Μπολσεβίκοι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Από συγκέντρωση του κόμματος των Μπολσεβίκων. Ο Λένιν φαίνεται στα δεξιά.
Έργο του 1920 του Μπορίς Κουστόντιεφ (Борис Кустодиев) «Ο Μπολσεβίκος»

Οι Μπολσεβίκοι (ρωσικά: большевики, большевик, προφορά σύμφωνα με το ΔΦΑ [bəlʲʂɨˈvʲik] προερχόμενο από τη λέξη большинство bol'shinstvo, «πλειοψηφία», που προέρχεται από το большe bol'she, που σημαίνει «περισσότερο», και είναι συγκριτικός βαθμός του большой bol'shoi, που σημαίνει μεγάλος) ήταν μια πολιτική φράξια του μαρξιστικού Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος (ΡΣΔΕΚ) το οποίο διασπάστηκε από τη φράξια των Μενσεβίκων[1] στο 2ο Συνέδριο του Κόμματος το 1903. Οι μπολσεβίκοι αποτελούσαν την πλειοψηφία στην κρίσιμη ψηφοφορία, και έτσι προήλθε και το όνομά τους. Σε τελική ανάλυση έγιναν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης.[2] Οι Μπολσεβίκοι κατέλαβαν την εξουσία στη Ρωσία κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης που ήταν μια φάση της Ρωσικής Επανάστασης του 1917, και ίδρυσαν τη Σοβιετική Ένωση.

Οι Μπολσεβίκοι, που οργάνωσε και ίδρυσε ο Βλαντίμιρ Λένιν, ήταν μια οργάνωση επαγγελματιών επαναστατών με μια εσωτερική δημοκρατική ιεραρχία καθοδηγούμενη από την αρχή του Δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, και θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως την εμπροσθοφυλακή της επαναστατικής εργατικής τάξης (προλεταριάτο) της Ρωσίας. Οι ιδέες και οι πρακτικές τους αναφέρονται συχνά και ως Μπολσεβικισμός. Ο Μπολσεβίκος επαναστάτης ηγέτης Λέων Τρότσκι συχνά χρησιμοποιούσε τους όρους «Μπολσεβικισμός» και «Μπολσεβίστες» μετά τον εξοστρακισμό του από τη Σοβιετική Ένωση για να δηλώσει τη διαφορά μεταξύ αυτού που έβλεπε ως αληθινό Λενινισμό και του καθεστώτος εντός του κράτους και του κόμματος που αναδύθηκε υπό τον Ιωσήφ Στάλιν. Εντούτοις, ο «Μπολσεβικισμός» σήμερα συνδέεται συνήθως με τον Σταλινισμό που κυριάρχησε στη Σοβιετική Ένωση.

