Συνθήκη του Τιλσίτ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η συνάντηση των αυτοκρατόρων Γαλλίας και Ρωσίας. Ο Ναπολέων Α΄ υποδέχεται τον Αλέξανδρο Α΄, επί πλωτού περιπτέρου στον ποταμό Νέμαν.

Με την ονομασία Συνθήκη του Τιλσίτ, ή ορθότερα στον πληθυντικό, Συνθήκες του Τιλσίτ φέρονται οι δύο ιστορικές διμερείς συνθήκες ειρήνης που συνομολογήθηκαν, μετά τη σύναψη ανακωχής (22 Ιουνίου του 1807), μεταξύ Ρωσίας και Γαλλίας, που αποδέχθηκε και η Πρωσία, στην παρόχθια πόλη Τιλσίτ (Σοβιέτσκ), της Πρωσίας, παρά τον ποταμό Νέμαν, τον Ιούλιο του 1807, με χρονική διαφορά μεταξύ τους δύο ημέρες.
Οι συνθήκες αυτές, ως άμεση εξέλιξη μετά τη νικηφόρα για τους Γάλλους μάχη του Φρίντλαντ, κατά την πρωσική εκστρατεία των ναπολεόντειων πολέμων, με την οποία και επήλθε η διάλυση του λεγόμενου Δ΄ Συνασπισμού των ενάντιων χωρών[1], χαρακτηρίστηκαν από τους ιστορικούς ως το αποκορύφωμα της δόξας του Μεγάλου Ναπολέοντα. Οι ημερομηνίες των γεγονότων αποδίδονται τόσο με το παλαιό ημερολόγιο που ίσχυε τότε στη Ρωσία, (και στις χώρες της Βαλκανικής και που συνέχισε να ισχύει για ένα ακόμα αιώνα), όσο και με το νέο ημερολόγιο που ήδη ακολουθούσε η Γαλλία και η Δύση ευρύτερα. Κατά την ιστορία της Ευρώπης επισημότερες ημερομηνίες είναι του νέου ημερολογίου

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μεν πρώτη Γαλλο-Ρωσική συνθήκη του Τιλσίτ συνομολογήθηκε μεταξύ πληρεξούσιων αντιπροσώπων των Αυτοκρατόρων Ναπολέοντα Α΄ της Γαλλίας και του Τσάρου Αλέξανδρου Α΄ της Ρωσίας, στις 25 Ιουνίου/7 Ιουλίου, του 1807 και η δεύτερη Γαλλο-Πρωσική συνθήκη ομοίως δι΄ αντιπροσώπων μεταξύ της Γαλλίας και της Πρωσίας, δύο ημέρες αργότερα, στις 27 Ιουνίου/9 Ιουλίου.

Και οι δύο αυτές συνθήκες υπήρξαν ιδιαίτερα ιστορικές διότι επέβαλαν ανακατανομές εδαφών μεταξύ των δύο Αυτοκρατοριών, τόσο επί της κεντρικής Ευρώπης όσο και στη Βαλκανική, τροποποιώντας τη μέχρι τότε ευρωπαϊκή κατάσταση και παράλληλα δημιουργώντας ένα τεράστιο συνασπισμό συμμαχίας σε βάρος κυρίως της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καθώς και της Πρωσίας και Αγγλίας.
Και οι δύο συνθήκες δημιούργησαν τεράστιες εθνικο-πολιτικο-κοινωνικές αναστατώσεις στους περιλαμβανόμενους σ΄ αυτές γεωγραφικούς χώρους με κυρίαρχο σημείο την παλινδρόμηση της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας, όσον αφορά τις προηγούμενες συναφθείσες συνθήκες ειρήνης και συμμαχίας. Σημειώνεται ότι στην ελληνική ιστορική γραμματεία η φερόμενη στον ενικό «συνθήκη του Τιλσίτ» αναφέρεται πάντα στην πρώτη από τις δύο εν λόγω συνθήκες, επειδή ακριβώς αφορούσε ευρύτερα την περιοχή της Βαλκανικής και ειδικότερα γεωγραφικές περιοχές του ελλαδικού χώρου.

Ιστορικό σύναψης των συνθηκών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 3 / 15 Ιουνίου του 1807, την επομένη της μάχης του Φρίντλαντ όπου ο ρωσικός στρατός υπό τον στρατηγό Μπένινγκσεν αναγκάσθηκε να υποχωρήσει, ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος Α΄ διέταξε τον πρίγκιπα Λομπάνοφ-Ροστόφσκυ να μεταβεί στο γαλλικό στρατόπεδο προκειμένου να διαπραγματευτεί την ειρήνη. Κατά το χρόνο εκείνο ο Ναπολέων και τα στρατεύματά του βρίσκονταν παρά την πόλη Τιλσίτ, έχοντας στρατοπεδεύσει επί της αριστερής όχθης του ποταμού Νέμαν ή Νιέμαν, ενώ τα ρωσικά στρατεύματα, με κάποια απομεινάρια του πρωσικού στρατού, βρίσκονταν επί της δεξιάς όχθης. Ο Πρίγκιπας Λομπάνοφ μετέφερε στον Ναπολέοντα την επιθυμία του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου για προσωπική συνάντηση και σύναψη ειρήνης την οποία ο Ναπολέων έκανε αποδεκτή. Αντίθετα στον απεσταλμένο, για ίδιο σκοπό, του Βασιλέως της Πρωσίας στρατηγό Κάλκρεϊ, (Kalkreyt) ο Ναπολέων τόνισε με έμφαση ότι θα κάνει ειρήνη μόνο με τον Αυτοκράτορα της Ρωσίας, (θέση που αργότερα υπαναχώρησε).
Μετά τα παραπάνω στις 10 / 22 Ιουνίου εν μέσω ζητωκραυγών αμφοτέρων των πλευρών κηρύχθηκε ανακωχή διάρκειας ενός μηνός, γενόμενη δεκτή και από πλευράς των Πρώσων, όπου και ορίσθηκε η συνάντηση των αυτοκρατόρων να πραγματοποιηθεί τρεις ημέρες αργότερα, επί πλωτής εξέδρας στο μέσον του ποταμού Νέμαν, την ταχεία κατασκευή της οποίας ανέλαβε κατ΄ εντολή του Ναπολέοντα ομάδα του γαλλικού πυροβολικού - μηχανικού.

