Μαρκ Σαγκάλ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μαρκ Σαγκάλ
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Marc Chagall (Γαλλικά), Марк Захарович Шагал (Ρωσικά), Moishe Zakharovitch Chagalov (Αγγλικά) και Moishe Zakharovitch Chagalov (Τσεχικά)
ΨευδώνυμοShagal, Moishe[1]
Γέννηση24 Ιουνίουιουλ. / 6  Ιουλίου 1887γρηγ.[2]
Liozna[2]
Θάνατος28  Μαρτίου 1985[3][4][5]
Σαιν Πολ ντε Βανς[6]
Τόπος ταφήςΣαιν Πολ ντε Βανς[7]
ΚατοικίαΑγία Πετρούπολη (από 1907)[8]
Μόσχα (από 1920)
Γαλλία (από 1923)
Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (από 1941)
ΕθνικότηταΕβραίοι[9]
Χώρα πολιτογράφησηςΓαλλία (από 1937)[10]
Ρωσική Αυτοκρατορία (1887–1917)
Σοβιετική Ρωσία (1917–1922)
άπατρις (1922–1937)
ΣπουδέςSchool Yehuda Pen in Vitebsk[11] και Ακαδημία ντε Λα Παλέτ
Ιδιότηταζωγράφος[12][13][14], χαράκτης[14], ποιητής, λιθογράφος[15], σχεδιαστής[16][14], καλλιτέχνης γραφικών τεχνών[12], εικονογράφος[12][14], σκηνογράφος[12][14], γλύπτης[14], σχεδιαστής[14], κεραμουργός[14] και σκιτσογράφος[17]
ΣύζυγοςΜπέλα Ρόζενφελντ (1915–1944)[18], Virginia Haggard (1945–1952) και Βαλεντίνα Μπρόντσκι (1952–1985)[19]
ΤέκναΝταβίντ ΜακΝήλ και Ida Chagall
Κίνημαεξπρεσιονισμός και Καταλανικός μοντερνισμός[20]
Είδος τέχνηςΑβάν-γκαρντ, ζωγραφική ζώων[6], τοπιογραφία[6], προσωπογραφία[6], θρησκευτική τέχνη[6], ζωγράφος, σκηνογράφος και ποιητής
Καλλιτεχνικά ρεύματαεξπρεσιονισμός και Καταλανικός μοντερνισμός[20]
Σημαντικά έργαBehind the House, Hommage à Apollinaire, I and the Village, Chagall Windows και Chagall Lounge
ΒραβεύσειςCarnegie Prize (1939)[21], Yakir Yerushalayim, Μεγαλόσταυρος της Λεγεώνας της Τιμής (1977)[21][22], βραβείο Erasmus (1960)[21], βραβείο Βολφ για τις τέχνες (1981), επίτιμος διδάκτωρ του Εβραϊκού Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ (1975)[23], επίτιμος διδάκτωρ του Καθολικού Πανεπιστημίου του Λουβέν και επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης
ΙστοσελίδαΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Μαρκ Ζαχάροβιτς Σαγκάλ (ρωσ.: Марк Захарович Шага́л, 7 Ιουλίου 1887, Λιόζνο, Κυβερνείο του Βιτέμπσκ, Ρωσική Αυτοκρατορία28 Μαρτίου 1985, Σαιν-Πολ-ντε-Βανς, Προβηγκία-Άλπεις-Κυανή Ακτή, Γαλλία) ήταν Ρώσος ζωγράφος εβραϊκής καταγωγής. Θεωρείται ένας από τους μείζονες καλλιτέχνες της μοντέρνας τέχνης.[24][25]

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Σαγκάλ γεννήθηκε στο Βιτέμπσκ της σημερινής Λευκορωσίας, πρωτότοκος γιος εβραϊκής οικογένειας με εννέα παιδιά. Φοίτησε στο εβραϊκό δημοτικό σχολείο και αργότερα συνέχισε τις σπουδές του σε δημόσιο γυμνάσιο, παρά το γεγονός πως οι Εβραίοι γίνονταν πολύ δύσκολα δεκτοί. Από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με τη μουσική μαθαίνοντας βιολί, καθώς και με το σχέδιο. Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη ζωγραφική και φοίτησε στη σχολή ζωγραφικής του Γεχούντα Πεν, στο Βιτέμπσκ, με στόχο να ολοκληρώσει αργότερα τις σπουδές του στην πρωτεύουσα της Ρωσίας. Το χειμώνα του 1906, εγκαταστάθηκε στην Αγία Πετρούπολη, έχοντας προηγουμένως εξασφαλίσει την ειδική άδεια που έπρεπε να κατέχει κάθε Εβραίος, την εποχή εκείνη, προκειμένου να κατοικήσει μόνιμα στην πρωτεύουσα.

