Πολιτική της Μιανμάρ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Μιανμάρ κυβερνάται από στρατιωτικό καθεστώς. Από το 1992 ως το 2011 επικεφαλής του δικτατορικού καθεστώτος ήταν ο στρατηγός Ταν Σουέ, αρχηγός του «Κρατικού Συμβουλίου Ειρήνης και Ανάπτυξης», όπως ονομαζόταν η κυβέρνηση της χώρας. Έπειτα από τη διενέργεια εκλογών, το 2010, η χούντα παρέδωσε την εξουσία σε πολιτική κυβέρνηση το Μάρτιο του 2011. Πρόεδρος ορκίστηκε ο Θέιν Σέιν. Από το 2016 ως το 2021 ντε φάκτο αρχηγός κυβέρνησης ήταν η Κρατική Σύμβουλος της Μιανμάρ, Αούνγκ Σαν Σου Κι, η οποία ανατράπηκε σε νέο πραξικόπημα του στρατού την 1η Φεβρουαρίου 2021.

Προϊστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 2 Μαρτίου του 1962 ο στρατηγός Νε Ουίν (Ne Win) κατέλυσε το δημοκρατικό πολίτευμα και εγκαθίδρυσε δικτατορία. Το πραξικόπημα πραγματοποιήθηκε αναίμακτα αλλά στιγματίστηκε από την στυγερή εν ψυχρώ δολοφονία του δεκαεπτάχρονου γιου του πρώην προέδρου Sao Shwe Thaik από στρατιώτη . Η χώρα απέκτησε σοσιαλιστικό προσανατολισμό και όλες οι ξένες εταιρείες κρατικοποιήθηκαν. Από το 1962 έως το 1974 κυβερνήθηκε από το επαναστατικό Συμβούλιο με επικεφαλής το στρατηγό Νε Ουίν. Σε μια προσπάθεια να παγιώσει την δύναμή του, ο στρατηγός Γουίν και όλο το συμβούλιο παραιτήθηκε αναλαμβάνοντας πολιτικές θέσεις και θεσπίζοντας παράλληλα μονοκομματικό σύστημα. Από το 1974 έως και το 1988 η Μιανμάρ κυβερνήθηκε από το Κόμμα Σοσιαλιστικού Προγράμματος της Μπούρμα αφού συντάχθηκε νέο σύνταγμα και η χώρα μετονομάστηκε σε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ενωσης της Βιρμανίας». Το 1981 ο Νε Ουίν μεταβίβασε την εξουσία στον στρατηγό Σαν Γιου. Το 1988 ονομάστηκε πάλι σε «Ένωση της Βιρμανίας». Στις 8 Αυγούστου του ίδιου χρόνου ο λαός εξαθλιωμένος καθώς ήταν ξεσηκώθηκε εναντίον της κυβέρνησης. Οι ταραχές που ακολούθησαν, και που προκλήθηκαν κυρίως από φοιτητές, ήταν οι μεγαλύτερες στην ιστορία της χώρας, διήρκεσαν έξι εβδομάδες και υπολογίζεται ότι κατά τη διάρκεια αυτών σκοτώθηκαν τρεις χιλιάδες πολίτες. Κατά τη διάρκεια των αναταραχών ο Νε Ουίν παραιτήθηκε και ο "Εθνικός σύνδεσμος για τη Δημοκρατία" (NLD), η δημοκρατική αντιπολίτευση, ανέλαβε την διακυβέρνηση. Αμέσως όμως πραγματοποιήθηκε νέο στρατιωτικό πραξικόπημα από το στρατηγό Σο Μαούνγκ με αποτέλεσμα το Κρατικό Συμβούλιο Αποκατάστασης του Νόμου και της Τάξης (SLORCΓ) να αναλάβει την εξουσία. Για να εκτονωθεί η κρίση κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος. Τον επόμενο χρόνο, και συγκεκριμένα στις 18 Ιουνίου 1989, το Κρατικό Συμβούλιο Αποκατάστασης του Νόμου και της Τάξης μετονόμασε το κράτος σε Ένωση της Μιανμάρ καθώς και το όνομα της πρωτεύουσας από Γιανγκόν σε Ρανγκούν. Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών αναγνώρισε μετά από λίγο καιρό το νέο όνομα.