Συνάντηση των Αυτοκρατόρων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 13 / 25 Ιουνίου η πλωτή ξύλινη εξέδρα ήταν έτοιμη. Επ΄ αυτής φέρονταν δύο ξύλινα οικήματα μορφής περιπτέρων - αίθουσες, η μία μεγαλύτερη της άλλης, τα αετώματα της οποίας στόλιζαν περίτεχνα τα γράμματα: Α (για τον Αλέξανδρο) στη μία πλευρά και Ν (για τον Ναπολέοντα) στην έτερη. Τα περιμετρικά ξύλινα κιγκλιδώματα καθώς και οι στέγες των αιθουσών καλύπτονταν ως διάκοσμο από λευκό ύφασμα. Για την προσέλευση των αυτοκρατόρων και των συνοδών τους είχαν διαμορφωθεί ανάλογα με την περίσταση δύο κωπήλατες φορτηγίδες που ανέμεναν στις κατέναντι όχθες. Ελάχιστες ώρες πριν τη μεσημβρία φθάνοντας οι αυτοκράτορες στα επίμαχα σημεία επιβιβάστηκαν με τους επιτελείς τους σ΄αυτές, ο μεν Ναπολέων από την αριστερή όχθη παρά το Τιλσίτ, ο δε Αλέξανδρος από τη δεξιά όχθη, με προγραμματισμό να φθάσουν οι φορτηγίδες ταυτόχρονα στην εξέδρα. Παρά ταύτα κατ΄ ελάχιστο έφθασε πρώτη η φορτηγίδα που επέβαινε ο Ναπολέων ο οποίος και πήδηξε στην εξέδρα προκειμένου να υποδεχθεί τον Αλέξανδρο.
Φθάνοντας και ο Αλέξανδρος, οι δύο ηγεμόνες αφού αλληλοπαρουσίασαν τους επιτελείς τους, αναγνωρίζοντας με αβρότητες την ικανότητα των αντιπάλων τους στα πεδία των μαχών, στη συνέχεια αποσύρθηκαν στη μεγάλη αίθουσα όπου και παρέμειναν επί μία ώρα σε κρυφές διαβουλεύσεις, που όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια ο Ναπολέων δεν επιζητούσε μια απλή συνθήκη ειρήνης αλλά κάτι πολύ περισσότερο, μια κραταιά συνθήκη συμμαχίας ιδιαίτερα επωφελής και για τις δύο πλευρές. Στη ναπολεόντεια αυτή επιδίωξη ο Αλέξανδρος συναίνεσε, σαφώς έναντι ανταλλαγμάτων και αμοιβαίων υποχωρήσεων, ανατρέποντας έτσι τον πολιτικό χάρτη της κεντρικής Ευρώπης και Βαλκανικής της εποχής. Ακολούθως αφού ορίστηκαν εκατέρωθεν οι πληρεξούσιοι εκπρόσωποι για τη σύνταξη της συνθήκης, οι εργασίες των οποίων ξεκίνησαν την αυτή ημέρα, οι δύο αυτοκράτορες αποχώρησαν όντες πλέον σύμμαχοι. Ο δε Βασιλεύς της Πρωσίας αν και βρισκόταν στη περιοχή τελικά δεν παρέστη στην παραπάνω ιστορική συνάντηση, πλην όμως προσκλήθηκε από τον Ναπολέοντα όπως και ο Αλέξανδρος να διαμείνει στο Τιλσίτ όπου και μετέβησαν έφιπποι το απόγευμα της ίδιας ημέρας. Η δε υποδοχή που τους επιφύλαξε ο Ναπολέων με στρατιωτικές παρατάξεις υπήρξε μεγαλειώδης, φθάνοντας μάλιστα στο σημείο να παρασημοφορεί για ανδραγαθία Ρώσους στρατιώτες.
Οι προσπάθειες των δύο αυτοκρατόρων για την εμπέδωση φιλικών αισθημάτων μεταξύ των πρώην εμπολέμων στρατευμάτων τους δεν είχαν ευρύτατη απήχηση, όπως αποκαλύφθηκε από διάφορα απομνημονεύματα στρατιωτικών εκείνης της περιόδου. Οι εκατόμβες των νεκρών και καταστροφών των προηγουμένων μαχών δεν παρείχαν περιθώρια, εκατέρωθεν, άρσης των διαφόρων επιφυλάξεων και κάποιων ανησυχιών, τις οποίες η ιστορία στη συνέχεια θα τις δικαιώσει. Τελικά η ποθούμενη συνθήκη ολοκληρώθηκε και υπογράφηκε σε διάστημα 12 ημερών, πριν εκπνεύσει ο χρόνος της ανακωχής.

Γελοιογραφία της εποχής

Η παραπάνω συνάντηση των αυτοκρατόρων και το τελετουργικό που ακολουθήθηκε υπήρξε σταθμός στη νεότερη και σύγχρονη εθιμοτυπία αλλά και ιδιαίτερο θέμα ζωγράφων και χαρακτών της εποχής. Χαρακτηριστική υπήρξε γελοιογραφία της εποχής παρουσιάζοντας τους δύο αυτοκράτορες να σφιχταγκαλιάζονται και να προσπαθούν να διατηρήσουν την ισορροπία τους πάνω σε μια μικρή σχεδία που κλυδωνίζεται ακριβώς από τους εναγκαλισμούς, ενώ ο Βασιλεύς της Πρωσίας κολυμπώντας προσπαθεί να κρατηθεί από αυτή.

Γαλλο-Ρωσική συνθήκη του Τιλσίτ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Γαλλορωσική συνθήκη ειρήνης του Τιλσίτ, που συντάχθηκε μόνο στη γαλλική γλώσσα περιελάμβανε επίσημα (φανερά) 29 λατιναριθμούμενα άρθρα, καθώς επίσης και 2 μυστικά κατόπιν μακρών διαβουλεύσεων. Τα τελευταία αφορούσαν περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επί της Βαλκανικής και την Επτάνησο Πολιτεία.

