Πολιτισμός Βίντσα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πολιτισμός Βίντσα
Map showing the extent of the Πολιτισμός Βίντσα
Άλλες ονομασίεςΠολιτισμός Τουρντάς (Turdaş cultur)e
Πολιτισμός Τόρντος (Tordos culture)
Πολιτισμός Γκραντέσνιτσα (Gradeshnitsa culture)
ΈκτασηΝοτιοανατολική Ευρώπη
ΠερίοδοςΜέση Νεολιθική
Ημερομηνίεςπερ. 5700–4500 ΠΚΕ
Τύπος θέσηςΒίντσα-Μπέλο Μπρντο
Μείζονες θέσειςΜπελογκράντσικ
Ντρένοβατς
Γκομόλαβα
Γκόρνια Τούζλα
Πλότσνικ
Ρούντα Γκλάβα
Σέλεβατς
Ταρτάρια
Τουντράς
Βράτσα
Βρσατς
ΧαρακτηριστικάΕλλειψοειδείς και σκηνόμορφες καλύβες
Ανθρωπομορφικά ειδώλια
Σύμβολα Βίντσα
Προηγούμενοςπολιτισμός Στάρτσεβο

Ο Πολιτισμός Βίντσα (Vinča) ήταν ένας πρώιμος πολιτισμός της Ευρώπης που χρονολογείται στην περίοδο 5700–4500 ΠΚΕ[1][2]. κατά μήκος της πορείας του ποταμού Δούναβη στη Ρουμανία, Σερβία, Βουλγαρία και Βόρεια Μακεδονία, αν και ίχνη του βρίσκονται σε όλη την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων.

Πήρε το όνομά του από ένα προάστιο του Βελιγραδίου, όπου το 1908 βρέθηκαν αρκετά τέχνεργα.

Οι ανασκαφές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώτη αρχαιολογική ανασκαφή στη Βίντσα έγινε από τον Μίλογιε Βάσιτς (Miloje M. Vasic) το 1908 σε μια έκταση 400 μ2. Τα έργα συνεχίστηκαν, με μικρά διαλείμματα ως την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Επαναλήφθηκαν στα τέλη του 1924, αλλά για κάποιο διάστημα, δεδομένου ότι ο πόλεμος είχε φέρει μαζί του τη φτώχεια για κράτη και ανθρώπους και δεν υπήρχε η δυνατότητα χρηματοδότησης των ανασκαφών. Μια σύμπτωση που αύξησε τις ελπίδες, ήταν μια διαφήμιση στους "Times" του Λονδίνου από τον Τσαρλς Χάιντ, (Sir Charles Hyde), που πρόσφερε οικονομική ενίσχυση για επιπλέον "ανασκαφές". Με δεδομένες τις καλές συστάσεις των προηγούμενων εργασιών στη Βίνκα και τη βοήθεια των Άγγλων ξεκίνησαν ανασκαφές σε μεγάλη κλίμακα, οι οποίες καλύφθηκαν ευρέως, ιδιαίτερα από το βρετανικό Τύπο ("Birmingham Post", "Man", "Illustrated London News", κ.λπ.). Έτσι η Βίντσα μπήκε στο στόχαστρο της αρχαιολογικής επιστήμης μεταξύ του 1929 και του 1931 και έγινε σημείο συνάντησης γνωστών προσωπικοτήτων των επιστημών και του πολιτισμού της Ευρώπης στη δεδομένη περίοδο.

Το Προϊστορική Βίντσα σε τέσσερεις τόμους (Βελιγράδι, 1932, 1936) και περίπου 40 βιβλιογραφικά άρθρα γραμμένα κυρίως από Μίλογιε Βάσιτς, σημείωσαν την ολοκλήρωση του δεύτερου σταδίου των ανασκαφών. Χρειάστηκαν άλλα 47 χρόνια για να ξεκινήσουν εκ νέου οι εργασίες στη Βίντσα. Η περιοχή εγκαταλείφθηκε στις παράνομες ανασκαφές, και την καταστροφή από τους διάφορους ερασιτέχνες και τους συλλέκτες. Μόνο όταν η Σερβική Ακαδημία Επιστημών και Τεχνών καθιέρωσε την Επιτροπή Αρχαιολογικών Ανασκαφών της Βίντσα ξεκίνησαν οι νέες ανασκαφές το 1978, υπό την καθοδήγηση του Νίκολα Τάσιτς (Nikola Tasic) και της Γκορντάνα Βούγιοβιτς (Gordana Vujovic). Από το 1982 γίνεται επεξεργασία των νεολιθικών στρωμάτων υπ’ ευθύνη του Μιλούτιν Γκαρασάνιν (Milutin Garasanin) και του Ντράγκοσλαβ Σρέγιοβιτς (Dragoslav Srejovic).