Το 1990 προκηρύχθηκαν εκλογές στις οποίες το καθεστώς ηττήθηκε. Νικήτρια ήταν η βραβευμένη με το Νόμπελ ειρήνης Αούνγκ Σαν Σου Κι, αλλά το SLORC αρνήθηκε να παραδώσει την εξουσία θέτοντας το κόμμα NLD αμέσως εκτός νόμου και συλλαμβάνοντας τα στελέχη του. Το 1997 το SLORC μετονομάστηκε σε Κρατικό Συμβούλιο Ειρήνης και Ανάπτυξης (SPDC). Τον Ιούλιο του 1997 η Μιανμάρ εντάχθηκε στην ASEAN. To 2003 ανακοίνωσαν έναν χάρτη επτά σημείων για να τερματιστεί το στρατιωτικό καθεστώς, χωρίς όμως να δώσουν κάποιο συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα.[1] Στις 6 Νοεμβρίου 2005 η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην νεόκτιστη πόλη Νάι Πι Τάου (Naypyidaw) που σημαίνει "Πόλη των Βασιλιάδων".

Η στάση των δικτατορικών κυβερνήσεων απέναντι στις μειονότητες που αποτελούν το 40% του συνολικού πληθυσμού ήταν πάντα εχθρική. Το 1981 με νόμο απαγορεύθηκε στις μειονότητες να λαμβάνουν δημόσια αξιώματα ενώ με συνεχείς επιδρομές ο στρατός συνέβαλε στη διαρκή εξαθλίωσή τους αναγκάζοντάς πολλούς από αυτούς να εγκαταλείψουν την χώρα. Το 1976 υπολογίζεται ότι ήλεγχαν το 40% της χώρας αλλά γρήγορα η εξουσία του στρατού επιβλήθηκε και πάλι.

Γενικές εκλογές 1990[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι γενικές εκλογές πραγματοποιήθηκαν στις 27 Μαΐου του 1990 και ήταν οι πρώτες μετά από αυτές του 1960. Σε αυτές πρώτο αναδείχθηκε το κόμμα του Εθνικού Συνδέσμου για τη Δημοκρατία (NLD) με ηγέτιδα την Αούνγκ Σαν Σου Κι, το οποίο κέρδισε και την πλειοψηφία των εδρών της βουλής. Παρ´όλα αυτά το Κρατικό Συμβούλιο Νόμου και Αποκατάστασης της Τάξης (SLORC) αρνήθηκε να παραδώσει την εξουσία, μη δεχόμενο τα αποτελέσματα. Αντί αυτού συνέλαβε τα περισσότερα μέλη του NLD ενώ μερικά άλλα κατάφεραν να διαφύγουν στο εξωτερικό. Επίσης εξελέγη και συντακτική συνέλευση για την εκπόνηση συντάγματος χωρίς νομοθετική εξουσία, η οποία όμως δεν λειτούργησε λόγω απαγόρευσης από το στρατιωτικό καθεστώς. Στις 18 Δεκεμβρίου του 1990 σχηματίστηκε κυβέρνηση από τους αντιπροσώπους που εκλέχτηκαν με πρωθυπουργό τον Σέι Ουίν, α΄ ξάδερφο της Αούνγκ Σαν Σου Κι. Η έδρα της κυβέρνησης βρίσκεται στο Rockville του Μαριλαντ στις ΗΠΑ.

Κόμμα Ψήφοι % των ψήφων Έδρες
Εθνικός Σύνδεσμος για τη Δημοκρατίας (NLD) 7,943,622 58.7% 392
Εθνικός Σύνδεσμος των Σαν για τη Δημοκρατία (SNLD) 222,821 1.7% 23
Σύνδεσμος των Αρακαν για τη Δημοκρατία (ALD) 160,783 1.2% 11
Κόμμα Εθνικής Ενότητας (NUP) 2,805,559 21.2% 10
Εθνικό Δημοκρατικό Μέτωπο των Μον (MNDF) 138,572 1% 5
Εθνικό Δημοκρατικό κόμμα για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (NDP) 128,129 1% 4
Εθνικός Σύνδεσμος για τη Δημοκρατία των Τσιν (CNLD) 51,187 0.4% 3
Εθνική Συνέλευση για τη δημοκρατία του Κατσίν (KSNCD) 13,994 0.1% 3
Κόμμα για την Εθνική Δημοκρατία]] (PND) 72,672 0.5% 3
Union Poah National Organisation (UPNO) 35,389 0.3% 3
Δημοκρατική οργάνωση για την εθνική ενότητα των Καρέν (DOKNU) 16,553 0.1% 2
Εθνικός Σύνδεσμος για τη Δημοκρατία του Καγιαχ (KSNLD) 11,664 0.1% 2
Naga Hills Περιφερειακό Προοδευτικό Κόμμα (NHRPP) 10,612 0.1% 2
Εθνική Ένωση για την Δημοκρατία των Ta-ang (Palaung) (TNLD) 16,553 0.1% 2
Zomi Εθνική Συνέλευση (ZNC) 18,638 0.1% 2
Μικρότερου μεγέθους κόμματα και ανεξάρτητα 1,606,858 12.1% 12
Σύνολο 13,253,606 100% 492
Πηγή: εκλογικό αρχείο του Adam Carr

