Σάξονες της Τρανσυλβανίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σάξονες της Τρανσυλβανίας
Siebenbürger Sachsen  (γερμανική)
Sași transilvani  (Romanian)
Erdélyi szászok  (Hungarian)
Σημαία των Σαξόνων της Τρανσυλβανίας και o θυρεός του Pανεπιστημίου των Σαξόνων της Τρανσυλβανίας κατά τον Μεσαίωνα στη Ρουμανία
Συνολικός πληθυσμός
π. 13,000–200,000[1]
Περιοχές με σημαντικούς πληθυσμούς
Ρουμανία
(κυρίως Τρανσυλβανία)
π. 13,000[2][3]

Οι Σάξονες της Τρανσυλβανίας (γερμανικά: Siebenbürger Sachsen, ρουμανικά: Sași) είναι μία από τις εθνικές μειονότητες της Ρουμανίας. Παραδοσιακά ανήκουν στη λουθηρανική εκκλησία και σημαντικές πόλεις τους υπήρξαν το Σιμπίου, το Μπρασόβ και η Σιγκισοάρα στη νότια Τρανσυλβανία που ακόμη διατηρούν στοιχεία σαξονικής αρχιτεκτονικής.[4]

Είναι απόγονοι των Σαξόνων που μετανάστευσαν στην Τρανσυλβανία στα μέσα του 12ου αιώνα αν και πλέον σήμερα δεν απομένουν παρά μερικές χιλιάδες μετά τη μαζική φυγή τους που ακολούθησε την κατάρρευση του καθεστώτος του Τσαουσέσκου μεταξύ 1989 και 1990. Στην περιοχή πλέον διαμένει μια πλειοψηφία Ρομά.[5] Σάξονας της Τρανσυλβανίας είναι ο Πρόεδρος της Ρουμανίας, Κλάους Γιοχάνις.

Οι Σάξονες της Τρανσυλβανίας (γερμανικά: Siebenbürger Sachsen, τρανσυλβανοσαξονικά: Siweberjer Såksen, ρουμανικά: Sași ardeleni, sași transilvăneni/transilvani, ουγγρικά: Erdélyi szászok) είναι ένας λαός γερμανικής εθνότητας που εγκαταστάθηκε στην Τρανσυλβανία (γερμανικά: Siebenbürger) από τα μέσα του 12ου αιώνα ως την ύστερη νεότερη περίοδο (πιο συγκεκριμένα τα μέσα 19ου αιώνα).

Η νομική βάση της εγκατάστασης τέθηκε με το Diploma Andreanum, που εκδόθηκε από τον Βασιλιά Ανδρέα Β΄ της Ουγγαρίας, που είναι γνωστό ότι παρέχει την πρώτη εδαφική αυτονομία μέχρι τότε στην ιστορία. Οι «Σάξονες» της Τρανσυλβανίας προέρχονταν αρχικά από τη Φλάνδρα, το Αινώ, τη Βραβάντη, τη Λιέγη, τη Ζέελαντ, τον Μοζέλλα, τη Λωρραίνη και το Λουξεμβούργο στα βορειοδυτικά εδάφη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας γύρω στο 1140.[6]

Μετά το 1918 και τη διάλυση της Αυστροουγγαρίας, στον απόηχο της Συνθήκης του Τριανόν, η Τρανσυλβανία εντάχθηκε στο Βασίλειο της Ρουμανίας. Κατά συνέπεια οι Σάξονες της Τρανσυλβανίας, μαζί με άλλες εθνικές γερμανικές υποομάδες στην πρόσφατα διευρυμένη Ρουμανία (συγκεκριμένα Σουαβοί του Bανάτου, Γερμανοί της Βεσσαραβίας, Γερμανοί της Δοβρουτσάς, Γερμανοί της Βουκοβίνας, Σουαβοί του Σάτου Μάρε και Γερμανοί Τσίπσερ), έγιναν μέρος της ευρύτερης γερμανικής μειονότητας αυτής της χώρας. Σήμερα σχετικά λίγοι εξακολουθούν να ζουν στη Ρουμανία, όπου η τελευταία επίσημη απογραφή που πραγματοποιήθηκε το 2011 κατέγραψε 36.042 Γερμανούς, εκ των οποίων οι 11.400 ήταν Τρανσυλβανικής Σαξονικής καταγωγής.[7]

Ιστορική επισκόπηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο εποικισμός της Τρανσυλβανίας από Γερμανούς ξεκίνησε επί της βασιλείας του Βασιλιά Γκέζα Β΄ της Ουγγαρίας (1141–1162). Για δεκαετίες το κύριο καθήκον αυτών των μεσαιωνικών γερμανόφωνων εποίκων ήταν να υπερασπιστούν τα νοτιοανατολικά σύνορα του Βασιλείου της Ουγγαρίας ενάντια σε ξένους εισβολείς που προέρχονταν κυρίως από την Κεντρική Ασία (π.χ. Κουμάνοι και Τάταροι).

