Νεογραμματικοί

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι νεογραμματικοί (γερμανικά: Junggrammatiker) ήταν μέλη της ομώνυμης γλωσσολογικής σχολής που ανεπτύχθη στην Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ στο τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα ως αντίδραση στις θέσεις και πρακτικές της συγκριτικής γλωσσολογίας. Οι κύριες συμβολές τους σχετίζονται με τη μελέτη της γλωσσική μετατροπής και την Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, συμβάλλοντας στην ανάδειξη της διαχρονικής γλωσσολογίας σε κύριο επιστημονικό παράδειγμα, προωθώντας με αυτόν τον τρόπο τη σημασία της φωνητικής και της διαλεκτολογίας. Επίσης υποστήριξαν την επιστημονικότητα της γλωσσολογικής μελέτης προωθώντας τη χρήση δεδομένων. Μέλη της αποτέλεσαν ο Άγγλος Τζον Ράιτ, ο Γάλλος Αντουάν Μεϊγέτ και οι Φραντς Μπόας, Εντουάρ Σαπίρ και Λέοναρντ Μπλούμφιλντ στη Βόρεια Αμερική.[1]

Το έργο του Χέρμαν Πολ, Principien der Sprachgenschichte το 1880 θεωρείται το προγραμματικό τους εγχειρίδιο. Από τις αρχές του 20ού αιώνα, το έργο του Φεντινάντ ντε Σοσίρ εκδόθηκε ως αντίδραση στις υπερβολές της σχολής και συνέβαλε στην αντικατάστασή της από τον φορμαλισμό.[1]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 lcaraz Varó, E. y Martínez Linares, M. A. (2004): Diccionario de lingüística moderna. Βαρκελώνη, Ariel.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Hermann Paul (1880): Prinzipien der Sprachgeschichte.
  • Jankowsky, Kurt R. (1972). The neogrammarians. A re-evaluation of their place in the development of linguistic science. The Hague, Mouton.