Η εξέγερση του Σεπτεμβρίου 2007[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Αύγουστο του 2007 με αφορμή την συμπλήρωση 19 χρόνων από την άγρια καταστολή των λαϊκών συγκεντρώσεων οι Βουδιστές μοναχοί, άτομα ιερά στην Μιανμάρ, οργάνωσαν διαδηλώσεις σε μεγάλες πόλεις της χώρας διαμαρτυρόμενοι για το ανελεύθερο καθεστώς. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου οι διαδηλώσεις κορυφώθηκαν λόγω των οικονομικών μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης που αφορούσαν την απόφαση της στρατιωτικής κυβέρνησης να αποσύρει την επιδότηση στα καύσιμα με αποτέλεσμα την εκτίναξη των τιμών αλλά και λόγω των ξυλοδαρμών τριών βουδιστών μοναχών από την αστυνομία. Στις 22 Σεπτεμβρίου χιλιάδες Βουδιστές κατέβηκαν στους δρόμους ενώ 500 από αυτούς κατάφεραν υπό την επίβλεψη της αστυνομίας να πλησιάσουν στο σπίτι της βραβευμένης με το Νόμπελ ειρήνης Αούνγκ Σαν Σου Κι, η οποία βρίσκεται για πάνω από τον Μάιο του 2003 σε κατ'οίκον περιορισμό. Δύο μέρες αργότερα τουλάχιστον 20.000 μοναχοί διαμαρτυρήθηκαν στους δρόμους της Ρανγκούν.

Στις 24 Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκε η μεγαλύτερη διαδήλωση όλων των χρόνων στην ιστορία της Μιανμάρ όταν 100.000 πολίτες και Βουδιστές κατέβηκαν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν κατά των οικονομικών μέτρων της κυβέρνησης αλλά και για την φτώχεια που ταλανίζει την χώρα.[2] Το στρατιωτικό καθεστώς θορυβημένο από αυτή την εξέλιξη ανακάλεσε την 22η Μεραρχία από το κρατίδιο της Καρέν για τη Ρανγκούν. Η 22η Μεραρχία είχε χρησιμοποιηθεί για να καταστείλει και τις λαϊκές εξεγέρσεις του 1988 γι´αυτό και η κίνηση αυτή προκάλεσε αίσθηση προκαταλαμβάνοντας τις προθέσεις της στρατιωτικής κυβέρνησης. Την επόμενη μέρα επιβλήθηκε νυχτερινή απαγόρευση κυκλοφορίας μεταξύ 9 μ.μ. και 5 π.μ. ενώ η πόλη Ρανγκούν τέθηκε υπό άμεσο στρατιωτικό έλεγχο. Παράλληλα τμήματα στρατού παρατάχθηκαν σε όλη την πόλη.

