Πολιτική του Ηνωμένου Βασιλείου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το πολίτευμα του Ηνωμένου Βασιλείου είναι Βασιλευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Ως εκ τούτου, αρχηγός του κράτους είναι ο κάτοχος του Στέμματος της Αγγλίας και οι εξουσίες ασκούνται στο όνομα αυτού/ής. Όμως, ο ρόλος του μονάρχη είναι περισσότερο συμβολικός και οι πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονται και εκτελούνται από τους υπόλοιπους θεσμούς: η εκλεγμένη Κυβέρνηση αποτελεί την Εκτελεστική εξουσία, η Βουλή των Λόρδων (Άνω Βουλή) και η Βουλή των Κοινοτήτων (Κάτω Βουλή) είναι η Νομοθετική, και τέλος τα Δικαστήρια αποτελούν την ομώνυμη εξουσία.

Τα γενικά χαρακτηριστικά του συστήματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μεταπολεμικό βρετανικό κομματικό σύστημα αναλύεται σε τέσσερις φάσεις στις περιόδους 1950-70, 1970-1979, 1983-1992 και την περίοδο 1997-2005.

Η πρώτη περίοδος χαρακτηρίζεται από τον David Denver ως απόλυτος δικομματισμός. Τα δύο μεγαλύτερα κόμματα (Συντηρητικοί και Εργατικοί) έχουν υψηλή απήχηση και μονοπωλούν την εξουσία. Την δεύτερη περίοδο παρατηρείται μια πτώση στην δυναμική των δυο μεγάλων κομμάτων και αύξηση της υποστήριξης των Φιλελευθέρων. Τα στοιχεία αυτά οδήγησαν πολλούς στο συμπέρασμα πως ο παραδοσιακός βρετανικός δικομματισμός έφτανε στο τέλος του. Το βασικότερο χαρακτηριστικό της τρίτης περιόδου είναι η απόλυτη δεκαετής κυριαρχία των Συντηρητικών, οι οποίοι κερδίζουν την μια εκλογή μετά την άλλη πρώτα με την Μάργκαρετ Θάτσερ και με τον διάδοχο της Τζον Μέιτζορ. Οι εργατικοί καταφέρνουν να χάσουν ακόμα και τις εκλογές του 1992 διαψεύδοντας όλες τις δημοσκοπήσεις. Η περίοδος 1997-2005 διακρίνεται από την επιστροφή του Εργατικού Κόμματος στην εξουσία από το 1974 με ηγέτη τον Τόνι Μπλερ. Οι διαδοχικές νίκες το 1997, 2001, 2005 θέτουν τις βάσεις για μια «εργατική» κυριαρχία ανάλογη με εκείνη της Θάτσερ.

Το εκλογικό σύστημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τον 19ο αι που καθιερώθηκε με μια σειρά από «Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου» (Peoples’ Acts) το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα έχει συνδέσει το όνομά του με την βρετανική πολιτική και έχει γίνει σχεδόν καθολικά αποδεκτό από το σύνολο των πολιτών. Ακόμα σημαντικότερα αποτελεί μια θεσμοποιημένη παράδοση σε μια χώρα που η παραδοσιακή νομιμοποίηση είναι πολύ σημαντική.

Το βασικό χαρακτηριστικό του first-past-the- post συστήματος είναι ότι μετατρέπει τις εκλογικές σχετικές πλειοψηφίες σε κοινοβουλευτικές απόλυτες πλειοψηφίες. Όπως σημείωσε και ο Lijphart κάθε πλειοψηφικό σύστημα οδηγεί σε δυσανάλογα αποτελέσματα και αποθαρρύνει τον πολυκομματισμό (1994). Το βρετανικό σύστημα είναι ένα κλασσικό παράδειγμα σχετικής πλειοψηφικής εκλογής σε μονοεδρικές περιφέρειες (D.Nohlen). Η διαμόρφωση του εκλογικού χάρτη του Ηνωμένου Βασιλείου με τις πολλές μικρές μονοεδρικές περιφέρειες έχει μεγάλη επίδραση στην ισχύ των κομμάτων: ευνοούνται αυτά τα οποία η απήχησή τους είναι τοπικά συγκεντρωμένη. Μια άλλη συνέπεια του συστήματος είναι ότι ενισχύει τα συμπληρωματικά φαινόμενα της χαμένης (wasted vote) και της τακτικής (tactical vote) ψήφου. Η χαμένη ψήφος περιγράφει τις ψήφους σε υποψηφίους που δεν κατάφεραν να εκλεγούν λόγω του συστήματος, ενώ η τακτική είναι το φαινόμενο κατά το οποίο ο εκλογέας αισθανόμενος πως αν ψηφίσει την πρώτη προτίμησή του η ψήφος του θα «χαθεί» ψηφίζει τακτικά την υψηλότερη προτίμησή του που έχει κάποιες πιθανότητες να εκλεγεί. Αυτά τα αποτελέσματα οδήγησαν τον Duverger να διατυπώσει τον νόμο πως κάθε πλειοψηφικό σύστημα οδηγεί σε δικομματισμό.

