Μοσχοβία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Εδαφική ανάπτυξη μεταξύ 1390 και 1530.

Η Μοσχοβία[1] (λατινικά: Moscovia), η οποία αναφέρεται ως Μεγάλο Δουκάτο[1] ή Μεγάλο Πριγκιπάτο[2] ή απλά Πριγκιπάτο της Μόσχας[3] (ρωσικά: Великое Княжество Московское), ήταν κρατικό μόρφωμα των Ρως την περίοδο του Ύστερου Μεσαίωνα με επίκεντρο τη Μόσχα και προκάτοχος εδαφών του μετέπειτα τσαρικού Βασιλείου της Ρωσίας.

Το κράτος συστάθηκε από τον Δανιήλ, ο οποίος κληρονόμησε τη Μόσχα το 1283, επισκιάζοντας και τελικά απορροφώντας το δουκάτο του Βλαντίμιρ-Σούζνταλ περί το 1320. Αργότερα προσαρτήθηκε στη Δημοκρατία του Νόβγκοροντ το 1478 και το Μεγάλο Δουκάτο του Τβερ το 1485.[4]

Μετά την μογγολική εισβολή στο Ρως, η Μοσχοβία ήταν υποτελής των Μογγόλων της Χρυσής Ορδής (υπό «ταταρικό ζυγό») έως το 1480. Ο Ιβάν Γ΄ εδραίωσε περαιτέρω το κράτος κατά τη διάρκεια των 43 ετών της βασιλείας του, με εκστρατείες κατά της μεγάλης αντίπαλης δύναμης που ήταν το Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας και από το 1503 είχε τριπλασιάσει το έδαφος του βασιλείου του, υιοθετώντας τον τίτλο του τσάρου και διεκδικώντας τον τίτλο του «Άρχοντα όλων των Ρως». Με το γάμο του με την ανιψιά του τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορα, σύστησε τη Μοσχοβία ως διάδοχο κράτος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τη λεγόμενη «Τρίτη Ρώμη».

Ο διάδοχος του Ιβάν, Βασίλειος Γ΄, είχε επίσης στρατιωτικές επιτυχίες, αποσπώντας το Σμολένσκ από τη Λιθουανία το 1512, επεκτείνοντας έτσι τα σύνορα της Μοσχοβίας προς τον ποταμό Δνείπερο. Ο γιος του Βασίλειου, Ιβάν Δ΄ (αργότερα γνωστός ως Ιβάν ο Τρομερός) ήταν βρέφος όταν έχασε τον πατέρα του το 1533. Στέφθηκε το 1547, λαμβάνοντας τον τίτλο του τσάρου σε συνδυασμό με την ανακήρυξη του τσαρικού Βασιλείου της Ρωσίας.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα εδάφη της Μοσχοβίας (μπεζ) και της Χρυσής Ορδής (κίτρινο) το 1389.

Κατά τα χρόνια του Κράτους των Ρως, η Μόσχα ήταν ένας άσημος οικισμός με ένα ξύλινο φρούριο, που προσέφερε υπηρεσίες στο δίκτυο ποτάμιων μεταφορών και υπαγόταν στο Βλαντίμιρ. Η σημασία της αναβαθμίσθηκε μετά τη Μογγολική Εισβολή (αρχές 13ου αιώνα). Αν και αρχικά πυρπολήθηκε από τη Χρυσή Ορδή το 1238, στη συνέχεια οι ηγεμόνες της συνεργάσθηκαν με τους εισβολείς, κερδίζοντας αναγνώριση των προνομίων τους και εκτεταμένη αυτοδιοίκηση. Υποσχόμενοι μάλιστα ότι θα εισπράττουν φόρο υποτέλειας για λογαριασμό τους, άρχισαν να επεκτείνονται προς βόρεια και δυτικά.

Με την ανοχή των Μογγόλων, το 1276 τα εδάφη που ήλεγχε η Μόσχα συγκροτήθηκαν σε πριγκιπάτο υπό την ηγεσία του ρουρικίδα Δανιήλ Α', διαδόχου του Βλαντίμιρ - Σούζνταλ. Η ακμή συνεχίσθηκε με το γιο του Γιούρι (Γεώργιο), ο οποίος ενσωμάτωσε το Μοζάισκ και την πατρίδα του πατέρα του. Σταδιακά το πριγκιπάτο γινόταν μεγαλύτερο και πλουσιότερο - μάλιστα το 1327 η Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή μετακινήθηκε από το Κίεβο (την πρώτη έδρα της από την εποχή των Ρως) στη Μόσχα, κάνοντάς την κέντρο του σλαβικού χριστιανισμού. Εκείνη την περίοδο άρχισε να χρησιμοποιείται συμβολικά η ονομασία Μέγας Πρίγκηψ (Δούκας) για το μοσχοβίτη ηγεμόνα και Μέγα Πριγκηπάτο (Δουκάτο) για την επικράτειά του, καταδεικνύοντας την αύξηση της δύναμής του.