Παρ´όλες τις προειδοποιήσεις ο λαός ξανακατέβηκε στους δρόμους. Αν και η διεθνής κοινότητα με μηνύματα ζήτησε ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση από το δικτατορικό καθεστώς αυτό δεν φάνηκε να τα έλαβε υπόψιν του. Στις 26 Σεπτεμβρίου και ενώ ο λαός διαδήλωνε, ένα τμήμα διαδηλωτών προσπάθησε να σπάσει τον κλοιό των αστυνομικών. Αυτοί απάντησαν με ρίψη δακρυγόνων και με ξυλοδαρμό Βουδιστών. Οι αστυνομικοί και οι στρατιώτες ξυλοκόπησαν άγρια τους διαδηλωτές ενώ ακολούθησαν και αρκετές συλλήψεις. Στις 27 Σεπτεμβρίου ο λαός διαδήλωσε για ακόμη μια φορά για να διαλυθεί αμέσως βίαια από το στρατό, ο οποίος πυροβολούσε στα τυφλά. Επίσης ο στρατός προχώρησε σε εκατοντάδες συλλήψεις Βουδιστών μοναχών αλλά και σε εφόδους σε μοναστήρια, τα οποία και κατέλαβε. Την επομένη φοιτητές κατέβηκαν στους δρόμους χωρίς όμως αυτή τη φορά να έχουν τους Βουδιστές στο πλευρό τους αφού όλα σχεδόν τα μοναστήρια είχαν καταληφθεί από το στρατό.

Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων υπολογίζεται ότι σκοτώθηκαν πάνω από 30 πολίτες, μεταξύ των οποίων και ένας Ιάπωνας δημοσιογράφος. Επίσης συνελήφθησαν χιλιάδες άτομα τα οποία μέχρι και σήμερα κρατούνται στις φυλακές. Είναι χαρακτηριστικό ότι εκατοντάδες άνθρωποι αγνοούνται από την μέρα των επεισοδίων.

Διεθνής αντίδραση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διεθνής κοινότητα είχε απευθύνει από την αρχή έκκληση προς το στρατιωτικό καθεστώς της χώρας για ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση. Συγκεκριμένα ο γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Μπαν Γκι-Μουν ζήτησε αυτοσυγκράτηση, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζωρτζ Μπους απείλησε για νέες κυρώσεις ενώ ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί δήλωσε ότι δεν θα δεχτεί καταστολή των διαδηλώσεων στη Μιανμάρ.

Μετά την βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Γκόρντον Μπράουν ζήτησε επείγουσα σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας ενώ η Ρωσία, η οποία διατηρεί στενές σχέσεις με το καθεστώς, έκανε λόγο για «εσωτερική υπόθεση της Μιανμάρ».[3] Αλλά και η Κίνα, η οποία έχει μεγάλες οικονομικές συναλλαγές με την κυβέρνηση της Μιανμάρ, κράτησε ήπια στάση επικρίνοντας μάλιστα την στάση των ξένων μέσων μαζικής ενημέρωσης κατηγορώντας ότι χειροτερεύουν την κατάσταση υπερβάλλοντας τα γεγονότα. Έντονη κριτική έγινε και από την Ιαπωνική κυβέρνηση η οποία ζήτησε εξηγήσεις για τον θάνατο του Ιάπωνα δημοσιογράφου Κέντζι Ναγκάι ζητώντας παράλληλα την διενέργεια ανακρίσεων για το συμβάν. Ο ΟΗΕ απέστειλε σχεδόν αμέσως τον ειδικό απεσταλμένο Ιμπραήμ Γκαμπάρ, εξέφρασε όμως την θλίψη του για τα αιματηρά γεγονότα μόλις τον Οκτώβριο.

Σήμερα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από το 1988 η χώρα τελεί υπό στρατιωτικό νόμο ενώ ισχύει και ειδική νομοθεσία που απαγορεύει τις συγκεντρώσεις άνω των πέντε ατόμων. Τον Φεβρουάριο του 2007 το στρατιωτικό καθεστώς ανακοίνωσε την διενέργεια δημοψηφίσματος για το νέο σύνταγμα καθώς και εκλογών για το 2010. Η αντιπολίτευση όμως χαρακτήρισε όλα αυτά ως ανάξια λόγου από τη στιγμή που δεν ελευθέρωσαν την Αούνγκ Σαν Σου Κι, βραβευμένη με Νόμπελ ειρήνης και ηγέτιδα της αντιπολίτευσης, η οποία κρατείται για πάνω από μια δεκαετία σε κατ' οίκον περιορισμό. Ο στρατηγός Κιάου Χσαν, υπουργός πληροφοριών, τον Μάρτιο του 2008 κατηγόρησε τον Γκαμάρι, τον ειδικό απεσταλμένο του ΟΗΕ, για μεροληψία ενώ φαίνεται να του είπε ότι έχει ξεφύγει από το ρόλο του μεσολαβητή. [4] Επίσης η Μιανμάρ είναι μια από τις 14 χώρες παγκοσμίως που περιορίζουν την πρόσβαση των πολιτών στο διαδίκτυο σε ότι έχει σχέση με πληροφορίες και ειδήσεις που αφορούν την Μιανμάρ.