Στην Αγία Πετρούπολη κατάφερε να κερδίσει υποτροφία για σπουδές στη γνωστή σχολή Svanseva, όπου δίδασκε ο Λέον Μπακστ, σχεδιαστής σκηνικών για το ρωσικό θέατρο και εκπρόσωπος του συμβολισμού. Τα πρώτα έργα του Σαγκάλ χαρακτηρίζονταν από θέματα που επανήλθαν και σε μεταγενέστερους πίνακές του, όπως αγροτικές σκηνές ή θέματα εμπνευσμένα από τη ζωή στην ύπαιθρο και την επαρχία. Το φθινόπωρο του 1909 γνώρισε την Μπέλα Ρόζενφελντ, κόρη Εβραίου κοσμηματοπώλη από την πόλη του Βίτεμπσκ, την οποία παντρεύτηκε τελικά το 1915 και στην οποία είναι αφιερωμένοι αρκετοί από τους πίνακές του.

Το 1910, με τη βοήθεια του προστάτη του, Max Winawer, ταξίδεψε στο Παρίσι όπου ήρθε σε επαφή με το έργο πρωτοπόρων καλλιτεχνών της εποχής, όπως των ιμπρεσιονιστών, του Πωλ Γκωγκέν, του Βίνσεντ βαν Γκογκ ή του Ανρί Ματίς. Εξίσου επιδραστική υπήρξε και η επίσκεψή του στο Λούβρο, η οποία όπως ο ίδιος σημειώνει στα απομνημονεύματά του, τον «σημάδεψε». Στο Παρίσι ο Σαγκάλ συνδέθηκε επίσης με τον Γάλλο ποιητή Γκυγιώμ Απολλιναίρ, ο οποίος προσπαθούσε να του εξασφαλίζει ευκαιρίες να εκθέτει τα έργα του. Εκείνος του αφιέρωσε με τη σειρά του τον πίνακα Φόρος τιμής στον Απολλιναίρ (1911). Σε ορισμένους από τους πίνακες του Σαγκάλ εκείνης της περιόδου, όπως στο Αδάμ και Εύα (1912) διαφαίνεται η σχέση του με το κίνημα του κυβισμού, αν και θεωρείται πως επηρεάστηκε λιγότερο από τους θεμελιωτές του, δηλαδή τον Πάμπλο Πικάσσο και τον Ζωρζ Μπρακ, και περισσότερο από το έργο του Ρομπέρ Ντελωναί. Την Άνοιξη του 1914, μετά από πρόταση του Απολλιναίρ, ο εκδότης του περιοδικού Der Sturm (Η Θύελλα) Χέρβαρτ Βάλντεν, ανέλαβε την οργάνωση της πρώτης ατομικής έκθεσης του Σαγκάλ στο Βερολίνο.[26]

Το καλοκαίρι του ίδιου έτους, επισκέφτηκε το Βιτέμπσκ. Η έναρξη του Α' Παγκοσμίου πολέμου και το κλείσιμο των συνόρων παρέτειναν τελικά την παραμονή του στη Ρωσία. [27]Παρά την επιθυμία του να αποφύγει τη στράτευση, τελικά τοποθετήθηκε σε μία νευραλγική οικονομική υπηρεσία στην Αγία Πετρούπολη, όπου η θητεία του αντιστοιχούσε σε υπηρεσία στο μέτωπο. Μετά τα γεγονότα της ρωσικής επανάστασης, ο Λένιν διόρισε ως υπεύθυνο για θέματα πολιτισμού τον Ανατόλι Λουνατσάρσκι, ο οποίος ήταν γνωστός του Σαγκάλ από την περίοδο που ζούσε στο Παρίσι. Χάρη στη γνωριμία τους, το Σεπτέμβριο του 1918, διορίστηκε επίτροπος Καλών Τεχνών στο Βιτέμπσκ. Στα πλαίσια των νέων καθηκόντων του, οργάνωσε εκθέσεις και επαναλειτούργησε τη Σχολή Καλών Τεχνών της πόλης, όπου κατόρθωσε να συγκεντρώσει σημαντικούς δασκάλους όπως ο Ελ Λισίτσκι και ο Καζιμίρ Μαλέβιτς. Έχοντας επιφυλάξεις για την επανάσταση και ειδικότερα σε ό,τι αφορούσε τις ιδέες της για την τέχνη, ο Σαγκάλ παραιτήθηκε το Μάιο του 1920 και μετακόμισε στη Μόσχα, όπου ανέλαβε τη διακόσμηση του Εβραϊκού Θεάτρου της πόλης. Την περίοδο εκείνη, η οικονομική βοήθεια των σοβιετικών καλλιτεχνών ήταν ανάλογη της «χρησιμότητας» του έργου τους ενώ και οι επιχορηγήσεις που αποσπούσε ο Σαγκάλ ήταν πενιχρές, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίσει οικονομικά προβλήματα, γεγονός που συνέβαλε στην απόφασή του να εγκατασταθεί στο Βερολίνο, όπου παλαιότερα ο Βάλντεν είχε πουλήσει πίνακές του. Τα χρήματα που είχε κερδίσει ο Σαγκάλ από τις πωλήσεις αυτές είχαν ωστόσο χάσει την αξία τους.