Οι νέες ανασκαφές ξεκίνησαν με μεθόδους άγνωστες κατά την εποχή του Βάσιτς. Αυτές οι νέες ανασκαφές στη Βίντσα και οι δημοσιεύσεις που εκδόθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα, πρόσφεραν νέες δυνατότητες στη μελέτη της προϊστορίας της δουνάβιας κοιλάδας και της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Έως τώρα, αποκαλύφθηκαν τάφοι του πολιτισμού Bodrogkeresztur και υπολείμματα των πολιτισμών Baden, Kostolac και Vatin, όπως επίσης και η αρχαία σερβική νεκρόπολη.

Ο πολιτισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κεραμική των Βίντσα

Η Βίντσα είναι ο μεγαλύτερος και ο περισσότερο ανεσκαμμένος νεολιθικός οικισμός στην Ευρώπη. Ήταν μια μητρόπολη με ακμαίο πολιτισμό, εκεί που οι προσχωσιγενείς κοιλάδες της Μπολέσιτσα και του ποταμού Δούναβη συναντούνται με την πεδιάδα Μπανάτ. Μεταξύ του 4500 και του 3500 ΠΚΕ εξελίχθηκε σε σημαντικό προϊστορικό τόπο, που υποδηλώνει την ακμή των νεολιθικών καλλιεργητικών πολιτισμών της Ευρώπης. Κατείχε τμήμα της νοτιοανατολικής Ευρώπης που αντιστοιχεί στη σημερινή Σερβία, το Κόσοβο, αλλά και τμήματα της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας, της Βοσνία, του Μαυροβουνίου, της Βόρειας Μακεδονίας και της Ελλάδας[2]. Οι οικισμοί αυτού του διακριτού πολιτισμού ήταν σημαντικά μεγαλύτεροι από οποιονδήποτε άλλο σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ξεπερνούσαν σε έκταση τις πόλεις του προϊστορικού Αιγαίου και της Εγγύς Ανατολής που χτίστηκαν μια χιλιετία αργότερα. Μια από τις μεγαλύτερες αρχαιολογικές θέσεις ήταν το Βίντσα-Μπέλο Μπρντο που κάλυπτε 29 εκτάρια και κατ εκτίμηση πληθυσμό 2.500 ατόμων[3].

Η πιθανότερη εκδοχή για τη γέννηση του πολιτισμού Βίντσα είναι η δημογραφική και πολιτιστική αναταραχή που προκλήθηκε από τη διείσδυση του χαλκολιθικού πολιτισμού της Μικράς Ασίας, τύπου Τζαν Χασάν – Μπεϊτσεσουλτάν (Can Hasan – Beycesultan), προς τη βαλκανική χερσόνησο ο οποίος ακολούθησε δύο κατευθύνσεις: από την ξηρά, μέσω της νοτιοανατολικής Θράκης προς τη δουνάβια κοιλάδα και από τη θαλάσσια οδό, από την κεντρική Ελλάδα στη βόρεια Δαλματία. Οι πολιτισμοί της ύστερης νεολιθικής περιόδου ενέσκηψαν σε ολόκληρη τη βαλκανική χερσόνησο και την κεντρική δουνάβια κοιλάδα. Συνεπεία αυτών των μετακινήσεων οι καλλιτεχνικές μορφές και οι συνήθειες της Ανατολίας ήρθαν αντιμέτωπες αρχικά και αφομοιώθηκαν μεταγενέστερα με διάφορους τρόπους, ώσπου έγιναν γηγενείς. Όντας σε πλήρη επαφή με τους νέους μετανάστες, ο πολιτισμός Στάρτσεβο μετατράπηκε στον νεότερο πολιτισμό Βίντσα.

