Μαρμότα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μαρμότα
Μια μαρμότα των Άλπεων (Marmota marmota)
Μια μαρμότα των Άλπεων (Marmota marmota)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη: Τρωκτικά (Rodentia)
Υποτάξη: Σκιουρόμορφα (Sciuromorpha)
Οικογένεια: Σκιουρίδες (Sciuridae)
Υποοικογένεια: (Xerinae)
Ομοιογένεια: (Marmotini)
Γένος: (Marmota)
Blumenbach 1779
Είδη

βλ. κείμενο

Η μαρμότα (παλαιότερη ονομασία: αρκτόμυς[1]) είναι γένος τρωκτικών αποτελούμενο από δεκατέσσερα είδη του γένους Marmota, που συναντώνται στην Ευρασία και τη Βόρεια Αμερική. Τα διάφορα είδη των είναι ως επί το πλείστον κάτοικοι κρύων στεπών. Η μαρμότα των Άλπεων, που ζει σήμερα μόνο στα ορεινά αυτής της οροσειράς πέραν του μέγιστου υψόμετρου δενδροφυΐας, απαντούσε κατά τη διάρκεια των εποχών των παγετώνων του Πλειστόκαινου στις πεδιάδες της Ευρώπης από τα Πυρηναία έως την Ουκρανία. Έλειπε όμως από την περιοχή των Άλπεων, που τότε καλυπτόταν από ένα παχύ στρώμα πάγου. Με το τέλος της εποχής των παγετώνων μόνο τα ορεινά των Άλπεων προσέφεραν τον κατάλληλο βιότοπο για αυτό το είδος.

Εμφάνιση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι μαρμότες έχουν αρκετά μεγάλο μέγεθος για τρωκτικά. Ανάλογα με το είδος έχουν μήκος 30 έως 60 cm (κεφάλι-κορμός) και ουρά 10 έως 25 cm μακριά. Το βάρος τους κυμαίνεται μεταξύ 3 και 7 κιλά. Το χρώμα του δέρματός τους διαφέρει από είδος σε είδος, είναι όμως συνήθως μια απόχρωση του καστανού. Μια εξαίρεση αποτελεί η Marmota vancouverensis, της οποίας το τρίχωμα είναι μαύρο. Οι μαρμότες ζουν μέχρι και 15 έτη.

Εξάπλωση και βιότοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι μαρμότες της κεντρικής Ευρώπης ζουν στις υψηλές οροσειρές. Και στην Ασία προσαρμόστηκαν ορισμένες μαρμότες σε μια ζωή σε μεγάλο υψόμετρο, όμως τα περισσότερα είδη της Ασίας κατοικούν σε στέπες, όπως π.χ. η Marmota bobak, που απαντά και στην ανατολική Πολωνία.

Η περιοχή εξάπλωσής τους είναι σχετικά συνεχής από την ανατολική Ευρώπη μέσω βόρειας και κεντρικής Ασίας έως την ανατολική Σιβηρία και τη Σιντζιάνγκ. Στην κεντρική Ευρώπη υπάρχουν μόνο στις Άλπεις, τα Καρπάθια Όρη, τα όρη Τάτρα και τα Πυρηναία, όπου επαναφέρθηκαν μαρμότες στην άγρια φύση. Στη Βόρεια Αμερική ζουν τα περισσότερα είδη στην περιοχή ηπειρωτικού κλίματος του Καναδά. Η Marmota monax, κάτοικος των δασών της Βόρειας Αμερικής, ζει σε όλο το βόρειο ήμισυ των Η.Π.Α. καθώς επίσης σε νότιες περιοχές του Καναδά[2]. Όλες οι μαρμότες ζουν σε περιοχές ηπειρωτικού και πολικού κλίματος του βόρειου ημισφαιρίου και λείπουν από τις πιο θερμές περιοχές.

