Μαρωνίτες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μαρωνίτες
Σημαία του Λιβάνου το διάστημα 1918–1920
Συνολικός πληθυσμός
3.198.600 (2015)[1]
Θρησκείες
Χριστιανισμός (Μαρωνιτικός Καθολικισμός)

Οι Μαρωνίτες (συριακά: ܡܖ̈ܘܢܝܐ, αραβικά: الموارنة‎) αποτελούν εθνοθρησκευτική κοινότητα που ανήκει στην ανατολική καθολική εκκλησία. Πήραν το όνομά τους από τον ερημίτη Ιωάννη Μάρωνα και μετέπειτα Άγιο Μάρωνα (350-410 μ.Χ.), ο οποίος έζησε κοντά στο Όρος Ταύρος στην περιοχή της Απάμειας στη Συρία, τότε τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Ο Άγιος Μάρωνας προσέλκυσε ένα μεγάλο πλήθος κάτω από τη δική του πνευματική καθοδήγηση, και οι μαθητές του σχημάτισαν τον πυρήνα της Μαρωνιτικής Εκκλησίας. Πνευματική κεφαλή της Εκκλησίας αυτής, είναι ο Πατριάρχης (ο Πατριάρχης των Μαρωνιτών) και πάσης Ανατολής. Η λειτουργία της γίνεται στη συριακή γλώσσα, αν και η δημώδης γλώσσα των Μαρωνιτών είναι η Αραβική. Υπάρχουν ενδείξεις πως για αρκετούς αιώνες ανήκαν στους μονοθελήτες.

Το υψηλότερο ποσοστό Μαρωνιτών σε σχέση με άλλες θρησκείες καταγράφεται στο Λίβανο. Μαρωνιτικές κοινότητες συναντώνται επίσης στη Νότια Ευρώπη, καθώς και στη Νότια και Βόρεια Αμερική, όπου μετανάστευσαν κατά τον 19ο αιώνα, κατόπιν διώξεων.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πολιτιστική και γλωσσολογική κληρονομιά των Λιβανέζων είναι ένα μείγμα από ιθαγενή αραμαϊκά στοιχεία και τις ξένες κουλτούρες που επικράτησαν μετά την κατάκτηση του τόπου και των ανθρώπων του κατά τη διάρκεια χιλιάδων ετών. Σε μια συνέντευξη το έτος 2013, ο Πιερ Ζαλουά, ένας Λιβανέζος βιολόγος που έλαβε μέρος στο Γενογραφικό Πρότζεκτ της Εθνικής Γεωγραφικής Εταιρείας, σημείωσε ότι η γενετική ποικιλία προηγείτο της θρησκευτικής διαφοροποίησης και διαιρέσεων: Ο Λίβανος ήδη είχε διακριτές κοινότητες με τις δικές τους γενετικές ιδιαιτερότητες, άνευ όμως σημαντικών διαφορών, και οι θρησκείες ήρθαν ως ένα είδος επιχρωμάτισης σε αυτές. Δεν υπάρχει κάποιο ξεχωριστό χαρακτηριστικό που να δείχνει ότι μία κοινότητα έχει πιο φοινικικά στοιχεία από κάποια άλλη.

Ένας αριθμός Μαρωνιτών ιστορικών ισχυρίζονται ότι οι άνθρωποί τους, μαζί με τους μη χριστιανούς συμπατριώτες τους, είναι οι απόγονοι των Αραμαίων, Ασσυρίων, Γασσανιδών, και Μαρδαϊτών, κατοίκων τμημάτων της επαρχίας Μπιλάντ αλ-Σαμ του Χαλιφάτου των Αράβων, που διατήρησαν την ταυτότητά τους τόσο υπό τους Βυζαντινούς όσο και υπό τους Άραβες.