Το πρώτο κύμα εποικισμού συνεχίστηκε μέχρι τα τέλη του 13ου αιώνα. Αν και οι άποικοι προέρχονταν κυρίως από τη δυτική Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και γενικά μιλούσαν Φραγκονικές διαλέκτους, άρχισαν να αναφέρονται συλλογικά ως «Σάξονες» λόγω των Γερμανών που εργάζονταν για την Ουγγρική καγκελαρία. Σταδιακά η μορφή των Γερμανικών που μιλούσαν κάποτε αυτοί οι τεχνίτες, οι φύλακες και οι εργάτες έγινε τοπικά γνωστή ως Såksesch.

Ο πληθυσμός των Σαξόνων της Τρανσυλβανίας μειώνεται σταθερά από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς άρχισαν να εγκαταλείπουν μαζικά τη σημερινή Ρουμανία κατά και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετακομίζοντας αρχικά στην Αυστρία και στη συνέχεια κυρίως στη νότια Γερμανία (ειδικά στη Βαυαρία).

Η διαδικασία της μετανάστευσης συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια της κομμουνιστικής κυριαρχίας στη Ρουμανία. Μετά την κατάρρευση του καθεστώτος Τσαουσέσκου το 1989 και εκείνου της Ανατολικής Γερμανίας, πολλοί από αυτούς συνέχισαν να μεταναστεύουν στην ενοποιημένη Γερμανία. Ως αποτέλεσμα σήμερα μόνο περίπου 12.000 Σάξονες παραμένουν στη Ρουμανία.[8]

Σήμερα η συντριπτική πλειοψηφία των Σάξονων της Τρανσυλβανίας ζει είτε στη Γερμανία είτε στην Αυστρία. Ωστόσο ένας αρκετά μεγάλος πληθυσμός των Σαξόνων της Τρανσυλβανίας κατοικεί επίσης σήμερα στη Βόρεια Αμερική, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες (συγκεκριμένα στο Αϊντάχο, το Οχάιο και το Κολοράντο), καθώς και στον Καναδά (ακριβέστερα το νότιο Οντάριο).

Προέλευση και μεσαιωνικοί οικισμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι περιοχές προέλευσης από τις οποίες προήλθαν τα αρχικά κύματα των Σαξόνων της Τρανσυλβανίας (η διακεκομμένη γραμμή δείχνει τα σύνορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατά το Μέσο Μεσαίωνα). Υπόμνημα:
  Λωρραίνη - η κύρια περιοχή προέλευσης των αρχικών εποίκων
  Βραβάντη, Βαυαρία και Θουριγγία - δευτερεύουσες περιοχή προέλευσης

Η αρχική φάση του γερμανικού εποικισμού άρχισε στα μέσα του 12υο αιώνα, με τους εποίκους να ταξιδεύουν σε αυτό που θα γινόταν η Altland ή Hermannstadt Provinz, με βάση γύρω από την πόλη Χέρμανσταντ, το σημερινό Σιμπίου. Αν και ο πρωταρχικός λόγος για την πρόσκληση του Γκέζα Β΄ ήταν η υπεράσπιση των συνόρων, παράλληλα με την απασχόληση των Σέκελι έναντι των εισβολέων, οι Γερμανοί αναζητήθηκαν επίσης για την ειδίκευσή τους στις εξορύξεις και την ικανότητά τους να αναπτύξουν την οικονομία της περιοχής. Οι περισσότεροι έποικοι στην περιοχή αυτή προήλθαν από το Λουξεμβούργο και την περιοχή του ποταμού Ποταμού Μοζέλλα.

Μια δεύτερη φάση γερμανικού εποικισμού στις αρχές του 13ου αιώνα έγινε από εποίκους κυρίως από τη Ρηνανία, τις νότιες Κάτω Χώρες και την περιοχή του Μοζέλλα, με άλλους από τη Θουριγγία, τη Βαυαρία, ακόμη και από τη Γαλλία. Ένας οικισμός στη βορειοανατολική Τρανσυλβανία επικεντρώθηκε στην πόλη Νέζεν, το μεταγενέστερο 'Μπίστριτς (Μπίστριτσα), που βρίσκεται στον ομώνυμο ποταμό. Η γύρω περιοχή έγινε γνωστή ως Νέζνερλαντ.