Στα μέσα του 14ου αι. το δουκάτο χτυπήθηκε από το Μαύρο Θάνατο - μία επιδημία πανώλης που μεταφέρθηκε από την Ασία και υπολογίζεται πως εξόντωσε σε μία δεκαετία μεταξύ 1/3 και 2/3 του πληθυσμού της Ευρώπης. Παρά τις τραγικές απώλειες, οι μοσχοβίτες υπό το δούκα Ντμίτρι (Δημήτριο) Ντονσκόι εκμεταλλεύθηκαν τη χαλάρωση του μογγολικού έλεγχου (που επίσης χτυπήθηκαν από τη νόσο) και άρχισαν να διεκδικούν περισσότερη ανεξαρτησία. Το 1380, αφού είχαν επιτυχώς αντιμετωπίσει τη λιθουανική απειλή στα δυτικά, νίκησαν τη Χρυσή Ορδή στη Μάχη του Κουλίκοβο (περιοχή στη σημερινή Περιφέρεια Τούλα) και το 1389 έγινε η πρώτη ενθρόνιση νέου δούκα, με μεταβίβαση της ηγεσίας από το Δημήτριο στο γιο του Βασίλειο Α', χωρίς να ζητηθεί η έγκριση των μογγόλων. Αν και δεν αποτινάχθηκε πλήρως ο μογγολικός έλεγχος, η ελευθερία κινήσεων της Μόσχας μεγάλωνε. Μεγάλωνε επίσης και η εδαφική της επικράτεια, αφού σε λίγα χρόνια ο Βασίλειος προσήρτησε τα εδάφη του Νίζνυ Νόβγκοροντ, του Σούζνταλ, της Βόλογκντα και του Περμ.

Επόμενος μεγάλος σταθμός στην ιστορία της Μοσχοβίας είναι η περίοδος των Ιβάν Γ' (1462 - 1505) και του Βασιλείου Γ' (1505 - 1533), γιου του Ιβάν. Σε επτά δεκαετίες οι δύο δούκες τετραπλασίασαν την έκταση του κράτους: σταμάτησαν να πληρώνουν φόρο υποτέλειας στους μογγόλους (1472), εξεδίωξαν τη Χρυσή Ορδή (1480), ενσωμάτωσαν διά της βίας δύο κράτη της ΒΔ Ρωσίας που παρέμεναν ανεξάρτητα (Δημοκρατία του Νόβγκοροντ, Μέγα Δουκάτο του Τβερ) και με ειρηνικά μέσα τα εδάφη του Γιαροσλάβλ, του Ροστόβ, του Ριαζάν και του Πσκοβ, ενώ τέλος απέσπασαν τη σημαντική πόλη Σμολένσκ από τη Λιθουανία. Την ίδια περίοδο απέκτησαν πολύτιμη διοικητική τεχνογνωσία από βυζαντινούς ευγενείς και αξιωματούχους που εγκατέλειψαν την Κωνσταντινούπολη μετά την άλωσή της από το Μωάμεθ τον Πορθητή - ο ίδιος ο Ιβάν Γ' μάλιστα παντρεύθηκε τη Ζωή (κατόπιν του γάμου Σοφία) Παλαιολογίνα, ανηψιά του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα.

Ο Βασίλειος Γ' πέθανε το 1533 και τον διαδέχθηκε ο τριετής γιος του Ιβάν Δ', ο οποίος έμεινε στην ιστορία ως Ιβάν ο Τρομερός για τις απάνθρωπες μεθόδους του. Λόγω της ηλικίας του και διαφόρων μηχανορραφιών που εξυφάνθηκαν εναντίον του, ο Ιβάν ο Τρομερός ανέλαβε την εξουσία το 1547. Είναι ο πρώτος ρώσος δούκας που στέφεται Τσάρος και Κυβερνήτης πασών των Ρωσιών, αν και ο τίτλος είχε χρησιμοποιηθεί συμβολικά από την εποχή του παππού του. Εκείνη τη στιγμή τελειώνει και τυπικά η ιστορία της Μοσχοβίας και αρχίζει αυτή του Βασιλείου της Ρωσίας.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]