Η ιστορία της διάσπασης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο 2ο Συνέδριο του ΡΣΔΕΚ, που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες και στο Λονδίνο στη διάρκεια του Αυγούστου του 1903, ο Λένιν υποστήριξε τον περιορισμό των μελών του κόμματος σε έναν μικρό πυρήνα ενεργών μελών, σε αντίθεση με τους «αφισοκολλητές» οι οποίοι θα μπορούσαν να είναι ενεργοί μόνο σε οργανώσεις του κόμματος από καιρού εις καιρόν ή και καθόλου. Μέσα από αυτό τον ενεργό πυρήνα θα αναπτύσσονταν τα στελέχη, ένας πυρήνας από επαγγελματίες επαναστάτες, αποτελούμενος από αφοσιωμένους κομμουνιστές που θα αφιέρωναν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους οργανώνοντας το σε ένα μαζικό επαναστατικό κόμμα ικανό να ηγηθεί της προλεταριακής επανάστασης κατά της απολυταρχίας του Τσάρου. Η βάση των ενεργών και έμπειρων μελών θα αποτελούσε τον μηχανισμό στρατολόγησης για τον πυρήνα των επαγγελματιών. Οι συμπαθούντες απλώς θα έμεναν εκτός και το κόμμα θα οργανώνονταν βασισμένο στην αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Ο Γιούλι Μάρτοφ, μέχρι τότε στενός φίλος και σύντροφος του Λένιν, συμφωνούσε μαζί του ότι ο πυρήνας του κόμματος θα αποτελούνταν από επαγγελματίες επαναστάτες, αλλά είχε την άποψη ότι η ιδιότητα του μέλους του κόμματος θα έπρεπε να είναι προσιτή στους συμπαθούντες, επαναστατημένους εργάτες και άλλους φίλους. Οι δυο τους είχαν διαφωνήσει επί του θέματος ήδη πολύ νωρίς, από τον Μάρτιο - Μάιο 1903, αλλά δεν ήταν παρά στο Συνέδριο που οι διαφορές τους έγιναν αγεφύρωτες και οδήγησαν στη διάσπαση του κόμματος.[3] Αν και στην αρχή η διαφωνία φαινόταν μικρής σημασίας και προερχόμενη από προσωπικές συγκρούσεις, π.χ. την επιμονή του Λένιν να αφήνει λιγότερο ενεργά τα μέλη της συντακτικής επιτροπής της Ίσκρα ή την υποστήριξη του Μαρτώφ προς την Οργανωτική Επιτροπή του Συνεδρίου προς την οποία ο Λένιν αντιτίθονταν, οι διαφορές ξαφνικά μεγεθύνθηκαν και η διάσπαση κατέστη μη επανορθώσιμη.

Η καταγωγή του ονόματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι δύο φράξιες ήσαν αρχικά γνωστές ως οι «σκληροί» (υποστηρικτές του Λένιν) και οι «μαλακοί» (υποστηρικτές του Μαρτώφ). Σύντομα, εντούτοις, η ορολογία άλλαξε σε «Μπολσεβίκους» και «Μενσεβίκους», από το ρωσικό большинствό, «μπαλσινστβά» (πλειοψηφία) και меньшинствό, «μιενσινστβά» (μειοψηφία), βασισμένη στο γεγονός ότι οι υποστηρικτές του Λένιν υπερτερούσαν ελαφρώς των υποστηρικτών του Μάρτοφ στο θέμα για την ιδιότητα του μέλους του κόμματος. Ούτε ο Λένιν ούτε ο Μάρτοφ είχαν μια σταθερή πλειοψηφία στη διάρκεια του Συνεδρίου καθώς οι αντιπρόσωποι έφευγαν ή άλλαζαν στρατόπεδα. Στο τέλος, το Συνέδριο διασπάστηκε κατ΄ισομοιρίαν ανάμεσα στις δύο φράξιες.

Από το 1907, άρθρα στην αγγλική γλώσσα χρησιμοποιούσαν μερικές φορές τον όρο «Μαξιμαλιστής» αντί του «Μπολσεβίκος» και «Μινιμαλιστής» αντί του «Μενσεβίκος», γεγονός που αποδείχτηκε παραπλανητικό εφόσον υπήρχε επίσης και μια «Μαξιμαλιστική» φράξια εντός του Ρωσικού Σοσιαλιστικού - Επαναστατικού Κόμματος το 1904–1906 (το οποίο μετά το 1906 σχημάτισε ένα ξεχωριστό κόμμα με τον τίτλο Ένωση Σοσιαλιστών-Επαναστατών Μαξιμαλιστών) και επίσης ξανά μετά το 1917.[4]

