Πετρελαϊκή κρίση του 1973

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η πετρελαϊκή κρίση του 1973 ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1973, όταν τα μέλη του Οργανισμού Αραβικών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών ή OAPEC (αποτελούμενο από τα αραβικά μέλη του OPEC, καθώς και την Αίγυπτο, τη Συρία και την Τυνησία) διακήρυξαν εμπάργκο πετρελαίου. Μέχρι το τέλος του εμπάργκο τον Μάρτιο του 1974,[1] η τιμή του πετρελαίου είχε αυξηθεί από 3 δολάρια ΗΠΑ το βαρέλι σε σχεδόν 12.[2] Στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ το ίδιο έτος, η Αίγυπτος και η Συρία, με την υποστήριξη των άλλων αραβικών χωρών, εξαπέλυσαν μια στρατιωτική επίθεση εναντίον του Ισραήλ, κατά την ιερότερη μέρα του εβραϊκού ημερολογίου, προκειμένου να ανακτήσουν αραβικά εδάφη που απέσπασε το Ισραήλ στον πόλεμο των Έξι Ημερών, το 1967.[3] Οι Ηνωμένες Πολιτείες επέλεξαν να επανεφοδιάσουν το Ισραήλ με όπλα και, σε απάντηση, ο OAPEC αποφάσισε να προβεί σε αντίποινα, ανακοινώνοντας εμπάργκο πετρελαίου κατά του Καναδά, της Ιαπωνίας, της Ολλανδίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Πολιτειών.[4]

Με τις ενέργειες των αραβικών χωρών να θεωρούνται ως έναρξη πετρελαϊκού εμπάργκο και τη μακροπρόθεσμη πιθανότητα υψηλών τιμών πετρελαίου, διακοπής του ανεφοδιασμού και ύφεσης, δημιουργήθηκε ένα ισχυρό ρήγμα εντός του ΝΑΤΟ. Επιπλέον, ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες και η Ιαπωνία προσπάθησαν να απαγκιστρωθούν από την πολιτική των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Οι αραβικές πετρελαιοπαραγωγές χώρες εξήρτησαν το τέλος του εμπάργκο με επιτυχείς προσπάθειες των ΗΠΑ να φέρουν ειρήνη στη Μέση Ανατολή, γεγονός που περιέπλεξε την κατάσταση. Για την αντιμετώπιση αυτών των εξελίξεων, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ρίτσαρντ Νίξον ξεκίνησε παράλληλες διαπραγματεύσεις με τις αραβικές πετρελαιοπαραγωγές χώρες για τον τερματισμό του εμπάργκο και με την Αίγυπτο, τη Συρία, το Ισραήλ για να οργανώσουν μια ισραηλινή οπισθοχώρηση από το Σινά και τα Υψίπεδα του Γκολάν. Μέχρι την 18η Ιανουαρίου 1974, ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών Χένρι Κίσσινγκερ είχε διαπραγματευθεί την αποχώρηση των ισραηλινών στρατευμάτων από μέρη του Σινά. Η υπόσχεση για διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων μεταξύ του Ισραήλ και της Συρίας ήταν αρκετή για να πείσει τις αραβικές πετρελαιοπαραγωγές χώρες να άρουν το εμπάργκο Μάρτιο του 1974.[1]

Γράφημα της τιμής του πετρελαίου την περίοδο 1861-2007, στο οποίο φαίνεται μια απότομη αύξηση το 1973, και πάλι κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης του 1979. Η πορτοκαλί γραμμή είναι προσαρμοσμένη ως προς τον πληθωρισμό.

Ανεξάρτητα από αυτό, τα μέλη OAPEC συμφώνησαν να χρησιμοποιήσουν την επιρροή τους πάνω στον παγκόσμιο μηχανισμό καθορισμού των τιμών του πετρελαίου για να σταθεροποιήσουν τα πραγματικά τους έσοδα μέσω της αύξησης των διεθνών τιμών του πετρελαίου, μετά την πρόσφατη τότε αποτυχία των διαπραγματεύσεων με τις μεγάλες δυτικές εταιρείες πετρελαίου.

Το εμπάργκο συνέπεσε με την παγκόσμια αύξηση της κατανάλωσης πετρελαίου από τις βιομηχανικές χώρες στις οποίες απευθύνεται ο OAPEC και ειδικότερα την απότομη αύξηση των εισαγωγών πετρελαίου από τη μεγαλύτερη χώρα κατανάλωσης πετρελαίου στον κόσμο, τις ΗΠΑ. Στον απόηχο της κρίσης, οι χώρες-στόχοι ξεκίνησαν την εφαρμογή μιας πληθώρας νέων και, ως επί το πλείστον, πάγιων πολιτικών για τη συγκράτηση της περαιτέρω εξάρτησής τους. Το «σοκ των τιμών του πετρελαίου» του 1973, μαζί με το κραχ του χρηματιστηρίου το 1973-1974, έχουν θεωρηθεί ως το πρώτο γεγονός μετά το Κραχ του 1923 που είχε μόνιμο οικονομικό αποτέλεσμα.[5]

Η επιτυχία του εμπάργκο απέδειξε την οικονομική δύναμη και τον διεθνή αντίκτυπο της παρουσίας της Σαουδικής Αραβίας, του μεγαλύτερου εξαγωγέα πετρελαίου και ενός βασιλείου πολιτικά και θρησκευτικά συντηρητικού. Στον αραβικό κόσμο, ο προοδευτικός αραβικός εθνικισμός, σαρώθηκε από μια αναγέννηση του ισλαμισμού. Σε όλο το μουσουλμανικό κόσμο, κατά τα επόμενα χρόνια, η μεγάλη αύξηση του πλούτου και το διεθνές κύρος της Σαουδικής Αραβίας θα δώσει ώθηση στην πουριτανική, συντηρητική ουαχαμπιστική ερμηνεία του Ισλάμ που αυτή ευνοούσε («πετρο-Ισλάμ») «να κατακτήσει μια περίοπτη θέση ισχύος στην παγκόσμια έκφραση του Ισλάμ».[6]

Ιστορικό πλαίσιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραγωγή και εισαγωγές πετρελαίου από τις ΗΠΑ. Όπως φαίνεται, η αύξηση των εισαγωγών ξεκινά από την κορύφωση της αμερικανικής παραγωγής πετρελαίου (peak oil) και το λεγόμενο «εμπάργκο» δεν έχει σχεδόν καμία επίδραση.

Κορύφωση παραγωγής πετρελαίου των Ηνωμένων Πολιτειών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1970 οι ΗΠΑ πέρασαν την κορύφωσή τους στην παραγωγή πετρελαίου (peak oil) και αυτό θεωρείται από κάποιους ως ο κύριος λόγος για την πρώτη πετρελαϊκή κρίση.[6] Μετά από αυτό, ο Νίξον ανέθεσε στον James Nixon Akins, πρέσβη των ΗΠΑ στη Σαουδική Αραβία, τη σύνταξη έκθεσης σχετικά με την πετρελαϊκή παραγωγική δυνατότητα των ΗΠΑ. Τα αποτελέσματα, μολονότι δεν δημοσιεύθηκαν στον Τύπο, ήταν ανησυχητικά: δεν υπήρχε ουδεμία πλεονάζουσα παραγωγική δυνατότητα και η παραγωγή θα μπορούσε μόνο να μειωθεί.

Ίδρυση του ΟΠΕΚ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Οργανισμός των Πετρελαιοπαραγωγών Κρατών(ΟΠΕΚ), ο οποίος τότε συμπεριελάμβανε 12 χώρες, ανάμεσα σ’ αυτές το Ιράν, επτά αραβικές χώρες (Ιράκ, Κουβέιτ, Λιβύη, Κατάρ, Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα), καθώς και τη Βενεζουέλα, την Ινδονησία, τη Νιγηρία, και το Εκουαδόρ, είχε σχηματιστεί σε μια διάσκεψη στη Βαγδάτη στις 14 Σεπτεμβρίου 1960. Ο ΟΠΕΚ οργανώθηκε για να αντισταθεί στις πιέσεις από τις «Επτά Αδελφές» (τις επτά μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες, ως επί το πλείστον ανήκουσες σε Αμερικανούς, Βρετανούς και Ολλανδούς υπηκόους) για τη μείωση των τιμών του πετρελαίου και τις πληρωμές προς τις χώρες παραγωγής. Αρχικά ο ΟΠΕΚ λειτουργούσε ως μια άτυπη μονάδα διαπραγμάτευσης για την πώληση του πετρελαίου από τις πλούσιες σε πόρους χώρες του Τρίτου Κόσμου. Ο ΟΠΕΚ περιοριζόταν στο να εξασφαλίζει μεγαλύτερο μερίδιο από τα κέρδη των δυτικών εταιρειών πετρελαίου και μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στα επίπεδα παραγωγής των μελών του. Ως αποτέλεσμα αυτού και άλλων γεγονότων στις αρχές της δεκαετίας του 1970, άρχισε να αποκτά και να μεταχειρίζεται σημαντική οικονομική και πολιτική δύναμη. Οι μεγάλοι δυτικοί πετρελαϊκοί όμιλοι, καθώς και οι εισαγωγές χώρες, ξαφνικά αντιμετώπισαν ένα ενιαίο μπλοκ εξαγωγέων.

Τέλος του Bretton Woods[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 15 Αυγούστου 1971 οι Ηνωμένες Πολιτείες αποσύρθηκαν μονομερώς από τη Συμφωνία του Bretton Woods, αποτραβώντας τις ΗΠΑ από τον κανόνα του χρυσού (σύμφωνα με τον οποίο μόνο η αξία του αμερικανικού δολαρίου ήταν συνδεδεμένη με την τιμή του χρυσού και η αξία όλων των άλλων νομισμάτων ήταν συνδεδεμένη με το δολάριο των ΗΠΑ), επιτρέποντας έτσι στο δολάριο να «επιπλέει».[7] Λίγο αργότερα ακολούθησε η Βρετανία, «επιπλέοντας» τη λίρα στερλίνα. Οι βιομηχανικές χώρες ακολούθησαν με τα αντίστοιχα νομισμάτά τους. Εν αναμονή της διακύμανσης των νομισμάτων, καθώς σταθεροποιούνταν το ένα σε σχέση με το άλλο, οι βιομηχανικές χώρες αύξησαν επίσης τα αποθεματικά τους (τυπώνοντας χρήμα), σε ποσότητες πολύ μεγαλύτερες από ό,τι ποτέ πριν. Το αποτέλεσμα ήταν η υποτίμηση της αξίας του αμερικανικού δολαρίου, καθώς και άλλων νομισμάτων του κόσμου. Επειδή το πετρέλαιο τιμολογούνταν σε δολάρια, αυτό σήμαινε ότι οι παραγωγοί πετρελαίου λάμβαναν λιγότερο πραγματικό εισόδημα για την ίδια τιμή. Το καρτέλ του ΟΠΕΚ εξέδωσε ένα κοινό ανακοινωθέν[πότε;] με το οποίο δήλωνε ότι, από τότε και στο εξής, θα τιμολογούσε το βαρέλι πετρελαίου έναντι χρυσού.

