Μηριαίο οστό

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πρόσθια όψη δεξιού μηριαίου οστού1: βοθρίο της κεφαλής, 2: μείζων τροχαντήρας, 3: κεφαλή, 4: ελάσσων τροχαντήρας, 5: έξω υπερκονδύλιο κύρτωμα, 6: φύμα των προσαγωγών, 7: έσω υπερκονδύλιο κύρτωμα, 8: έξω κόνδυλος, 9: έσω κόνδυλος. Α: άνω επίφυση (άνω άκρο του οστού), Β: διάφυση (σώμα), Γ: κάτω επίφυση (κάτω άκρο του οστού)
Οπίσθια όψη δεξιού μηριαίου οστού1: βοθρίο της κεφαλής, 2: μείζων τροχαντήρας, 3: κεφαλή, 4: τροχαντήριος βόθρος, 5: αυχένας, 6: μεσοτροχαντήρια ακρολοφία, 7: ελάσσων τροναχτήρας, 8: τραχεία γραμμή, 9: φύμα προσαγωγών 10: έξω υπερκονδύλιο κύρτωμα, 11: έσω υπερκονδύλιο κύρτωμα, 12: μεσοκονδύλιος βόθρος, 13: έσω κόνδυλος, 14: έξω κόνδυλος. Α: άνω επίφυση (άνω άκρο του οστού), Β: διάφυση (σώμα), Γ: κάτω επίφυση (κάτω άκρο του οστού)

Το μηριαίο οστό αποτελεί το σκελετικό υπόβαθρο του μηρού. Είναι το μακρύτερο οστό του ανθρώπου.[1] Το ανώτερο τμήμα του οστού έχει μια κεφαλή, ένα αυχένα και δύο μεγάλα ογκώματα, τον μείζονα και τον ελάσσονα τροχαντήρα. Η κεφαλή αρθρώνεται με την κοτύλη του ανώνυμου οστού. Η διάφυση του μηριαίου οστού έχει τριγωνικό σχήμα. Το κάτω μέρος του έχει δύο επικόνδυλους και αρθρώνεται με την επιγονατίδα και με την άρθρωση του γονάτου αρθρώνεται με την κνήμη.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ανώτερο ή κεντρικό μέρος του μηριαίου αποτελείται από τη κεφαλή, τον αυχένα και τους δύο τροχαντήρες. Η κεφαλή του μηριαίου είναι σφαιρική και αρθρώνεται με την κοτύλη του ανώνυμου οστού της λεκάνη, στην άρθρωση του ισχίου. Στην έσω επιφάνεια έχει ένα μικρό εντύπωμα (βοθρίο της κεφαλής) που χρησιμεύει για την πρόσφυση του συνδέσμου της κεφαλής.[2] Ο αυχένας έχει κυλινδρικό σχήμα και συνδέει την κεφαλή με τη διάφυση. Σχηματίζει γωνία 125° περίπου μοιρών με την διάφυση, με κατεύθυνση προς τα άνω και έσω και λίγο προς τα πίσω.[2] Η αιματική τροφοδοσία αυτής της περιοχής γίνεται από ένα εξωαρθρικό αρτηριακό δακτύλιο που σχηματίζεται από ένα μεγάλο κλάδο της έσω περισπώμενης αρτηρίας του μηρού και μικρότερους κλάδους της έξω περισπώμενης αρτηρίας του μηρού.

Το άνω μέρος της διάφυσης του μηριαίου έχει τον μείζονα και τον έλασσονα τροχαντήρα. Ο μείζων τροχαντήρας προβάλλει προς τα πάνω. Χρησιμεύει ως σημείο κατάφυσης μυών που δρουν ως απαγωγείς και έξω στροφείς, όπως ο μεσαίος και μικρός γλουτιαίος και ο απιοειδής μυς. Ο ελάσσων τροχαντήρας είναι μικρότερος και έχει κωνικό σχήμα. Εξέχει προς τα πίσω και έσω από τη διάφυση του μηριαίου, κάτω ακριβώς από την ένωση με τον αυχένα. Μεταξύ των δύο τροχαντήρων εκτείνεται η μεσοτροχίλια γραμμή και η μεσοτροχίλια ακρολοφία.[2]