Τρόπος ζωής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τρύπες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι μαρμότες φτιάχνουν εκτεταμένα συστήματα στοών, οι οποίες μπορεί να συνίστανται από σήραγγες φυγής, ένα ξεχωριστό χώρο ενδιαίτησης και στοές που χρησιμεύουν μόνο ως αποχωρητήρια. Το μήκος των στοών κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 10 και 70 μ., αλλά έχει μετρηθεί και μήκος μεγαλύτερο των 100 μ. Την ημέρα βγαίνουν από τις τρύπες τους παραμένοντας στο έδαφος μη δυνάμενες σχεδόν καθόλου να σκαρφαλώνουν. Η τροφή τους αποτελείται από χόρτα και βότανα, σπανιότερα από καρπούς, σπόρους και έντομα.

Θερμική καταπόνηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι μαρμότες διαθέτουν μόνο λίγους ιδρωτοποιούς αδένες και δεν λαχανιάζουν (όπως ο σκύλος λ.χ.) για να ρυθμίσουν τη θερμοκρασία του σώματός τους. Διάφορες έρευνες δείχνουν πως οι μαρμότες έχουν δυσκολία να αντεπεξέρχονται στις υψηλές θερμοκρασίες και υποφέρουν γρήγορα από θερμική καταπόνηση σε περίπτωση που αναγκαστούν να τις αντιμετωπίσουν.[3] Η αμερικανική Marmota flaviventris δείχνει συμπτώματα θερμικής καταπόνησης ήδη από θερμοκρασία περιβάλλοντος των 20 °C. Τις μαρμότες των Άλπεων μπορεί κανείς να τις παρατηρήσει μεν να λιάζονται πάνω σε βράχους μπροστά από τις τρύπες τους, όμως αυτή η συμπεριφορά υπηρετεί την άμυνα κατά των παρασίτων. Έτσι ξαπλώνουν με απλωμένα τα άκρα τους για να μεγαλώσουν όσο το δυνατόν περισσότερο την επιφάνεια επαφής με το υπέδαφος που τους δροσίζει. Ο τρόπος που δραστηριοποιούνται δείχνει επίσης ότι αποφεύγουν τη ζέστη. Τις ζεστές μέρες βγαίνουν μόνο τις ώρες που κάνει δροσιά δηλ. το πρωί και αργά το απόγευμα.[3]

Κοινωνική συμπεριφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κοινωνική συμπεριφορά των μαρμοτών διαφέρει σημαντικά από είδος σε είδος. Η Marmota monax ζει μοναχικά και υπερασπίζει την τρύπα της κατά ζώων του ίδιου είδους. Τα αρσενικά των Marmota flaviventris ζούνε με ένα χαρέμι συγγενικών θηλυκών και αντιδρούν επιθετικά απέναντι σε αντιπροσώπους του ίδιου φύλου.

Η πλειοψηφία των μαρμοτών ζούνε όμως όπως η μαρμότα των Άλπεων (Marmota marmota) σε αποικίες που αποτελούνται από ένα κυρίαρχο ζευγάρι και τους νεώτερους συγγενείς τους. Οι μαρμότες χαιρετιούνται τρίβοντας τις μύτες τους και ενώνοντας τα κεφάλια τους. Έπειτα από δύο χρόνια περίπου, εγκαταλείπουν τα πλέον ενήλικα ζώα την αποικία τους, και ίσως να προσπαθήσουν να αναλάβουν την ηγεμονία μιας ξένης αποικίας διώχνοντας το εκεί κυρίαρχο αρσενικό και σκοτώνοντας τους απογόνους του. Μαρμότες επικοινωνούν μεταξύ τους με κραυγές που παράγουν με το λαρύγγι τους και ακούγονται σαν σφυρίγματα. Τέτοιες κραυγές μπορεί να προειδοποιούν σε περίπτωση κινδύνου. Ανάλογα με την κοινωνική θέση του ζώου που κραύγασε τα άλλα είτε τρέπονται σε φυγή είτε δεν αντιδρούν καθόλου.

Έπειτα από κυοφορία τριάντα ημερών γεννιούνται δύο έως πέντε μικρά. Είδη που ζουν μοναχικά γεννούν συνήθως περισσότερα μικρά από άλλα είδη που ζουν σε αποικίες.