Ο δικομματισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σημαντικότερη πολιτική συνέπεια του ο νικητής τα παίρνει όλα (winner-takes-it-all) συστήματος είναι η παγίωση του δικομματισμού. Ο βρετανικός δικομματισμός τις περισσότερες περιόδους μετά τον πόλεμο υπήρξε τεχνητός, εφόσον μια αναλογική αντιπροσώπευση θα έδινε ένα μοντέλο πιο κοντά στο τρικομματικό σύστημα, ή τουλάχιστον σε αυτό τον δυόμιση κομμάτων . Η διπολική διαμόρφωση του βρετανικού κομματικού έχει μια σειρά από συνέπειες για την πολιτική ζωή. Βασικό χαρακτηριστικό του βρετανικού δικομματισμού είναι ότι αναγκάζει τα μεγάλα κόμματα να αυξάνουν την πανσυλλεκτικότητά τους και να εκπροσωπούν λιγότερο τα συμφέροντα των ψηφοφόρων τους, μιας και θα πρέπει να κερδίσουν και τους υποστηρικτές των άλλων κομμάτων. Αυτό έχει σαν παράπλευρη συνέπεια την μετατόπιση του πολιτικού διαλόγου από ιδεολογικά σε περισσότερο «υλικά», χαμηλής πολιτικής θέματα και το «στρογγύλεμα» του πολιτικού λόγου (Lipset). Επιπλέον τα μεγάλα κόμματα που έχουν κυβερνητικό προσανατολισμό περιορίζουν την οξύτητα του αντιπολιτευτικού τους λόγου. Το εκλογικό σύστημα και ο διπολισμός θεωρείται από τον J. Christoph ο βασικός λόγος που στην Βρετανία δεν ευδοκίμησαν απολυταρχικές ή ολοκληρωτικές πολιτικές λύσεις. Σε ένα δικομματικό σύστημα αυξάνεται η ταύτιση του ψηφοφόρου με το γενικότερο πολιτικό σύστημα, καθώς η αλλαγή κυβερνήσεων αποσυμπιέζει την πολιτική ζωή από τις όποιες αποτυχίες. Αυτή η σταθερότητα όμως, που προσφέρει το εκλογικό σύστημα θα ανατραπεί σε περίπτωση που κάποιο τρίτο κόμμα φτάσει το 30%. Σε κάθε περίπτωση η δικομματική σταθερότητα βασίζεται σε σαθρή βάση λόγω της τεχνητής φύσης του συστήματος και ενισχύεται περισσότερο από τη γενική συναίνεση της αγγλικής κοινωνίας για την σημασία της σταθερότητας ακόμα και αλλοιώνοντας την λαϊκή εντολή. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του βρετανικού δικομματισμού είναι ότι από την δεκαετία του 1970 είναι κυριαρχούμενος, ή τουλάχιστον ασσύμετρος, σε αντίθεση με τον ισόρροπο δικομματισμό των δεκαετιών του 50 και του 60. Σε γενικές γραμμές και παρά την κριτική που του έχει ασκηθεί το αγγλικό μακρο-σύστημα ελάχιστα έχει επηρεαστεί στην διάρκεια του 20ου αι. σε σχέση με τις δραματικές αλλαγές που συνέβησαν στο περιβάλλον του Ηνωμένου Βασιλείου.