Αυτό οδήγησε στο φαινόμενο που έμεινε γνωστό ως «Σοκ του Πετρελαίου» («Shock Oil»), στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Στα χρόνια μετά το 1971, ο ΟΠΕΚ άργησε να αναπροσαρμόζει τις τιμές ώστε να αντικατοπτρίζουν αυτή την υποτίμηση. Από το 1947 έως το 1967 η τιμή του πετρελαίου σε δολάρια ΗΠΑ είχε αυξηθεί κατά λιγότερο από δύο τοις εκατό ετησίως. Μέχρι το σοκ του πετρελαίου, η τιμή παρέμεινε σχετικά σταθερή σε σχέση με άλλα νομίσματα και εμπορεύματα, αλλά ξαφνικά έγινε εξαιρετικά ασταθής. Οι υπουργοί του ΟΠΕΚ δεν είχαν αναπτύξει τους θεσμικούς μηχανισμούς για να ενημερώνουν τις τιμές αρκετά γρήγορα ώστε να συμβαδίζουν με τις μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς και, εξαιτίας αυτού, τα πραγματικά τους έσοδα υστερούσαν για πολλά χρόνια. Οι σημαντικές αυξήσεις των τιμών των ετών 1973-1974 σε μεγάλο βαθμό υπερκάλυψαν τη διαφορά στα έσοδά τους σε επίπεδα Bretton Woods, σε σχέση με άλλα εμπορεύματα όπως ο χρυσός.[8]

Ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 6 Οκτωβρίου 1973 η Συρία και η Αίγυπτος εξαπέλυσαν μια αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον του Ισραήλ.[9] Αυτός ο νέος γύρος στην αραβοισραηλινή σύγκρουση πυροδότησε μια ήδη εκκολαπτομενη κρίση, αυξάνοντας την τιμή του πετρελαίου. Η Δύση δεν μπορούσε να συνεχίσει να αυξάνει την κατανάλωση ενέργειας 5% ετησίως ενώ ταυτοχρόνως αγόραζε πετρέλαιο σε χαμηλές τιμές και πουλούσε στις πετρελαιοπαραγωγές χώρες του αναπτυσσόμενου Τρίτου Κόσμου αγαθά σε πληθωριστικές τιμές. Αυτό τονίστηκε από τον Σάχη του Ιράν, του οποίου η χώρα ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη εξαγωγέας πετρελαίου στον κόσμο και στενός σύμμαχος των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή εκείνη τη χρονική περίοδο. «Φυσικά, [η παγκόσμια τιμή του πετρελαίου] πρόκειται να αυξηθεί», δήλωσε ο Σάχης στους New York Times το 1973. «Σίγουρα! Και πώς... Εσείς [οι δυτικές χώρες] αυξήσατε την τιμή του σιταριού που μας πουλάτε κατά 300%, το ίδιο και για τη ζάχαρη και το τσιμέντο... Αγοράζετε το αργό πετρέλαιό μας και μας το πουλάτε πίσω, επεξεργασμένο ως πετροχημικά, εκατό φορές πάνω από την τιμή που έχετε πληρώσει σε εμάς... είναι δίκαιο, από τώρα και στο εξής, να πρέπει να πληρώνετε περισσότερα για το πετρέλαιο. Ας πούμε δέκα φορές περισσότερα.» [10]

Στις 12 Οκτωβρίου 1973, ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον εξουσιοδότησε την επιχείρηση Nickel Grass, μια μη απόρρητη στρατηγική αερομεταφορά οπλισμού και εφοδίων στο Ισραήλ, αφού η Σοβιετική Ένωση είχε αρχίσει να στέλνει όπλα στη Συρία και την Αίγυπτο.

Αραβικό εμπάργκο πετρελαίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 16 Οκτωβρίου 1973 ο ΟΠΕΚ ανακοίνωσε την απόφαση να αυξήσει τις ονομαστικές τιμές του πετρελαίου κατά 70%, σε 5,11 δολάρια το βαρέλι.[11] Την επόμενη ημέρα, οι υπουργοί πετρελαίου συμφώνησαν στο εμπάργκο, σε μείωση της παραγωγής κατά πέντε τοις εκατό κάτω από το αποτέλεσμα του Σεπτεμβρίου και τη περαιτέρω μείωση της παραγωγής σε βήματα του 5% μέχρι να ικανοποιηθούν οι οικονομικοί και πολιτικοί στόχοι τους.[12] Στις 19 Οκτωβρίου ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον ζήτησε από το Κογκρέσο να χορηγήσει 2.200.000.000 δολάρια σε επείγουσα βοήθεια προς το Ισραήλ, εκ των οποίων 1,5 δις. δολάρια σε οριστική παραχώρηση. Ο Τζορτζ Λεντσόφσκι (George Lenczowski), διπλωμάτης και διακεκριμένος καθηγητής πολιτικών επιστημών, σημειώνει ότι «οι στρατιωτικές προμήθειες δεν εξάντλησαν την προθυμία του Νίξον να αποτρέψει την κατάρρευση του Ισραήλ... Αυτή η απόφαση [για το ποσό των 2.200.000.000 δολαρίων] προκάλεσε μια συλλογική απάντηση του ΟΠΕΚ».[13] Η Λιβύη ανακοίνωσε αμέσως ότι θα επιβάλει εμπάργκο σε όλες τις αποστολές πετρελαίου προς τις Ηνωμένες Πολιτείες.[14] Η Σαουδική Αραβία και τα άλλα αραβικά πετρελαιοπαραγωγά κράτη γρήγορα ακολούθησαν το παράδειγμά της, επιβάλλοντας εμπάργκο στις 20 Οκτωβρίου 1973.[15] Κατά τη συνάντησή τους στο Κουβέιτ οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες του ΟΠΕΚ διακήρυξαν εμπάργκο πετρελαίου με προβλέψεις για περιορισμούς στις εξαγωγές πετρελαίου σε διάφορες χώρες-καταναλωτές και συνολικό εμπάργκο στις παραδόσεις πετρελαίου προς στις Ηνωμένες Πολιτείες, ως «κύρια εχθρική χώρα».[16] Το εμπάργκο έτσι επεκτάθηκε ποικιλοτρόπως προς τη Δυτική Ευρώπη και την Ιαπωνία.

Επιβλήθηκαν επίσης αυξήσεις στις τιμές. Καθώς η βραχυπρόθεσμη ζήτηση πετρελαίου είναι ανελαστική, η ζήτηση δεν μειώνεται πολύ όταν αυξάνεται η τιμή. Έτσι, οι τιμές του πετρελαίου έπρεπε να αυξηθούν ραγδαία για να προσαρμοστεί η ζήτηση στα νέα, χαμηλότερα επίπεδα προσφοράς. Οι αγορές πετρελαίου, προβλέποντας αυτό το δεδομένο, οδηγήθηκαν σε άμεση και σημαντική αύξηση των τιμών, από 3 έως 12 δολάρια το βαρέλι.[17] Το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα, το οποίο ήταν ήδη υπό πίεση από την κατάρρευση της συμφωνίας του Bretton Woods, τέθηκε σε πορεία ύφεσης και υψηλού πληθωρισμού που συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, με τις τιμές του πετρελαίου να αυξάνονται διαρκώς μέχρι το 1986.

Η τιμή του πετρελαίου κατά τη διάρκεια του εμπάργκο. Η γραφική παράσταση βασίζεται στην ονομαστική και όχι πραγματική τιμή του πετρελαίου, και έτσι εμφανίζει υπερεκτιμημένες τις τιμές στο τέλος. Ωστόσο, οι επιπτώσεις του αραβικού εμπάργκο πετρελαίου είναι σαφείς - διπλασίασε την πραγματική τιμή του αργού πετρελαίου σε επίπεδο διυλιστηρίου και προκάλεσε τεράστιες ελλείψεις στις ΗΠΑ.

Μακροπρόθεσμα, το εμπάργκο πετρελαίου άλλαξε τη φύση της πολιτικής της Δύσης, προς την κατεύθυνση της αύξησης της εξερεύνησης, της συντηρητικής στάσης απέναντι στην κατανάλωση ενέργειας και των πιο περιοριστικών νομισματικών πολιτικών για την καλύτερη καταπολέμηση του πληθωρισμού.

Χρονολογικός πίνακας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ιανουάριος του 1973 – Αρχίζει το κραχ του 1973-1974, ως αποτέλεσμα των πληθωριστικών πιέσεων, του Σοκ του Νίξον (Nixon Shock) και της κατάρρευσης του νομισματικού συστήματος.
  • 23 του Αυγούστου - Στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, ο Σαουδάραβας βασιλιάς Faisal και ο Αιγύπτιος πρόεδρος Ανουάρ Σαντάτ συναντώνται στο Ριάντ και διαπραγματεύονται μυστικά μια συμφωνία με την οποία οι Άραβες θα χρησιμοποιήσουν το «όπλο του πετρελαίου», στο πλαίσιο της επικείμενης στρατιωτικής σύγκρουσης.[18]
  • 6 Οκτωβρίου – Η Αίγυπτος και η Συρία επιτίθενται στα κατεχόμενα από τους Ισραηλινούς εδάφη στο Σινά και στα Υψίπεδα του Γκολάν, την ημέρα του Γιομ Κιπούρ, ξεκινώντας τον ομώνυμο πόλεμο.
  • Νύχτα της 8ης Οκτωβρίου – Το Ισραήλ περνά σε πλήρη πυρηνικό συναγερμό. Ο Χένρι Κίσσινγκερ ενημερώνεται λίγες ώρες αργότερα, το πρωί της 9ης Οκτωβρίου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκινούν να ανεφοδιάζουν το Ισραήλ.
  • 8 -10 Οκτωβρίου – Ο ΟΠΕΚ διαπραγματεύεται με μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες την αναθεώρηση της συμφωνίας της Τεχεράνης του 1971 επί των τιμών του πετρελαίου.
  • 12 Οκτωβρίου - Οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκινούν την Επιχείρηση Nickel Grass, μια μη απόρρητη στρατηγική επιχείρηση αερομεταφοράς για τον ανεφοδιασμό του Ισραήλ σε όπλα και προμήθειες, ενώ συνεχίζεται ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ. Ακολούθησαν παρόμοιες κινήσεις των Σοβιετικών για τον ανεφοδιασμό των Αράβων.
  • 16 Οκτωβρίου – Η Σαουδική Αραβία, το Ιράν, το Ιράκ, το Άμπου Ντάμπι, το Κουβέιτ και το Κατάρ αυξάνουν μονομερώς τις δημοσιευμένες τιμές κατά 17% στα 3,65 δολάρια ανά βαρέλι και ανακοινώνουν μειώσεις στην παραγωγή.[19]
  • Οκτωβρίου 17- Οι υπουργοί του OAPEC συμφωνούν να χρησιμοποιήσουν το πετρέλαιο ως όπλο για να επηρεάσουν την υποστήριξη της Δύσης προς το Ισραήλ στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ. Συνιστούν εμπάργκο κατά των μη συμμορφούμενων κρατών - και επιτάσσουν την μείωση των εξαγωγών.
  • 19 Οκτωβρίου – Ο Αμερικανός πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον ζητά από το Κογκρέσο να χορηγηθούν $2,2 δις. ως επείγουσα βοήθεια προς το Ισραήλ. Η απόφαση αυτή προκαλεί μια συλλογική αραβική απάντηση.[13] Η Λιβύη διακηρύσσει αμέσως εμπάργκο στις εξαγωγές πετρελαίου στις Ηνωμένες Πολιτείες.[14] Η Σαουδική Αραβία και άλλα αραβικά πετρελαιοπαραγωγά κράτη ακολουθούν το παράδειγμά της την επόμενη μέρα.[14]
  • 26 Οκτωβρίου - Ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ τερματίζεται.
  • 5 Νοεμβρίου – Οι αραβικές πετρελαιοπαραγωγές χώρες ανακοινώνουν μείωση της παραγωγής κατά 25%. Απειλείται περαιτέρω μείωση κατά 5%.
  • 23 Νοεμβρίου - Το αραβικό εμπάργκο επεκτείνεται στην Πορτογαλία, τη Ροδεσία και τη Νότια Αφρική.
  • 27 Νοεμβρίου – Ο Αμερικανός πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον υπογράφει τον νόμο περί Επείγουσας κατανομής του πετρελαίου (Emergency Petroleum Allocation Act) εξουσιοδοτώντας περιορισμούς στις τιμές, την παραγωγή, τη διάθεση και την εμπορία.
  • 9 Δεκεμβρίου – Οι Άραβες υπουργοί πετρελαίου συμφωνούν για περαιτέρω μείωση πέντε τοις εκατό προς τις μη φιλικές χώρες, για τον Ιανουάριο του 1974.
  • 25 Δεκεμβρίου – Οι Άραβες υπουργοί πετρελαίου υπαναχωρούν ως προς τη μείωση της παραγωγής κατά 5% για το μήνα Ιανουάριο. Ο υπουργός πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας Αχμέτ Ζακί Γιαμανί υπόσχεται 10% αύξηση της παραγωγής του ΟΠΕΚ.
  • 7 - 9 Ιανουαρίου 1974 – Ο ΟΠΕΚ αποφασίζει να παγώσει τις τιμές μέχρι την 1η Απριλίου.
  • 18 Ιανουαρίου – Το Ισραήλ υπογράφει συμφωνία με την οποία δεσμεύεται να αποσυρθεί στην ανατολική πλευρά της διώρυγας του Σουέζ.
  • 11 Φεβρουαρίου – Ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσσινγκερ παρουσιάζει το Πρόγραμμα Ανεξαρτησία (Project Independence), το σχέδιο ενεργειακής απεξάρτησης των ΗΠΑ.
  • 12-14 Φεβρουαρίου – Η Πρόοδος στην αραβοισραηλινή αποκλιμάκωση επιφέρει συζήτηση της πετρελαϊκής στρατηγικής μεταξύ των αρχηγών κρατών της Αλγερίας, της Αιγύπτου, της Συρίας και της Σαουδικής Αραβίας.
  • 5 Μαρτίου – Το Ισραήλ αποσύρει τα τελευταία στρατεύματά του από την δυτική όχθη της διώρυγας του Σουέζ.
  • 17 Μαρτίου – Οι Άραβες υπουργοί πετρελαίου, με εξαίρεση τη Λιβύη, ανακοινώνουν το τέλος του εμπάργκο κατά των Ηνωμένων Πολιτειών.
  • 31 Μαΐου – Οι διπλωματικές ενέργειες του Κίσσινγκερ παράγουν συμφωνία απεμπλοκής στο μέτωπο της Συρίας.
  • Δεκέμβριος 1974 - Το κραχ των αγορών του 1973-1974 τερματίζεται.