Το πνεύμα του νέου πολιτισμού και του νέου τρόπου της ζωής φαίνεται σαφώς στην αρχιτεκτονική. Η ιδιαίτερη προσοχή δινόταν στον προσδιορισμό της θέσης μιας κατοικίας, όταν χτιζόταν μια νέα εγκατάσταση. Δυστυχώς, μόνο τα θεμέλια παρέμειναν, αλλά φαίνεται πως τα κτήρια ήταν ήταν προσανατολισμένα βορειοδυτικά, ήταν μεγαρόσχημα, σε τετράγωνες σχεδόν βάσεις, με κάθετους τοίχους και στέγες με αετώματα. Η ξυλεία και ο άργιλος συνεχίσαν να χρησιμοποιούνται ως οικοδομικά υλικά, αλλά η διαδικασία οικοδόμησης εμπλουτίστηκε με νέες λεπτομέρειες και δεξιότητες, όπως η ισοπέδωση, η σταθεροποίηση της θεμελίωσης, η μόνωση, η επικάλυψη των τοίχων και η ζωγραφική.

Καθιέρωση, ακμή και πτώση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η καθιέρωση, η ανάπτυξη και η ακμή αυτού του πολιτισμού φαίνεται στα ευρήματα που εντοπίζεται στο ιδιαίτερο στρώμα των 6-9 μέτρων. Σε αυτήν την περίοδο, η όποια με τη μέθοδο 14C μπορεί να χρονολογηθεί περίπου στο 4500 έως το 3800 ΠΚΕ, οι κάτοικοι της Βίντσα και οι συγγενείς φυλές δημιούργησαν έναν πολιτισμό ιδιαίτερου ύφους, που κυριάρχησε στο το μεγαλύτερο τμήμα της κεντρικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης. Ο πολιτισμός Βίντσα με τη διασπορά του κάλυψε μια περιοχή μεγαλύτερη από οποιονδήποτε άλλο νεολιθικό πολιτισμό στην Ευρώπη περί το 4000 ΠΚΕ.

Το πρώτο κεφάλαιο της ιστορίας της Βίντσα είναι αποσπασματικό, βασισμένο στα λιγοστά υπολείμματα αρχαιότερων εγκαταστάσεων που ανακαλύφθηκαν περίπου 10,5 μ κάτω από την επιφάνεια της γης. Ωστόσο, φαίνεται πως η πρώτη κατοίκηση έγινε προς το τέλος της μέσης Νεολιθικής περιόδου περίπου το 4800 ΠΚΕ. Η πυκνότητα πληθυσμού στις εγκαταστάσεις του πρώιμου πολιτισμού Βίντσα ήταν 50-200 άτομα ανά εκτάριο. Σε μεταγενέστερα στάδια η πυκνότητα έφθασε κατά μέσο όρο τα 50-100 άτομα ανά εκτάριο[1]. Η αρχαιολογική θέση στο Ντιβοστίν (Divostin) 4900 - 4650 ΠΚΕ είχε έως 1028 σπίτια και μέγιστο πληθυσμό τα 8.200 άτομα και είναι πιθανώς ο μεγαλύτερος οικισμός του διακριτού αυτού πολιτισμού. Μια άλλη μεγάλη περιοχή βρίσκεται στο σημερινό Στούμπλινε (Stubline) και χρονολογείται από το 4700 ΠΚΕ με ανώτατο όριο πληθυσμού τα 4.000 άτομα. Ο οικισμός στην Πάρτα ίσως συγκέντρωνε πληθυσμό 1.500 ατόμων[4][5][6][7][8][9].