Πάνω από όλα όμως ο βρετανικός δικομματισμός είναι ένας πλήρης ή τέλειος δικομματισμός μιας και δεν έχει υπάρξει κυβέρνηση συνεργασίας μεταξύ ενός από τα δυο μεγάλα κόμματα ούτε όταν και το κομματικό σύστημα έτεινε προς τον τρικομματισμό όπως την δεκαετία του ‘20 με την άνοδο των εργατικών και στις περιόδους ανάκαμψης των Φιλευλεθέρων. Υπάρχουν, όμως, και συγγραφείς που χαρακτηρίζουν το βρετανικό κομματικό σύστημα ατελή δικομματισμό ή σύστημα των δυόμιση κομμάτων (Alan Shiaroff). Αυτό βέβαια οφείλεται σε διαφορά ορισμού καθώς ο Shiaroff ορίζει ως ατελή οποιοδήποτε δικομματισμό στον οποίο υπάρχουν πάνω από δυο κόμματα, ενώ ο Ware αυτόν στον οποίο η αθροισμένη δύναμη των δυο μεγάλων κομμάτων είναι μεγαλύτερη από 80% και μικρότερη από 95%. Αντίθετα αν ορίσουμε ως ατελή δικομματισμό αυτόν στον οποίο δεν μπορεί να υπάρξει μονοκομματική κυβέρνηση, δεν έχουμε κάτι τέτοιο ακόμα και στην συμμαχία Union Ulster- Tory αφού οι τελευταίοι συγκέντρωναν την πλειοψηφία και μόνοι τους. Άλλωστε πάντα στη συνείδηση των Βρετανών εκλογέων υπάρχει η προτεραιότητα ανάδειξης σταθερής κυβέρνησης βασικό χαρακτηριστικό του πλήρους δικομματισμού. Εκτός από πλήρης ο βρετανικός δικομματισμός είναι και άκαμπτος καθώς στις κοινοβουλευτικές ομάδες και των δυο κομμάτων υπάρχει ομοιόμορφη κα υπαγορευμένη από την ηγεσία και μια ουσιαστική υπερενίσχυση του πρωθυπουργού.

Τα κόμματα και η ηγεσία τους κυριαρχούν απόλυτα επί του κοινοβουλίου: σε 7.100 ψηφοφορίες την περίοδο 1945-74 είχαμε 621 περιπτώσεις που βουλευτής ψήφισε διαφορετικά από την κομματική γραμμή. Ας εξετάσουμε, λοιπόν, τα βασικά χαρακτηριστικά των σημαντικότερων αγγλικών κομμάτων.

Τυπολογία της δομής και της οργάνωσης των αγγλικών κομμάτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια από τις βασικές κινητήριες δυνάμεις για την δημιουργία των κομματικών μηχανισμών στη Βρετανία ήταν η αύξηση των εκλογέων με την μεταρρύθμιση του 1832 (electoral reform acts). Ο μεγάλος αριθμός των ψηφοφόρων ανάγκασε τα κόμματα να οργανώσουν την γραφειοκρατία τους και να δημιουργήσουν τοπικές ψηφοθηρικές οργανώσεις, τις registration societies και τις μετέπειτα local election committees οι οποίες εξελίχθηκαν – μετά το 1867- σε κομματικές ενώσεις. Οι Tory πέτυχαν μετά και την εκλογική ήττα του 1867 να οργανώσουν μια συγκεντρωτική διοίκηση, ενώ αντίθετα στους Φιλελεύθερους τα αντι-κομματικά αισθήματα αποτέλεσαν τροχοπέδη σε ανάλογη εξέλιξη. Οι Liberals και οι Conservatives, υιοθετώντας την τυπολογία του Duverger , ήταν κόμματα κοινοβουλευτικής προέλευσης και ήταν απόρροια της ενίσχυσης του πολιτικού ρόλου του κοινοβουλίου. Αντίθετα οι Εργατικοί ήταν κόμμα εξωκοινοβουλευτικής προέλευσης, εφόσον προήλθε από μια προϋπάρχουσα οργάνωση, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν τα εργατικά συνδικάτα . Με βάση πάλι τον διαχωρισμό των Eliassen και Svaasand το κόμμα των συντηρητικών ιδρύθηκε με διείσδυση ή από το κέντρο, αντίθετα οι Εργατικοί ιδρύθηκαν από την περιφέρεια (με σύγκλιση και συγχώνευση). Τα παραπάνω έχουν ως συνέπεια μια συγκεντρωτική δομή και ένα συμπαγές κέντρο για τους Τόρηδες, ενώ για τους εργατικούς μια αποκεντρωμένη διοίκηση, αποσυγκέντρωση της κομματικής ισχύος και ένα μη συμπαγές κέντρο. Τέλος οι Φιλελεύθεροι, αρχικά διέπωνταν από μια ημι-αυτόνομη δομή που οφειλώταν στην ανομοιογένεια των τοπικών οργανώσεων, ενώ βάσιζε την χρηματοδότηση και λειτουργία του στην στήριξη που του παρείχαν οι επιχειρηματίες.