Φανερά άρθρα συνθήκης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συγκεκριμένα με αναφορά στο προοίμιο την κοινή πεποίθηση και επιδίωξη των δύο αυτοκρατόρων για τερματισμό του πολέμου και την παγίωση ειρήνης ορίζοντας τους πληρεξούσιους αντιπροσώπους συνομολογήθηκαν κατ΄ άρθρο τα ακόλουθα, εν περιλήψει:
Άρθρο Ι: Με την επικύρωση της συνθήκης επέρχεται τέλεια ειρήνη και φιλία μεταξύ των Μεγαλειοτήτων του αυτοκράτορα των Γάλλων, και βασιλέα της Ιταλίας (Ναπολέοντα Α΄), και του αυτοκράτορα πασών των Ρωσιών (Αλέξανδρου Α΄).
Άρθρο II: Παύουν όλες οι κατά ξηρά και θάλασσα εχθροπραξίες μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.
Άρθρο III: Παύουν όλες οι ενάντιες ναυτικές επιχειρήσεις και κάθε παρεμπόδιση πολεμικού πλοίου που ανήκει στα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη.
Άρθρο IV: Όλες οι χώρες, πόλεις, κάστρα και εδάφη, που κατακτήθηκαν κατά τον πόλεμο από τον βασιλέα της Πρωσίας αποκαθίστανται, και τα σύνορα της Πρωσίας επανέρχονται στην από 1 Ιανουαρίου του 1772 κατάσταση, ενώ διασφαλίζεται ο ελεύθερος διάπλους ποταμών και των διωρύγων του Βιστούλα.[2]
Άρθρο V: Οι επαρχίες, οι οποίες, από την 1 Ιανουαρίου του 1772, σχημάτισαν μέρος του βασιλείου της Πολωνίας, και από τότε, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, περιήλθαν στην Πρωσία (με την εξαίρεση των χωρών που αναφέρονται ή μνημονεύονται στο προηγούμενο άρθρο, καθώς και εκείνες που περιγράφονται παρακάτω στο 9ο άρθρο), περιέρχονται υπό τον βασιλέα της Σαξονίας, ως κυρίαρχη χώρα υπό τον τίτλο Δουκάτο της Βαρσοβίας.
Άρθρο VI: Το Γκντανσκ, με έδαφος δύο λευγών πέριξ αυτού, αποκαθίσταται ανεξάρτητο, υπό την προστασία των Βασιλέων της Πρωσίας και της Σαξονίας.
Άρθρο VII: Οι Βασιλείς της Σαξονίας και Πρωσίας εξασφαλίζουν την ελεύθερη επικοινωνία και χρήση της μεταξύ των δύο χωρών τους στρατιωτικής οδού.
Άρθρο VIII: Εξασφαλίζεται ο ελεύθερος διάπλους του Βιστούλα χωρίς κανένα είδος εμποδίου, διοδίων ή άλλων δικαιωμάτων.
Άρθρο IΧ: Σύνορα μεταξύ Ρωσίας και Δουκάτου Βαρσοβίας ορίζονται οι φυσικές κοίτες και εκβολές ποταμών περιοχής.
Άρθρο X: Ουδεμία οικονομική αξίωση προηγούμενου καθεστώτος μπορεί να εγερθεί επί των εδαφών στη νέα κατανομή τους.
Άρθρο XI: Οι πάσης φύσεως ιδιοκτησίες (ιδιωτικές, πολιτικές, στρατιωτικές, θρησκευτικές, κλπ που καλύπτονται με συμβόλαια πρώην εδαφών της Πρωσίας θα διευθετούνται δι΄ εξαγοράς από τους Ηγεμόνες (Ρωσίας και Σαξονίας) υπό των οποίων προσαρτήθηκαν τα εδάφη.
Άρθρο XII: Αποκαθίσταται η πλήρης κατοχή των κτημάτων των Α.Β.Υ. των Δουκών του Σαξ Κόμπουργκ, του Ολδεμβούργου και του Μεκλεμβούργου Σβέριν. Οι δε γαλλικές φρουρές θα παραμείνουν μέχρι τη συνομολόγηση οριστικής συνθήκης μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας.
Άρθρο XIII: Η Α.Μ. ο αυτοκράτορας Ναπολέων αποδέχεται τη διαμεσολάβηση του αυτοκράτορα πασών των Ρωσιών, να διαπραγματευθεί και να συνάψει οριστική συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Γαλλίας και της Αγγλίας, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η διαμεσολάβηση θα γίνει δεκτή από την Αγγλία σε ένα μήνα από την επικύρωση της παρούσας Συνθήκης.
Άρθρο XIV: Η Α.Μ. ο αυτοκράτορας πασών των Ρωσιών επιθυμώντας, από την πλευρά του, να φανερώσει πόσο διακαώς επιθυμεί να καθιερώσει τις πιο προσωπικές και μακροχρόνιες σχέσεις μεταξύ των δύο αυτοκρατόρων, αναγνωρίζει τη Μεγαλειότητα του Ιωσήφ (Βοναπάρτη) βασιλέα της Νάπολης, και του Λουδοβίκου (Βοναπάρτη), βασιλέα της Ολλανδίας.
Άρθρο XV: Η Α.Μ. ο αυτοκράτορας πασών των Ρωσιών, αναγνωρίζει τη Συνομοσπονδία του Ρήνου, την παρούσα κατάσταση των κτήσεων των αρχόντων που ανήκουν σε αυτή, καθώς και τους τίτλους των ατόμων που τους ανατίθενται κατά πράξη της συνομοσπονδίας.
Άρθρο XVI: Η Α.Μ. ο αυτοκράτορας πασών των Ρωσιών παραχωρεί στον Βασιλέα της Ολλανδίας όλη την κτήση - επικυριαρχία επί της δεξιάς πλευράς της «εξοχότητας του Jever», στην Ανατολική Φρίσλαντ.{ι]
Άρθρο XVII: Η παρούσα συνθήκη ειρήνης τυγχάνει αμοιβαία δεσμευτική και σε ισχύ, για τους Μεγαλειότατους Βασιλέα της Νάπολης, Ζοζέφ Ναπολέοντα και Βασιλέα της Ολλανδίας Λουδοβίκο Ναπολέοντα, και για τους άρχοντες της Συνομοσπονδίας του Ρήνου, διατελώντας σε συμμαχία με τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα.
Άρθρο XVIII: Η Α.Μ. ο αυτοκράτορας πασών των Ρωσιών αναγνωρίζει επίσης τον Πρίγκιπα Jerome Ναπολέοντα, ως Βασιλέα της Βεστφαλίας.
Άρθρο XIX: Το Βασίλειο της Βεστφαλίας αποτελείται βασικά από τις επαρχίες που παραχωρήθηκαν από τον Βασιλέα της Πρωσίας στην αριστερή όχθη του ποταμού Έλβα, και άλλες περιοχές που επί του παρόντος βρίσκονται στην κατοχή του αυτοκράτορα της Γαλλίας.
Άρθρο XX: Η Α.Μ. ο αυτοκράτορας πασών των Ρωσιών δεσμεύεται να αναγνωρίσει τα όρια του Βασιλείου της Βεστφαλίας μετά τις εκχωρήσεις της Α.Μ. του Βασιλέως της Πρωσίας, που καθορίζονται κατ 'εφαρμογή των ανωτέρω του άρθρου XIX, σε συνδυασμό με τη νέα κατάσταση κατοχής.
Άρθρο XXI: Επιβάλλεται γενική ανακωχή σε όλα τα μέτωπα μεταξύ των ρωσικών στρατευμάτων με εκείνων του Μεγάλου Αυθέντη[3] με την υποχρέωση της γνωστοποίησής της, με τον ταχύτερο δυνατό τρόπο επικοινωνίας, σε όλες τις διοικήσεις.
Άρθρο XXII: Τα πρωσικά στρατεύματα αποσύρονται από τις επαρχίες της Μολδαβίας, αλλά οι εν λόγω επαρχίες δεν μπορεί να καταληφθούν από τα στρατεύματα του Μεγάλου Αυθέντη, μέχρι και μετά την ανταλλαγή των επικυρώσεων της μελλοντικής οριστικής συνθήκης ειρήνης μεταξύ της Ρωσίας και της Οθωμανικής Πύλης.
Άρθρο XXIII: Η Α.Μ. ο αυτοκράτορας πασών των Ρωσιών δέχεται τη μεσολάβηση της Α.Μ. του αυτοκράτορα των Γάλλων, και του βασιλέως της Ιταλίας, με σκοπό μια προενταξιακή συμφέρουσα και έντιμη σύναψη ειρήνη ανάμεσα στις δύο δυνάμεις.
Άρθρο XXIV: Οι προθεσμίες, εντός των οποίων τα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη αποσύρουν τα στρατεύματά τους από τις θέσεις που πρόκειται να εκκενώσουν σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, όπως επίσης και ο τρόπος με τον οποίο οι διάφορες διατάξεις που περιέχονται στην παρούσα συνθήκη θα πρέπει να εκτελεστεί, θα διευθετηθούν από μια ειδική συμφωνία.
Άρθρο XXV: Η Α.Μ. ο αυτοκράτορας των Γάλλων και βασιλεύς της Ιταλίας, και ο Μεγαλειότατος αυτοκράτορας πασών των Ρωσιών, διασφαλίζουν αμοιβαία, ο ένας για τον άλλο, την ακεραιότητα των κτήσεών τους, καθώς και εκείνων των εξουσιών που προβλέπονται στην παρούσα συνθήκη, στη νέα κατάσταση - εγκατάσταση, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις.
Άρθρο XXVI: Οι αιχμάλωτοι - κρατούμενοι από τα συμβαλλόμενα μέρη, ή σ΄ εκείνα που περιλαμβάνονται στην παρούσα συνθήκη, αποκαθίστανται με μια μαζική και χωρίς καμία σύμπραξη ανταλλαγής, και από τις δύο πλευρές.
Άρθρο XXVII: Οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ της γαλλικής αυτοκρατορίας και βασιλείου της Ιταλίας, των Βασιλείων της Νάπολης και της Ολλανδίας, καθώς και των συνομοσπονδιοποιημένων χωρών του Ρήνου, αφενός, και της αυτοκρατορίας της Ρωσίας αφετέρου, αποκαθίστανται στην προ του πόλεμου κατάσταση.
Άρθρο XXVIII: Η εθιμοτυπία μεταξύ των αυτοκρατοριών Γαλλίας και Ρωσίας, καθώς επίσης και αντίστοιχα πρεσβευτές, υπουργοί, και απεσταλμένοι, αμοιβαία διαπιστευμένων μεταξύ τους τυγχάνουν πλήρους ισότητας και αμοιβαιότητας.
Άρθρο XXIX: Η παρούσα συνθήκη μετά την κύρωσή της από τον Μεγαλειότατον αυτοκράτορα των Γάλλων και βασιλέα της Ιταλίας, και τον Μεγαλειότατον αυτοκράτορα πασών των Ρωσιών, θα πρέπει εντός τεσσάρων ημερών να υποβληθεί σε επικυρώσεις στην πόλη Τιλσίτ.