Έναρξη της Επανάστασης του 1905 (1903–1905)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι δύο πτέρυγες ήταν σε μια ρευστή κατάσταση το 1903–1904 με πολλά από τα μέλη τους να αλλάζουν στρατόπεδο. Ο ιδρυτής του Ρωσικού Μαρξισμού, Γκεόργκι Πλεχάνοφ, που στην αρχή είχε συμμαχήσει με τον Λένιν και τους Μπολσεβίκους, διαχώρισε τη θέση του από αυτούς το 1904. Ο Λέων Τρότσκι στην αρχή υποστήριξε τους Μενσεβίκους, αλλά τους εγκατέλειψε τον Σεπτέμβριο του 1904 λόγω της επιμονής τους για μια συμμαχία με τους Ρώσους φιλελεύθερους και την αντίθεσή τους σε ενδεχόμενη συμφιλίωση με τον Λένιν και τους Μπολσεβίκους. Παρέμενε σύμφωνα με την περιγραφή του ένας «ανεξάρτητος σοσιαλδημοκράτης» μέχρι τον Αύγουστο του 1917 όταν συμμάχησε με τον Λένιν και τους Μπολσεβίκους καθώς οι θέσεις τους συνέκλιναν και πείστηκε ότι ο Λένιν είχε δίκαιο στο θέμα του κόμματος. Οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ Μπολσεβίκων και Μενσεβίκων σκλήρυναν τον Απρίλιο του 1905 όταν οι πρώτοι πραγματοποίησαν μια συνάντηση στο Λονδίνο μόνο για Μπολσεβίκους, την οποία αποκάλεσαν ως 3ο Συνέδριο του Κόμματος. Οι Μενσεβίκοι οργάνωσαν ένα αντίπαλο συνέδριο και η διάσπαση οριστικοποιήθηκε με αυτόν τον τρόπο.


Οι Μπολσεβίκοι έπαιξαν έναν σχετικά μικρό ρόλο στη Ρωσική Επανάσταση του 1905, και αποτελούσαν μειοψηφία στο Σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης των αντιπροσώπων των εργατών που καθοδηγούνταν από τον Τρότσκι. Το πιο ασήμαντο Σοβιέτ της Μόσχας, εντούτοις, κυριαρχούνταν από τους Μπολσεβίκους. Αυτά τα σοβιέτ αποτέλεσαν το μοντέλο για εκείνα που σχηματίστηκαν το 1917.

(«Η μειονότητα») (1906–1907)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καθώς η Ρωσική Επανάσταση του 1905 εξελισσόταν, οι Μπολσεβίκοι, οι Μενσεβίκοι και μικρότερα μη ρωσικά σοσιαλοδημοκρατικά κόμματα που δραστηριοποιούνταν μέσα στη Ρωσική Αυτοκρατορία επιχείρησαν να επανενώθουν κατά το 4ο Συνέδριο του ΡΣΔΕΚ, που έγινε στις Λαϊκές κατοικίες, στην περιοχή Norra Bantorget στη Στοκχόλμη, τον Απρίλιο του 1906. Με τους Μενσεβίκους να επιδιώκουν μια συμμαχία με την Εβραϊκή πολιτική πτέρυγα, οι Μπολσεβίκοι βρέθηκαν στη μειοψηφία. Εντούτοις, όλες οι φράξιες συνέχισαν να διαθέτουν την αντίστοιχη οργανωτική τους δομή και οι Μπολσεβίκοι σχημάτισαν το Κέντρο των Μπολσεβίκων, ένα de facto κυβερνητικό σώμα της πολιτικής τους ομάδας μέσα στο ΡΣΔΕΚ. Στη συνέχεια, το Πέμπτο Συνέδριο έλαβε χώρα στο Λονδίνο τον Μάιο του 1907, όπου οι Μπολσεβίκοι ήταν η πλειοψηφία, αλλά οι αντίπαλες πολιτικές ομάδες συνέχισαν να λειτουργούν ως επί το πλείστον ανεξάρτητα η μια από την άλλη.

