Πίστη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για άλλες χρήσεις, δείτε: Πίστη (αποσαφήνιση).
"Θρίαμβος της πίστης κατά της ειδωλολατρίας": Άγαλμα στην καθολική εκκλησία Gesù της Ρώμης που εννοεί ως «πίστη» τη Χριστιανική.
Κάθε πίστη έχει τη δική της αλήθεια και στο έργο αυτό απεικονίζεται ο εορτασμός της διαφυγής των πιστών από το δυναμικό του συνόλου αληθειών της παλαιάς πίστης σε εκείνο της νέας.

Πίστη είναι η αποδοχή ενός ισχυρισμού, γεγονότος ή δυνατότητας, ανεξάρτητα αν μπορεί να δικαιολογηθεί ή όχι. Η ομαδική ή κοινή πίστη είναι οι κοινές πεποιθήσεις που μοιράζεται μια ομάδα πιστών ή ένα ευρύτερο σύνολο από πιστούς, που ακολουθούν για παράδειγμα μια θρησκεία.

Χρήση του όρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος πίστη χρησιμοποιείται για να περιγράψει: [1] [2]

  • το σύνολο των ισχυρισμών που αντιλαμβάνεται και εναγκαλίζει μια θρησκεία
  • τις θεμέλιες παραδοχές μιας φιλοσοφίας
  • την εμπιστοσύνη στις δυνατότητες του εαυτού, άλλου προσώπου, ομάδας, κινήματος κλπ
  • την αναγνώριση της αξίας και της δυναμικής ενός σκοπού
  • τον ενστερνισμό ατομικών ή συλλογικών απόψεων ή ιδεών
  • την εμπιστοσύνη στην ηθική κάποιου προσώπου (ο όρος Καλή πίστη είναι μία από τις βασικές αρχές που διέπουν το σύστημα του Αστικού Δικαίου)
  • την εμπιστοσύνη της απόδοσης οικονομικών πόρων (βλ. Πίστη (οικονομία))
  • την εμπιστοσύνη σε κάποιον
  • την βεβαιότητα για κάτι, οι οποίες στηρίζονται σε αξιόπιστες μαρτυρίες.

Θρησκεία και φιλοσοφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πίστη είναι το θεμέλιο κάθε θρησκείας

Ιμμάνουελ Καντ

Στα πλαίσια της θρησκείας , η έννοια της πίστης ταυτίζεται με τη βεβαιότητα της ύπαρξης ενός ανώτερου όντος, του Θεού. Αν και η πίστη αυτή προέρχεται από τον χώρο του υπερφυσικού, διάφοροι φιλόσοφοι επιχείρησαν κατά καιρούς να αποδείξουν την ύπαρξη του υπέρτατου όντος.

Η απόδειξη αυτή για να θεωρηθεί γνωστικά έγκυρη θα πρέπει να προέρχεται είτε από τη λογική, είτε από την εμπειρία. Επειδή όμως η εμπειρία δεν μπορεί να εφοδιάσει τον φιλόσοφο με αποδεικτικά επιχειρήματα δεδομένου ότι κανείς ποτέ δεν συνάντησε τον Θεό στην καθημερινή ζωή, πολλοί ήταν οι φιλόσοφοι εκείνοι που προσπάθησαν να αποδείξουν την ύπαρξη του Θεού με λογικά επιχειρήματα.

Έτσι προέκυψε η διατύπωση της οντολογικής, της κοσμολογικής και της τελεολογικής απόδειξης, καθώς και της προκαθορισμένης αρμονίας του Γερμανού φιλόσοφου Λάιμπνιτς. Όμως όπως ισχυρίστηκε αργότερα ο Καντ (στο έργο του «Κριτική του καθαρού λόγου»), κανένα από τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι άτρωτο στην κριτική. Αυτό σημαίνει ότι η ύπαρξη του Θεού δεν μπορεί να αποδειχθεί ούτε με την εμπειρία, ούτε με τη λογική, συνεπώς η θρησκεία θα πρέπει από αλλού να αντλήσει τη βεβαιότητα για την ύπαρξη του Θεού.

Η πηγή αυτή είναι η διαίσθηση ή η ενόραση, η οποία βεβαιώνει για την ύπαρξη του Θεού, χωρίς όμως να παρέχει έγκυρα γνωστικά στοιχεία που να μπορούν να ελεχθούν από την εμπειρία ή τη λογική. Άρα, η ύπαρξη του Θεού βεβαιώνεται αποκλειστικά και μόνο από την πίστη.

Η πίστη είναι μια κράμπα, μια παράλυση, μια ατροφία του μυαλού σε ορισμένες θέσεις

Έζρα Πάουντ

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Για την ενότητα «Θρησκεία και φιλοσοφία» τα στοιχεία προέρχονται από την εγκυκλοπαίδεια Επιστήμη και Ζωή, Τόμος 16, σελίδα 56.

προτεινόμενη βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Farouki, Nayla, Πίστη καὶ λογική, Ἀθήνα, Τραυλός - Κωσταράκης, 1997

Δείτε ακόμη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]