Εγένετο εν Τιλσίτ, 7 Ιουλίου,(25 Ιουνίου) 1807.

Κάτω από τις ημερομηνίες ακολουθούν οι υπογραφές των τριών πληρεξούσιων αντιπροσώπων που αναφέρονταν στο προοίμιο οι οποίοι και ήταν οι Πρίγκιπας Μ. Ταλλεϋράνδος, Πρίγκιπας Αλέξανδρος Κουνάκιν και ο Πρίγκιπας Δμήτρη Λομπάνοφ-Ροστόβσκυ (αρχηγός των ρωσικών στρατευμάτων).

Μυστικά άρθρα συνθήκης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα δύο μυστικά άρθρα της συνθήκης, που έγιναν γνωστά πολύ αργότερα, φέρονται να συνομολογήθηκαν απ΄ ευθείας από τους δύο αυτοκράτορες κατ΄ απαίτηση του τσάρου πασών των Ρωσιών στην οποία τελικά συναίνεσε ο Ναπολέων. Αυτά αφορούσαν όλες τις κτήσεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας επί ευρωπαϊκού εδάφους, δηλαδή ολόκληρο το αρχικό εγιαλέτι της Ρωμυλίας, που την εποχή αυτή είχε πλέον κατακερματιστεί σε επιμέρους 21 για καλλίτερη διοίκηση. Σημειώνεται ότι από το προηγούμενο έτος είχε ουσιαστικά ξεκινήσει ο ρωσοτουρκικός πόλεμος (1806-1812) ο οποίος και εξανάγκασε τον τσάρο να κλείσει το δυτικό μέτωπο με τη Γαλλία με την παρούσα συνθήκη προκειμένου να μεταφέρει τα ρωσικά στρατεύματα νότια και παρότι το 21ο άρθρο της συνθήκης επέβαλε ανακωχή του πολέμου αυτού. Κατ΄ ακολουθία και ο Ναπολέων βέβαια μπορούσε πλέον να αποδεσμευτεί και να στραφεί δυτικά, στην εκστρατεία του στην Ιβηρική χερσόνησο.

Σύμφωνα με το πρώτο μυστικό άρθρο η Βεσσαραβία, η Μολδαβία, η Βλαχία και η βόρεια Βουλγαρία περιέρχονται στη Ρωσία. Η Βοσνία και η Σερβία εκτεινόμενη μέχρι και τη Θεσσαλονίκη περιέρχονται στην Αυστρία. Οι δε Αλβανία, Θεσσαλία, Πελοπόννησος και Κρήτη στη Γαλλία.
Με το δεύτερο δε άρθρο η Επτάνησος Πολιτεία εκχωρείται απ΄ ευθείας στον Ναπολέοντα με χαρακτήρα οικογενειακού κτήματος. Συγκεκριμένα το δεύτερο άρθρο όριζε:

Η Α.Μ. ο αυτοκράτωρ Ναπολέων... ως απόλυτος κτήτωρ και κυρίαρχος θα κατέχει τας επτά Ιονίους Νήσους.[4]

Γαλλο-Πρωσική συνθήκη του Τιλσίτ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ναπολέων και ο Αλέξανδρος υποδέχονται τη Βασίλισσα και Βασιλέα της Πρωσίας στο Τιλσίτ