Η συνεχιζόμενη μετανάστευση από την Αυτοκρατορία επέκτεινε την περιοχή των Σαξόνων προς τα ανατολικά. Οι έποικοι από την περιοχή του Χέρμανσταντ εξαπλώθηκαν στην κοιλάδα του Ποταμού Χορτιμπάτσιου (Harbachtal) και στους πρόποδες των βουνών Τσίμπιν (γερμανικά: Zibin) και Σέμπες (γερμανικά: Mühlbacher).

Η τελευταία περιοχή, επικεντρωμένη γύρω από την ομώνυμη πόλη, ήταν γνωστή ως Unterwald. Στο βόρειο τμήμα του Χέρμανσταντ εγκαταστάθηκαν στη λεγόμενη Weinland, συμπεριλαμβανομένου του χωριού Νυμφζ κοντά στο Μέδιας. Λέγεται ότι ο όρος Σάξων εφαρμόστηκε σε όλους τους Γερμανούς αυτών των ιστορικών περιοχών, γιατί οι πρώτοι Γερμανοί έποικοι που ήρθαν στο Βασίλειο της Ουγγαρίας ήταν είτε φτωχοί ανθρακωρύχοι είτε ομάδες καταδίκων από τη Σαξονία.[9]

Το 1211 ο Βασιλιάς Ανδρέας Β΄ της Ουγγαρίας κάλεσε τους Τεύτονες Ιππότες να εγκατασταθούν και να υπερασπιστούν το Μπούρτσενλαντ στη νοτιοανατολική γωνία της Τρανσυλβανίας. Για να φυλάξουν τα ορεινά περάσματα των Καρπαθίων (Karpaten) από τους Κουμάνους, οι Ιππότες δημιούργησαν πολυάριθμα κάστρα και πόλεις, συμπεριλαμβανομένης της μεγάλης πόλης του Kronstadt (Μπρασόβ). Θορυβημένος από την ταχεία αναπτυσσόμενη δύναμη των Ιπποτών το 1225 ο Ανδρέας Β΄ έδιωξε το Τάγμα, που έκτοτε μεταφέρθηκε στην Πρωσία το 1226, αν και οι έποικοι παρέμειναν στο Μπούρτσενλαντ. Τα μεσαιωνικά ανατολικά σύνορα του Βασιλείου της Ουγγαρίας τα υπερασπίστηκαν στα βορειοανατολικά οι Σάξονες του Νέζνερλαντ, τα ανατολικά η ουγγρική φυλή συνοριακών φρουρών των Σέκελι, τα νοτιοανατολικά τα κάστρα που έχτισαν οι Τεύτονες Ιππότες και οι Σάξονες του Μπούρτσενλαντ και τα νότια οι Σάξονες του Αλτλαντ.

Η πιο αξιοσημείωτη άφιξη Γερμανών στην περιοχή συνέβη το 1284, όταν μια ομάδα 130 παιδιών από την πόλη Χάμελιν (Hameln), της σημερινής Κάτω Σαξονίας, οδηγήθηκαν μακριά από τη μητρική τους πόλη από έναν αυλητή. Σύμφωνα με την ακόλουθη παράδοση, αυτό ο αυλητής το έκανε μετά την άρνηση των χωρικών να τον αποπληρώσουν για τις υπηρεσίες του, την απαλλαγή της πόλης από τη μόλυνση από αρουραίους και καταγράφεται στα αρχεία της πόλης Χάμελιν (η αρχαιότερη τέτοια πηγή χρονολογείται από το 1384: " Πάνε 100 χρόνια που τα παιδιά μας έφυγαν").