Πάντως τα βρετανικά κόμματα ιδιαίτερα την περίοδο 1960-90 αύξησαν το συγκεντρωτισμό τους και την αυτονομία των κοινοβουλευτικών τους ομάδων, ενώ ταυτόχρονα άρχιζαν να προσεγγίζουν ένα πανσυλλεκτικό μοντέλο στην οργάνωσή τους. Αυτό σημαίνει πως έχουν διατηρήσει τη γραφειοκρατική και συγκεντρωμένη δομή από τα μαζικά κόμματα, ενώ ταυτόχρονα διατηρεί την ιδεολογική χαλαρότητα και τον ψηφοθηρικό προσανατολισμό που χαρακτηρίζει τα μαζικά κόμματα.

Κάθε αναφορά, όμως, στα βρετανικά κόμματα, πρέπει λαμβάνει υπόψη της την υψηλή θεσμοποίηση τους. Το όλο αγγλικό πολιτικό σύστημα βασίζεται σε μια μακροχρόνια και έντονα ριζωμένη παράδοση. Τα τρία κύρια κόμματα του Ηνωμένου Βασιλείου είναι από τα περισσότερο θεσμοποιημένα της Ευρώπης. Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε εύκολα εάν χρησιμοποιήσουμε ένα συνδυασμό των κριτηρίων Panebianco και Janda για τον βαθμό θεσμοποίησης των κομμάτων: θα διαπιστώσουμε ότι Φιλελεύθεροι και Συντηρητικοί λειτουργούν για δυο αιώνες, ενώ οι Εργατικοί για 106 χρόνια, μακράν τα μακροβιότερα κόμματα στην δυτική Ευρώπη. Η αποταύτιση από πρόσωπα είναι σχεδόν απόλυτη , οι οργανωτικές μεταρρυθμίσεις γίνονταν σπάνια και αφορούσαν κυρίως τους τρόπους εγγραφής και στρατολόγησης μελών, ενώ η βάση της οργάνωσης τους- η εκλογική επιτροπή παρέμεινε αναλλοίωτη. Όσον αφορά τους τίτλους έχουμε μόνο μια μικρή αλλαγή αυτή των Liberals σε Liberal Democrats στο πλαίσιο της Alliance με το αποσχισθέν από τους Εργατικούς SPD. Από το 1834 που ο Pell μετονόμασε τους Tories σε Conservatives και που οι Whigs σχημάτισαν τους Liberal το 1860 και το Labour Representation Committee μετασχηματίστηκε σε Labour Party το 1906 δεν είχαμε καμία σημαντική αλλαγή στα ονόματα . Στη σταθερότητα δύναμης θα διαπιστώσουμε ότι από το 1922 που καθιερώθηκε ο δικομματισμός Εργατικών και Συντηρητικών η συνδυασμένη εκλογική τους δύναμη κινήθηκε γύρω στο 80-85% και τα κάθε κόμμα συγκεντρώνει κατά μέσο όρο 41-43% . Το ίδιο δεν ισχύει για τους Φιλελεύθερους και τα τοπικά εθνιστικά κόμματα όπως το σκωτσέζικο SNP τα οποία βλέπουν συχνές εναλλαγές στην εκλογική τους απήχηση- εφόσον είναι περισσότερο αποδοχείς δυσαρέσκειας. Ακόμα μικρότερη είναι η εναλλαγή στην κοινοβουλευτική δύναμη εφόσον κάτι τέτοιο αποτρέπεται από το εκλογικό σύστημα. Δεν βλέπουμε να αναπτύσσονται ισχυρές παρακομματικές δυνάμεις ενώ σταθερές οι πηγές χρηματοδότησης οι επιχειρηματίες για τους Συντηρητικούς και Φιλελεύθερους και τα σωματεία για τους εργατικούς. Σε κάθε περίπτωση οι όποιες αλλαγές στα αγγλικά κόμματα είναι πολύ μικρές στο πλαίσιο της υπερεκαντοταετούς πορείας τους.