Το (πρώην) γιουγκοσλαβικό τμήμα της τότε δουνάβιας κοιλάδας ήταν πυκνά κατοικημένο. Ως εκ τούτου η εγκαθίδρυση των πρώτων εγκαταστάσεων της Βίνκα θα πρέπει να συνδεθεί πιθανώς με μια μικρότερη ομάδα αποίκων, οι οποίοι σε αναζήτηση νέων εδαφών προς καλλιέργεια εγκατέλειψαν κάποια μεγαλύτερη εγκατάσταση στο νότιο Μπανάτ. Αν και η εγκατάσταση αυτών των αποίκων στη Βίντσα ήταν σχετικά βραχύβια, εντούτοις άφησαν ένα αποτύπωμα εξαιρετικής σημασίας για τη μελέτη της φυσικής τους εμφάνισης και του πνευματικού πολιτισμού τους. Πρόκειται για ένα μεγάλο τάφο με μονοπάτι εισόδου και εννέα σκελετούς, που βρέθηκαν στο κέντρο του αρχαιότερου οικισμού της Βίνκα το 1931. Τα ευρήματα, μοναδικά για τον νεολιθικό πολιτισμό της νοτιοανατολικής Ευρώπης, υποδεικνυουν ότι οι πρώτοι αγρότες της δουνάβιας κοιλάδας άνηκαν σε έναν ιδιαίτερο ανθρωπολογικό τύπο, με χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός αρχαίου ευρωπαϊκού πληθυσμού συνδυασμένα με εκείνα των μεσογειακών τύπων ανθρώπου. Η ίδια μείξη αρχαίων βαλκανικών, αυτόχθονων στοιχείων και Μεσογειακών παρατηρείται και στον πολιτισμό Στάρτσεβο, δηλαδή στους πρώτους κατοίκους της Βίντσα, εξηγώντας εν μέρει μυθολογικές συσχετίσεις της χαλκολιθικής περιόδου. Οι νεολιθικές κατοικίες της Βίντσα, όπως και άλλες της ίδιας περιόδου στη δουνάβια κοιλάδα, είναι θεμελιωμένες σε ελλειψοειδή θεμέλια. Η υπόθεση ότι ο πολιτισμός Βίντσα αναπτύχθηκε από τον προγενέστερο πολιτισμό Στάρτσεβο προτάθηκε για πρώτη φορά από τον Κόλιν Ρένφριου το 1969 και σήμερα είναι αποδεκτή από πολλούς αρχαιολόγους, αν και χρειάζονται περισσότερα στοιχεία και έρευνα[10][11].

Το διαθέσιμο αρχαιολογικό υλικό υπονοεί ότι οι πρώτοι άποικοι της Βίντσα είχαν καλές σχέσεις με τις κοινότητες της Πανόνιας λεκάνης και του νότιου τμήματος της βαλκανικής χερσονήσου. Η αρχαιότερες κατοικήσεις της Βίνκα δεν ήταν ούτε περιφραγμένες ούτε περιτειχισμένες, και τα λείψανα από τις σκηνόμορφες καλύβες συνδέονται με την ειρηνική, αλλά μάλλον δύσκολη καθημερινή ζωή που συμπεριλάμβανε την κατασκευή λίθινων εργαλείων, κεραμικών, την καλλιέργεια της γης και της κτηνοτροφία. Σύμφωνα με τη Μαρίγια Γκιμπούτας, ο πολιτισμός Βίντσα ήταν τμήμα ενός αρχαίου ευρωπαϊκού πολιτισμού σχετικά ομογενούς, ειρηνικού και μητριαρχικού που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη κατά τη Νεολιθική. Σύμφωνα με την υπόθεσή της κατά την περίοδο της πτώσης του συγκεκριμένου πολιτισμού συνέβη συνέβη η εισβολή πρωτοϊνδοευρωπαϊκών φυλών από τις στέππες του Πόντου[12]. Ο ειρηνικός λαός της Βίντσα δεν απόλαυσε επί μακρόν τους καρπούς του μόχθου του. Οι αλυσιδωτές κινήσεις μεταναστευτικών ρευμάτων προς τη Θράκη και τις κοιλάδες του Δούναβη ξεκίνησαν ήδη από τα μέσα της 5ης χιλιετίας ΠΚΕ και λίγο αργότερα έφθασαν στις περιοχές της Βίντσα. Ωστόσο η πτώσης του πολιτισμού αναζητούνται μάλλον στη μετατόπιση του δικτύου εγκαταστάσεων από το Βίντσα-Μπέλο Μπρντο στο Βρσατς. Με αυτόν τον τρόπο ο οψιανός και τα τέχνεργα του Αιγαίου έγιναν σημαντικότερα από τα ειδώλια της Βίντσα. Τελικά το δίκτυο έχασε τη συνοχή του και πέρασε στη φάση της πτώσης. Οπωσδήποτε οι δύο χιλιετίες εντατικής καλλιέργειας της γης και η μείωση της γονιμότητας της γης ενέτειναν τις υπάρχουσες οικονομικές πιέσεις και ευθιύνονται εν μέρει για τη φθορά του πολιτισμού Βίντσα[13].