Η Γαλλοπρωσική συνθήκη του Τιλσίτ συνομολογήθηκε μεταξύ πληρεξούσιων αντιπροσώπων του Αυτοκράτορα της Γαλλίας Ναπολέοντος Α΄ και του Βασιλέως της Πρωσίας Φρειδερίκου Γουλιέλμου Γ΄, δύο μέρες αργότερα της προηγουμένης συνθήκης, στις 9 Ιουλίου του 1807. Η συνθήκη αυτή συντάχθηκε ομοίως στη γαλλική και είναι πανομοιότυπη με τη γαλλορωσική, όπου αντί του τσάρου πασών των Ρωσιών, αναφέρεται ο Βασιλεύς της Πρωσίας και με εμβόλιμο ένα ακόμα άρθρο περιλαμβάνοντας έτσι συνολικά 30 άρθρα.
Ειδικά για το Βασίλειο της Πρωσίας η συνθήκη αυτή ήταν εξαιρετικά επώδυνη αφού ούτε λίγο ούτε πολύ έχανε το ήμισυ των εδαφών του, περίπου 150.000 τ. χλμ. και το ήμισυ του προ του πολέμου πληθυσμού του, περίπου 4,5 εκατομμύρια, εκτός της υποχρεωτικής μείωσης του στρατού στο 1/6 και της καταβολής πολεμικής αποζημείωσης. Συνεπώς δεν επρόκειτο για συνθήκη ειρήνης «μεταξύ ίσων» συμβαλλομένων, όπως η προηγούμενη γαλλο-ρωσική, αλλά χαρακτηριστική περίπτωση της λεγόμενης ειρήνης καθ΄ υπαγόρευση, όπου οι όροι της καθορίζονται μονομερώς. Βέβαια το ότι δεν καταλήφθηκε από γαλλικά στρατεύματα πλην ελαχίστων φρουρών προκειμένου να οδηγηθεί στη κοινή συμμαχία του ηπειρωτικού αποκλεισμού κατά της Αγγλίας, η ίδια η ιστορία απέδειξε το κατά πόσο θα μπορούσε να «σταθεί» συμμαχία υπό τέτοιες υπαγορεύσεις.

Στην κύρωση της συνθήκης αυτής, στο Τιλσίτ, παρέστη και η βασίλισσα της Πρωσίας Λουίζα, σύζυγος του Φρειδερίκου Γουλιέλμου Γ΄, της οποίας υπήρξε ιστορικός ο δεινός αγώνας της στις μάταιες επικλήσεις της προς τον Ναπολέοντα για μετριασμό των εδαφικών απωλειών και της οποίας η απογοήτευση αποτέλεσε θέμα ζωγράφων της εποχής. Οι πληρεξούσιοι αντιπρόσωποι της συνθήκης αυτής ήταν ο Πρίγκιπας Μ. Ταλλεϋράνδος C. M. Talleyrand, Prince of Benevento., ο Πρώσος στρατάρχης Φρειδερίκος Αδόλφος φον Κάλκρουθ (Friedrich Adolf von Kalckreuth), και ο Αύγουστος Φρειδερίκος φον Γκολτς, Πρώσος διπλωμάτης (August Friedrich Ferdinand von der Goltz).

Συνέπειες εκ των συνθηκών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αυτοκρατορικοί εναγκαλισμοί του Τιλσίτ, γαλλικό μενταγιόν

Οι συνθήκες του Τιλσίτ παρουσιάζουν ένα εξαιρετικό ενδιαφέρον στην ιστορία της Ευρώπης όσο και στην εξέλιξη των διεθνών σχέσεων γενικότερα. Μπορεί και οι δύο συνθήκες να τερμάτισαν την πρωσική εκστρατεία του Ναπολέοντα, ή άλλως τον πόλεμο του Δ΄ Συνασπισμού πλην όμως αποτέλεσαν ταυτόχρονα συνθήκες μεγάλης συμμαχίας πρώην εμπολέμων που σχεδόν κατέβαλε την εποχή εκείνη την υπόλοιπη Ευρώπη. Στις μυστικές διαβουλεύσεις μεταξύ των δύο αυτοκρατόρων, Ρωσίας και Γαλλίας, συζητήθηκε εκτενέστερα το Ανατολικό Ζήτημα. Επ΄ αυτού οι δύο αυτοκράτορες, Ναπολέων Α΄ και Αλέξανδρος Α΄, δεσμεύτηκαν να βοηθήσει ο ένας τον άλλον στις επιδιώξεις τους. Η μεν Γαλλία τη Ρωσία κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στη διανομή της χερσονήσου του Αίμου, η δε Ρωσία τη Γαλλία στον ηπειρωτικό αποκλεισμό κατά της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, υποκινώντας μέχρι ακόμα και αγγλο-ρωσικό πόλεμο ή επεκτείνοντας τούτο μεταξύ Φιλανδίας και Σουηδίας προς γενίκευση του οικονομικού αποκλεισμού.

Οι μυστικές διαβουλεύσεις που έλαβαν χώρα κατά τη συνομολόγηση των παραπάνω αποτελούν μία από τις χαρακτηριστικές εκείνες περιπτώσεις όπου και αποκαλύπτεται η μεγάλη ευκολία ανατροπής προηγουμένων συνθηκών που έχουν συνομολογηθεί, όσο δεσμευτικές και αν είναι, όταν τούτο επιβάλλουν νέες καταστάσεις.

Η Πρωσία το 1807 (πορτοκαλί) και οι εκτάσεις της που έχασε με τη συνθήκη του Τιλσίτ (άλλα χρώματα).

Σημαντικότερες συνέπειες των παραπάνω συνθηκών ήταν:

  1. Ο τερματισμός του πολέμου και σύναψη ειρήνης, φιλίας και συμμαχίας μεταξύ Γαλλίας Ρωσίας και Πρωσίας.
  2. Η Πρωσία χάνει όλες τις κτήσεις της της τελευταίας 35ετίας και τα σύνορά της επανέρχονται σ΄ εκείνα της 1 Ιανουαρίου του 1772.
  3. Η Ρωσία και η Πρωσία αναγνωρίζουν όλες τις μέχρι τότε κτήσεις του Ναπολέοντα.
  4. Ρωσία και Πρωσία αναγνωρίζουν τη Συνομοσπονδία του Ρήνου που δημιούργησε ο Ναπολέων.
  5. Η Ρωσία και η Πρωσία προσχωρούν στον ηπειρωτικό αποκλεισμό κατά της Αγγλίας (μυστική συμφωνία). Η Ρωσία πρέπει να εγκαταλείψει εντελώς το εμπόριο με τους κυριότερους εταίρους της (ειδικότερα, οι όροι της συνθήκης ειρήνης που προβλέπεται Ρωσία εντελώς εξαλειφθεί η εξαγωγή κάνναβης στο Ηνωμένο Βασίλειο) και σε συνεργασία με τη Γαλλία να εργαστεί για την Αυστρία, τη Δανία, τη Σουηδία και την Πορτογαλία για τον ίδιο σκοπό.
  6. Ρωσία και Γαλλία δεσμεύονται να βοηθήσει η μία την άλλη σε κάθε επιθετικό και αμυντικό πόλεμο, όπου αυτό απαιτείται από τις περιστάσεις. Επακόλουθο αυτού ήταν ο πολέμος με τη Σουηδία (1808-1809), ενώ με την υποστήριξη της Γαλλίας, η Ρωσία απέκτησε τη Φινλανδία.
  7. Στο έδαφος των πρώην πολωνικών κτήσεων της Πρωσίας σχηματίζεται και αναγνωρίζεται το Δουκάτο της Βαρσοβίας, εξαρτώμενο από τη Γαλλία.
  8. Ομοίως αναγνωρίζεται το Βασίλειο της Βεστφαλίας που θα αποτελέσει μέρος της Συνομοσπονδίας του Ρήνου.
  9. Η Ρωσία κηρύσσει ανακωχή με την Υψηλή Πύλη και αποσύρει τα στρατεύματά της από τη Μολδαβία και τη Βλαχία, που περιέρχονται στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
  10. Η Ιόνιος Πολιτεία περιέρχεται στον Ναπολέοντα και γίνεται μέρος των Ιλλυριών επαρχιών της Γαλλίας.
  11. Η Γαλλία έπαψε να παρέχει βοήθεια στην Τουρκία στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο 1806-1812.
  12. Ρωσία και Πρωσία αναγνωρίζουν τον Ιωσήφ Βοναπάρτη, Βασιλέα της Νάπολης, τον Λουδοβίκο Βοναπάρτη - Βασιλέα της Ολλανδίας, και τον Jerome Βοναπάρτη - Βασιλέα της Βεστφαλίας.