Εκλογικά αποτελέσματα και κομματικά συστήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κομματικό Σύστημα 1950-1970[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην περίοδο αυτή έχουμε απόλυτο δικομματισμό. Ο μέσος όρος της συναθροισμένης απήχησης Εργατικών και Συντηρητικών φτάνει τα υψηλότερα ποσοστά του 20ου αι. στο 91.8% , υπάρχει μια σταθερή εναλλαγή κυβερνήσεων και οι Φιλελεύθεροι να μην μπορούν να ξεπεράσουν το φράγμα των 12 εδρών. Ο δικομματισμός αυτής της περιόδου είναι από τους περισσότερο φυσικούς, καθώς η τα εκλογικά ποσοστά των δυο βασικών κομμάτων πλησιάζουν περισσότερο από ποτέ στην απόλυτη πλειοψηφία. Το 1955 οι Συντηρητικοί φτάνουν το σχεδόν απόλυτα πλειοψηφικό 49.5%, ενώ οι Εργατικοί φτάνουν το 1966 το 47.8%. Αλλά σε γενικές γραμμές τα κόμματα κυμάνθηκαν σταθερά ανάμεσα 40%-50%.

Κομματικό Σύστημα 1970-1979[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η συγκεκριμένη περίοδος χαρακτηρίζεται από χαλάρωση της κομματικής πόλωσης και την χαλάρωση της ταξικής ευθυγράμμισης και έχουμε την μείωση της δύναμης των δύο μεγάλων κομμάτων. Ο μέσος όρος της συναθροισμένης δύναμης Εργατικών και Συντηρητικών έπεσε από το 91.8% των ψήφων το 1970 στο 74.8%. Η αλλαγή αυτή, όμως, δεν αντικατοπτρίστηκε στις έδρες του κοινοβουλίου. Το δικομματικό σύστημα στηρίζεται πλέον όλο και περισσότερο στο post-the-past system, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται ο τεχνητός χαρακτήρας του. Σε γενικές γραμμές παρατηρούνται κάποιες παθογένειες στον δικομματισμό Labour- Conservatives, φυσικοί ίσως για την εξηντακοταετή ως τότε λειτουργία του.

Κομματικό σύστημα 1979-1992[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις εκλογικές αναμετρήσεις αυτής της περιόδου έχουμε την απόλυτη υπεροχή των Tory είτε με την M.Thatcher είτε με τον J. Major. Οι Εργατικοί παλεύουν για την επιβίωσή τους με χαμηλότερο ποσοστό το 27.6% το 1983. Ο δικομματισμός πραγματικά δοκιμάζεται και τείνει να προσεγγίσει το μοντέλου του κυριαρχούμενου δικομματισμού. Σε κάθε περίπτωση το εκλογικό σύστημα περιόρισε τον εργατικό κατήφορο. Με βάση, όμως, την μονοπώληση της εξουσίας για 18 χρόνια από τους Συντηρητικούς μπορούμε σε κάθε περίπτωση να μιλήσουμε για ασσύμετρο δικομματισμό, που κλόνισε σημαντικά την δικομματική παράδοση.

Κομματικό σύστημα 1997-2005[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην αρχή της περιόδου αυτής παρατηρήθηκε μια τάση εξισορρόπησης του συστήματος με την ανάκαμψη των Εργατικών και την εκλογική τους νίκη υπό τον T. Blair. Η περίοδος αυτή αντί να δείχνει μια επανασταθεροποίηση του δικομματισμού, δείχνει σημάδια και τάσεις υπέρβασης του συστήματος. Γρήγορα η εξισορρόπηση μετατράπηκε σε εργατική κυριαρχία, ενώ παράλληλα τα εκλογικά ποσοστά των δυο μεγάλων κομμάτων μειώνονταν περισσότερο από ποτέ και πλέον το πλειοψηφικό σύστημα έγινε ο κύριος παράγοντας για την διατήρηση του πιο τεχνητού δικομματισμού του δεύτερου μισού του 20ου αι. Στις πρόσφατες εκλογές οι Συντηρητικοί έφτασαν στο ιστορικό χαμηλό του 32.3% ενώ οι Εργατικοί με ένα ποσοστό 35.2% αποτελούν την κυβέρνηση με την μικρότερη λαϊκή υποστήριξη και νομιμοποίηση από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Οι Liberal Democrats πέτυχαν το ποσοστό του 22% απειλώντας την κυριαρχία των δύο μεγάλων κομμάτων. Μάλιστα αν η ενδυνάμωση αυτή συνεχιστεί είναι πολύ πιθανό να φτάσει το εκλογικό ποσοστό του 30% οπότε θα αρχίσει να επωφελείται από την διαμόρφωση του εκλογικού συστήματος και θα απειληθεί ουσιαστικά ο δικομματισμός. Από την άλλη δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν η κρίση του δικομματισμού τα τελευταία χρόνια είναι δομική ή αν έχει σχέση περισσότερο με περιστασιακούς παράγοντες, όπως η κόπωση του εκλογικού σώματος από τους πολιτικούς ηγέτες, ενδοκομματικές τριβές κ.τ.λ.