Η κυβέρνηση συνεχίζει να καταπιέζει τις μειονότητες γι' αυτό εδώ και χρόνια έχουν οργανωθεί ένοπλες ομάδες ανταρτών με κυριότερη αυτή των Σαν (Shan State Army - SSA) που διαθέτει περίπου 15.000 στρατιώτες. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ κατηγόρησε το 2006 την κυβέρνηση των Σαν ότι χρηματοδοτείται μέσω της παραγωγής οπίου, κάτι που διαψεύστηκε από τους αντάρτες.[5]

Εκλογές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πρώτες εκλογές έπειτα από 20 χρόνια διεξήχθησαν στις 7 Νοεμβρίου 2010. Οι πρώτες δημοκρατικές εκλογές του 2015 σηματοδότησαν μια νέα εποχή για τη χώρα, έπειτα από τη νίκη της αντιπολίτευσης. Οι εκλογές του 2020 έγιναν στις 8 Νοεμβρίου και είχαν ως αποτέλεσμα τη νίκη της Εθνικής Δημοκρατικής Ένωσης της Αούνγκ Σαν Σου Κι, η οποία ανατράπηκε από το στρατό σε πραξικόπημα την 1η Φεβρουαρίου 2021 και συνελήφθη. Τα αποτελέσματα των εκλογών ακυρώθηκαν από το στρατό.

Διεθνείς σχέσεις & επικρίσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το στρατιωτικό καθεστώς της Μιανμάρ διατηρεί πολύ καλές σχέσεις, ειδικά σε επίπεδο οικονομικών συμφωνιών, με τη Ρωσία, την Ταϊλάνδη, την Ινδία και την Κίνα. Χαρακτηριστικό είναι ότι τον Μάιο του 2007 Ρωσία και Μιανμάρ υπέγραψαν συμφωνία για την κατασκευή κέντρου μελετών ατομικής ενέργειας ενώ τον ίδιο χρόνο η Ινδία επένδυσε 150 εκατομμύρια δολάρια για έρευνες φυσικού αερίου. Πολεμικό εξοπλισμό προμηθεύεται από την Κίνα και τη Ρωσία ενώ στην Ταϊλάνδη πουλάει φυσικό αέριο και πετρέλαιο. Επίσης πολλές υλοτομικές κινέζικες εταιρείες δραστηριοποιούνται στη Μιανμάρ για πάνω από μια δεκαετία με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται το φαινόμενο της αποψίλωσης των δασών.

Οικονομικές σχέσεις, αν και επίσημα καταδικάζει το στρατιωτικό καθεστώς, διατηρεί και η Γαλλία. Συγκεκριμένα η γαλλική εταιρεία Total έχει τεράστιες επενδύσεις στη Μιανμάρ λόγω του φυσικού αερίου όπως και η αμερικανική Chevron. Για την κατασκευή μάλιστα του αγωγού του κοιτάσματος πετρελαίου Γιεταγκάν εκτοπίστηκαν βίαια από την περιοχή ολόκληρα χωριά. Η γαλλική κυβέρνηση πάντως, μέσω του υπουργού εξωτερικών, καλύπτει πλήρως την Total. Η στάση αυτή της Γαλλίας είναι που εμποδίζει και την λήψη ουσιαστικών κυρώσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης εναντίον της Μιανμάρ.

Τον Νοέμβριο του 2007, με αφορμή τις λαϊκές εξεγέρσεις, η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο Καναδάς, αποφάσισαν να επιβληθεί εμπάργκο σε 1207 εταιρίες της χώρας ενώ απαγόρευσαν την είσοδο στην Ε.Ε. και στον Καναδά σε όλους τους αξιωματούχους της κυβέρνησης.[6] Οι ξένες κυβερνήσεις χαρακτήρισαν την κίνηση της κυβέρνησης, τον Φεβρουάριο του 2008, για ψήφιση νέου συντάγματος ως τέχνασμα απο τη στιγμή που θα στερούνται αξιοπιστίας ενώ ο ΟΗΕ απέστειλε για ακόμη μια φορά τον ειδικό απεσταλμένο της Γκαμπάρι. [7]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]