Άμεσες οικονομικές επιπτώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άντρας σε πρατήριο καυσίμων διαβάζει για το σύστημα χορήγησης βενζίνης με δελτίο, σε μια απογευματινή εφημερίδα - μια πινακίδα στο παρασκήνιο αναφέρει ότι δεν υπάρχει διαθέσιμη βενζίνη. 1974

Οι επιπτώσεις του εμπάργκο ήταν άμεσες. Ο ΟΠΕΚ ανάγκασε τις εταιρείες πετρελαίου να αυξήσουν δραστικά τις πληρωμές. Η τιμή του πετρελαίου τετραπλασιάστηκε μέχρι το 1974 σε περίπου $12 το βαρέλι (75 $/m3).[2]

Αυτή η αύξηση στην τιμή του πετρελαίου είχε δραματική επίδραση στην χώρες που εξήγαγαν πετρέλαιο, καθώς οι χώρες της Μέσης Ανατολής, οι οποίες κυριαρχούνταν για καιρό από τις βιομηχανικές δυνάμεις, φάνηκε ότι απέκτησαν τον έλεγχο ενός αγαθού ζωτικής σημασίας. Η παραδοσιακή ροή των κεφαλαίων αντιστράφηκε καθώς οι εξαγωγείς πετρελαίου συσσώρευσαν τεράστιο πλούτο. Μερικά από τα έσοδα διανεμήθηκαν με τη μορφή της ενίσχυσης σε άλλες υπανάπτυκτες χώρες των οποίων οι οικονομίες είχαν εγκλωβιστεί μεταξύ των νέων υψηλότερων τιμών του πετρελαίου και των χαμηλότερων τιμών των δικών τους εξαγόμενων προϊόντων και πρώτων υλών εν μέσω συρρίκνωσης της ζήτησης για τα προϊόντα τους από τη Δύση. Πολλά απορροφήθηκαν σε μαζικές αγορές όπλων που επιδείνωσαν τις πολιτικές εντάσεις, ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή.

Αυτός ο έλεγχος ενός ζωτικού αγαθού έγινε γνωστός ως το «όπλο του πετρελαίου», το οποίο ήρθε με τη μορφή εμπάργκο και περικοπών στην παραγωγή πετρελαίου από τα αραβικά κράτη σε επιλεγμένες κυβερνήσεις βιομηχανικών κρατών, ώστε να πιέσουν το Ισραήλ κατά τη διάρκεια του τέταρτου αραβοισραηλινού πολέμου, τον Οκτώβριο του 1973. Στις στοχευμένες χώρες περιλαμβάνονταν οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Μεγάλη Βρετανία, ο Καναδάς, η Ιαπωνία, και η Ολλανδία. Σε μια εκ των υστέρων εξέταση του ζητήματος, ο σκοπός του εμπάργκο, όπως αυτό έγινε αντιληπτό από τις κυβερνήσεις των χωρών που στοχοποιήθηκαν, ήταν να επηρεάσει την εξωτερική πολιτική τους σχετικά με το Ισραήλ, προς την κατεύθυνση μιας πιο φιλο-αραβικής θέσης, απειλώντας με διακοπή των εξαγωγών αραβικού πετρελαίου, και ότι, μετά την τροποποίηση των πολιτικών τους, τα αραβικά κράτη θα αντοποκρίνονταν επιτρέποντας την αγορά περισσότερου πετρελαίου.[20]

Στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών, οι μελετητές υποστηρίζουν ότι υπήρχε ήδη μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων βασιζόμενη στην ισότητα μεταξύ των δύο μερών, πριν από το 1973. Δεύτερον, η σοβιετική εμπλοκή στη Μέση Ανατολή ως απειλή να εξελιχθεί σε άλλη μία αντιπαράθεση των υπερδυνάμεων ήταν μεγαλύτερη ανησυχία στις Ηνωμένες Πολιτείες από το όπλο του πετρελαίου. Ένας τρίτος λόγος, οι ομάδες συμφερόντων και οι κυβερνητικές υπηρεσίες που ασχολούνταν περισσότερο με τις επιπτώσεις του όπλου του πετρελαίου που είχαν μικρή δύναμη επιρροής όσον αφορά την εξωτερική πολιτική της αραβοισραηλινής διένεξης, λόγω της συνολικής κυριαρχίας του Κίσινγκερ στη διαδικασία αυτή.[21] Επίσης, στο πλαίσιο των Ηνωμένων Πολιτειών και σχετικά με τις οικονομικές επιπτώσεις σε μακροοικονομικό επίπεδο, έγιναν άμεσες συσχετίσεις μεταξύ της αύξησης των τιμών του πετρελαίου και της οικονομική ύφεσης. Το «σοκ των τιμών του πετρελαίου», όσον αφορά τις διακοπές στην παραγωγή και διανομή του πετρελαίου, που είχαν ως συνέπεια την αύξηση των τιμών του πετρελαίου «έχουν θεωρηθεί υπεύθυνες για υφέσεις, περιόδους υπερβολικού πληθωρισμού, μείωση της παραγωγικότητας και η μείωση της οικονομικής ανάπτυξης».[22]

Η επίδραση του αραβικού εμπάργκο είχε αρνητική επίδραση στην οικονομία των ΗΠΑ καθώς προκάλεσε την άμεση ανάγκη αντιμετώπισης των απειλών κατά της αμερικανικής ενεργειακής ασφάλειας.[23] Σε διεθνές επίπεδο, οι αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου διατάραξαν τα συστήματα της αγοράς αλλάζοντας τον ανταγωνισμό. Σε μακροοικονομικό επίπεδο, τα οικονομικά προβλήματα αποτελούνταν τόσο από πληθωριστικές όσο και από αποπληθωριστικές επιπτώσεις στις εγχώριες οικονομίες.[24] Το αραβικό εμπάργκο οδήγησε πολλές αμερικανικές εταιρείες να αναζητούν την εξόρυξη νέου, ακριβού πετρελαίου και σε εχθρικά, ακόμη και αρκτικά περιβάλλοντα. Το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν πολλές από αυτές τις εταιρείες ήταν ότι η εύρεση πετρελαίου και η εκμετάλλευση νέων κοιτασμάτων συνήθως απαιτούν μια χρονική υστέρηση από 5 έως 10 έτη μεταξύ της διαδικασίας σχεδιασμού και της ποσοτικώς ουσιώδους παραγωγής.[25]

Τα κράτη-μέλη του ΟΠΕΚ στον αναπτυσσόμενο κόσμο διεξήγαγαν εθνικοποίησης εταιρειών στις χώρες τους. Το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα ήταν η ανάκτηση από τους Σαουδάραβες του λειτουργικού ελέγχου της Aramco, την οποία εθνικοποίησαν πλήρως το 1980, υπό την ηγεσία του Αχμέτ Ζακί Γιαμανί. Καθώς το παράδειγμα αυτό το ακολούθησαν και άλλες χώρες του ΟΠΕΚ, τα έσοδα του καρτέλ εκτινάχθηκαν στα ύψη. Η Σαουδική Αραβία, πλημμυρισμένη με τα κέρδη από τις πωλήσεις, ανέλαβε μια σειρά φιλόδοξων πενταετών σχεδίων ανάπτυξης, εκ των οποίων το πιο φιλόδοξο, που ξεκίνησε το 1980, προέβλεπε δαπάνη 250 δισ. δολαρίων. Άλλα μέλη του καρτέλ διεξήγαγαν μείζονα προγράμματα οικονομικής ανάπτυξης.

Ένοπλος άντρας και ο γιος του ποζάρουν μπροστά από μια πινακίδα που προειδοποιεί τους κλέφτες βενζίνης. 1974

Εν τω μεταξύ, το σοκ προκάλεσε χάος στη Δύση. Στις Ηνωμένες Πολιτείες η λιανική τιμή ενός γαλονιού βενζίνης αυξήθηκε από τον εθνικό μέσο όρο του 38,5 σεντ τον Μάιο του 1973 σε 55,1 σεντς τον Ιούνιο του 1974. Κυβερνητικές πολιτείες ζήτησαν από τους πολίτες να μην κρεμάσουν χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια ενώ η πολιτεία του Όρεγκον απαγόρευσε ολοκληρωτικά τον ειδικό φωτισμό για τα Χριστούγεννα αλλά και για εμπορικούς σκοπούς.[26] Πολιτικοί έκαναν έκκληση για ένα εθνικό πρόγραμμα χορήγησης βενζίνης με δελτίο.[27] Ο Νίξον ζήτησε από τα πρατήρια βενζίνης, σε εθελοντική βάση, να μην πωλούν βενζίνη τις νύχτες του Σαββάτου και τις Κυριακές - το 90% των πρατηριούχων συμμορφώθηκε, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργούνται ουρές τις καθημερινές.[26]