Μεσαιωνική οργάνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νομική οργάνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και οι ιππότες είχαν εγκαταλείψει την Τρανσυλβανία οι Σάξονες έποικοι παρέμειναν και ο βασιλιάς τους επέτρεψε να διατηρήσουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που περιλαμβάνονταν στο Diploma Andreanum του 1224 του Ανδρέα Β΄ της Ουγγαρίας. Αυτό το έγγραφο παρείχε στον γερμανικό πληθυσμό της επικράτειας μεταξύ Ντράας (Ντραουσένι) και Μπρόος (Oρέστιε) τόσο διοικητική όσο και θρησκευτική αυτονομία και καθόριζε τις υποχρεώσεις τους έναντι των βασιλιάδων της Ουγγαρίας. Έπρεπε να πληρώνουν ετήσιο φόρο στον βασιλιά και να παρέχουν στρατιωτική συνεισφορά στον βασιλικό στρατό σε περίπτωση κινδύνου επίθεσης από το εξωτερικό. Διαφορετικά θα έχαναν την αυτονομία τους. Ούτε οι Ούγγροι δεν μπορούσαν να εγκατασταθούν στα σαξονικά εδάφη. Η περιοχή που εποικίσθηκε από Γερμανούς κάλυπτε μια έκταση περίπου 30.000 τ.χλμ. Η περιοχή ονομαζόταν Βασιλικά εδάφη ή Σαξονικά εδάφη (γερμανικά: Königsboden, ουγγρικά: Királyföld ή Szászföld, ρουμανικά: Pământul crăiesc, λατινικά: Terra Saxonum ή Fundus Regius). Επί της βασιλείας του Καρόλου Α΄ της Ουγγαρίας (πιθανώς 1325–1329) οι Σάξονες οργανώθηκαν στις Σαξονικές Έδρες ως εξής:

Θυρεός Εδρα Πόλη
Ρέπσερ Στουλ Ρεπς/Ρέπες (Ρούπεα)
Γκρόσενκερ Στουλ Γκρος-Σενκ/Σόινκ (Τσίνκου)
Σέσμπουργκερ Στουλ Σέσμπουργκ/Σέσπριχ (Σιγκισοάρα)
Μύλμπαχερ Στουλ Μύλμπαχ/Μέλνμπαχ (Σέμπες)
Μπρόοζερ Στουλ Μπρόος (Ορέστιε)
Χερμανστέντερ Χάουπτστουλ Χέρμανσταντ/Χέρμεστατ (Σιμπίου)
Ροϊσμάρκτερ Στουλ Ρόισμαρκτ/Ραϊσμούερτt (Μιερκουρέα Σιμπιουλούι)
Μέντιασερ Στουλ Μέντιας/Μέντβες (Μέντιας)
Σέλκερ Στουλ Μάρκτσελκεν (Σέιτσα Μάρε)

Θρησκευτικές οργανώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μαζί με το Τευτονικό Τάγμα άλλες θρησκευτικές οργανώσεις που ήταν σημαντικές για την ανάπτυξη των γερμανικών κοινοτήτων ήταν τα Κιστερκιανά αββαεία του Iγκρις στην περιοχή του Βανάτου και αντίστοιχα του Κερτς στη Φόγκαρασλαντ (ţara făgăraşului). Η παλαιότερη θρησκευτική οργάνωση των Σαξόνων ήταν η Επισκοπή του Χέρμανσταντ (σημερινό Σιμπίου), που ιδρύθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1191. Στα πρώτα της χρόνια περιλάμβανε τις περιοχές του Χέρμανσταντ, του Λέσκιρχ (Nόκριχ) και του Γκρος-Σενκ (Τσίνκου), που πρώτες εποικίστηκαν από Γερμανούς στην περιοχή.

Υπό την επίδραση του Γιόχανες Χόντερους η μεγάλη πλειοψηφία των Σαξόνων της Τρανσυλβανίας αγκάλιασαν το νέο δόγμα του Μαρτίνου Λούθηρου κατά την Προπτεσταντική Μεταρρύθμιση. Ο πρώτος επίσκοπος της Σαξονικής Ευαγγελικής Εκκλησίας Πάουλ Βίνερ εκλέχτηκε από τους Σάξονες πάστορες σε μια σύνοδο στις 6 Φεβρουαρίου 1553.[10] Σχεδόν όλοι έγιναν Λουθηρανοί Προτεστάντες, με πολύ λίγους Καλβινιστές), ενώ άλλα μικρά τμήματα της κοινωνίας των Σαξόνων της Τρανσυλβανίας παρέμειναν σταθερά Καθολικά (λατινική ιεροτελεστία, πιο συγκεκριμένα) ή προσηλυτίσθηκαν στον Καθολικισμό αργότερα. Παρόλα αυτά μία από τις συνέπειες της Μεταρρύθμισης ήταν η εμφάνιση μιας σχεδόν τέλειας ισοδυναμίας, στο Τρανσυλβανικό πλαίσιο, των όρων Λουθηρανός και Σάξονας, με τη Λουθηρανική εκκλησία της Τρανσυλβανίας να είναι de facto ένα "Volkskirche", δηλαδή η "Εθνική Εκκλησία" των Σαξόνων της Τρανσυλβανίας.