Οικονομία – Τέχνη - Μεταλλοτεχνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εγχάρακτο ανθρωπομορφικό ειδώλιο. Οι εγχάρακτες γραμμές απεικονίζουν ένδυμα

Εξαιτίας των εξειδικευμένων δραστηριοτήτων τους όλες οι κοινότητες του πολιτισμού Βίντσα αναπτύχθηκαν γρήγορα οικονομικά και διαφοροποιήθηκαν κοινωνικά. Οι κοινότητες της Σουμαντίτζα του Μπανάτ και του Σρεμ καλλιεργούσαν αποδοτικά τη γη τους και φαίνεται πως δημιουργούσαν πλεονάσματα που τους επέτρεψαν να προμηθεύονται τις πρώτες ύλες που έλειπαν από τα εδάφη τους, κυρίως τον οψιανό του Έρντελιτζ, πολύτιμο υλικό για την κατασκευή δρεπανιών και οργάνων ακριβείας. Από την άλλη η σταθερότητα της οικονομίας επέτρεψε στους ανθρώπους της Βίντσα τη δυνατότητα να αφιερώσουν τις προσπάθειές τους στην ανακάλυψη τοπικών πρώτων υλών και την επεξεργασία τους. Κάπως έτσι πρέπει να έφθασαν ως την κινάβαρη στη Σούπλιτζα Στένα και σε ορυκτά, όπως το αλάβαστρο και το μάρμαρο. Σταδιακά η Βίντσα έγινε η μεγαλύτερη αγορά στη νοτιοανατολική Ευρώπη όχι μόνο λόγω της εξαιρετικής αξίας των προϊόντων της, αλλά και για τα σπάνια υλικά ή αντικείμενα, που εισάγονταν από την Τρανσυλβανία, την άνω κοιλάδα της Τίζα, την κάτω δουνάβια κοιλάδα, ακόμα και από τις ακτές του Αιγαίου και της Αδριατικής. Το στυλ των ενδυμάτων ανιχνέυεται σε ειδώλια. Τα ενδύματα ήταν υφασμένα από λινάρι και μαλλί (με το λινάρι να γίνεται σημαντικότερο σε μεταγενέστερες περιόδους) και χρησιμοποιούνταν επίσης κομβία που κατασκευάζονταν από όστρεα ή λίθους[14].

Μόνο στον αρχαιολογικό τόπο και όχι στην ευρύτερη περιοχή η Μαρίγια Γκιμπούτας αναφέρει ότι ανακαλύφθηκαν περίπου 2.000 πήλινα ειδώλια και τελετουργικά αγγεία που πιστοποιούν όχι μόνον τη δημιουργική φαντασία αλλά και μια έκρηξη μαγικο-θρησκευτικών πρακτικών. Η θεματική ποικιλία των ειδωλίων (εμφανίζονται γυμνά ή ντυμμένα, απεικονίζουν γυναίκες ή άνδρες να στέκουν, μορφές γονατιστές ή καθισμένες, ειδώλια με προσωπεία, ακόμη και ερμαφρόδιτες μορφές) και η υφολογική τους εξέλιξη από το νατουραλιστικό στο ρεαλιστικό και κατόπιν στο αφηρημένο υποδεικνύει την επικράτηση μιας πρωτόγονης μαγικής δύναμης, με άλλα λόγια την αρχική διαμόρφωση διακριτών θρησκευτικών σκέψεων. Κρίνοντας από την εμφάνιση των πήλινων ειδωλίων και διάφορων λατρευτικών αντικειμένων θα μπορούσαμε να πούμε ότι χρησιμοποιούνταν σε τελετουργίες και μύθους συνδεδεμένους με την αλλαγή των εποχών, τη σπορά και τη συγκομιδή, τη γέννηση, τον θάνατο και τον διαρκή κύκλο της ζωής, κυρίως στην επαναλαμβανόμενη απεικόνιση της μητέρας με το παιδί στην αγκαλιά της.