Τον 6ο αιώνα, οι περισσότεροι Μαρωνίτες στη Συρία εξολοθρεύτηκαν από τους Ιακωβίτες Χριστιανούς. Μετά τη μουσουλμανική κατάκτηση του Λεβάντε, ο πατριάρχης των Μαρωνιτών κατέφυγε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ενώ ο αντικαταστάτης του εκλέχθηκε από τους πιστούς που παρέμειναν στον τόπο τους. Υπό την πίεση των Βυζαντινών, και μετέπειτα των Αράβων, οι Μαρωνίτες μετανάστευσαν στα τέλη του 9ου αιώνα από την κοιλάδα του ποταμού Ορόντη στη βόρεια Συρία στην περιοχή της οροσειράς του Λιβάνου, όπου διαβιούσαν υπό πολιτικό καθεστώς "ημιαυτονομίας" και μιλούσαν Αραβικά στην καθημερινή ζωή, ενώ στη λειτουργία τους χρησιμοποιούσαν τα Συριακά, μια διάλεκτο των Μεσαιωνικών (Μέσων) Αραμαϊκών, σενάριο που είχε προηγηθεί μεταξύ των χριστιανών Αράβων την προϊσλαμική εποχή. Το 936 μ.Χ., το μοναστήρι του Μπετ Μορούν (Οίκος του Μάρωνα) και άλλα μαρωνιτικά μοναστήρια στη Συρία καταστράφηκαν ολοκληρωτικά και οι τελευταίοι εκεί Μαρωνίτες έγιναν πρόσφυγες και κατέφυγαν στους Μαρωνίτες της περιοχής της Φοινίκης και τους Μαρδαΐτες στην οροσειρά του Λιβάνου.

Οι Μαρδαΐτες ήταν ορεσίβιοι από την οροσειρά του Ταύρου που οι Βυζαντινοί είχαν στρατολογήσει για να διεισδύουν και διενεργούν επιδρομές στο Λίβανο, και μαζί με τους Μαρωνίτες να παρενοχλούν τους Άραβες που κατείχαν πλέον την περιοχή. Το κίνημα αντίστασης έγινε γνωστό ως Μαράντα, που σημαίνει αντάρτες.

Οι Μαρωνίτες πιστεύεται ότι εγκαταστάθηκαν στα όρη του Λιβάνου καθότι η περιοχή παρείχε ασφαλές καταφύγιο, δεδομένου ότι θεωρούνταν ως "αποστάτες" από τη βυζαντινή Ορθόδοξη Εκκλησία. Σε παρεμφερή μοίρα βρίσκονταν και οι Σιίτες, Δρούζοι και Αλαουίτες, που με τη σειρά τους αναζητούσαν καταφύγιο από την πίεση των Σουνιτών, οι οποίοι κυριαρχούσαν στην παράκτια περιοχή. Μετά τη βυζαντινή κατάκτηση (ανάκτηση στην ουσία) της κοιλάδας του ποταμού Ορόντη, μέχρι τα τέλη του 11ου αιώνα, οι Μαρωνίτες είχαν εκδιωχθεί από την περιοχή της κοιλάδας και περιοριστεί στα όρη του Λιβάνου και σε μια μικρή κοινότητα στο υπό μουσουλμανικό έλεγχο Χαλέπι.

Οι Μαρωνίτες καλωσόρισαν τους κατακτητές Σταυροφόρους κατά την Α΄ Σταυροφορία. Γύρω στα τέλη του 12ου αιώνα, σύμφωνα με τον Γουλιέλμο της Τύρου, οι Μαρωνίτες αριθμούσαν 40.000 άτομα. Κατά τη διάρκεια της θητείας του πάπα Γρηγορίου ΙΓ΄ (1572-1585), έγιναν βήματα για την ακόμη στενότερη προσέγγιση Μαρωνιτών και Ρώμης. Μέχρι τον 17ο αιώνα, οι Μαρωνίτες είχαν αναπτύξει μια ισχυρή προτίμηση και ευαρέσκεια για την Ευρώπη, ιδίως τη Γαλλία. Από τις αρχές δε του 9ου αιώνα είχαν επίσης παρουσία στην Κύπρο, ενώ πολλοί Μαρωνίτες μετακινήθηκαν εκεί μετά την επιτυχή πολιορκία της Ιερουσαλήμ το 1187 από τις μουσουλμανικές δυνάμεις του σουλτάνου Σαλαντίν.

Τον 19ο αιώνα, χιλιάδες Μαρωνίτες σφαγιάστηκαν από τους Δρούζους κατά τον εμφύλιο πόλεμο στο όρος Λίβανος το 1860.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • "Maronite Church". Britannica Encyclopedia of World Religions, Encyclopædia Britannica, 2006

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]