Οχύρωση των πόλεων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εισβολή των Μογγόλων του 1241–42 κατέστρεψε μεγάλο μέρος του Βασιλείου της Ουγγαρίας. Αν και οι Σάξονες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αντισταθούν, πολλοί οικισμοί καταστράφηκαν. Στον απόηχο της εισβολής πολλές πόλεις της Τρανσυλβανίας οχυρώθηκαν με κάστρα από πέτρα και δόθηκε έμφαση στην οικονομική ανάπτυξη των πόλεων. Κατά τον Μεσαίωνα περίπου 300 χωριά αμύνονταν με Kirchenburgen, ή περιτοιχισμένες εκκλησίες με τεράστια τείχη. Αν και πολλές από αυτές τις οχυρωμένες εκκλησίες έχουν ερειπωθεί, σήμερα η νοτιοανατολική περιοχή της Τρανσυλβανίας έχει έναν από τους μεγαλύτερους αριθμούς υφιστάμενων οχυρωμένων εκκλησιών από τον 13ο έως τον 16ο αιώνα [11] καθώς περισσότερα από 150 χωριά της περιοχής μετρούν διάφορους τύπους οχυρωμένων εκκλησιών σε καλή κατάσταση, επτά από τα οποία περιλαμβάνονται στην Παγκόσμια Κληρονομιά της UNESCO με το όνομα Χωριά με οχυρωμένες εκκλησίες στην Τρανσυλβανία. Η ταχεία επέκταση των πόλεων που κατοικήθηκαν από Σάξονες οδήγησε στο να γίνει η Τρανσυλβανία γνωστή στα γερμανικά ως Siebenbürgen και Septem Castra στα λατινικά, με αναφορά σε επτά από τις οχυρωμένες πόλεις, πιθανότατα:

Άλλες πιθανές υποψήφιες για αυτή τη λίστα είναι:

  • Μπρόος (Ορέστιε)
  • Σέχσις-Ρέγκεν (Ρέγκιν)

Αλλοι σημαντικοί οικισμοί των Σαξόνων:

  • Χέλταου (Τσισνέντιε)
  • Ρόζεναου (Ρίζνοφ)
  • Ρεπς (Ρούπεα)

Προνομιακό καθεστώς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μαζί με την κατά κύριο λόγο Ουγγρική-Τρανσυλβανική αριστοκρατία και τους Σέκελι οι Σάξονες της Τρανσυλβανίας ήταν μέλη της Unio Trium Nationum («Ένωση των Τριών Εθνών»), που ήταν ένας καταστατικός χάρτης που υπογράφηκε το 1438. Αυτή η συμφωνία διατήρησε σημαντικό βαθμό πολιτικών δικαιωμάτων για τις τρεις προαναφερθείσες ομάδες και απέκλεισε από την πολιτική ζωή του πριγκιπάτου την κατά κύριο λόγο Ούγγρους και Ρουμάνους αγρότες.

Εθνογραφικός χάρτης της Αυστροουγγαρίας του 1899, όπου τονίζονται με κόκκινο τα εδάφη που κατοικούντο από τους Σάξονες της Τρανσυλβανίας.

Κατά την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση οι περισσότεροι Σάξονες της Τρανσυλβανίας ασπάστηκαν τον Λουθηρανισμό. Καθώς το ημιανεξάρτητο Πριγκιπάτο της Τρανσυλβανίας ήταν ένα από τα πιο ανεξίθρησκα κράτη της Ευρώπης εκείνη την εποχή, οι Σάξονες είχαν τη δυνατότητα να ασκούν τη δική τους θρησκεία (που σημαίνει ότι απολάμβαναν θρησκευτική αυτονομία). Ωστόσο οι Αψβούργοι εξακολουθούσαν να προωθούν τον Ρωμαιοκαθολικισμό στους Σάξονες κατά την Αντιμεταρρύθμιση. Πρόσφατα στη Ρουμανία περίπου το 60% των εθνοτικά Γερμανών ανέφεραν ότι είναι Ρωμαιοκαθολικοί και το 40% Προτεστάντες.