Συνέπειες στη Βαλκανική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εμπλοκή της Βαλκανικής στις μυστικές διαβουλεύσεις και η συζήτηση περί του Ανατολικού ζητήματος, μεταξύ των δύο αυτοκρατόρων, παρότι η περιοχή ήταν εκτός θεάτρου επιχειρήσεων της πρωσικής εκστρατείας, οφείλεται κυρίως στη φερόμενη παλινδρόμηση του Σουλτάνου και στα αίτια του ρωσοτουρκικού πολέμου που είχε ξεκινήσει τον προηγούμενο χρόνο και που βεβαίως δεν είχε αφήσει αδιάφορο τον Ναπολέοντα. Συνέπεια αυτών ήταν η σκέψη των αυτοκρατόρων, εν όψει της γαλλορωσικής συμμαχίας του Τιλσίτ, να δοθεί ένα οριστικό τέλος με τη διανομή της χερσονήσου του Αίμου, που την ίδια εποχή κυριολεκτικά «έβραζε» από αναστατώσεις, στάσεις και άλλες εμπλοκές που ουσιαστικά έφερναν κάθε φορά αντιμέτωπους τους αυτοκράτορες με την Υψηλή Πύλη. Είχαν φθάσει μάλιστα οι αυτοκράτορες να συζητούν περί της τύχης και αυτής ακόμα της Κωνσταντινούπολης που παρουσίαζε όμως ιδιαίτερες δυσχέρειες, όπως και τα Στενά των Δαρδανελλίων, στη λήψη τελικής απόφασης.Χαρακτηριστική λέγεται πως υπήρξε η στιγμή που όταν ο Τσάρος Αλέξανδρος εξέφρασε την άποψη τα ρωσικά στρατεύματα να προχωρήσουν στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, τότε εγέρθηκε ο Ναπολέων και κτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι φώναξε «Ουδέποτε»[5]
Σημειώνεται ότι στη διάρκεια που ο Ναπολέων βρισκόταν εξόριστος στη νήσο Αγία Ελένη, αναφερόμενος στο ζήτημα της Κωνσταντινούπολης ανέφερε σχετικά: «Θα μπορούσα να διαμοιράσω το Τουρκικό κράτος με τη Ρωσία διότι υπήρξε μεταξύ μας τέτοια σκέψη, αλλά η Κωνσταντινούπολη πάντοτε διέσωζε αυτό. Η πρωτεύουσα αυτή αποτελούσε πάντα την πέτρα του σκανδάλου. Ο μεν Αλέξανδρος Α΄ ήθελε αυτήν, εγώ όμως δεν μπορούσα να συναινέσω. Αποτελούσε από μόνη της «κλείδα πολυτιμωτάτη» που μόνη της άξιζε μια αυτοκρατορία. Ο κατέχων την Κωνσταντινούπολη δύναται να κυβερνήσει τον κόσμον». Και συνεχίζει ...«Η κρίση για την Ευρωπαϊκή ήπειρο είναι μεγάλη και ειδικότερα για την Κωνσταντινούπολη. Ο Αλέξανδρος επιθυμώντας να την αφήσω σ΄ εκείνον πάντα με κολάκευε αλλά εγώ έκανα τον κουφό. Αυτό το κράτος, (η Οθωμανική Αυτοκρατορία), αν και αποσαθρωμένο αποτελούσε το σημείο διαχωρισμού αμφοτέρων. Υπήρξε ένα τέναγος που δυσκόλευε τις κινήσεις μου, για τους Έλληνες όμως το ζήτημα διαφέρει»[6]

Κύρια πρόσωπα που δέσποζαν την εποχή εκείνη στη περιοχή του Αίμου, που ενεργούσαν με αποσχιστικές τάσεις σε βάρος του τότε σουλτάνου Σελίμ Γ', όλοι τους γνωστοί και στους δύο αυτοκράτορες, και που δεν θα πρέπει να παραβλέπονται στις εξελίξεις που ακολουθούσαν ήταν βασικά ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος Υψηλάντης ηγεμόνας (οσποδάρος) της Μολδοβλαχίας, ο Οσμάν Πασβάνογλου που ηγείτο μουσουλμάνων ληστών και ανυπότακτων γενιτσάρων στη βορειο-δυτική Βαλκανική, ο Καραγιώργης της Σερβίας ηγεμόνας των Σέρβων, ο Αλή Πασάς στα Γιάννενα, ο Ιωάννης Καποδίστριας, υπουργός των Εξωτερικών της Επτανήσου Πολιτείας[7], καθώς επίσης ο αυτοαποκαλούμενος «αρματολός του Λεονταρίου» Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στον Μοριά και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης Μπέης της αυτόνομης Μάνης. Πλέον δραστήριος των παραπάνω ήταν ο πρίγκιπας Κ. Υψηλάντης για τον οποίο τις παραμονές της υπογραφής της συνθήκης ειρήνης του Τιλσίτ ο Ναπολέων φέρεται να είπε στον τσάρο Αλέξανδρο Α΄ «Γνωρίζω τα σχέδια αυτού του οσποδάρου Υψηλάντη, μας εξαπατά και τους δύο, μόνο για τις χίμαιρές του εργάζεται» [8]

Σημειώνεται ότι την ίδια εκείνη εποχή η Οθωμανική Αυτοκρατορία ως σύμμαχος της Γαλλίας είχε εισχωρήσει στον ηπειρωτικό αποκλεισμό κατά της Αγγλίας, που είχε επιβάλει ο Ναπολέων, κηρύσσοντας ακόμα και πόλεμο με την Αγγλία, αντιμετώπιζε μεγάλη εσωτερική αναστάτωση από τους γενίτσαρους που είχαν εξεγερθεί κατά του σουλτάνου Σελίμ Γ΄. Ένα μόλις μήνα πριν τη συνομολόγηση της συνθήκης του Τιλσίτ, στις 29 Μαΐου ο σουλτάνος Σελίμ Γ΄ καθαιρέθηκε από τον πρεσβύτερο εξάδελφό του που ανήλθε στον θρόνο ως Μουσταφά Δ΄.