Η χειμερία νάρκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι μαρμότες πέφτουν το χειμώνα σε χειμερία νάρκη που διαρκεί έξη με εφτά μήνες, σε ορισμένες περιπτώσεις όμως μέχρι και εννιά μήνες. Για αυτό το σκοπό γεμίζουν τη φωλιά τους με μαλακό χόρτο και κουλουριάζονται σ’ αυτήν. Για να είναι έτοιμες για αυτό το μακρό χρονικό διάστημα αδράνειας, καταναλώνουν στο βραχύ καλοκαίρι μεγάλες ποσότητες τροφής, και αποθηκεύουν μεγάλα αποθέματα λίπους στο κορμί τους. Για να εξοικονομηθεί ενέργεια μπορεί το έντερο και το στομάχι τους να μικρύνουν κατά το ήμισυ. Η αναπνοή πέφτει στις δύο αναπνοές το λεπτό και ο σφυγμός από τους 200 στους 20 χτύπους το λεπτό. Η κατανάλωση ενέργειας πέφτει στα 10%. Περίπου 1200 γρ. λίπος φτάνουν έτσι για να περάσουν το χειμώνα. Οι μαρμότες πέφτουν το φθινόπωρο σε χειμερία νάρκη, μόλις η τροφή δεν τους παρέχει πλέον αρκετή ενέργεια, και τα αποθέματα λίπους στο κορμί τους έχουν φτάσει το μέγιστο δυνατό όριο. Αυτό συμβαίνει συνήθως μερικές βδομάδες πριν ν’ αρχίσει ο χειμώνας. Από τη νάρκη ξυπνάνε όταν η εξωτερική θερμοκρασία ξεπεράσει κάποιο όριο.

Συστηματική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ξεχωρίζουν δεκαπέντε είδη:

Marmota olympus
Marmota flaviventris
Marmota baibacina
Marmota bobak
Marmota caligata
Marmota camtschatica
Marmota caudata
Marmota himalayana
Marmota monax
Marmota sibirica
Marmota in Austria

Ο διαχωρισμός κυρίως των ασιατικών ειδών δεν είναι αδιαφιλονίκητος. Οι Μ. baibacina, M. himalayana και M. sibirica π.χ. θεωρούνται από άλλους ως υποείδη της M. bobak.

Γεωργία και προστασία των ειδών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εξέλιξη του πληθυσμού διαφέρει αρκετά από είδος σε είδος. Ο πληθυσμός της M. monax λ.χ. αυξήθηκε ολοένα τις τελευταίες δεκαετίες. Η αποψίλωση των δασών την ωφέλησαν. Σε μέρη των Η.Π.Α. θεωρείται πλέον βλαβερό ζώο, μιας και τρώει τα σιτηρά και φτιάχνει τις στοές του τόσο επιφανειακά ώστε ζώα και αγροτικές μηχανές να πέφτουν συχνά μέσα σ’ αυτές.

Τα άλλα είδη είναι πολύ πιο σπάνια. Η μαρμότα των Άλπεων εξαφανίστηκε από πολλές οροσειρές της Ευρώπης τους τελευταίους αιώνες. Το δέρμα της μαρμότας μπορεί να υποστεί επεξεργασία για γούνες. Κάτι που στάθηκε αιτία να εξαφανιστεί παραλίγο η M. bobak τη δεκαετία του 1920. Ο πληθυσμός της μπόρεσε όμως να ανακάμψει.

Δύο είδη θεωρούνται από τη IUCN (Διεθνή Ένωση Προστασίας της Φύσης) άξια προστασίας: η M. menzbieri που φέρεται «τρωτή» (vulnerable)[5], και η M. vancouverensis που φέρεται άκρως κινδυνεύουσα (critically endangered)[6], δηλ. κινδυνεύει να εξαφανιστεί. Ο πληθυσμός του τελευταίου είδους περιορίζεται στα 130 άτομα περίπου, εκ των οποίων 35 άτομα περίπου ζουν ελεύθερα στην άγρια φύση.

Ενώ στην Αυστρία επιτρέπεται το κυνήγι της μαρμότας, στη Γερμανία είναι προστατευόμενο είδος.

Χρήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παλιά χρησιμοποιούταν το κρέας της μαρμότας συχνά στην κουζίνα της κεντρικής Ευρώπης. Παρ’ όλο που σήμερα το κρέας της μαγειρεύεται σπάνια, μπορεί κανείς να βρει μια πληθώρα συνταγών στο διαδίκτυο. Η κοπιαστική παρασκευή του κρέατος στάθηκε μάλλον αιτία για την εξαφάνιση του κρέατος της μαρμότας από τα βιβλία μαγειρικής. «Το φρέσκο κρέας της μαρμότας έχει μια τόσο έντονη γήινη γεύση άγριου ζώου, ώστε να προκαλεί αηδία σ’ όποιον δεν έχει συνηθίσει αυτό το φαΐ», γράφει ο Alfred Brehm στο βιβλίο του «Brehms Thierleben. Allgemeine Kunde des Thierreichs, Zweiter Band, Erste Abtheilung: Säugethiere, Dritter Band: Hufthiere, Seesäugethiere. Leipzig: Verlag des Bibliographischen Instituts, 1883, S. 300-305»[7]. Το λίπος της μαρμότας χρησιμοποιούταν στη λαϊκή ιατρική κατά του βήχα, των παθήσεων του στομάχου, της αδιαθεσίας, για το καθάρισμα του αίματος, γενικά ως δυναμωτικό, εξωτερικά κατά του πόνου των αρθρώσεων, των χιονιστρών, της διάτασης τενόντων.

Προέλευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έχουν βρεθεί απολιθώματα μαρμοτών από την εποχή του Μειόκαινου (23,03 έως 5,33 εκατομμύρια χρόνια) από την βόρεια Αμερική. Κατάφεραν επανειλημμένα να περάσουν στην Ευρασία: στα τέλη του μειόκαινου, στο Πλειόκαινο (5,33 έως 1,8 εκατομμύρια χρόνια) και τελευταία στο Πλειστόκαινο (1,8 εκατομμύρια έως 11500 χρόνια).

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Dimitrij I. Bibikow: Die Murmeltiere der Welt. Westarp, Magdeburg 1996, ISBN 3-89432-426-0.
  • Monika Preleuthner, Gerhard Aubrecht (Hrsg.): Murmeltiere.Oberösterreichisches Landesmuseum, Linz 1999, ISBN 3-85474-044-1 (Stapfia. 63, Ausstellungskatalog).
  • Hanns-Peter Mederer: Wozu das Murmeltier Heu braucht. Wissen und Glaubenszeugnisse über einen Allgäuer Höhlenbewohner. In: Das schöne Allgäu. Nr. 3, 1992, S. 29–32.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Γερμανός, Νικόλαος Δρ. Φ.Ε. Ο ΒΙΟΣ ΤΩΝ ΖΩΩΝ. Ἐν Ἀθήναις: ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ Α.Ε. σελ. 554. 
  2. http://www.knitnut.net/2007/08/the-parliament-hill-cat-colony/
  3. 3,0 3,1 Monika Preleuthner (1999). Murmeltiere: [Ausstellung im Biologiezentrum des OÖ. Landesmuseums, Linz, vom 22. Oktober 1999 bis 31. März 2000] / [Hrsg.: Biologiezentrum des OÖ. Landesmuseums. Schriftleitung: Monika Preleuthner & Gerhard Aubrecht]. σελ. 206. ISBN 3-85474-044-1. 
  4. http://www.eurekalert.org/pub_releases/2010-03/f-sf-tam030910.php
  5. K. Tsytsulina, K. (πραγματογνώμονας (assessor)) (2009). «Marmota menzbieri». IUCN. 
  6. D.W. Nagorsen· S. Cannings· G. Hammerson (2009). «Marmota vancouverensis». IUCN. 
  7. Alfred Brehm: Brehms Thierleben. Allgemeine Kunde des Thierreichs, Zweiter Band, Erste Abtheilung: Säugethiere, Dritter Band: Hufthiere, Seesäugethiere. Leipzig: Verlag des Bibliographischen Instituts, 1883, S. 300-305 εδώ online