Το εμπάργκο δεν ήταν ομοιόμορφο απέναντι σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη. Από τα εννέα μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ), η Ολλανδία αντιμετώπιζε πλήρες εμπάργκο, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία είχαν σχεδόν αδιάκοπο εφοδιασμό (αφού αρνήθηκε να επιτρέψει στις ΗΠΑ να χρησιμοποιούν τα αεροδρόμια και επέβαλε εμπάργκο όπλων και προμηθειών τόσο προς τους Άραβες όσο και προς τους Ισραηλινούς), ενώ τα άλλα έξι κράτη αντιμετώπιζαν μόνο εν μέρει περικοπές στην τροφοδοσία. Το Ηνωμένο Βασίλειο είχε ανέκαθεν σύμμαχος του Ισραήλ και η κυβέρνηση του Χάρολντ Ουίλσον είχε υποστηρίξει τους Ισραηλινούς κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Έξι Ημερών αλλά ο διάδοχός του, Ted Heath, είχε αντιστρέψει αυτή την πολιτική το 1970, καλώντας το Ισραήλ να αποσυρθεί στα προ του 1967 σύνορα. Τα μέλη της ΕΟΚ δεν ήταν σε θέση να επιτύχουν μια κοινή πολιτική κατά τη διάρκεια του πρώτου μήνα του πολέμου του Yom Kippur. Η Κοινότητα εξέδωσε τελικά μια δήλωση στις 6 Νοεμβρίου, μετά το εμπάργκο και όταν είχαν αρχίσει οι αυξήσεις των τιμών. Θεωρούμενη ευρέως ως φιλοαραβική, η δήλωση αυτή υποστήριξε την γαλλοβρετανική γραμμή για τον πόλεμο και ο ΟΠΕΚ ήρε το εμπάργκο απέναντι σε όλα τα μέλη της ΕΟΚ. Οι αυξήσεις των τιμών είχαν πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο στην Ευρώπη από ό,τι το εμπάργκο, ιδιαίτερα στο Ηνωμένο Βασίλειο (όπου σε συνδυασμό με τις απεργίες των ανθρακωρύχων και των εργαζομένων σιδηροδρόμου προκάλεσαν ενεργειακή κρίση κατά το χειμώνα του 1973-1974, ένας σημαντικός παράγοντας στην αλλαγή της κυβέρνησης).[28] Το Ηνωμένο, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ελβετία και η Νορβηγία απαγόρευσαν πτήσεις, οδήγηση και ιδιωτική ακτοπλοΐα τις Κυριακές.[26] Η Σουηδία επέβαλε δελτίο στη χορήγηση της βενζίνης και του πετρελαίου θέρμανσης. Η Ολλανδία θέσπισε ποινές φυλάκισης για όσους χρησιμοποιούσαν περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια από αυτή που τους αναλογούσε.[26] Ο Ted Heath ζήτησε από τους Βρετανούς να θερμαίνουν μόνο ένα δωμάτιο στα σπίτια τους κατά τη διάρκεια του χειμώνα.[29]

Λίγους μήνες αργότερα, η κρίση υποχώρησε. Το εμπάργκο ήρθη το Μάρτιο του 1974, μετά από διαπραγματεύσεις στη Πετρελαϊκή Σύνοδο Κορυφής της Ουάσιγκτον, αλλά οι επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης παρέμειναν καθ 'όλη τη δεκαετία του 1970. Η τιμή της ενέργειας συνέχισε την αυξητική της πορεία το επόμενο έτος, εν μέσω της αποδυνάμωσης της ανταγωνιστικής θέσης του δολαρίου στις παγκόσμιες αγορές.

Οι έλεγχοι των τιμών και επιβολή δελτίων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι έλεγχοι των τιμών από την κυβέρνηση επιδείνωσε περαιτέρω την κρίση στις Ηνωμένες Πολιτείες.[27] Τέθηκαν περιορισμοί στην τιμή του «παλιού πετρελαίου» (που είχε ήδη ανακαλυφθεί), επιτρέποντας ταυτόχρονα να πωλείται σε υψηλότερη τιμή το νέο πετρέλαιο που ανακαλυπτόταν, με αποτέλεσμα την απόσυρση του παλαιού πετρελαίου από την αγορά και τη δημιουργία τεχνητής έλλειψης. Ο κανόνας αυτός αποθάρρυνε επίσης την ανάπτυξη εναλλακτικών πηγών ενέργειας ή πιο αποτελεσματικών καυσίμων και τεχνολογιών.[27] Ο κανόνας αυτός στόχευε στην προώθηση και εξόρυξη πετρελαίου.[30] Η έλλειψη στην αγορά αντιμετωπίστηκε με πώληση βενζίνης με δελτίο (κάτι που συνέβη σε πολλές χώρες), δημιουργώντας μεγάλες ουρές στα βενζινάδικα από το καλοκαίρι του 1972 έως και, με μεγαλύτερη ένταση, το καλοκαίρι του 1973.[27] Το 1973 ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον όρισε τον William E. Simon ως πρώτο διοικητή της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ενέργειας, ή «Τσάρο της Ενέργειας».[31] Ο Simon διέθεσε στις πολιτείες την ίδια ποσότητα πετρελαίου για το 1974, την οποία κατανάλωσε η καθεμία το 1972. Αυτό είχε καλά αποτελέσματα για τις πολιτείες των οποίων ο πληθυσμός δεν αυξήθηκε.[32] Σε πολιτείες με αύξηση στον πληθυσμό ήταν συνηθισμένες οι ουρές στα πρατήρια βενζίνης.[32] Η American Automobile Association ανέφερε ότι, κατά την τελευταία εβδομάδα του Φεβρουαρίου του 1974, το 20% των αμερικανικών σταθμών βενζίνης δεν είχε καθόλου καύσιμα.[32]

Πινακίδα σε πρατήριο υγρών καυσίμων στην πολιτεία του Όρεγκον που εξηγεί το σύστημα σημαιών για τη διαθεσιμότητα της βενζίνης, το χειμώνα 1973–74.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες εφαρμόστηκε σύστημα δελτίων βάσει μονών-ζυγών ημερών. Οι οδηγοί οχημάτων με πινακίδες με μονό αριθμό (ή «πινακίδες ματαιοδοξίας»), είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν βενζίνη για τα αυτοκίνητά τους μόνο σε μονό αριθμό ημερών του μήνα, ενώ οι οδηγοί των οχημάτων με ζυγές πινακίδες είχαν τη δυνατότητα να προμηθεύονται καύσιμα μόνο σε ζυγές ημέρες.[33] Ο κανόνας αυτός δεν ίσχυε για την 31η ημέρα των μηνών που έχουν 31 ημέρες, ή στις 29 Φεβρουαρίου σε δίσεκτα έτη - το τελευταίο δεν εφαρμόστηκε ποτέ, δεδομένου ότι οι περιορισμοί είχαν ήδη καταργηθεί το 1976. Σε ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ καθιερώθηκε ένα σύστημα με σημαίες τριών χρωμάτων για να υποδηλώσει τη διαθεσιμότητα της βενζίνης στα πρατήρια – η πράσινη σημαία συμβόλιζε ελεύθερη (χωρίς κουπόνια) πώληση βενζίνης, η κίτρινη σημαία συμβόλιζε περιορισμένη και με δελτίο πώληση και η κόκκινη σημαία δήλωνε ότι δεν υπήρχε διαθέσιμη βενζίνη, αλλά το πρατήριο ήταν ανοιχτό για άλλες υπηρεσίες.[34] Επιπλέον, κουπόνια για βενζίνη παραγγέλθηκαν το 1974 και το 1975 από την Ομοσπονδιακή Διοίκηση Ενέργειας, αλλά δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ στην πράξη για αυτή την κρίση, ούτε και για την ενεργειακή κρίση του 1979.[35]

Δελτία βενζίνης. Εκδόθηκαν από το ομοσπονδιακό αμερικανικό Νομισματοκοπείο (Bureau of Engraving and Printing), το 1974, αλλά δεν χρησιμοποιήθηκαν.

Η επιβολή των δελτίων οδήγησε σε περιστατικά βίας, αφού οι οδηγοί φορτηγών απήργησαν για δύο ημέρες σε εθνικό επίπεδο το Δεκέμβριο του 1973, καθώς είχαν αντιρρήσεις για την ποσότητα καυσίμων που ο Simon είχε κατανείμει με δελτίο στον κλάδο τους.[32] Στην Πενσυλβάνια και το Οχάιο φορτηγατζήδες που δεν απεργούσαν δέχθηκαν επίθεση με πυροβολισμούς από απεργούς και στο Αρκάνσας φορτηγά με ιδιοκτήτες που δεν απεργούσαν δέχθηκαν επίθεση με βόμβες.[32] Οι ΗΠΑ επέβαλλαν έλεγχο στην τιμή του φυσικού αερίου από το 1950 και, με τον πληθωρισμό της δεκαετίας του 1970, η τιμή της αγοράς του φυσικού αερίου δεν ενθάρρυνε έρευνα για νέα αποθέματα.[36] Τα αποθέματα φυσικού αερίου των ΗΠΑ μειώθηκαν από 237 τρισεκατομμύρια το 1974 σε 203 τρις το 1978 και το ελεγχόμενο καθεστώς στην τιμή δεν άλλαξε παρά τα επανειλημμένα αιτήματα του προέδρου Τζέραλντ Φορντ προς το Κογκρέσο.[36]

Διατήρηση και μείωση της ζήτησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για να υποστηριχθεί η μείωση της κατανάλωσης, το 1974 επιβλήθηκε ένα εθνικό ανώτατο όριο ταχύτητας 55 mph (περίπου 88 χλμ/ώρα), μέσω του νόμου περί Έκτακτης Ανάγκης Διατήρησης Ενέργειας στους Αυτοκινητοδρόμους. Η ανάπτυξη των Στρατηγικών Αποθεμάτων Πετρελαίου των Ηνωμένων Πολιτειών ξεκίνησε το 1975 και, το 1977, δημιουργήθηκε το Υπουργείο Ενέργειας, ακολουθούμενο από το Εθνικό Ενεργειακό Νόμο του 1978. Από τις 6 Ιανουαρίου 1974 έως την 23η Φεβρουαρίου, 1975 εφαρμόστηκε συνεχής θερινή ώρα. Η κίνηση αυτή επικρίθηκε ιδιαίτερα, καθώς ανάγκασε πολλά παιδιά να μετακινούνται στο σχολείο πριν από την ανατολή του ηλίου. Οι προϋπάρχοντες κανόνες θερινής ώρας, που προέβλεπαν να πηγαίνουν τα ρολόγια μία ώρα μπροστά την τελευταία Κυριακή του Απριλίου, αποκαταστάθηκαν το 1976.

Εγκαταλελειμμένο πρατήριο υγρών καυσίμων στο Potlatch της πολιτείας Ουάσινγκτον.

Λόγω της κρίσης απευθύνθηκαν κλήσεις προς τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις για τη διατήρηση της ενέργειας, κυρίως μια εκστρατεία από τον Σύνδεσμο Διαφημιστών, χρησιμοποιώντας το σλόγκαν «Don't be fuelish».[37] Πολλές εφημερίδες έφεραν ολοσέλιδες διαφημίσεις που μπορούσαν να κοπούν και να επικολληθούν κοντά σε διακόπτες λαμπτήρων, γράφοντας «Ο τελευταίος κλείνει τα φώτα: Don't be Fuelish». Μέχρι το 1980 δεν υπήρχαν πλέον πλήρους μεγέθους πολυτελή αυτοκίνητα με μεταξόνιο 130 ιντσών (3,3 μέτρων) και συνολικού βάρους κατά μέσο όρο 4.500 λιβρών (2.041 κιλών). Οι αυτοκινητοβιομηχανίες άρχισαν τη σταδιακή κατάργηση της παραδοσιακής διάταξης του κινητήρα εμπρός με οπίσθια μετάδοση της κίνησης, υπέρ των ελαφρότερων εμπροσθοκίνητων σχεδίων. Αν και δεν ρυθμίζονταν από τη νέα νομοθεσία, οι ομάδες αγωνιστικών αυτοκινήτων ξεκίνησαν οικειοθελώς τον περιορισμό κατανάλωσης καυσίμων. Το 1974 ματαιώθηκε ο αγώνας 24 ωρών της Daytona και η NASCAR μείωσε όλες τις αγωνιστικές αποστάσεις κατά 10% - ματαιώθηκε δε και ο 12ωρος αγώνας του Sebring. Το 1976 το Κογκρέσο των ΗΠΑ δημιούργησε το Πρόγραμμα Επιχορήγησης Θερμομόνωσης για να βοηθήσει τους ιδιοκτήτες και ενοικιαστές σπιτιών με χαμηλό εισόδημα να αντεπεξέλθουν στο αυξανόμενο κόστος θέρμανσης, μειώνοντας την ανάγκη σε καύσιμα μέσω προηγμένης μόνωσης.