Βρετανική εκλογική συμπεριφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ταξική ευθυγράμμιση (alignment)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τουλάχιστον μέχρι την δεκαετία του ‘80 ένα βασικό συμπέρασμα όλων των Βρετανών πολιτικών επιστημόνων ήταν πως για την ανάλυση της συμπεριφοράς των Άγγλων εκλογέων αρκούσε η γνώση της τάξης τους. Ο Βρετανικός λαός είχε έντονα ανεπτυγμένη την ταξική αίσθηση (them and us) και ευθυγραμμιζόταν σχεδόν απόλυτα με το κόμμα που εξέφραζε την κοινωνική του θέση. Χαρακτηριστική είναι η φράση του Puzler: «οι τάξεις είναι η βάση της βρετανικής πολιτικής, όλα τα άλλα είναι εκλεπτύνσεις και λεπτομέρειες» . Αυτή η έντονη σχέση ανάμεσα στην ταξική ένταξη και την εκλογική συμπεριφορά οφείλεται, σύμφωνα με τον Yves Meny στην κοινωνική ομοιογένεια, στον πρόωρο εξαστισμό αλλά και την απουσία άλλων διαιρέσεων. Είναι, όμως, αξιοπρόσεκτο πως ένα τόσο ταξικά προσανατολισμένο εκλογικό σώμα υποστήριξε ένα δικομματικό σύστημα βασισμένο στην εναλλαγή της εξουσίας και άρα στην διακυβέρνηση της χώρας από τους ταξικούς αντιπάλους. Για αυτό ευθύνεται η ευελιξία των ανώτερων βρετανικών στρωμάτων που δεν αντέδρασαν τόσο στην κοινωνική κινητικότητα, όσο και στην ισχυροποίηση των άλλων τάξεων . Η ταξική ευθυγράμμιση εμπόδισε την ανάπτυξη των άλλων διαιρετικών δομών που συναντάμε στον άξονα Rokkan. Χαρακτηριστική είναι η μηδαμινή σημασία που έχει στην πολιτική ζωή του 20ου αι. η αγγλικανική εκκλησία. Περιορίζεται σε μια άνευ όρων στήριξη των Συντηρητικών, ενώ διατηρεί πολύ κακές σχέσεις με τους Φιλελεύθερους, λόγω της προσέγγισης των τελευταίων με τους non-conformists . Οι διαρροές λοιπόν ήταν μικρές και η στήριξη που συγκέντρωναν τα δυο μεγάλα κόμματα σχεδόν δεδομένη τα μεσαία και ανώτερα αστικά στρώματα στήριζαν του Tory και τα μέλη των Unions και γενικώς οι εργάτες στήριζαν το Labour. Η κατάσταση, όμως θα αρχίσει να αλλάζει.

Η πτώση της ταξικής διαίρεσης (dealignement)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήδη από τις εκλογές του 1970 η ταξική ευθυγράμμιση αρχίζει να μειώνεται με την μεγάλη κάμψη να παρατηρείται από την δεκαετία του 80 και μετά. Όπως παρατηρεί ο David Denver οι βρετανικές εκλογές έχουν πλέον μετατραπεί σε διαδικασία επιλογής καταλληλότερου πρωθυπουργού, προσομοιάζοντας περισσότερο σε ένα προεδροκεντρικό σύστημα. Στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση είναι χαρακτηριστικό ότι και ο Blair (42%) και ο M.Howard (32%) συγκέντρωσαν μεγαλύτερα ποσοστά συμπάθειας από τα κόμματά τους, αλλά και ότι το 1/6 αυτών που δεν ψήφισαν Εργατικούς είπαν πως δεν θα μπορούσαν να ψηφίσουν το κόμμα στο οποίο ήταν ηγέτης ο Blair.