Το Σεπτέμβριο του 1923 εγκαταστάθηκε εκ νέου στο Παρίσι και τον επόμενο χρόνο παρουσιάστηκε η πρώτη αναδρομική έκθεση έργων του και ακολούθησε η πρώτη του ατομική έκθεση στη Νέα Υόρκη. Όπως σημειώνει ο ίδιος ο Σαγκάλ στα απομνημονεύματά του, η δεκαετία 1923-1933 υπήρξε η πιο ευτυχισμένη της ζωής του. Την περίοδο αυτή υπέγραψε συμβόλαιο με τον έμπορο τέχνης Bernheim, με αποτέλεσμα να απαλλαχθεί από οικονομικές έγνοιες αλλά και να γίνει ευρύτερα γνωστός σε διεθνές επίπεδο.[28]

Ο Μωυσής και η φλεγόμενη βάτος (Moses and the burning bush), λιθογραφία του Μαρκ Σαγκάλ, μέρος ενός ευρύτερου κύκλου έργων με την επωνυμία «Η Ιστορία της Εξόδου» που δημοσιεύτηκε το 1966

Όταν η γαλλική κυβέρνηση υπέγραψε συμφωνία συνθηκολόγησης με τη ναζιστική Γερμανία, ο Σαγκάλ δεν μπορούσε να παραμείνει ασφαλής στη Γαλλία. Συνελήφθη στη Μασσαλία και επρόκειτο να παραδοθεί στους Γερμανούς, ωστόσο τελικά σώθηκε από αμερικανική παρέμβαση. Χάρη στη φήμη του, ο ίδιος κατόρθωσε να ξεφύγει από την προοπτική των στρατοπέδων συγκέντρωσης και στις 7 Μαΐου 1941 επιβιβάστηκε με την οικογένειά του σε πλοίο που τους μετέφερε στις Ηνωμένες Πολιτείες για να εγκατασταθούν τελικά στην πόλη της Νέας Υόρκης. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1944 πέθανε η σύζυγός του Μπέλα Ρόζενφελντ και δύο χρόνια αργότερα ο Σαγκάλ επέστρεψε στην Ευρώπη.

Μετά την επιστροφή του στη Γαλλία η φήμη του άρχισε να αυξάνεται σταθερά. Το 1959 έγινε επίτιμο μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων και στα επόμενα χρόνια διοργανώθηκαν αναδρομικές ή ατομικές εκθέσεις του σε διάφορες πόλεις, ενώ το 1973 εγκαινιάστηκε το Εθνικό Μουσείο Σαγκάλ στη γαλλική Νίκαια. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ασχολήθηκε εκτεταμένα με τοιχογραφίες, ψηφιδωτά και υαλογραφήματα, με σημαντικότερες δημιουργίες το εσωτερικό της εκκλησίας στο Plateau d' Assy της Σαβοΐας (1957), τα βιτρώ του καθεδρικού ναού της πόλης Μετς και της συναγωγής της Πανεπιστημιακής Κλινικής της Ιερουσαλήμ (1962), τα παράθυρα του κτιρίου των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη και την οροφή της όπερας του Παρισιού (1964) καθώς και οι τοιχογραφίες για το κτίριο του κοινοβουλίου στην Ιερουσαλήμ (1966).

