Σχολαστικός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Σχολαστικός ήταν αξίωμα, τίτλος στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Αρχικά Σχολαστικός λεγόταν ο κάθε μορφωμένος άνθρωπος, έπειτα Σχολαστικοί λέγονταν οι σπουδαστές κάποιας σχολής που σπούδαζαν ρητορική ή φιλοσοφία[1].

Από τον 4ο αιώνα Σχολαστικός αναφερόταν δικαστικός υπάλληλος, ο σημερινός δικηγόρος, ο οποίος φοιτούσε πρώτα σε σχολή[1]. Από τον 5ο οι Σχολαστικοί φοιτούσαν σε σχολή με νομικά μαθήματα και ασκούσαν το επάγγελμα του δικηγόρου όχι όπως πριν που αν ήθελαν το επέλεγαν αλλά υποχρεωτικά[1]. Από τον 7ο οι σχολαστικοί είχαν δική τους συντεχνία που για γίνεις μέλος απαιτούνταν αρχικά 4 κι έπειτα 5 έτη φοίτηση σε νομική σχολή[2]. Οι σχολαστικοί απαγορευόταν να ασκήσουν οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα[2]. Οι σχολαστικοί εργάζονταν κοντά στα δικαστήρια αλλά περιορισμένος αριθμός εξ αυτών είχε δικαίωμα να παραστεί σε δίκη, όταν έβγαιναν σε "σύνταξη" έπαιρναν πολλά προνόμια[2].

Αρκετοί σχολαστικοί ακολουθούσαν καριέρα στην εκκλησία[3].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Μέντζου, σελ. 2
  2. 2,0 2,1 2,2 Μέντζου, σελ. 3
  3. Μέντζου, σελ. 21

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]