Διάσπαση μεταξύ Λένιν και Μπογκντάνοφ (1908–1909)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την ήττα της επανάστασης στα μέσα του 1907 και την υιοθέτηση ενός νέου πολύ περιοριστικού εκλογικού νόμου, οι Μπολσεβίκοι άρχισαν να επιχειρηματολογούν εάν θα μποϋκοτάρουν το νέο κοινοβούλιο γνωστό και ως Τρίτη Δούμα. Ο Λένιν και οι υποστηρικτές του Γκριγκόρι Ζινόβιεφ και Λεβ Κάμενεφ επιχειρηματολόγησαν υπέρ της συμμετοχής στη Δούμα ενώ ο αναπληρωτής του Λένιν και φιλόσοφος Αλεξάντερ Μπογκντάνοφ, ο Ανατόλι Λουνατσάρσκι, ο Μιχαήλ Ποκρόβσκι και άλλοι υποστήριξαν ότι η σοσιαλοδημοκρατική ομάδα στη Δούμα θα έπρεπε να ανακληθεί. Οι τελευταίοι έγιναν γνωστοί και ως Ανακλητές (αγγλ.:recallists, ρωσικά:otzovists). Μια μικρότερη ομάδα εντός της φράξιας των Μπολσεβίκων απαίτησε από την κεντρική επιτροπή του ΡΣΔΕΚ να δώσει στους απείθαρχους εκπροσώπους της στη Δούμα ένα τελεσίγραφο, απαιτώντας την πλήρη υποταγή σε όλες τις αποφάσεις του κόμματος. Αυτή η ομάδα, γνωστή και ως Ριζοσπάστες (αγγλ.:ultimatists), βρισκόταν γενικότερα σε συμμαχία με τους Ανακλητές.

Με την πλειονότητα των Μπολσεβίκων ηγετών είτε να υποστηρίζει τον Μπογκντάνοφ είτε να παραμένει αναποφάσιστη στα μέσα του 1908 και ενώ οι διαφορές γίνονταν μη συμφιλιώσιμες, ο Λένιν επικεντρωνόταν στο να υπογραμμίζει τη φήμη του Μπογκντάνοφ ως φιλόσοφου. Το 1909 όμως δημοσίευσε ένα βιβλίο λίβελλο με τον τίτλο Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός (1909),[5] επιτιθέμενος στις θέσεις του Μπογκντάνοφ και κατηγορώντας τον για φιλοσοφικό ιδεαλισμό.[6] Τον Ιούνιο του 1909, ο Μπογκντάνοφ ηττήθηκε σε ένα μίνι-συνέδριο των Μπολσεβίκων στο Παρίσι, που οργανώθηκε από τη συντακτική ομάδα του περιοδικού των Μπολσεβίκων Προλετάριος και αποβλήθηκε από τη φράξια των Μπολσεβίκων.[7]

Τελική προσπάθεια για ενότητα του κόμματος (1910)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τις δύο πλευρές, Μπολσεβίκους και Μενσεβίκους, αποδυναμωμένες από τις διασπάσεις μέσα στις τάξεις τους και από την καταπίεση του Τσάρου, τα αντίπαλα μέρη μπήκαν στον πειρασμό να προσπαθήσουν να επανενώσουν το κόμμα. Τον Ιανουάριο του 1910, Λενινιστές, νοσταλγοί και διάφορες φράξιες Μενσεβίκων πραγματοποίησαν μια συνάντηση της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος στο Παρίσι. Ο Κάμενεφ και ο Ζινόβιεφ ήταν επιφυλακτικοί για το όλο εγχείρημα, αλλά και αποφασισμένοι να κάνουν μια προσπάθεια κάτω από την πίεση Μπολσεβίκων «συμφιλιωτών» όπως ο Victor Nogin. Ο Λένιν ήταν σταθερά αντίθετος στην όποια επανενοποίηση, αλλά αποτελούσε μειοψηφία μέσα στην ηγεσία των Μπολσεβίκων. Η συνάντηση κατέληξε σε μια ασταθή συμφωνία και μια από τις προβλέψεις του ήταν η εγκατεστημένη στη Βιέννη εφημερίδα Πράβντα του Τρότσκι να μετατραπεί σε χρηματοδοτούμενο από το κόμμα «κεντρικό όργανο». Ο Κάμενεβ, που ήταν γαμπρός του Τρότσκι, προστέθηκε στη συντακτική ομάδα από τους Μπολσεβίκους, αλλά η απόπειρα επανένωσης απέτυχε τον Αύγουστο του 1910, όταν παραιτήθηκε από τη συντακτική ομάδα εν μέσω αλληλοκατηγοριών.