Καθώς η ταξική ψήφος μειώνεται, οι εκλογείς αρχίζουν να αυτό-προσδιορίζονται με βάση άλλες διαιρετικές δομές. Οι γυναίκες, που πάντα αποτελούσαν μια σημαντική εκλογική ομάδα, στηρίζουν διαχρονικά τους Conservatives και ιδίως με την άνοδο στην ηγεσία του κόμματος της M.Thatcher οπότε και ο φεμινισμός ανακάλυψε την συντηρητική εκδοχή του. Στις τελευταίες γενικές εκλογές, όμως, η σταθερά αυτή φαίνεται να αλλάζει: οι νέες γυναίκες μεταθέτουν την υποστήριξη τους στο πιο προοδευτικό- φεμινιστικό Labour. Οι γυναίκες άνω των 34 παρ’ όλα αυτά εξακολουθούν να δυσπιστούν απέναντι στους Εργατικούς (Denver) . Εκτός, όμως από τις νεαρές γυναίκες τους Εργατικούς στηρίζουν και αυτές που προέρχονται από εργατικές οικογένειες- δείχνοντας και τον μετασχηματισμό της ταξικής ψήφου μέσα από νέες διαιρέσεις. Συνολικά οι γυναίκες έδωσαν 38% στους Εργατικούς και 32% στους Τόρηδες. Αντίθετα οι άντρες ψήφισαν τα δυο κόμματα με το ίδιο ποσοστό 34%.

Πάντως η ταξική ψήφος αν και μειωμένη εξακολουθεί να παίζει προσδιοριστικό ρόλο. Ο Richard Rose αποδίδει την ήττα των εργατικών στις εκλογές του 1992 στην συρρίκνωση των στρωμάτων που τους υποστήριζαν παραδοσιακά- εργάτες, μικροαστοί κ.τ.λ.

Οι LibDem εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της ταξικής –όπως και γεωγραφικής- διασποράς των ψήφων τους. Τα χαμηλότερα ποσοστά τους οι Φιλελεύθεροι τα έχουν στους ανειδίκευτους εργάτες δηλαδή 15% κατά μέσο όρο μόλις 7 μονάδες διαφορά από μια από τις προνομιακές κοινωνικές τους ομάδες τους μεσοαστούς δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι στηρίζουν τους Liberal σε ποσοστό 22%. Η μόνη κοινωνική ομάδα στην οποία έχουν κάποια ειδική απήχηση είναι οι απόφοιτοι πανεπιστημίου (30%) . Ένα άλλο χαρακτηριστικό των Φιλελεύθερων είναι η έλλειψη ενός κοινού ιδεολογικού υποβάθρου των ψηφοφόρων του, αλλά και η λεγόμενη soft support που συγκεντρώνει. Η έννοια της soft support όπως την έθεσε ο Crewe σημαίνει πως οι εκλογείς των Φιλελεύθερων που κινούνται περισσότερο από δυσαρέσκεια προς τα δυο μεγάλα κόμματα δύσκολα ψηφίζουν για δεύτερη συνεχή φορά το κόμμα. Υπάρχει έλλειψη παραμονής (retention). Παρατηρείται πως στις εκλογές του 1992 40% των ψηφοφόρων δεν είχαν ψηφήσει την Alliance το 1987 . Επιπλέον το κόμμα συγκεντρώνει υψηλό ποσοστό ανάμεσα στους ψηφοφόρους των άλλων κομμάτων ως δεύτερη προτίμηση (21%). Το dealignment πάντως ήταν ευνοϊκό για το κόμμα το οποίο αν και βασιζόταν στα μεσαία στρώματα ποτέ δεν ήταν ταξικά ταυτισμένο (Curtice και Russel).