Δευτερογενείς επιπτώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διάφορες δευτερογενείς επιπτώσεις εμφανίσθηκαν, με αξιοσημείωτες ίσως τους πανικούς του χαρτιού υγείας στην Ιαπωνία και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Επρόκειτο για αβάσιμες εκδηλώσεις πανικού που εξελίχθηκαν σε αυτοεκπληρούμενες προφητείες και είναι κλασικά παραδείγματα του θεωρήματος του Thomas. Οι αυξήσεις των τιμών και οι αβάσιμες φήμες για έλλειψη του χαρτιού υγείας - με βάση τη χρήση του πετρελαίου στην κατασκευή χαρτιού - προκάλεσε πανικό και υπεραποθήκευση του χαρτιού υγείας στα τέλη Οκτωβρίου και στις αρχές Νοεμβρίου στην Οσάκα και το Κόμπε, μεταξύ άλλων πόλεων.[38][39] Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Johnny Carson προκάλεσε ακούσια πανικό τριών εβδομάδων όταν, στις 19 Δεκεμβρίου 1973, διάβασε μια είδηση που ανέφερε ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ έμεινε πίσω στις προσφορές για το χαρτί υγείας και παρατήρησε σαρκαστικά ότι η χώρα αντιμετώπιζε έλλειψη χαρτιού υγείας στην τηλεοπτική εκπομπή The Tonight Show.

Αναζήτηση για εναλλακτικές λύσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ενεργειακή κρίση [40] οδήγησε σε αυξημένο ενδιαφέρον για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ώθησε την έρευνα στον τομέα της ηλιακής και της αιολικής ενέργειας. Επίσης οδήγησε σε μεγαλύτερη πίεση για εκμετάλλευση των πηγών πετρελαίου της Βόρειας Αμερικής και σε αύξηση της εξάρτησης της Δύσης από τον άνθρακα και την πυρηνική ενέργεια. Επίσης παρουσιάστηκε αυξημένο ενδιαφέρον για τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Στην Αυστραλία, το πετρέλαιο θέρμανσης έπαψε να θεωρείται ως κατάλληλο καύσιμο θέρμανσης το χειμώνα. [εκκρεμεί παραπομπή] Αυτό συχνά σημαίνει ότι πολλοί από τους καυστήρες πετρελαίου που ήταν δημοφιλείς από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970 θεωρούνταν πια ξεπερασμένοι. Εισήχθησαν κιτ μετατροπής που επέτρεπαν τους καυστήρες να καίνε φυσικό αέριο ή προπάνιο. [εκκρεμεί παραπομπή] Η κυβέρνηση της Βραζιλίας εφήρμοσε ένα πολύ μεγάλο σχέδιο που ονομαζόταν «Proálcool» («προ–αλκοόλη»), το οποίο προέβλεπε την ανάμιξη αιθανόλης με βενζίνη για χρήση ως καύσιμο αυτοκινήτων. [εκκρεμεί παραπομπή] Κατά ιστορικά ειρωνικό τρόπο, το Ισραήλ ήταν μία από τις λίγες χώρες που δεν επλήγησαν από το εμπάργκο, δεδομένου ότι ήταν σε θέση να ικανοποιήσει τις δικές της ενεργειακές ανάγκες από την εξόρυξη πετρελαίου από το Σινά. Αλλά για να συμπληρώσει την υπερβολική φορολογία επί του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας του Ισραήλ, ο Harry Zvi Tabor, πατέρας της ηλιακής βιομηχανίας του Ισραήλ, ανέπτυξε το πρωτότυπο ενός ηλιακού θερμοσίφωνα που πλέον χρησιμοποιείται σε πάνω από το 90% των Ισραηλινών κατοικιών.[41]

Στασιμοπληθωρισμός στον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για τις ελάχιστες βιομηχανοποιημένες χώρες που ήταν καθαροί εξαγωγείς ενέργειας, οι επιπτώσεις της πετρελαϊκής κρίσης ήταν πολύ διαφορετικές. Στον Καναδά, το βιομηχανοποιημένο ανατολικό τμήμα της χώρας υπέστη πολλά από τα προβλήματα που έπληξαν τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην πλούσια σε πετρέλαιο Αλμπέρτα, ωστόσο, υπήρξε μια ξαφνική και μαζική εισροή χρημάτων που την έκανε γρήγορα την πλουσιότερη επαρχία της χώρας. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση προσπάθησε να αποκαταστήσει την προηγούμενη κατάσταση με τη δημιουργία κρατικής εταιρείας Petro-Canada και, αργότερα, το Εθνικό Πρόγραμμα Ενέργειας. Οι προσπάθειες αυτές προκάλεσαν μεγάλη οργή στα δυτικά και επέφεραν ένα αίσθημα αποξένωσης που έχει παραμείνει κεντρικό στοιχείο της πολιτικής του Καναδά μέχρι σήμερα. Συνολικά, το εμπάργκο πετρελαίου είχε έντονα αρνητική επίδραση στην καναδική οικονομία. Η οικονομική δυσπραγία στις Ηνωμένες Πολιτείες πέρασε αβίαστα τα σύνορα και είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της ανεργίας, ενώ στασιμοπληθωρισμός χτύπησε τον Καναδά τόσο έντονα όσο τις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά τα καναδικά αποθέματα καυσίμων.

Μακροοικονομικές επιπτώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πετρελαϊκή κρίση του 1973 ήταν ένας σημαντικός παράγοντας στην οικονομία της Ιαπωνίας ο οποίος μετατόπισε το βάρος, από τις βιομηχανίες έντασης πετρελαίου προς τεράστιες ιαπωνικές επενδύσεις σε κλάδους όπως η ηλεκτρονική. Οι Ιάπωνες κατασκευαστές αυτοκινήτων επωφελήθηκαν επίσης από την εν λόγω απαγόρευση. Με το κόστος των καυσίμων να αυξάνεται στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα μικρά, λιγότερο ενεργοβόρα μοντέλα οχημάτων άρχισαν να κερδίζουν μερίδιο αγοράς από τα «αδηφάγα για βενζίνη» αμερικανικά οχήματα της εποχής. Αυτό προκάλεσε μια πτώση στις αμερικανικές πωλήσεις αυτοκινήτων που διήρκεσε μέχρι τη δεκαετία του 1980.

Οι Κεντρικές Τράπεζες των δυτικών εθνών αποφάσισαν να μειώσουν δραστικά τα επιτόκια για την ενθάρρυνση της ανάπτυξης, έχοντας την αντίληψη ότι ο πληθωρισμός ήταν μια ανησυχία δευτερεύουσας σημασίας. Αν και αυτή ήταν η ορθόδοξη μακροοικονομική συνταγή εκείνη την εποχή, ο στασιμοπληθωρισμός που προέκυψε εξέπληξε τους οικονομολόγους και τους κεντρικούς τραπεζίτες και η στάση αυτή θεωρείται τώρα από κάποιους ότι βάθυνε και επιμήκυνε τις αρνητικές συνέπειες του εμπάργκο. Πρόσφατη έρευνα δείχνει ότι η σύγχρονη οικονομία, που αντιπροσωπεύεται από την περίοδο μετά το 1985, είναι πολύ ανθεκτική στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας σε σχέση με την προηγούμενη εποχή.[42]

Το σοκ των τιμών δημιούργησε μεγάλα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στις οικονομίες που εισήγαγαν πετρέλαιο. Δημιουργήθηκε ένας αυθόρμητος μηχανισμός ανακύκλωσης πετροδολαρίων, μέσω του οποίου τα πλεονάζοντα κεφάλαια που συσσωρεύονταν από τις χώρες του ΟΠΕΚ διοχετεύονταν μέσω των κεφαλαιαγορών προς τη Δύση για τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων τρεχουσών συναλλαγών. Η λειτουργία του μηχανισμού αυτού επέφερε τη διάλυση των ελέγχων του κεφαλαίου στις δυτικές οικονομίες – εισαγωγείς πετρελαίου και θεωρείται από τους μελετητές ως η αρχή της εκθετικής ανάπτυξης των κεφαλαιαγορών στη Δύση από τη δεκαετία του 1970.[43]

Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του εμπάργκο εξακολουθούν να είναι αισθητές. Πολλοί άνθρωποι παραμένουν καχύποπτοι απέναντι στις πετρελαϊκές εταιρείες, πιστεύοντας ότι πλούτισαν, ή ακόμα και ότι συνωμότησαν με τον ΟΠΕΚ. Το 1974 επτά από τις δεκαπέντε κορυφαίες εταιρείες του Fortune 500 ήταν πετρελαϊκές.

Επιπτώσεις στις διεθνείς σχέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πολιτικές του Ψυχρού Πολέμου της διακυβέρνησης Νίξον υπέστησαν επίσης ένα σημαντικό πλήγμα, στον απόηχο του εμπάργκο πετρελαίου. Είχαν επικεντρωθεί στην Κίνα και τη Σοβιετική Ένωση αλλά αυτό που ήρθε στο προσκήνιο ήταν η προερχόμενη από τον Τρίτο Κόσμο λανθάνουσα πρόκληση για την ηγεμονία των ΗΠΑ. Η ισχύς των ΗΠΑ τελούσε υπό επίθεση, ακόμη και στη Λατινική Αμερική.

Το εμπάργκο πετρελαίου ανακοινώθηκε περίπου ένα μήνα μετά από το στρατιωτικό πραξικόπημα του στρατηγού Αουγκούστο Πινοτσέτ στη Χιλή, το οποίο ανέτρεψε το σοσιαλιστή πρόεδρο Σαλβαδόρ Αλιέντε, στις 11 Σεπτεμβρίου 1973. Η μετέπειτα βοήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών στη δικτατορία του Πινοτσέτ δεν περιόρισε τις δραστηριότητες των σοσιαλιστικών ανταρτών στην περιοχή. Η αντίδραση της κυβέρνησης Νίξον ήταν να προτείνει διπλασιασμό του ποσού των στρατιωτικών όπλων που πωλούνταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατά συνέπεια, ένα μπλοκ της Λατινικής Αμερικής οργανώθηκε και χρηματοδοτήθηκε εν μέρει από τη Βενεζουέλα και με έσοδα από το πετρέλαιο, τα οποία τετραπλασιάστηκαν μεταξύ του 1970 και του 1975.