Σχηματίζοντας ένα ξεχωριστό κόμμα (1912)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι φράξιες διέρηξαν τις σχέσεις τους μόνιμα τον Ιανουάριο του 1912 μετά την οργάνωση από τους Μπολσεβίκους της Συνδιάσκεψης του Κόμματος στην Πράγα μόνο για τους Μπολσεβίκους και με την οποία και τυπικά πλέον απέκλεισαν τους Μενσεβίκους και τους νοσταλγούς από το κόμμα. Ως αποτέλεσμα, αυτοί έπαψαν να είναι μια φράξια στο ΡΣΔΕΚ και αντί αυτού διακήρυξαν εαυτούς ως ένα ανεξάρτητο κόμμα, που το αποκαλούσαν ΡΣΔΕΚ των Μπολσεβίκων.

Παρόλο που η ηγεσία των Μπολσεβίκων αποφάσισε να σχηματίσει ένα ξεχωριστό κόμμα, η διαδικασία του να πείσουν τους μη μπολσεβίκους εργάτες να τους ακολουθήσουν εντός της Ρωσικής επικράτειας αποδείχτηκε δύσκολη. Όταν συγκλήθηκε η πρώτη συνεδρίαση της 4ης Δούμας στα τέλη του 1912, μόνο ένας από τους 6 Μπολσεβίκους αντιπροσώπους, ο Ματβέι Μουράνωφ, (ένας άλλος, ο Ρομάν Μαλινόφσκι, εκτοπίστηκε αργότερα ως πράκτορας της Οχράνας) ψήφισε υπέρ της διάσπασης από τη φράξια των Μενσεβίκων μέσα στη Δούμα στις 15 Δεκεμβρίου του 1912.[8] Τελικώς όμως η ηγεσία των Μπολσεβίκων επικράτησε και οι Μπολσεβίκοι σχημάτισαν τη δική τους φράξια στη Δούμα τον Σεπτέμβριο του 1913.

Πολιτική φιλοσοφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Μπολσεβίκοι πίστευαν στην οργάνωση ενός κόμματος με κεντρική καθοδήγηση και πειθαρχία που επεδίωκε την ανατροπή του Τσάρου μέσα από μια μαζική επανάσταση εργατών. Πίστευαν και επέτυχαν τη δημιουργία ενός πρωτοπόρου κόμματος, ενός μαζικού επαναστατικού κόμματος που αποτελούνταν από αυτό που αποκαλούσαν «η πιο μαχητική και ταξική συνείδηση» εργατών που ήταν ικανοί να καθοδηγήσουν τις μάζες των Ρώσων εργαζομένων. Αν και οι Μπολσεβίκοι δεν ήταν μονολιθικοί, χαρακτηρίζονταν από μια άκαμπτη προσήλωση στην ηγεσία της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της ΕΣΣΔ, που βασιζόταν στις αρχές του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Οι Μενσεβίκοι τάσσονταν υπέρ μιας ανοιχτής κομματικής συμμετοχής μελών και υιοθετούσαν τη συνεργασία με άλλα σοσιαλιστικά κόμματα και μερικές μη σοσιαλιστικές ομάδες στη Ρωσία. Οι Μπολσεβίκοι γενικώς αρνούνταν να συνεργαστούν με Φιλελεύθερα ή Ριζοσπαστικά κόμματα, θεωρώντας τα ως αστικά κόμματα, ή ακόμα και άλλες σοσιαλιστικές οργανώσεις, αν και ο Λένιν μερικές φορές έκανε κάποιες τακτικές συμμαχίες.