Πέθανε στις 28 Μαρτίου 1985 σε ηλικία 97 ετών, στην κοινότητα του Αγίου Παύλου, στη νοτιοανατολική Γαλλία. Το 1997 ιδρύθηκε το Μουσείο Σαγκάλ στη γενέτειρά του, το οποίο περιλαμβάνει αντίγραφα των έργων του.[29]

Έργο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα έργα του Σαγκάλ χαρακτηρίζονται έντονα από προσωπικά στοιχεία καθώς και από την «απλοϊκή» ιδιομορφία τους. Η θεματολογία του, κατά βάση ποιητική και φανταστική, είναι βασισμένη κυρίως σε προσωπικά βιώματα, άρρηκτα συνδεδεμένη επίσης με την εβραϊκή του καταγωγή, ενώ είναι χαρακτηριστικό πως σπανίζουν οι προσωπογραφίες. Κινήθηκε συστηματικά γύρω από τον άξονα της εβραϊκής παράδοσης και του ρωσικού φολκλόρ, αν και στο ύστερο έργο του απομακρύνθηκε ελαφρά, χρησιμοποιώντας θέματα από την αρχαία Ελλάδα, όπως στους πίνακες Πτώση του Ίκαρου (1975) ή Ο μύθος του Ορφέα (1977), καθώς και απλές καθημερινές σκηνές.[30]

Αν και έζησε παράλληλα με την εξέλιξη πολλών κινημάτων της μοντέρνας τέχνης, το έργο του δύσκολα μπορεί να ενταχθεί σε κάποιο από αυτά.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. mix-n-match.toolforge.org#/entry/115934037.
  2. 2,0 2,1 4689586.
  3. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb118958588. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  4. «Marc Chagall». (Ολλανδικά) RKDartists. 16236.
  5. «Marc Chagall». (Αγγλικά) Benezit Dictionary of Artists. Oxford University Press. 2006. B00034944. ISBN-13 978-0-19-977378-7.
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 (Ολλανδικά) RKDartists. 16236.
  7. 7,0 7,1 (Αγγλικά) Find A Grave. 3759.
  8. «Chagall, Marc» 13  Δεκεμβρίου 2017.
  9. «Encyclopædia Britannica». (Αγγλικά) Encyclopædia Britannica Online. Ανακτήθηκε στις 19  Φεβρουαρίου 2021.
  10. (Αγγλικά) Museum of Modern Art online collection. 1055. Ανακτήθηκε στις 4  Δεκεμβρίου 2019.
  11. Ηλεκτρονικό βιβλίο. es.bookmate.com/reader/uyTrCAMD?resource=book.
  12. 12,0 12,1 12,2 12,3 The Fine Art Archive. cs.isabart.org/person/13403. Ανακτήθηκε στις 1  Απριλίου 2021.
  13. «Eerbetoon aan Apollinaire». Ανακτήθηκε στις 5  Ιουλίου 2021.
  14. 14,0 14,1 14,2 14,3 14,4 14,5 14,6 14,7 vocab.getty.edu/page/ulan/500115354.
  15. Ανακτήθηκε στις 24  Ιουνίου 2019.
  16. 5263. Ανακτήθηκε στις 4  Δεκεμβρίου 2019.
  17. «De violist en zijn Muze». Ανακτήθηκε στις 7  Σεπτεμβρίου 2021.
  18. Jill Berk Jiminez: «Dictionary of Artists' Models» Routledge. 9  Μαρτίου 2001. σελ. 462. ISBN-13 978-1-57958-233-3. ISBN-10 1-57958-233-8.
  19. 118519980.
  20. 20,0 20,1 www.sdmart.org/exhibition/defining-modernism/.
  21. 21,0 21,1 21,2 www.galerie-meinlschmidt.de/kuenstler-2/marc-chagall/. Ανακτήθηκε στις 10  Ιουλίου 2022.
  22. artinwords.de/marc-chagall-lebenslauf-biografie/. Ανακτήθηκε στις 10  Ιουλίου 2022.
  23. www3.huji.ac.il/htbin/hon_doc/doc_search.pl?search. Ανακτήθηκε στις 6  Μαρτίου 2017.
  24. . «wikiart.org/en/marc-chagall». 
  25. . «britannica.com/biography/Marc-Chagall». 
  26. . «tate.org.uk/art/artists/marc-chagall». 
  27. . «udallas.edu/chagall/bios/chagall-bio». 
  28. . «theartstory.org/artist/chagall-marc/». 
  29. . «biography.com/artist/marc-chagall». 
  30. . «artnet.com/artists/marc-chagall/». 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]