Η διάφυση του μηριαίου σχηματίζει γωνία 7° με το κάθετο άξονα, με το κάτω άκρο να βρίσκεται πιο κοντά στη μέση γραμμή από το άνω. Το κεντρικό μέρος της διάφυσης έχει τριγωνικό σχήμα με ομαλά έσω και έξω χείλη μεταξύ της πρόσθιας, οπισθοπλάγιας και της έσω επιφάνειας. Το οπίσθιο χείλος είναι πιο παχύ και τραχύ και σχηματίζει μια υπερυψωμένη ακρολοφία, την τραχεία γραμμή. Η τραχεία γραμμή είναι το σημείο κατάφυσης των προσαγωγών μυών του μηρού. Στο άνω μέρος της διάφυσης, η τραχεία γραμμή χωρίζεται σε κτενιαία γραμμή, που πηγαίνει προς τα έσω, και το γλουτιαίο τράχυσμα, μια ευθεία γραμμή που ενώνει το μείζον τροχαντήρα και τη τραχεία γραμμή.[3] Στο κατώτερο (περιφερικό) τμήμα του οστού, η τραχεία γραμμή πλαταίνει και σχηματίζει μια πρόσθετη οπίσθια επιφάνεια, η οποία σχηματίζει το έδαφος του ιγνυακού βόθρου και τα χείλη της σχηματίζουν την έσω και έξω υπερκονδύλια γραμμή. Η έσω υπερκονδύλια γραμμή καταλήγει σε ένα ευδιάκριτο φύμα, το φύμα του προσαγωγού, στην άνω πλευρά του έσω επικονδύλου.[4]

Το κάτω άκρο του μηριαίου οστού χαρακτηρίζεται από δύο μεγάλους κονδύλους, οι οποίοι αρθρώνονται με το άνω άκρο της κνήμης. Οι κόνδυλοι χωρίζονται από πίσω με το μεσοκονδύλιο βόθρο και από μπροστά αρθρώνονται με την επιγονατίδα.[4] Οι επιφάνειες των κονδύλων που αρθρώνονται με τη κνήμη είναι από πίσω υποστρόγγυλες και διαπλατύνονται σταδιακά προς τα κάτω μέχρι να γίνουν σχεδόν επίπεδες. Τα τοιχώματα του μεσοκονδύλιου βόθρου έχουν δύο βοθρία για την έκφυση των χιαστών συνδέσμων, οι οποίοι σταθεροποιούν την άρθρωση του γονάτου.[5]

Κακώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα τυπικό κάταγμα του μηριαίου είναι το κάταγμα του αυχένα του μηριαίου. Αυτά τα κατάγματα είναι πιθανό να συνοδεύονται από ρήξη των αγγείων του αυχένα, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος νέκρωσης της κεφαλής του μηριαίου. Αποτέλεσμα είναι σε ορισμένες περιπτώσεις να πρέπει να γίνει χειρουργική επέμβαση ώστε να γίνει ημιαρθροπλαστική ή ολική αντικατάσταση του ισχίου.[6]

Ένα άλλο τυπικό κάταγμα του άνω τμήματος του μηριαίου οστού είναι το διατροχαντήριο κάταγμα. Η ονομασία του οφείλεται στο γεγονός ότι γραμμή του κατάγματος ξεκινά από τον μείζονα και καταλήγει στον ελάσσονα τροχαντήρα, αφήνοντας ανέπαφο τον αυχένα, με αποτέλεσμα η αιμάτωση της μηριαίας κεφαλής να μην επηρεάζεται. Τα κατάγματα αυτά αντιμετωπίζονται με την τοποθέτηση πλάκας ή ήλου (καρφιού), που περνά από τον αυλό του αυχένα.[6]

Τα κατάγματα της διάφυσης του μηριαίου απαιτούν μεγάλη ενέργεια για να συμβούν, όπως για παράδειγμα ένα τροχαίο ατύχημα. Σε αυτού του είδους τα κατάγματα υπάρχει βλάβη των γύρω μαλακών ιστών, όπως των μυών, των νεύρων και των αιμοφόρων αγγείων. Σε περίπτωση νευραγγειακής βλάβης, πρέπει να γίνει άμεση αντιμετώπιση μετά την ανάταξη του κατάγματος.[6]

Εικόνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Drake, R.L.· Vogl, W.· Mitchell, A.W.M. (2007). Ανατομία Gray’s. Αθήνα: Εκδόσεις Πασχαλίδης. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]