Στην πλειοψηφία τους (σταθμισμένη πληθυσμιακά) προέρχονταν από τις μη ρωσικές εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, ιδίως από Εβραίους και Νοτιο-Καυκάσιους. Κατά την ιστορικό-κοινωνιολόγο Λίλιαν Ρίγκα (2012), πολλοί από αυτούς προσελκύστηκαν στη λενινιστική ιδεολογία της ισότητας των εθνών και της κοσμικότητας του κράτους, τα οποία είδαν σαν λύση στις πιέσεις που δέχονταν από τον εκρωσισμό της αυτοκρατορίας.[9]

Από τον Μπολσεβικισμό στον Κομμουνισμό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1952 στο δωδέκατο Συνέδριο του Κόμματος ο Στάλιν διακήρυξε: «Δεν υπάρχουν πλέον Μενσεβίκοι. Γιατί θα πρέπει να αποκαλούμε τους εαυτούς μας Μπολσεβίκους; Δεν είμαστε η πλειοψηφία αλλά το όλον κόμμα». Σύμφωνα με την πρότασή του, το κόμμα των Μπολσεβίκων μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης. Έκτοτε, ο όρος Μπολσεβίκος θεωρήθηκε παρωχημένος, και σχετικός μόνον με προ-Επαναστατικούς καιρούς του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου.

Υποτιμητική χρήση του όρου «Μπολσεβίκος»[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι ηγέτες των εργατικών συνδικάτων και άλλοι αριστεροί περιγράφονταν μερικές φορές υποτιμητικά ως «Bolshie». Η χρήση αυτής της λέξης είναι περίπου ισοδύναμη με τον όρο «Commie», δηλαδή «Κομμουνιστής» ή «κόκκινος» ή «pinko» στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου. Ο Αδόλφος Χίτλερ, ο Γιόζεφ Γκέμπελς και άλλοι Ναζί ηγέτες τον χρησιμοποιούσαν με αναφορά στο παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα που συντονιζόταν από τη Σοβιετική Ένωση.[10]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. προέρχεται από τη λέξη меньшинство men'shinstvo, «μειονότητα», που με τη σειρά του προέρχεται από το меньшe men'she, που σημαίνει «λιγότερο». Η διάσπαση έγινε κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Συνεδρίου του Ρωσικού Σοσιαλοδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος το 1903.
  2. After the split, the Bolshevik party was designated as RSDLP(b) (Russian: РСДРП(б)), where "b" stands for "Bolsheviks". Shortly after coming to power in November 1917 the party changed its name to the Russian Communist Party (Bolsheviks) (РКП(б)) and was generally known as the Communist Party after that point, however, it was not until 1952 that the party formally dropped the word "Bolshevik" from its name. (See Congress of the CPSU article for the timeline of name changes.)
  3. Δείτε Israel Getzler, Μάρτοφ: Πολιτική βιογραφία ενός Ρώσου σοσιαλοδημοκράτη, Cambridge University Press, 2003 (πρώτη έκδοση 1967), ISBN 0-521-52602-7 σελ.78
  4. Δείτε Étienne Antonelli, Bolshevik Russia, A.A. Knopf, 1920, μετάφραση του Charles A. Carroll, σελ. 307: «ο όρος «Μαξιμαλιστής» αν και πολλάκις χρησιμοποιημένος ως μετάφραση για το «Μπολσεβίκος» είναι ιστορικά λανθασμένος.» (σελ.59)
  5. Πρωτοδημοσιεύθηκε στη Μόσχα από τον Μάϊο του 1909 από τις εκδόσεις Zveno, διαθέσιμο online
  6. Δείτε Alan Woods. Μπολσεβικισμός: Ο δρόμος για την Επανάσταση, Wellred Publications, 1999, ISBN 1-900007-05-3 Μέρος Τρίτο: Η περίοδος της Αντίδρασης διαθέσιμο online
  7. English language excerpts from the resolution are quoted in A Documentary History of Communism in Russia, ed. Robert V. Daniels, UPNE, 1993, ISBN 0-87451-616-1 σελ.33
  8. Robert B. McKean, Η Αγία Πετρούπολης Μεταξύ των Επαναστάσεων: εργάτες και επαναστάστες, Ιούνιος 1907- Φεβρουάριος 1917, New Haven, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις του Γέιλ, 1990, σελ. 140-1.
  9. Ronald Grigor Suny, "The Bolsheviks and the Russian Empire by Liliana Riga," American Journal of Sociology 119, no. 3 (November 2013), σ. 863.
  10. (Collins Mini Dictionary, 1998)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]