Επιπλέον, η Δυτική Ευρώπη και η Ιαπωνία άρχισαν να αλλάζουν από φιλοισραηλινές σε πιο φιλοαραβικές πολιτικές.[44][45][46] Η αλλαγή αυτή δυσχέραινε περαιτέρω το δυτικό σύστημα συμμαχιών. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, των οποίων το χρησιμοποιούμενο πετρέλαιο προερχόταν μόνο κατά 12% από τη Μέση Ανατολή (σε σύγκριση με 80% για τους Ευρωπαίους και πάνω από 90% για την Ιαπωνία), παρέμειναν πιστά προσηλωμένες στην υποστήριξη του Ισραήλ. Το ποσοστό του αμερικανικού πετρελαίου που προερχόταν από τις παράκτιες του Περσικού Κόλπου χώρες παρέμεινε σταθερό κατά τη διάρκεια των ετών, ανεβαίνοντας ελαφρώς πάνω από το 10% το 2008.[47]

Παρά το γεγονός ότι δεν είχε καμία ιστορική σχέση με τη Μέση Ανατολή, η Ιαπωνία ήταν η πιο εξαρτημένη από αυτήν όσον αφορά τις εισαγωγές πετρελαίου, οι οποίες αποτελούνταν το 1970 κατά το 71% από μεσανατολικό πετρέλαιο. Ωστόσο, στις 7 Νοεμβρίου 1973, οι κυβερνήσεις της Σαουδικής Αραβίας και του Κουβέιτ ανακήρυξαν την Ιαπωνία «μη φιλική» χώρα ωθώντας την προς την αλλαγή της πολιτικής μη ανάμειξης που ακολουθούσε στην αραβοϊσραηλινή διένεξη, επιβάλλοντας το Δεκέμβριο μια μείωση της παραγωγής κατά 5% ως προς την Ιαπωνία.[48] Αυτό πανικόβαλε, ως ένα βαθμό, την ιαπωνική κυβέρνηση οδηγώντας την, στις 22 Νοεμβρίου, να εκδώσει μια δήλωση «υποστηρίζοντας ότι το Ισραήλ πρέπει να αποσυρθεί από όλα τα εδάφη του 1967, υποστηρίζοντας την αυτοδιάθεση των Παλαιστινίων και απειλώντας να επανεξετάσει την πολιτική της έναντι του Ισραήλ εάν το Ισραήλ αρνηθεί να αποδεχθεί αυτές τις προϋποθέσεις».[48] Έως τις 25 Δεκεμβρίου η Ιαπωνία εθεωρείτο ένα φιλικό κράτος.

Με το εμπάργκο πετρελαίου εν ισχύ, κάποιες βιομηχανικές χώρες κατά κάποιο τρόπο άλλαξαν την εξωτερική πολιτική τους αναφορικά με την αραβοϊσραηλινή σύγκρουση. Σε αυτές περιλαμβάνονταν ευρωπαϊκές χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, που αποφάσισε να αρνηθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες τη χρήση βρετανικών βάσεων στο έδαφός του και στην Κύπρο για την αερογέφυρα ανατροφοδότησης του Ισραήλ, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.[49] Περιελάμβανε επίσης την ιαπωνική επαναδιατύπωση στις 22 Νοεμβρίου προς «επανεξέταση» των σχέσεών της με το Ισραήλ, εάν το Ισραήλ δεν αναγνώριζε τις δραστηριότητές τους για να επιστρέψουν στην προ του 1967 εδαφική κατάστασή τους, αν και αυτό δεν είχε κάποια συνέχεια στην πράξη. Ο Καναδάς εστράφη προς μια πιο φιλοαραβική θέση μετά τη δυσαρέσκεια εκφράστηκε από πολλές αραβικές κυβερνήσεις ως προς την, επί το πλείστον ουδέτερη, θέση του για το ζήτημα της Μέσης Ανατολής. «Από την άλλη πλευρά, μετά το εμπάργκο η καναδική κυβέρνηση πράγματι κινήθηκε γρήγορα σε πιο φιλοαραβικές θέσεις, παρά τη χαμηλή εξάρτησή του από το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής».[48]

Ένα χρόνο μετά την έναρξη του εμπάργκο πετρελαίου του 1973, το μπλοκ των Αδεσμεύτων στα Ηνωμένα Έθνη ενέκρινε ένα ψήφισμα ζητώντας την δημιουργία μιας «Νέας Διεθνούς Οικονομικής Τάξης», στην οποία θα έπρεπε να κατανέμονται πιο δίκαια οι πόροι, το εμπόριο και οι αγορές, με τους τοπικούς πληθυσμούς των χωρών στο Νότο να λαμβάνουν μεγαλύτερο μερίδιο των ωφελειών που προκύπτουν από την εκμετάλλευση των νότιων πόρων και μεγαλύτερο σεβασμό από το Βορρά για το δικαίωμα αυτοδιευθυνόμενης ανάπτυξης του Νότου.

Παρακμή του ΟΠΕΚ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καθαρά έσοδα του OPEC από εξαγωγές πετρελαίου την περίοδο 1971–2007[50]

Από το 1973, ο ΟΠΕΚ απέτυχε να διατηρήσει την εξέχουσα θέση του και από το 1981 η παραγωγή του ξεπεράστηκε από εκείνη των άλλων χωρών. Επιπροσθέτως, τα κράτη-μέλη της διχάστηκαν. Η Σαουδική Αραβία, προσπαθώντας να επανακτήσει το μερίδιό της στην αγορά, αύξησε την παραγωγή και προκάλεσε καθοδική πίεση στις τιμές, καθιστώντας λιγότερο κερδοφόρες, ή ακόμα και ασύμφορες, τις εγκαταστάσεις παραγωγής πετρελαίου υψηλού κόστους. Η διεθνής τιμή του πετρελαίου, η οποία έφτασε στο ανώτατο σημείο της (περισσότερα από 80 δολάρια το βαρέλι) το 1979, κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης του 1979, διατηρήθηκε μειωμένη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 σε 38 δολάρια το βαρέλι (239 US $/m3). Σε πραγματικές τιμές, το πετρέλαιο υποχώρησε για βραχύ χρονικό διάστημα στα προ του 1973 επίπεδα.

Μέρος της μείωσης των τιμών και, ταυτοχρόνως, της οικονομικής και γεωπολιτικής ισχύος του ΟΠΕΚ προήλθε από τη μετατόπιση σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας. Ο ΟΠΕΚ είχε επικαλεστεί την περιορισμένη ανελαστικότητα της ζήτησης πετρελαίου[51] για τη διατήρηση υψηλής κατανάλωσης, αλλά είχε υποτιμήσει το βαθμό στον οποίο άλλες πηγές εφοδιασμού ενέργειες θα καθίσταντο κερδοφόρες, καθώς η τιμή του πετρελαίου αυξανόταν. Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από την πυρηνική ενέργεια και το φυσικό αέριο, η οικιακή θέρμανση από το φυσικό αέριο και το μείγμα βενζίνης-αιθανόλης, όλα μείωσαν τη ζήτηση για πετρέλαιο.

Την ίδια στιγμή, η πτώση των τιμών αποτέλεσε σοβαρό πρόβλημα για τις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες της Βόρειας Ευρώπης και της περιοχής του Περσικού Κόλπου. Για μια χούφτα πυκνοκατοικημένες, φτωχές χώρες, οι οικονομίες των οποίων ήταν εξαρτημένες από το πετρέλαιο, συμπεριλαμβανομένων του Μεξικού, της Νιγηρίας, της Αλγερίας, της Λιβύης, οι κυβερνήσεις και οι επικεφαλής των επιχειρήσεων απέτυχαν να προετοιμαστούν για την αντιστροφή της αγοράς και η πτώση των τιμών τούς οδήγησε να περιπέσουν σε επίπονες και, μερικές φορές, απελπισμένες καταστάσεις.

Όταν η μειωμένη ζήτηση και η υπερπαραγωγή παρήγαγαν πλεόνασμα στην παγκόσμια αγορά στα μέσα της δεκαετίας του 1980, οι τιμές του πετρελαίου έπεσαν κατακόρυφα και το καρτέλ έχασε την ενότητά του. Οι εξαγωγείς πετρελαίου, όπως το Μεξικό, η Νιγηρία και η Βενεζουέλα, των οποίων οι οικονομίες είχαν διογκωθεί τη δεκαετία του 1970, πλησίασαν την πτώχευση. Ακόμα και η οικονομική δύναμη της Σαουδικής Αραβίας μειώθηκε αισθητά. Οι διαιρέσεις στο εσωτερικό του ΟΠΕΚ έκαναν την μετέπειτα συντονισμένη δράση του πιο δύσκολη.

Μακροπρόθεσμες επιπτώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πριν από το εμπάργκο, ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών, σε συνδυασμό με τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου που εμπόδιζαν την αναγκαιότητα και τη σκοπιμότητα για τη Δύση να αναζητήσει εναλλακτικές πηγές ενέργειας, παρείχαν στα αραβικά κράτη οικονομική ασφάλεια, μέτρια οικονομική ανάπτυξη και δυσανάλογη διεθνή διαπραγματευτική δύναμη.[52] Μετά από το εμπάργκο, οι υψηλότερες τιμές του πετρελαίου υποκίνησαν νέους δρόμους για εξερεύνηση της ενέργειας και την επέκταση συμπεριλαμβανομένης της Αλάσκας, της Βόρειας Θάλασσας, της Κασπίας Θάλασσας και του Καυκάσου.[53]

Σοβιετική αντίδραση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πριν από την άνοδο του Ανουάρ Σαντάτ στην προεδρία της Αιγύπτου το 1970, η Μέση Ανατολή ήταν ένας σημαντικός χώρος στον παγκόσμιο ανταγωνισμό των υπερδυνάμεων, κάτι που φαινόταν πιο καθαρά στις πωλήσεις όπλων και στη συνεργασία μεταξύ των Αμερικανών και Σοβιετικών κυβερνήσεων με το Ισραήλ, τη Σαουδική Αραβία, την Τουρκία και το Ιράν ως συμμάχων των ΗΠΑ και την Αίγυπτο, τη Συρία, το Ιράκ ως συμμάχων της Σοβιετικής Ένωσης. Παρά το γεγονός ότι κανένα από αυτά τα κράτη δεν είχε συνάψει επίσημες συμμαχίες συγκρίσιμες με το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο (ΝΑΤΟ), δεν είχαν ωφεληθεί σε μεγάλο βαθμό από το γεωπολιτικό ανταγωνισμό στην περιοχή και ταλαντεύονταν συχνά στην συμπόρευσή τους, ανάλογα με τα κέρδη που η εκάστοτε συμπόρευση υποσχόταν. Αυτό το ανταγωνιστικό περιβάλλον, προς όφελος των περιφερειακών κρατών που εμπλέκονταν, μετριάστηκε αισθητά μετά το 1970. Η αποπομπή από τον Σαντάτ των σοβιετικών ειδικών στην Αίγυπτο και οι μεγάλες αυξήσεις των τιμών των υδρογονανθράκων δυσχέραιναν τις σχέσεις με όλη τη Μέση Ανατολή και δημιούργησαν νέες ευκαιρίες για την εξαγωγή σοβιετικού πετρελαίου. Η εξερεύνηση της Κασπίας Θάλασσας και της Σιβηρίας έγινε πιο συμφέρουσα. Η έως τότε συνεργασία εξελίχθηκε σε μια πολύ πιο ανταγωνιστική σχέση, καθώς η Σοβιετική Ένωση αύξησε την παραγωγή πετρελαίου και τις εξαγωγές (το 1980 η Σοβιετική Ένωση ήταν ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου στον κόσμο) για να επωφεληθεί από τα προβλήματα εφοδιασμού στην Δύση που δημιουργήθηκαν από τη μείωση της παραγωγής του ΟΠΕΚ.[54][55] Αυτή ο αυξανόμενος οικονομικός ανταγωνισμός μετατράπηκε σε πραγματικό φόβο στρατιωτικής επιθετικότητας μετά την σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν το 1979, αφήνοντας τα κράτη του Περσικού κόλπου να προσανατολίζονται προς τις Ηνωμένες Πολιτείες για εγγυήσεις ασφάλειας ενάντια στη Σοβιετική στρατιωτική δράση στην περιοχή του Περσικού κόλπου, εγγυήσεις που που πριν από μία δεκαετία είχαν αποκλειστικά οι Ισραηλινοί.