Αμέσως μετά την επικύρωση της συνθήκης του Τιλσίτ η Ρωσία κηρύσσοντας ανακωχή με την Τουρκία άρχισε να αποσύρει τα στρατεύματά της από τη Μολδοβλαχία ο έλεγχος της οποίας περιήλθε στην Τουρκία. Φοβούμενος τότε ο πρίγκιπας Υψηλάντης τις συνέπειες που θα μπορούσε να υποστεί από την Υψηλή Πύλη, ακολουθώντας τους Ρώσους, κατέφυγε στην Αγία Πετρούπολη. Από την πλευρά του ο νέος Σουλτάνος Μουσταφά Δ΄ εκδίδοντας ένα Χαττ-ι-Σερίφ κήρυξε αμνηστία σ΄ όλους τους νησιώτες του Αιγαίου (του Εγιαλετίου του Αρχιπελάγους) που είχαν εκτεθεί απέναντι στην Υψηλή Πύλη είτε λόγω επαναστατικών δράσεων, συμμαχώντας με τους Ρώσους, είτε από πειρατικές ενέργειες σε νησιά και ακτές της Μικράς Ασίας, είτε ακόμα και από άλλες δραστηριότητες που τους εξανάγκασαν να εγκαταλείψουν τα νησιά τους.[9] Η αμνηστία εκείνη του 1807 υπήρξε ιδιαίτερα ευνοϊκή για τους Έλληνες καραβοκύρηδες με δεδομένο ότι σχεδόν όλο το κατά θάλασσα εμπόριο της εποχής στην περιοχή του Λεβάντε, όπως αποκαλούσαν οι δυτικοί το Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο, πραγματοποιούταν από ελληνικά πλοία διατηρώντας το προνόμιο να υψώνουν τη ρωσική σημαία από το 1779 όπως αυτό διαμορφώθηκε από μια σειρά συνθηκών μετά τη συνθήκη του Κάρλοβιτς.[10] Σημειώνεται ότι επίσημα το δικαίωμα της ύψωσης της ρωσικής σημαίας από ελληνικά εμπορικά πλοία ως προνόμιο ορίσθηκε με εμπορική συνθήκη από την Αυτοκράτειρα Μεγάλη Αικατερίνη με την Υψηλή Πύλη στις 10 Ιουνίου του 1783.[11]
Αν και ο Οσμάν Πασβάνογλου, που διατηρούσε διπλωματικές σχέσεις με τους Γάλλους, είχε ήδη πεθάνει κατά την επικύρωση της συνθήκης του Τιλσίτ τόσο η περιοχή στην οποία δρούσε, δυτική Βαλκανική, όσο και η περιοχή του Καραγιώργη της Σερβίας, που επίσης διατηρούσε σχέσεις με τους Γάλλους πέρασαν στη σφαίρα επιρροής της Γαλλίας (σύμφωνα με τις μυστικές συμφωνίες).
Για τον Αλή Πασά η συνθήκη του Τιλσίτ και η εξ αυτής ανακωχή των Ρώσων με τους Τούρκους με επακόλουθο την προσωρινή διακοπή των εχθροπραξιών τον ευνόησαν ιδιαίτερα όχι μόνο στην εδραίωσή του στο πασαλίκι των Ιωαννίνων αλλά και την ευρύτερη επέκταση αυτού, καταστέλλοντας οποιαδήποτε επαναστατική ενέργεια των Ελλήνων.[12] Ήδη από το 1804 ο γιος του ο Βελής είχε αρχίσει να υποτάσσει τον Μοριά, ενώ ο ίδιος ο Αλή Πασάς αν και βασάλος (= υποτελής) της Υψηλής Πύλης ανέπτυσσε ιδιαίτερες διπλωματικές σχέσεις περισσότερο φιλογαλλικές. Γνωστός όμως για τις ραδιουργίες του τόσο οι Ρώσοι όσο και οι Γάλλοι και στη συνέχεια οι Άγγλοι τον θεωρούσαν «ανεξάρτητη δύναμη» στην περιοχή.[13] Χαρακτηριστική επ΄ αυτού ήταν η αναφορά του Ρώσου ναυάρχου Θ. Ουσακώφ, το 1799, προς τον Ρώσο στρατηγό Ταμάρα στην Κωνσταντινούπολη: «Δεν πρέπει να συμπεραίνει κανείς ότι ο Αλή πασάς είναι εντελώς αφοσιωμένος στους Γάλλους. Αυτός ο άνθρωπος είναι πονηρός και απεριόριστα δόλιος, προσπαθεί να απαλλαγεί από κάθε εξάρτηση ή να γίνει απόλυτος κυρίαρχος. Είναι φανερό από τις ενέργειές του ότι θα παραμένει με το μέρος εκείνου που που κάθε φορά είναι ο ισχυρότερος».
Αξιοσημείωτο υπήρξε το γεγονός ότι κατά το χρόνο της συνομολόγησης της συνθήκης του Τιλσίτ, τον Ιούλιο του 1807, ο Αλή Πασάς, έχοντας προηγουμένως εξοπλιστεί ανάλογα από τους Γάλλους με κανόνια και άλλα πολεμοφόδια ξεκίνησε την εκστρατεία κατά της Λευκάδας για τη σωτηρία της οποίας κατέφθασαν στο νησί πολλοί κλεφταρματολοί κυρίως από την Ήπειρο. Το συντονισμό αυτών ανέλαβε ο Ι. Καποδίστριας στη λεγόμενη σύναξη των Σουλιωτών στο χωριό Μαγεμένο. Τελικά ένα ρωσικό τάγμα και τέσσερις λόχοι Σουλιωτών υπό τον αεικίνητο διοργανωτή της ελληνικής επανάστασης Χ. Περραιβό που ανέλαβαν την υπεράσπιση της νήσου κράτησαν μακριά τις δυνάμεις του Αλή. Η παράλληλη στο μεταξύ εμφάνιση των γαλλικών πλοίων φανέρωσε και στις δύο πλευρές τη μυστική συμφωνία όπου και διακόπηκαν οι περαιτέρω εχθροπραξίες.

