέψεων παραδοθίσων τοις εντοπίοις πάρα του αοιδίμον πατρός της αγίας σου βασιλείας.»[20]

Γεγονός που επιβεβαιώνει και η μετέπειτα άρνηση των Κρητών τιμαριούχων να πληρώσουν το φόρο που είχε καθοριστεί σε στάρι στη μονή της Πάτμου. Λέγοντας μεταξύ άλλων ότι: «άλλην τις οικονομία γέγονε» (δηλαδή τα αυτοκρατορικά τιμάρια που καλλιεργούσαμε και σας δίναμε το σιτάρι, είναι πια δικά μας) Όπως επισημαίνει λοιπόν η Έρα Βρανούση υπήρχαν προνοιάριοι αυτή την εποχή στην Κρήτη, λίγο πριν την τέταρτη σταυροφορία, όμως αναφέρονται ως εντόπιοι, χαρακτηρισμός που θα ήταν αδόκιμος αν δεν ήταν Κρήτες και ηταν βυζαντινοί ή αυτοκρατορικοί προνοιάριοι. Και συνεχίζει η Έρα Βρανούση επισημαίνοντας πολύ εύστοχα ότι τα οικογενειακά επίθετα που αναφέρονται στο χρονικό Trivan, διακρίνονται πολύ συγκεκριμένα στην στήλη «πατρίδα» σε εκείνους που έχουν καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη με την έννοια γενικά βυζαντινοί, σε κάποιους αυτοκρατορικούς όπως οι Παλαιολόγοι δηλαδή επίσης κωνσταντινουπολίτες, σε ευγενείς Ρωμανούς δηλαδή βυζαντινοί από τον ελλαδικό χώρο και την Ανατολία (Ρωμανία), σε Βενετούς, Ιταλούς, καθώς και σε Αρχοντόπουλα,[21] και ο τελευταίος αυτός όρος δεν συναντάται πουθενά στο βυζαντινό ή ενετικό κράτος, πάρα μόνο στην Κρήτη[22] στις λίστες οικογενειών με τίτλο Nobili Cretensi. Αν οι Κρητικές οικογένειες που έφεραν τον τίτλο Αρχοντόπουλα ήταν από την Κωνσταντινούπολη ή ήταν αυτοκρατορικοί, ή προέρχονταν από οποιοδήποτε άλλο μέρος εκτός Κρήτης, θα είχαν καταγραφεί στο χρονικό Trivan ως τέτοιοι. Και ως εκ τούτου καταλήγει η Έρα Βρανούση, ο ισχυρισμός ότι η καταγωγή των αρχοντόπουλων της Κρήτης ήταν από την Κωνσταντινούπολη αποτελεί ένα κατά πολύ μεταγενέστερο μύθευμα, καθώς αυτό που προκύπτει από τα γνήσια και ανεπιτήδευτα Πατμιακά έγγραφα και το χρονικό Trivan είναι ότι τα αρχοντόπουλα της Κρήτης ήταν Κρήτες.[7]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Τσουγκαράκης Δημήτριος, Byzantine Crete, εκδόσεις Βασιλόπουλος, Αθήνα 1998, σελ. 81, ISBN: 139789607100047
  2. Νικόλαος Τωμαδάκης (1928) Το χρυσόβουλο των Κομνηνών - Περιοδικὸν δελτίον βιβλιοθήκης Κρητικοῦ Φιλολογικοῦ Συλλόγου ἐν Χανίοις, Α, τεύχος β-γ. σελ. 65-85.
  3. Ernst Gerland (1907) Histoire de la noblesse cretoise au Moyen Age, Paris. σελ. 19-26.
  4. Franz Dölger (1925) Regesten der Kaiserurkunden des Ostromischen Reiches. 2. Teil: Regesten von 1025 - 1204, München u. Berlin. σελ. 89.
  5. Franz Dölger (1952) Byzantinische Zeitschrift. vol. 45. σελ. 441.
  6. Μανούσος Μανούσακας (1956) Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών. Τόμος 26. (Τόμος ΚΣΤ) σελ. 272.
  7. 7,0 7,1 Έρα Βρανούση (1968) Πεπραγμένα Β ́ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου. Τόμος 3. σελ. 12.
  8. Kōnstantinos N. Sathas (1867) Hellēnika anekdota, perisynachthenta kai ekdidomena kat' enkrisin tēs voulēs, ethnikē, dapanē, Τόμος 2. σελ. ιζ΄.
  9. Δημήτριος Τσουγκαράκης (1998) Κρήτη - Ιστορία και Πολιτισμός. Εκδότης: Σύνδεσμος Δήμων και Κοινοτήτων Κρήτης. σελ. 363.
  10. 10,0 10,1 Kōnstantinos N. Sathas (1867) Hellēnika anekdota, perisynachthenta kai ekdidomena kat' enkrisin tēs voulēs, ethnikē, dapanē, Τόμος 2. σελ. ιϚ΄.
  11. 11,0 11,1 Kōnstantinos N. Sathas (1867) Hellēnika anekdota, perisynachthenta kai ekdidomena kat' enkrisin tēs voulēs, ethnikē, dapanē, Τόμος 2. σελ. ιη΄.
  12. Detorakis, Theocharis E. (1986). History of Crete. Athens. OCLC 715204595. p. 177.
  13. Detorakis, Theocharis E. (1986). History of Crete. Athens. OCLC 715204595. pp. 181–182.
  14. Μανούσος Μανούσακας (1956) Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών. Τόμος 26. (Τόμος ΚΣΤ) σελ. 270.
  15. Ernst Gerland (1907) Histoire de la noblesse cretoise au Moyen Age, Paris. σελ. 126-132. (στις υποσημειώσει του εκδιδόμενου εγγράφου)
  16. Kōnstantinos N. Sathas (1867) Hellēnika anekdota, perisynachthenta kai ekdidomena kat' enkrisin tēs voulēs, ethnikē, dapanē, Τόμος 2. σελ. ιθ΄.
  17. Σπυρίδων Π. Λάμπρος (1913) Κατάλογος των Κρητικών οίκων Κερκύρας. Νέος Ελληνομνήμων 10, σελ. 449-456
  18. Μανούσος Μανούσακας (1949) Η παρά Trivan απογραφή της Κρήτης (1644) και ο δήθεν κατάλογος των κρητικών οίκων Κέρκυρας. Κρητικά Χρονικά, Τόμος Γ . Αρχείο Ανδρέα Γ. Καλοκαιρινού. σελ. 35-59.
  19. Έρα Βρανούση (1968) Πεπραγμένα Β ́ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου. Τόμος 3. σελ. 11.
  20. F. Miklosich - I. Muller (1890) Acta et diplomata graeca medii aevi sacra et profana. Βιέννη. Τόμος Ϛ΄. σελ. 131.
  21. Έρα Βρανούση (1968) Πεπραγμένα Β ́ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου. Τόμος 3. σελ. 13.
  22. Δημήτριος Τσουγκαράκης (1988) Byzantine Crete. Εκδότης, Βασιλόπουλος ISBN13 9789607100047 σελ. 86-87.