Οι αυξανόμενες ανησυχίες ασφάλειας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν, ήταν μόνο ένα μέρος της αυξανόμενης αποσταθεροποίησης της ασφάλειας στη Μέση Ανατολή, κάτι που ήταν περισσότερο εμφανές στην αύξηση της πώλησης αμερικανικών όπλων, τεχνολογίας και ευθείας στρατιωτικής παρουσίας. Η Σαουδική Αραβία και το Ιράν άρχισαν όλο και περισσότερο να εξαρτώνται από διμερείς αμερικανικές εγγυήσεις ασφάλειας για την καταπολέμηση τόσο εξωτερικών όσο και εσωτερικών απειλών, όπως η αύξηση των στρατιωτικών ανταγωνισμών μεταξύ των κρατών αυτών λόγω των αυξημένων εσόδων από το πετρέλαιο. Και τα δύο κράτη ανταγωνίζονταν για την υπεροχή στον Περσικό Κόλπο και χρησιμοποιούσαν την αύξηση των εσόδων σε δυσανάλογα ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις. Μέχρι το 1979, οι σαουδαραβικές αγορές όπλων από τις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν μεγαλύτερες από πέντε φορές το ποσό που το Ισραήλ αγόραζε ετησίως.[56] Μετά την αποτυχία του σάχη να διατηρήσει τον έλεγχο του Ιράν τον Ιανουάριο 1979, οι Σαουδάραβες αναγκάστηκαν να ασχοληθούν με το ενδεχόμενο της εσωτερικής αποσταθεροποίησης μέσω του ισλαμικού φονταμενταλισμού, μια πραγματικότητα που γρήγορα θα γίνει εμφανής στην κατάληψη του Μεγάλου Τζαμιού στη Μέκκα από εξτρεμιστές Ουαχάμπι το Νοέμβριο και στην σιιτική εξέγερση στην αλ-Χασά το Δεκέμβριο.[57][58] Το Νοέμβριο του 2010 η ιστοσελίδα αποκαλύψεων Wikileaks αποκάλυψε εμπιστευτικά διπλωματικά τηλεγραφήματα που σχετίζονται με τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της, που έδειχναν ότι ο βασιλιάς της Σαουδικής Αραβίας Αμπντάλα κάλεσε τις ΗΠΑ να επιτεθούν στο Ιράν για να καταστρέψουν το εν δυνάμει αναπτυσσόμενο πρόγραμμα πυρηνικών όπλων του, περιγράφοντας το Ιράν ως «φίδι του οποίου το κεφάλι θα πρέπει να κοπεί χωρίς καμία αναβλητικότητα».[59]

Επιπτώσεις στην αυτοκινητοβιομηχανία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δυτική Ευρώπη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αυτοκινητοβιομηχανία ήταν ένας από τους δυτικοευρωπαϊκούς κλάδους της οικονομίας που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση του πετρελαίου το 1973. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι περισσότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης εφήρμοζαν βαριά φορολογία στα καύσιμα κίνησης, επειδή ήταν εισαγόμενα, με αποτέλεσμα τα περισσότερα αυτοκίνητα που κατασκευάζονταν στην Ευρώπη να είναι μικρά και οικονομικά. Ωστόσο, από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο αυξανόμενος πλούτος οδηγούσε σε αύξηση των μεγεθών των αυτοκινήτων, παρά τη φορολογία στα καύσιμα.

Αλλά η κρίση του πετρελαίου σταδιακά είδε πολλούς δυτικοευρωπαΐους αγοραστές αυτοκινήτων να κινούνται μακριά από μεγαλύτερα, λιγότερο οικονομικά μοντέλα. Το πιο αξιοσημείωτο αποτέλεσμα αυτής της μετάβασης στην αγορά αυτοκινήτου ήταν η άνοδος στη δημοτικότητα των compact hatchback. Οι μόνες αξιοσημείωτες μικρές εκδόσεις hatchback που κατασκευάζονταν στη Δυτική Ευρώπη κατά τη διάρκεια της κρίσης του πετρελαίου ήταν το Peugeot 104, το Renault 5 και το Fiat 127. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας, η αγορά είχε επεκταθεί με την εισαγωγή του Ford Fiesta, του Opel Kadett (επωλείτο ως Vauxhall Astra στη Μεγάλη Βρετανία), του Chrysler Sunbeam, και του Citroën Visa.

Οι αγοραστές που επιθυμούσαν μεγαλύτερα αυτοκίνητα στρέφονταν προς τα μεσαίου μεγέθους hatchback, που, όντας σχεδόν άγνωστα στην Ευρώπη το 1973, μέχρι το τέλος της δεκαετίας σταδιακά αντικατέστησαν τα σεντάν στο ρόλο του στυλοβάτη του εν λόγω κλάδου. Μεταξύ 1973 και 1980, τα ακόλουθα μεσαίου μεγέθους hatchback προωθήθηκαν στην Ευρώπη: το Chrysler/Simca Horizon, το Fiat Ritmo (Strada στο Ηνωμένο Βασίλειο), το Ford Escort MK3, το Renault 14, το Volvo 340/360, το Opel Kadett και το Volkswagen Golf. Αυτά τα αυτοκίνητα προσέφεραν νέα πρότυπα οικονομίας καυσίμου, κάτι για το οποίο υπήρχε μεγάλη ανάγκη λόγω της κρίσης του πετρελαίου.

Τα νέα αυτοκίνητα που παρουσιάστηκαν στον απόηχο της κρίσης του πετρελαίου ήταν σημαντικά πιο οικονομικά από ό,τι τα παραδοσιακά σεντάν των οποίων έπαιρναν τη θέση. Προσέλκυσαν ακόμα και σημαντικό αριθμό αγοραστών, οι οποίοι θα είχαν επιλέξει αυτοκίνητα της επόμενης κατηγορίας. Η επιτυχία τους συνεχίστηκε στη δεκαετία του 1980 και προς το τέλος της δεκαετίας, 15 χρόνια μετά την πετρελαϊκή κρίση, τα hatchback σχεδόν μονοπώλησαν τις περισσότερες ευρωπαϊκές μικρές και μεσαίες αγορές αυτοκινήτων, έχοντας αποκτήσει ένα σημαντικό μερίδιο της αγοράς των οικογενειακών αυτοκινήτων.

Ηνωμένες Πολιτείες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως και στην Δυτική Ευρώπη, οι αυτοκινητοβιομηχανίες των ΗΠΑ επηρεάστηκαν σημαντικά από το εμπάργκο του πετρελαίου και την ενεργειακή κρίση του 1973. Πριν από την ενεργειακή κρίση τα μεγάλα, βαριά και ισχυρά αυτοκίνητα ήταν το πρότυπο της αμερικανικής αγοράς. Το 1971 η τυπική έκδοση του κινητήρα σε ένα Chevrolet Caprice ήταν 400 κυβικών ιντσών (6,5 λίτρων) V8. Το μεταξόνιο του αυτοκινήτου ήταν 121,5 ίντσες (3.090 χιλιοστά). Η δημοσιευμένη στο περιοδικό Motor Trend το 1972 δοκιμή του παραπλήσιου Chevrolet Impala κατέγραφε όχι περισσότερο από 15 μίλια ανά γαλόνι στην εθνική οδό.

Μετά την ενεργειακή κρίση, ωστόσο, το συνεχώς αυξανόμενο κόστος της βενζίνης μείωσε τη ζήτηση για μεγάλα αυτοκίνητα.[36] Το Toyota Corona, το Toyota Corolla, το Datsun B210, το Datsun 510, το Honda Civic, το Mitsubishi Galant (μια αποκλειστική εισαγωγή από την Chrysler που πωλείται ως Dodge Colt), το Subaru DL και αργότερα το Honda Accord, όλα είχαν τετρακύλινδρους κινητήρες που ήταν πιο αποδοτικοί σε σύγκριση με τους τυπικούς V8 και εξακύλινδρους κινητήρες που έβρισκε κανείς σε βορειοαμερικανικά οχήματα. Από την Ευρώπη, το Volkswagen Beetle, το Volkswagen Fastback, το Renault 8, το Renault LeCar και το Fiat Brava επίσης διατέθηκαν επίσης στην αγορά. Καθώς οι αγοραστές άρχισαν να ανταλλάσσουν μεγάλα αυτοκίνητα για εισαγόμενα μικρότερα, η βιομηχανία του Ντιτρόιτ απάντησε με το Ford Pinto, το Ford Maverick, το Chevrolet Vega, το Chevrolet Nova, την Plymouth Valliant και την Plymouth Volare.

Μερικοί αγοραστές απέφευγαν το μικρό μέγεθος των πρώτων compact αυτοκινήτων που εισήχθησαν από την Ιαπωνία, οπότε τόσο η Toyota όσο και η Nissan (γνωστή ως Datsun κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970), εισήγαγαν μεγαλύτερα αυτοκίνητα: το Toyota Corona Mark II, το οποίο αντικαταστάθηκε από το Toyota Cressida, το Mazda 616 και το Datsun 810, τα οποία προσέφεραν στους αγοραστές αυξημένο χώρο επιβατών και κάποιες παροχές πολυτέλειας, όπως κλιματισμό, υδραυλικό τιμόνι, ραδιόφωνο AM-FM και ακόμη και ηλεκτρικά παράθυρα και κεντρικό κλείδωμα, χωρίς να αυξάνεται η τιμή του οχήματος. Αυτά τα μεγαλύτερα compact ήταν ακριβώς στο όριο των ιαπωνικών κανονισμών όσον αφορά το μέγεθος και την μετατόπιση του κινητήρα, έτσι ώστε να εξακολουθούν να είναι προσιτά στην ιαπωνική εγχώρια αγορά, αλλά και να προσφέρουν στο καταναλωτικό κοινό των χωρών εισαγωγής μεγαλύτερα αυτοκίνητα, που θυσίαζαν την οικονομία καυσίμου για την άνεση των επιβατών, έχοντας και υψηλότερη τιμή. Η Toyota προσέφερε επίσης το Toyota Crown την περίοδο 1965-1974, με πολύ περιορισμένα ύψη πωλήσεων.

Στις ΗΠΑ επίσης πρωτοπαρουσιάστηκαν τα compact φορτηγά, με το Toyota Hilux και το Datsun Truck, ακολουθούμενα από το Mazda Truck (που επωλείτο επίσης ως Ford Courier) και την Isuzu, της οποίας το compact φορτηγό επωλείτο ως LUV Chevrolet.

Η αύξηση των εισαγόμενων αυτοκινήτων στη Βόρεια Αμερική ανάγκασε τους Big Three (General Motors, Ford και Chrysler) να παρουσιάσει μικρότερα και αποδοτικότερα μοντέλα για τις εγχώριες πωλήσεις.[36] Το Dodge Omni/Plymouth Horizon από την Chrysler, το Ford Fiesta, και το Chevrolet Chevette, όλα είχαν τετρακύλινδρους κινητήρες και χώρο για τουλάχιστον τέσσερις επιβάτες από τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Μέχρι το 1985, το μέσο αμερικανικό όχημα απέδιδε 17,4 μίλια ανά γαλόνι, έναντι 13,5 μιλίων ανά γαλόνι το 1970.[36] Οι βελτιώσεις παρέμειναν, παρ’ όλο που η τιμή του βαρελιού πετρελαίου παρέμεινε σταθερή στα 12 δολάρια την περίοδο 1974-1979.[36]

Ενώ την ίδια στιγμή οι νέες αυτές οι εισαγωγές ήταν σημαντικά πωλησιακά προγεφυρώματα στην αμερικανική αγορά, οι πωλήσεις των μεγάλων σεντάν για τις περισσότερες μάρκες (με εξαίρεση τα προϊόντα της Chrysler) ανακτήθηκαν εντός δύο χρονικών κύκλων των μοντέλων, μετά την κρίση του 1973. Οι πωλήσεις των μοντέλων, όπως η Cadillac DeVille, Buick Electra, Oldsmobile 98, Lincoln Continental, Mercury Marquis και διαφόρων άλλων προσανατολισμένων σεντάν προσανατολισμένων στην πολυτέλεια έγιναν δημοφιλής ξανά στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Τα μόνα μοντέλα πλήρους μεγέθους που συνάντησαν μόνιμες μειώσεις στις πωλήσεις ήταν τα μοντέλα χαμηλότερων τιμών, όπως το Chevrolet Impala και το Ford Galaxie 500.

