Ρετσιτατίβο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το ρετσιτατίβο (recitativo) είναι μια μορφή μουσικής σύνθεσης, περισσότερο μουσικής επένδυσης, περιορισμένης χρονικής διάρκειας, ιδιαίτερα όμως συνηθισμένη στην όπερα, το ορατόριο και την καντάτα. Αποτελεί ένα είδος μελωδικής αφήγησης για φωνή, την οποία συνοδεύει ένα μικρό μουσικό σύνολο (recitativo secco), συνήθως με την παρουσία τσέμπαλου και βιολοντσέλου, ή μια ορχήστρα (recitativo accompagnato), ακολουθώντας όμως τις διακυμάνσεις του λόγου.

Ως μέρος της δομής της όπερας, το ρετσιτατίβο έχει τη μορφή διαλόγου ή μονολόγου που προάγει την πλοκή του έργου και αναφέρεται συχνά σε αντιδιαστολή με την άρια. Χαρακτηρίζεται ανάλογα με το είδος του έργου, π.χ. δραματικό, ελαφρύ, κ.λπ.. Η χρήση του ρετσιτατίβου σε όλα τα μουσικά είδη, ειδικά όμως στην όπερα, κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική αλλά και χρηστική, εφόσον συμβάλλει αποφασιστικά στην εξέλιξη και προώθηση της πλοκής, διευκολύνοντας συγχρόνως τον θεατή να κατανοήσει ευκολότερα το έργο και να συνδέσει το εξελισσόμενο τμήμα του με τα προηγούμενα.

Ο όρος χρησιμοποιείται κάποτε και για τμήματα καθαρά οργανικών έργων, όπως η σονάτα ή συμφωνία. Τα μέρη αυτά είναι γραμμένα για σόλο όργανο και χαρακτηρίζονται από μια μελωδική γραμμή που θυμίζει φωνητική μουσική.

Ο όρος «ρετσιτατίβο» άρχισε να καθιερώνεται με την κοσμική μουσική της καμεράτας του Κόμη Μπάρντι, στα τέλη του 16ου αιώνα, στη Φλωρεντία. Τον 17ο και 18ο αιώνα εμφανίζεται στην Ιταλία ως θρησκευτική μουσική το λεγόμενο ρετσιτατίβο σέκο, όπως επίσης το ρετσιτατίβο ακομπανιάτο ή ρετσιτατίβο στορμεντάτο, καθώς και το ρετσιτατίβο αριόζο (αναφερόμενο σε άριες).

Το ρετσιτατίβο συναντάται και σήμερα.