Οι πόλεμοι μεταξύ της Μοναρχίας των Αψβούργων και της Ουγγαρίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία από τον 16ο έως τον 18ο αιώνα μείωσε τον πληθυσμό των Σαξόνων της Τρανσυλβανίας. Σε όλη αυτή τη χρονική περίοδο οι Σάξονες της Τρανσυλβανίας υπηρετούσαν ως διοικητές και στρατιωτικοί. Όταν το Πριγκιπάτο της Τρανσυλβανίας τέθηκε υπό τον έλεγχο των Αψβούργων, έλαβε χώρα μια μικρότερη τρίτη φάση εποικισμού προκειμένου να αναζωογονηθεί η δημογραφική του κατάσταση.

Αυτό το κύμα εποικισμού περιλάμβανε εξόριστους Προτεστάντες από την Άνω Αυστρία (συγκεκριμένα τους Τρανσυλβανούς Λάντλερ), στους οποίους δόθηκε γη κοντά στο Χέρμανσταντ (Σιμπίου). Το Χέρμανσταντ που κατοικείτο κυρίως από Γερμανούς ήταν σημαντικό πολιτιστικό κέντρο στην Τρανσυλβανία την εποχή εκείνη, ενώ το Κρόνσταντ (Μπρασόβ) αντιπροσώπευε ένα ζωτικό πολιτικό κέντρο για τους Σάξονες της Τρανσυλβανίας.

Απώλεια του προνομιακού καθεστώτος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατανομή των Σαξόνων της Τρανσυλβανίας στα τέλη του 19ου αιώνα
Σάξονες αγρότες από την περιοχή του Σιμπίου/Χέρμανσταντ περί το 1900

Ο Αυτοκράτορας Ιωσήφ Β' προσπάθησε να ανακαλέσει το Unio Trium Nationum στα τέλη του 18ου αιώνα. Οι ενέργειές του στόχευαν στην άρση της πολιτικής ανισότητας εντός της Τρανσυλβανίας, ιδιαίτερα της πολιτικής ισχύος των Σαξόνων.

Αν και οι ενέργειές του τελικά ανακλήθηκαν πολλοί Σάξονες άρχισαν να θεωρούν τους εαυτούς τους ως μια μικρή μειοψηφία στην οποία ήταν αντίθετοι οι Ρουμάνοι και οι Ούγγροι εθνικιστές. Αν και παρέμειναν μια πλούσια και ισχυρή ομάδα, οι Σάξονες δεν ήταν πλέον κυρίαρχη τάξη στην Τρανσυλβανία της Νέας Εποχής.

Οι Ούγγροι από την άλλη υποστήριξαν την πλήρη ενοποίηση της Τρανσυλβανίας με την υπόλοιπη Ουγγαρία. Ο Στέφαν Λούντβιχ Ροτ, πάστορας που ηγήθηκε της γερμανικής υποστήριξης για τα ρουμανικά πολιτικά δικαιώματα, τελικά αντιτάχθηκε στην ένωση της Τρανσυλβανίας με την Ουγγαρία και εκτελέστηκε από το Ουγγρικό στρατοδικείο κατά τη διάρκεια της επανάστασης.

Εθνολογικός χάρτης της Ρουμανίας του 1930. Οι Σάξονες της Τρανσυλβανίας ήταν ως επί το πλείστον συγκεντρωμένοι στις κομητείες Σιμπίου, Τίρναβα Μάρε, Τίρναβα Μίτσα, Φίγκιρας, Μπρασόβ και Νίσιουντ (με κόκκινο χρώμα).

Αν και ο έλεγχος των Ούγγρων επί της Τρανσυλβανίας ανατράπηκε από τις δυνάμεις της Αυστριακής και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας το 1849, ο συμβιβασμός του Ausgleich μεταξύ Αυστρίας και Ουγγαρίας το 1867 δεν σεβάστηκε σαφώς τα πολιτικά δικαιώματα των Σαξόνων και μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στις 8 Ιανουαρίου 1919 οι εκπρόσωποι των Σαξόνων της Τρανσυλβανίας αποφάσισαν να υποστηρίξουν την ένωση της Τρανσυλβανίας με το Βασίλειο της Ρουμανίας.

Τους υποσχέθηκαν πλήρη μειονοτικά δικαιώματα, αλλά πολλοί πλούσιοι Σάξονες έχασαν μέρος της γης τους στη διαδικασία αγροτικής μεταρρύθμισης που εφαρμόστηκε σε ολόκληρη τη Ρουμανία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στη Γερμανία πολλοί Σάξονες της Τρανσυλβανίας έγιναν πιστοί υποστηρικτές του εθνικοσοσιαλισμού, με την Ευαγγελική Λουθηρανική Εκκλησία να χάνει, τελικά, μεγάλο μέρος της επιρροής της στην κοινότητα όσο περνούσε ο καιρός.

Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και μετά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Φεβρουάριο του 1942 και τον Μάιο του 1943 η Γερμανία συνήψε συμφωνίες με την Ουγγαρία και τη Ρουμανία αντίστοιχα, με τις οποίες οι Γερμανοί που ήταν ικανοί για στρατιωτική θητεία, αν και ήταν είτε Ούγγροι (στη Βόρεια Τρανσυλβανία, που εντάχθηκε στο Ουγγρικό κράτους μέσω της Β' Επιδίκασης της Βιέννης ) ή Ρουμάνοι πολίτες (στη Νότια Τρανσυλβανία, που παρέμεινε τμήμα της Ρουμανίας), θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στις τακτικές γερμανικές στρατιωτικές μονάδες, στα Waffen-SS και σε πολεμικές βιομηχανίες ή στην Οργάνωση Τοτ.

Ως αποτέλεσμα αυτών των συμφωνιών περίπου το 95% των μελών της γερμανικής εθνότητας που ήταν ικανά για στρατιωτική θητεία (Σάξονες της Τρανσυλβανίας και Σουηβοί του Βανάτου) εγγράφηκαν εθελοντικά στις μονάδες των Waffen-SS (περίπου 63.000 άτομα), με αρκετές χιλιάδες να υπηρετούν στις ειδικές μονάδες της Υπηρεσίας Ασφαλείας των SS (SD-Sonderkommandos), από τους οποίους τουλάχιστον 2.000 Γερμανοί ήταν εγγεγραμμένοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης (KZ-Wachkompanien), εκ των οποίων τουλάχιστον το 55% υπηρετούσε σε στρατόπεδα εξόντωσης, κυρίως στο Άουσβιτς και το Λούμπλιν.[12][13][14] Περίπου το 15% των Γερμανών της Ρουμανίας που υπηρέτησαν στα Waffen-SS πέθαναν κατά τον πόλεμο και μόνο μερικές χιλιάδες επιζώντες επέστρεψαν στη Ρουμανία.[15]

Όταν η Ρουμανία υπέγραψε μια συνθήκη ειρήνης με τους Σοβιετικούς το 1944, ο Γερμανικός στρατός άρχισε να απομακρύνει τους Σάξονες από την Τρανσυλβανία, μια επιχείρηση που ήταν πιο καθολική για τους Σάξονες της Νέσνερλαντ (περιοχή Μπίστριτσα). Περίπου 100.000 Γερμανοί διέφυγαν προ του επελαύνοντος Σοβιετικού Κόκκινου Στρατού, αλλά η Ρουμανία δεν διεύθυνε την απέλαση των Γερμανών όπως έκαναν οι γειτονικές χώρες στο τέλος του πολέμου. Ωστόσο περισσότεροι από 70.000 Γερμανοί της Ρουμανίας συνελήφθησαν από τον Σοβιετικό Στρατό και στάλθηκαν σε στρατόπεδα εργασίας στη σημερινή Ουκρανία λόγω υποτιθέμενης συνεργασία με τη Ναζιστική Γερμανία.

Το 1989 ζούσαν ακόμη 95.000 Σάξονες στη Ρουμανία (περίπου το 40% του πληθυσμού του 1910) και μεταξύ 1991 και 1992 άλλοι 75.000 μετανάστευσαν. Ο αριθμός τους συρρικνώθηκε σε 14.770 σύμφωνα με τα στοιχεία που παρείχε η Ευαγγελική Εκκλησία της Ομολογίας του Αουγκσμπουργκ της Ρουμανίας το 2003.[16]

Επειδή θεωρούνται Auslandsdeutsche («Γερμανοί του εξωτερικού») από τη Γερμανική κυβέρνηση, οι Σάξονες έχουν δικαίωμα στη γερμανική υπηκοότητα βάσει του νόμου της επιστροφής. Πολλοί Σάξονες έχουν μεταναστεύσει στη Γερμανία, ιδιαίτερα μετά την πτώση του Ανατολικού Μπλοκ το 1989 και εκπροσωπούνται από την Ένωση Τρανσυλβανών Σαξόνων της Γερμανίας. Λόγω αυτής της μετανάστευσης από τη Ρουμανία ο πληθυσμός των Σαξόνων μειώνεται. Ταυτόχρονα, ειδικά μετά την ένταξη της Ρουμανίας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, πολλοί Σάξονες της Τρανσυλβανίας επιστρέφουν από τη Γερμανία, διεκδικώντας περιουσίες που στερήθηκαν από το πρώην κομμουνιστικό καθεστώς ή/και ξεκινώντας μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Οι Σάξονες που παραμένουν στη Ρουμανία εκπροσωπούνται από το Δημοκρατικό Φόρουμ των Γερμανών της Ρουμανίας (FDGR/DFDR), το πολιτικό κόμμα του πέμπτου προέδρου της Ρουμανία Κλάους Γιοχάνις.

Πολιτισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πριν την εκδίωξή τους από την Κομμουνιστική Ρουμανία οι Σάξονες της Τρανσυλβανίας apotelo;ysan ξεχωριστές κοινότητες σε πόλεις και χωριά, όπου διατήρησαν την εθνική τους παράδοση, που χαρακτηριζόταν από συγκεκριμένα έθιμα, παραδόσεις, τρόπο ζωής και ξεχωριστό στυλ ένδυσης (δηλαδή εθνικές φορεσιές). Μία από τις παραδόσεις που διατηρήθηκε ήταν η «Γειτονιά» (Nachbarschaften), στην οποία πολλά νοικοκυριά αποτελούσαν μια μικρή υποστηρικτική κοινότητα. Αυτό, σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, είναι αρχαίας γερμανικής προέλευσης.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. The lowest figure indicates approximate contemporary distribution in Transylvania, central Romania, whereas the highest one applies worldwide.
  2. Nowotnick, Michaela (2016-12-30). «Herbst über Siebenbürgen». Neue Zürcher Zeitung. https://www.nzz.ch/feuilleton/abschied-von-der-kultur-der-rumaeniendeutschen-herbst-ueber-siebenbuergen-ld.137292. 
  3. Romanian 2011 population census
  4. Boia, Lucian (2001), Romania, Borderland of Europe. Reaktion books, Λονδίνο. σελ. 24.
  5. «A forgotten Saxon world shows how ancient and modern can co-exist | Simon Jenkins». the Guardian. Ανακτήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2015. 
  6. Prof. Jan de Maere: FLANDRENSES, MILITES ET HOSPITES" A HISTORY OF TRANSYLVANIA (2013) Link: [1]
  7. «Table no. 8». Recensământ România. Ανακτήθηκε στις 15 Μαρτίου 2021.  Unknown parameter |lang= ignored (|language= suggested) (βοήθεια)
  8. McGrath, Stephen (10 Σεπτεμβρίου 2019). «The last of Transylvania's Saxons». BBC. Ανακτήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 2019. 
  9. K. Gündisch, "Autonomie de stări și regionalitate în Ardealul medieval, în Transilvania și sașii ardeleni" în istoriografie, Asociația de Studii Transilvane, Sibiu, Heidelberg, 2001, pp. 33–53.
  10. Keul, István (2009). Early Modern Religious Communities in East-Central Europe: Ethnic Diversity, Denominational Plurality, and Corporative Politics in the Principality of Transylvania (1526–1691). Brill. σελ. 86. ISBN 978-90-04-17652-2. 
  11. Villages with Fortified Churches in Transylvania. UNESCO World Heritage Centre 1992–2010
  12. Paul Milata: Zwischen Hitler, Stalin and Antonescu. Rumäniendeutsche in der Waffen-SS, Böhlau Verlag Köln, Weimar, Wien 2007, (ISBN 978-3-412-13806-6), p. 262
  13. Jan Erich Schulte, Michael Wildt (Hg.), Die SS nach 1945: Entschuldungsnarrative, populäre Mythen, europäische Erinnerungsdiskurse, V&R unipress, Göttingen, 2018, p.384-385
  14. Paul Milata, Motive rumäniendeutscher Freiwilliger zum Eintritt in die Waffen-SS in Die Waffen-SS, Neue Forschungen, Series; Krieg in der Geschichte, Volume: 74, (ISBN 9783657773831), Verlag Ferdinand Schöningh, 2014, pp. 216-217
  15. Paul Milata: Zwischen Hitler, Stalin and Antonescu. Rumäniendeutsche in der Waffen-SS, Böhlau Verlag Köln, Weimar, Wien 2007, (ISBN 978-3-412-13806-6)
  16. «SZABÓ M. ATTILA - Betekintés az erdélyi szászok autonómiájába» (PDF). 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]