Αυτό οδήγησε σε μια κάπως παράξενη τοποθέτηση των μικρών οικονομικών εισαγόμενων αυτοκινήτων, τα οποία κατέλαβαν μια μείζονα θέση στην αγορά, ενώ ταυτόχρονα τα βαριά, ακριβά και σε μεγάλο βαθμό δύσχρηστα οχήματα (με 7 μίλια στο γαλόνι – η Λίνκολν πώλησε 80.321 Mark Vs το 1977) να πωλούνται παράλληλα με τις νέες εισαγωγές σε εξίσου εντυπωσιακά νούμερα. Το 1976 η Toyota πούλησε 346.920 αυτοκίνητα στις Ηνωμένες Πολιτείες, με μέσο βάρος 2.100 λίβρες, ενώ η Cadillac πούλησε 309.139 αυτοκίνητα με μέσο βάρος 5.000 λίβρες.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 «OPEC Oil Embargo 1973–1974». U.S. Department of State, Office of the Historian. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Νοεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 30 Αυγούστου 2012. 
  2. 2,0 2,1 «The price of oil – in context». CBC News. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις June 9, 2007. https://web.archive.org/web/20070609145246/http://www.cbc.ca/news/background/oil/. Ανακτήθηκε στις May 29, 2007. 
  3. Farr, Warner D. "The Third Temple's Holy of Holies: Israel's Nuclear Weapons." Counterproliferation Paper No. 2, USAF Counterproliferation Center, Air War College, September 1999.
  4. «CHE | Responding to Crisis». Envhist.wisc.edu. 26 Απριλίου 2010. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Ιουνίου 2012. Ανακτήθηκε στις 7 Αυγούστου 2012. 
  5. Barsky, R.; Kilian, L. (1988). «Oil and the Macroeconomy Since the 1970s» (PDF). CEPR Discussion Paper No. 4496 (Econometric Research Program, Princeton University Princeton, New Jersey) 1001: 48109–1220. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2012-06-16. https://web.archive.org/web/20120616154208/http://www.sais-jhu.edu/faculty/sandleris/Macro/Readings/R_Oil_and_the_Macroeconomy.pdf. Ανακτήθηκε στις June 7, 2010 
  6. 6,0 6,1 «The hidden face of oil». 
  7. Masouros, Pavlos E., "Corporate Law and Economic Stagnation: How Shareholder Value and Short-termism Contribute to the Decline of the Western Economies", Eleven International Publishing (2013), pp. 55–57
  8. Hammes, David. and Douglas Wills. "Black Gold: The End of Bretton Woods and the Oil-Price Shocks of the 1970s," The Independent Review, v. IX, n. 4, Spring 2005. pp. 501–511.
  9. Energy Insights: News: Oil price – speculation and international politics at play[νεκρός σύνδεσμος] |url=http://www.energyinsights.net/cgi-script/csArticles/articles/000031/003119.htm}}[νεκρός σύνδεσμος]
  10. Smith, William. D. "Price Quadruples for Iranian Crude Oil at Auction", New York Times December 12, 1973.
  11. Daniel Yergin, The Prize: The Epic Quest for Oil, Money, and Power (New York: Simon and Schuster, 2008), p. 587.
  12. Daniel Yergin, The Prize: The Epic Quest for Oil, Money, and Power (New York: Simon and Schuster, 2008), p. 589.
  13. 13,0 13,1 Lenczowski, George (1990). American Presidents and the Middle East. Duke University Press. σελ. 130. ISBN 978-0-8223-0972-7. 
  14. 14,0 14,1 14,2 «Significant Events in U.S.-Libyan Relations». 2001-2009.state.gov. Ανακτήθηκε στις 7 Αυγούστου 2012. 
  15. Daniel Yergin, The Prize: The Epic Quest for Oil, Money, and Power (New York: Simon and Schuster, 2008), p. 590.
  16. Lenczowski, p130
  17. Frum, David (2000). How We Got Here: The '70s. New York: Basic Books. σελ. 318. ISBN 978-0-465-04195-4. 
  18. Daniel Yergin, The Prize: The Epic Quest for Oil, Money, and Power (New York: Simon and Schuster, 1991), p. 597.
  19. Editorial Note: this conflicts somewhat with the 70% price increase to $5.11, noted by a cited reference, in the paragraph above.
  20. Licklider, Roy (1988). «The Power of Oil: The Arab Oil Weapon and the Netherlands, the United Kingdom, Canada, Japan, and the United States». International Studies Quarterly (International Studies Quarterly, Vol. 32, No. 2) 32 (2): 205–226 [p. 206]. doi:10.2307/2600627 
  21. Licklider (1988), pp. 217, 219.
  22. Barsky, Robert B.; Kilian, Lutz (2004). «Oil and the Macroeconomy since the 1970s». The Journal of Economic Perspectives 18 (4): 115–134 [p. 115]. doi:10.1257/0895330042632708 
  23. Ikenberry, G. John (1986). «The Irony of State Strength: Comparative Responses to the Oil Shocks in the 1970s». International Organization 40 (1): 105–137 [p. 107]. doi:10.1017/S0020818300004495 
  24. Ikenberry (1986), p. 109.
  25. Hirsch, Robert L. (1987). «Impending United States Energy Crisis». Science 235 (4795): 1467–1473 [p. 1467]. doi:10.1126/science.235.4795.1467. PMID 17775008 
  26. 26,0 26,1 26,2 26,3 Frum, David (2000). How We Got Here: The 1970s. New York: Basic Books. σελ. 318. ISBN 978-0-465-04195-4. 
  27. 27,0 27,1 27,2 27,3 Frum, David (2000). How We Got Here: The 1970s. New York: Basic Books. σελ. 313. ISBN 978-0-465-04195-4. 
  28. Slavin, Barbara; Freudenheim, Milt; Rhoden, William C. (January 24, 1982). «The World; British Miners Settle for Less». New York Times. http://query.nytimes.com/gst/fullpage.html?res=9E01E1DB1E38F937A15752C0A964948260&sec=health&spon=&pagewanted=print. Ανακτήθηκε στις April 20, 2010. 
  29. Frum, David (2000). How We Got Here: The 1970s. New York: Basic Books. σελ. 319. ISBN 978-0-465-04195-4. 
  30. «Oil Price Controls: A Counterproductive Effort» (PDF). Federal Reserve Bank of St. Louis Review. November 1975. http://research.stlouisfed.org/publications/review/75/11/Controls_Nov1975.pdf. Ανακτήθηκε στις June 7, 2010. 
  31. Frum, David (2000). How We Got Here: The 1970s. New York: Basic Books. σελίδες 312–313. ISBN 978-0-465-04195-4. 
  32. 32,0 32,1 32,2 32,3 32,4 Frum, David (2000). How We Got Here: The 1970s. New York: Basic Books. σελ. 320. ISBN 978-0-465-04195-4. 
  33. «Gas Fever: Happiness Is a Full Tank». Time Magazine. February 18, 1974. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2010-09-22. https://web.archive.org/web/20100922191457/http://www.time.com/time/magazine/article/0,9171,942763,00.html. Ανακτήθηκε στις June 7, 2010. 
  34. «Spotty Local Starts». Time Magazine. February 25, 1974. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2013-02-04. https://archive.today/20130204125230/http://www.time.com/time/printout/0,8816,879272,00.html. Ανακτήθηκε στις June 7, 2010. 
  35. «Rationing Coupons Shredded». New York Times. June 2, 1984. http://query.nytimes.com/gst/fullpage.html?res=9F06E0DD153BF931A35755C0A962948260&sec=&spon=&pagewanted=print. Ανακτήθηκε στις June 7, 2010. 
  36. 36,0 36,1 36,2 36,3 36,4 36,5 Frum, David (2000). How We Got Here: The 1970s. New York: Basic Books. σελίδες 321–322. ISBN 978-0-465-04195-4. 
  37. Ad Council – Don't be Fuelish. Ιανουαρίου 1975. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Νοεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 23 Αυγούστου 2009. 
  38. Oil crisis deja vu, Yomiuri Shimbun, 2000-12-03, English translation
  39. Diminishing welfare: a cross-national study of social provision, by Marguerite G. Rosenthal, p. 305
  40. The 1970s Energy Crisis
  41. At the Zenith of Solar Energy Αρχειοθετήθηκε 2009-01-01 στο Wayback Machine., Neal Sandler,BusinessWeek, March 26, 2008.
  42. «Federal Reserve Bank of Atlanta, How Resilient Is the Modern Economy to Energy Price Shocks?, 2006» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 19 Οκτωβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 10 Απριλίου 2014. 
  43. Masouros, Pavlos E., "Corporate Law and Economic Stagnation: How Shareholder Value and Short-termism Contribute to the Decline of the Western Economies", Eleven International Publishing (2013), pp. 60–62
  44. America, Russia, and the Cold War, 1945–1975, p. 280, Walter LaFeber, Wiley, 1975
  45. Far Eastern Economic Review, v.84, Apr–Jun 1974, p. 8, Review Publishing, 1974
  46. The New Tensions in Japan, Martin Collick, Richard Storry, p. 16, Institute for the Study of Conflict, 1974
  47. Afshin Molavi, "Obama, Gulf Oil and the Myth of America's Addiction", New America Foundation, The National (United Arab Emirates), January 21, 2009, . Retrieved 2009-08-16. August 21, 2009.
  48. 48,0 48,1 48,2 The Power of Oil: The Arab Oil Weapon and the Netherlands, the United Kingdom, Canada, Japan, and the United States Roy Licklider International Studies Quarterly, Vol. 32, No. 2 (Jun. 1988), pp. 214.
  49. The Power of Oil: The Arab Oil Weapon and the Netherlands, the United Kingdom, Canada, Japan, and the United States Roy Licklider International Studies Quarterly, Vol. 32, No. 2 (Jun. 1988), pp. 216.
  50. «EIA – 1000 Independence Avenue, SW, Washington, DC 20585». Eia.doe.gov. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Μαΐου 2012. Ανακτήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 2011. 
  51. Anderson, Patrick L. (13 Νοεμβρίου 1997). «Approx. PED of Various Products (U.S.)». Mackinac.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 2011. 
  52. Ritchie Ovendale, The Origins of the Arab-Israeli Wars (New York: Pearson Longman, 2004), p. 184-191 and 197
  53. Daniel Yergin, The Prize: The Epic Quest for Oil, Money, and Power (New York: Simon and Schuster, 1991), p. 619-625
  54. "World: Saudis Edge U.S. on Oil" in Washington Post Jan 3, 1980 pg. D2
  55. Dusko Doder "Soviet Production of Gas, Oil Set Records Over 6 Months" in Washington Post Aug 14, 1980 pg. A24
  56. George C. Wilson "U.S. Military Sales To Saudis 5 Times Total For Israelis", Washington Post October 11, 1979 pg. A24
  57. Ian Rutledge Addicted To Oil: America's Relentless Drive For Energy Security (New York: I.B. Tauris, 2005), p. 47
  58. Daniel Yergin, The Prize: The Epic Quest for Oil, Money, and Power (New York: Simon & Schuster, 1991), p. 609
  59. «Wikileaks and Iran». Chicago Tribune. 29 Νοεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 18 Απριλίου 2013.