Σύνταγμα της Δανίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Συνταγματική Πράξη της Δανίας (δανικά: Danmarks Riges Grundlov) είναι το Σύνταγμα της Δανίας. Τέθηκε σε ισχύ στις 5 Ιουνίου 1849, όταν υπογράφηκε από τον Βασιλιά Φρειδερίκο Ζ΄.[1] Η υπογραφή του σηματοδότησε τη μετάβαση της χώρας στη συνταγματική μοναρχία, βάζοντας τέλος στην απόλυτη μοναρχία που είχε εισαχθεί στη Δανία από το 1660.[2] Το σύνταγμα έχει αναθεωρηθεί 4 φορές από το 1849.[3]

Βασικός στόχος του συντάγματος του 1849 ήταν ο περιορισμός των εξουσιών του μονάρχη. Έτσι, πλέον καθιερωνόταν ένα κοινοβούλιο δύο σωμάτων, εξασφαλίζονταν τα πολιτικά δικαιώματα, τα δικαιώματα περί ιδιωτικής περιουσίας και η ελευθερία του λόγου. Το σύνταγμα βασίζεται στη διάκριση των εξουσιών σε τρεις κύριους τομείς: τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία.[4][5]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Νοεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2016. 
  2. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2016. 
  3. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Ιουλίου 2014. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2016. 
  4. https://www.constituteproject.org/constitution/Denmark_1953.pdf?lang=en
  5. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2016.