Ο πολιτισμός Βίντσα βρέθηκε στο απόγειό του περίπου το 3800 ΠΚΕ. Ερείπια των οικισμών του και αρχαιολογικών ευρημάτων που ανακαλύφθηκαν από τα 6 έως τα 2 μέτρα ραδιοχρονολογημένα μας πηγαίνουν στο 3700 και 3500 ΠΚΕ περίπου και αποκαλύπτουν ότι σε αυτή την περίοδο ο πολιτισμός Βίνκα ακολουθεί μια διαδικασία φθοράς.

Η γενική κατάπτωση που σημειώνεται όχι μόνο στην εισαγωγή κεραμικής και στους τύπους των ανθρωπομορφικών ειδωλίων, ξεκίνησε πιθανώς με τη στροφή του ανθρώπου στον πολιτισμό των μετάλλων, κυρίως του χαλκού και του χρυσού. Έτσι, οι κάτοικοι της Πανόνιας λεκάνης αναζητώντας μέταλλα ανακάλυψαν τον χαλκό και τον καθαρό χρυσό. Οι πολιτισμικές ισορροπίες άλλαξαν και άρχισε η αποσύνθεση της δομής του νεολιθικού κόσμου.

Από την αρχαιολογική θέση Πλόντσικ έχουμε το πρωιμότερο δείγμα ορειχάλκινων εργαλείων στον κόσμο. Οι άνθρωποι του πολιτισμού Βίντσα φαίνεται πως ασκούσαν μια πρώιμη μορφή μεταλλουργίας[15]. Με την ανάπτυξη της μεταλλουργίας του χαλκού, νέες κοινωνικές σχέσεις εμφανίστηκαν που ανταγωνίζονταν σκληρά τους αρχαίους τρόπους. Οι κάτοικοι της Βίντσα δεν ήταν έτοιμοι να δεχτούν τις προοδευτικές οικονομίες και τους θεούς των πολιτισμών που ήδη αναπτύσσονταν γύρω τους. Το μεγάλο πλήγμα ήταν, ωστόσο, οι επαναλαμβανόμενες επιθέσεις των πολιτισμών της εποχής του Χαλκού. Αυτή είναι η εικόνα που χαρακτηρίζει το τελευταίο σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία του πολιτισμού Βίντσα, ιστορία περίπου δεκαπέντε αιώνων ενός σημαντικού πολιτιστικού επιτεύγματος και συναρπαστικών γεγονότων, που λίγο-πολύ έχτισαν έναν σημαντικό κρίκο στη μακραίωνη ανθρώπινη εξέλιξη.

Παραπομπές σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Suciu 2011.
  2. 2,0 2,1 Chapman 2000, σελ. 239.
  3. Chapman 1981, σελίδες 40–51.
  4. Archaeological Exhibitions. Duncan Caldwell. 
  5. Evaluations of the domestification process in Serbia - Palezoological remnants at neolithic settlement of Belovode (PDF). JOVANOVI S, SAVIC MILA, TRAILOVI RU@ICA, JANKOVIC Z. SLJIVAR D,. 2003. 
  6. The rise of metallurgy in Eurasia: Evolution, organisation and consumption of early metal in the Balkans. University College London, Institute of Archaeology. 2010. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2015. 
  7. Porčić, Marko (2012). Social complexity and inequality in the Late Neolithic of the Central Balkans reviewing the evidence (PDF). Department of Archaeology, Faculty of Philosophy, University of Belgrade, RS. σελ. 171. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 3 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2015. 
  8. Porčić, Marko. An exercise in archaeological demography estimating the population size of Late Neolithic settlements in the Central Balkans (PDF). Department of Archaeology, Faculty of Philosophy, University of Belgrade, RS. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2015. 
  9. Newsletter of the Association for Coroplastic Studies Number 12, Summer 2014 (PDF). Association for Coroplastic Studies. 2014. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2015.  line feed character in |title= at position 18 (βοήθεια)
  10. Chapman 1981, σελίδες 1–5.
  11. Chapman 1981, σελίδες 33–39.
  12. Gimbutas 1976.
  13. Chapman 1981, σελίδες 132–139.
  14. Chapman 1981, σελίδες 117–131.
  15. Cvekic 2007.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]