Η σημαντικότερη όμως συνέπεια της συνθήκης Τιλσίτ στη νότια Βαλκανική ήταν η επαναπροσάτηση των Επτανήσων στη Γαλλία. Η Επτάνησος Πολιτεία όπως αυτή είχε συσταθεί μετά την κατάληψη των Επτανήσων από τους Ρώσους όπου σύμφωνα με ειδική ρωσοτουρκική συνθήκη αποτελούσε ελεύθερο σχετικά κράτος υπό την προστασία της Ρωσίας και την επικυριαρχία της Υψηλής Πύλης, ο Αυτοκράτορας Αλέξανδρος Α΄ απέδωσε αυτή σχεδόν ως δώρο στον Ναπολέοντα, σύμφωνα με μυστικό άρθρο όπως αναφέρθηκε παραπάνω, μετά την εκ μέρους του Ναπολέοντα αναγνώριση της κυριαρχίας του Πριγκιπάτου του Ολδεμβούργου, συγγενικού της Ρωσίας. Έτσι στις 3 Αυγούστου του 1807 αποβιβάστηκαν στην Κέρκυρα γαλλικές δυνάμεις εκ 4.000 ανδρών με δύο πυροβολαρχίες και δύο τάγματα σκαπανέων με ανάλογη μέριμνα προμηθειών και πυρομαχικών. υπό τον Γάλλο στρατάρχη Σεζάρ Μπερτιέ, ο οποίος και ανέλαβε αμέσως διοικητής της Επτανήσου. Την 1η Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους ο Σ. Μπερτιέ, έχοντας εγκατασταθεί στο ενετικό φρούριο της πόλης της Κέρκυρας, έδρα όλων των προηγουμένων διοικητών, ανήγγειλε την πλήρη κατάληψη των Ιονίων νήσων που θέτονταν υπό την προστασία της Γαλλίας, με το ίδιο υφιστάμενο «βυζαντινό σύνταγμα», τη γερουσία και τις εκ του συντάγματος διοικητικές και δικαστικές εξουσίες και ότι οι κάτοικοι τυγχάνουν πλέον υποτελείς του Γάλλου Αυτοκράτορα. Από αυτή την ημερομηνία αρχίζει και η περίοδος της δεύτερης γαλλικής κατοχής της Επτανήσου η οποία και θα διαρκέσει μέχρι επτά χρόνια.
Παρότι ο στρατηγός Μπερτιέ είχε λάβει οδηγίες για καλή συμπεριφορά προς τους κατοίκους μη θίγοντας το σύνταγμα που ο τσάρος θεωρούσε άριστο και να φροντίζει άγρυπνα για τις επισκευές, τον εφοδιασμό και την οχύρωση των φρουρίων όσο θα συνεχιζόταν ο πόλεμος με την Αγγλία[14], εντούτοις η συμπεριφορά του υπήρξε αντίθετη. Η δε ύψωση της τρίχρωμης γαλλικής σημαίας στην ακρόπολη της Κέρκυρας σήμαινε κάθε άλλο από ανεξαρτησία, που είχε υποσχεθεί ο Ναπολέων, με συνέπεια ο τοπικός πληθυσμός άρχισε να δείχνει έντονη δυσαρέσκεια στην παρουσία των Γάλλων. Υπό τις εξελίξεις αυτές ο Ιωάννης Καποδίστριας, αποδεδειγμένα ρωσόφιλος, αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την Κέρκυρα και να καταφύγει, όπως και ο πρίγκιπας Υψηλάντης, στην Αγία Πετρούπολη, στη Ρωσία, ενώ ο στρατηγός Μπερτιέ, έχοντας ασκήσει διοίκηση μόλις επτά μηνών, στις 28 Μαρτίου του 1808 αντικαταστάθηκε από τον μετριοπαθή βοηθό του στρατηγό Ντονζελό (Donzelot).

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Συμμαχία Ρωσίας, Πρωσίας και Αγγλίας
  2. Το άρθρο αυτό τέθηκε ως επιθυμία του Ναπολέοντα για αποδοχή από τον Αλέξανδρο Α΄, επειδή αφορούσε τη Πρωσία, σύμμαχο της Ρωσίας στον πόλεμο.
  3. υπονοείται της Υψηλής Πύλης, δηλαδή τον Μέγα Βεζίρη
  4. Χ. Νικολάου σ.51
  5. Κλ. Νικολαΐδης σ.271
  6. Κ. Σαθάς σ.604
  7. Ο D. Dakin σ. 55, τον αναφέρει ως πρώτο υπουργό των Εξωτερικών, στην πραγματικότητα ήταν γραμματέας της επικράτειας
  8. Α. Βακαλόπουλος τ.4ος, σ.703
  9. Α. Βακαλόπουλος τ.4ος, σ.714
  10. Douglas Dakin σ.38
  11. Γ. Φίνλεϋ σ.318
  12. Α. Βακαλόπουλος τ.4ος, σ.716
  13. Douglas Dakin σ.48
  14. Α. Βακαλόπουλος τ.4ος, σ.714

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • «Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica», τομ. 57ος, σελ. 247.
  • Κ. Σάθας «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς 1453-1821» - Αθήναι 1869, σελ. 604-605.
  • Κλ. Νικολαΐδης «Ιστορία του Ελληνισμού με Κέντρον την Μακεδονίαν» - Αθήναι 1923 σ. 271
  • Διον. Κόκκινος «Η Ελληνική Επανάστασις» τομ. 6 - Αθήναι 1957, τομ. 1ος, σελ. 65-67.
  • Γ. Φίνλεϋ «Ιστορία της Τουρκοκρατίας και Ενετοκρατίας στην Ελλάδα» - Αθήναι 1957
  • Σπ. Βερύκιος «Ιστορία των «Ηνωμένων Κρατών» των Ιονίων Νήσων» - Αθήναι 1964, σελ. 37-38.
  • Απ. Βακαλόπουλος «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού» τόμοι 7 - Θεσσαλονίκη 1968
  • Douglas Dakin «Η Ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923» β΄ έκδοση ΜΙΕΤ - Αθήνα 1984
  • Χαρ. Νικολάου «Διεθνείς Συνθήκες» Εκδ. Φλώρος, Αθήνα 1996, σελ. 51-53.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μαξ Μπράουμπαχ: Από τη Γαλλική Επανάσταση έως το Συνέδριο της Βιέννης (= Gebhardt Εγχειρίδιο γερμανικής ιστορίας. Vol. 14). Μόναχο 1974, ISBN 3-423-04214-1.
  • Η Συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Α.Μ. του Αυτοκράτορα της Γαλλίας και Βασιλέως της Ιταλίας, και της Α.Μ. του Βασιλέως της Πρωσίας που συνήφθη στο Τιλσίτ, στις 9 Ιουλίου, 1807. Στην :. υπό τον Johann Gottfried Pahl (επιμ.): «Ιστορία των Γερμανών. Μια πολιτική εφημερίδα. VII. Όγκος, 31-33. Κομμάτι, 12, 19 - 26 Αυγούστου 1807

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]