Οι Tory στηρίζονται παραδοσιακά στους ιδιοκτήτες, τους εμπόρους και τους μεσοαστούς. Στρώματα τα οποία αυξήθηκαν τα τελευταία χρόνια στο Ηνωμένο Βασίλειο. Παράλληλα υπήρξε και αύξηση του πληθυσμού του Νότου σε σχέση με τον Βορρά. Το dealignment όμως στέρησε από τους Τόρηδες ένα από τα βασικά πλεονεκτήματά τους που ήταν η υψηλή συσπείρωση των εκλογέων τους. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα για τους Συντηρητικούς είναι η διείσδυση του Blair στα μεσαία στρώματα. Ο Βρετανός πρωθυπουργός εκσυγχρονίζοντας το κόμμα του και ανοίγοντας το στην ιδεολογία της αγοράς προσέγγισε από τις εκλογές του 1997 και μετά την τόσο σημαντική για τους Συντηρητικούς μεσαία αστική τάξη. Επιπλέον τους Εργατικούς υποστήριξαν οι θατσερικοί ειδικευμένοι εργάτες και η εφημερίδα τους η Sun. Άλλο ένα βασικό πρόβλημα για τους Tory ήταν η άνοδος των Φιλελεύθερων προς τους οποίους οι διαρροές ήταν υψηλές. Μετά το πόλεμο στο Ιράκ, όμως, η τάση αυτή μεταστράφηκε και η κυρίαρχη τάση στο εκλογικό swing ήταν η μετακίνηση από τους Εργατικούς στους Φιλελεύθερους.

Ο πόλεμος στο Ιράκ προκάλεσε και ένα νέο εκλογικό φαινόμενο την αντι-πολεμική τακτική ψήφο: υποστηρικτές τον Labour ψήφιζαν ως επί το πλείστον Φιλελεύθερους ως έκφραση της αντίδρασης τους στις επιλογές της Κυβέρνησης στο θέμα του Ιράκ. Αυτό το φαινόμενο στέρησε και από την Κυβέρνηση της ψήφους των νέων και των πρωτοψηφισάντων που είχαν παίξει σημαντικό ρόλο στις δυο προηγούμενες νίκες. Η διαιώνιση, όμως, της ταξικής ψήφου φαίνεται πως έγινε με τον μετασχηματισμό της πλέον σε τοπική- ταξική ψήφο και πλέον εκφράζει πέρα από τις ταξικές διαφορές και τις μεγάλες ιδιομορφίες των περιοχών του Ηνωμένου Βασιλείου.

Σημειώσεις και παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Πηγές άρθρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αυτήν την ενότητα παρουσιάζεται η βιβλιογραφία στην οποία βασίστηκε το άρθρο, ταξινομημένη κατά χρονολογία έκδοσης.

Ελληνική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Rudolf Wildenman, Η εκλογική έρευνα, Συμπεριφορά του εκλογικού σώματος και Ανάλυση εκλογών, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1992
  • Yves Meny, Συγκριτική Πολιτική, Τόμος Α’, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1993
  • Θ. Διαμαντόπουλος, Το Κομματικό Φαινόμενο: Μορφές, Συστήματα, Οικογένειες κομμάτων, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1992
  • Θ. Διαμαντόπουλος, Εκλογικά Συστήματα, θεωρία και πρακτικές εφαρμογές, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2001
  • J.W. Young, Η Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου, 1945-1990, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2004

Ξένη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Patrick Dunleavy και C. Husbands, British Democracy at the Crossroads, Voting and Party Competition in the 80’s,George Allen and Unwin, Λονδίνο, 1985
  • Martin Harrop και W. Miller, Elections and Voters, A comparative Introduction, Macmillan Press, Λονδίνο, 1987
  • Beatrix Cambell, The Iron Ladies, Why Women vote Tory?, Virago Press, 1987
  • David Denver, Elections and Voting Behavior in Britain, Harvester Wheatsheaf, Hertfordshire, 1994
  • Moshe Meor, Political Parties and Party System, Comparative approaches and the British experience, Routledge, Λονδίνο, 1997
  • Paul Penning και J. Lane, Comparing Party System Change, Routledge, Λονδίνο, 1998
  • Alice Brown, D. McCrone, L. Paterson και P. Surridge, The Scottish Electorate, The 1997 General Election and Beyond, Mcmillan Press, Λονδίνο, 1999
  • Richard Heffernan, New Labour and Thatcherism, Macmillan Press, Λονδίνο, 2000
  • Brian Brivati και Richard Heffernan, The Labour Party, A centenary History, Macmillan Press, Λονδίνο, 2000
  • Richard Gunther, Jose Ramon Monter, Juan J. Linz, Political Parties, Old concept and new challenges, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2002
  • Stephen Driver και Luke Martell, Blair’s Britain, Polity Press, Κέιμπριτζ, 2003
  • Paul F. Whiteley και Patrick Seyd, High Intensity Participation, The dynamics of party activism in Britain, Michigan Press, Μίτσιγκαν, 2005

Περιοδικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]