Μαγνολιίδες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μαγνολιίδες
(Magnoliids)
Άνθος (Asimina triloba).
Άνθος (Asimina triloba).
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Angiosperms)
Κλάδος: Μαγνολιίδες (magnoliids)
Τάξεις

Κανελλώδη (Canellales)
Δαφνώδη (Laurales)
Μαγνολιώδη (Magnoliales)
Πιπερώδη (Piperales)

Οι μαγνολιίδες (magnoliids) (με μικρό «μ»), είναι μια μονοφυλετική ομάδα (δηλ. κλάδος) από περίπου 9.000[1] είδη των ανθοφόρων φυτών, που συμπεριλαμβάνει τις μαγνόλιες, το μοσχοκάρυδο, τη δάφνη, την κανέλα, το αβοκάντο, το μαύρο πιπέρι, το λειριόδεντρο και πολλά άλλα. Χαρακτηρίζονται από τριμερή άνθη, γύρη μεθ' ενός πόρου και συνήθως διακλάδωση με διάστικτη μάζα φύλλων.

Κατάταξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραδοσιακά, Μαγνολιίδες (Magnoliidae) (με κεφαλάιο «M») είναι η βοτανική ονομασία μιας υφομοταξίας. Το περίγραμμα μιας υφομοταξίας, θα ποικίλει με το σύστημα ταξινομίας που χρησιμοποιείται. Η μοναδική απαίτηση είναι ότι θα πρέπει να περιλαμβάνει την οικογένεια Μαγνολιοειδή (Magnoliaceae).[2] Πιο πρόσφατα, η ομάδα έχει επαναπροσδιοριστεί δυνάμει της PhyloCode ως ένας κλάδος βάσης κόμβου (node-based clade), ο οποίος περιλαμβάνει Κανελλώδη (Canellales), Δαφνώδη (Laurales), Μαγνολιώδη (Magnoliales) και Πιπερώδη (Piperales).

Σύστημα APG[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σύστημα APG III (2009) και τα προκάτοχα συστήματά του, δεν χρησιμοποιούν τις επίσημες βοτανικές ονομασίες, επάνω από το βαθμό της τάξης. Κάτω από αυτά τα συστήματα, οι μεγαλύτεροι κλάδοι, συνήθως αναφέρονται με ανεπίσημες ονομασίες, όπως οι "μαγνολιίδες" ("magnoliids") (στον πληθυντικό, δεν κεφαλαιοποιείται) ή "συγκρότημα μαγνολιίδων" ("magnoliid complex"). Το σύστημα APG III, αναγνωρίζει για τις μαγνολιίδες (magnoliids), ένα κλάδο εντός των αγγειόσπερμων. Το περίγραμμα είναι:

κλάδος μαγνολιίδες (magnoliids)
οικογένεια Κανελλώδη (Canellales)
οικογένεια Δαφνώδη (Laurales)
οικογένεια Μαγνολιώδη (Magnoliales)
οικογένεια Πιπερώδη (Piperales)



[[..]] (Chloranthales)



μαγνολιίδες (magnoliids)


Κανελλώδη (Canellales)



Πιπερώδη (Piperales)

 




Δαφνώδη (Laurales)



Μαγνολιώδη (Magnoliales)

 

 

 

 




[[..]] (monocots)




Ceratophyllales



[[..]] (eudicots)

 

 

 

 

Η σημερινή σύνθεση και φυλογένεση των μαγνολιίδων (magnoliids).[3][4]

Ο κλάδος περιλαμβάνει τις περισσότερες από τις βασικές ομάδες των αγγειόσπερμων. Επισήμως, αυτός ο κλάδος ονομάστηκε το 2007 «Μαγνολιίδες» ("Magnoliidae"), σύμφωνα με τις διατάξεις του PhyloCode.[5]

Σύστημα Cronquist[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σύστημα Cronquist (Cronquist system) (1981), χρησιμοποιούσε την ονομασία Magnoliidae για μια από τις έξη υφομοταξίες (εντός της ομοταξίας Magnoliopsida = δικοτυλήδονα (dicotyledons)). Στην αρχική έκδοση αυτού του συστήματος ήταν το περίγραμμα:[6]

Συστήματα Dahlgren και Thorne[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άνθος της Magnolia obovata (αντωοειδής), εμφανίζει πολλαπλά πέταλα,[Σημ. 1] στήμονες (stamens)[Σημ. 2] και ύπερους.

Και τα δύο συστήματα Dahlgren και Thorne, κατέταξαν τις μαγνολιίδες (magnoliids) (sensu APG) στην υπερκατηγορία Magnolianae, παρά ως μια υποκατηγορία.[7] Στα συστήματά τους, η ονομασία Magnoliidae, χρησιμοποιείται για μια πολύ μεγαλύτερη ομάδα, περιλαμβάνοντας όλα τα δικοτυλήδονα. Αυτή είναι επίσης και η περίπτωση, σε μερικά από τα συστήματα τα οποία προέρχονται από το σύστημα Cronquist.

Ο Dahlgren διαίρεσε τη Magnolianae σε δέκα τάξεις, περισσότερες από ότι τα άλλα συστήματα της εποχής και αντίθετα από τους Cronquist και Thorne, δεν συμπεριέλαβε τα Πιπερώδη (Piperales).[8] Ο Thorne ομαδοποίησε τα περισσότερα από τα Magnolianae, σε δυο μεγάλες τάξεις, τις Magnoliales και τις Berberidales, αν και οι Magnoliales του, διαιρέθηκαν σε υποκατηγορίες κατά μήκος γραμμών που είναι παρόμοιες με τις τακτικές ομαδοποιήσεις που χρησιμοποιούνται από αμφότερους τον Cronquist και τον Dahlgren. Ο Thorne αναθεώρησε το σύστημά του το 2000, περιορίζοντας την ονομασία Magnoliidae να περιλαμβάνει μόνον τις Magnolianae, Nymphaeanae και Rafflesianae και αφαιρώντας τις Berberidales και άλλες ομάδες, οι οποίες προηγουμένως είχαν συμπεριληφθεί στην υποκατηγορία των Ranunculidae.[9] Αυτό το αναθεωρημένο σύστημα αποκλίνει από το σύστημα Cronquist, αλλά συμφωνεί περισσότερο με το περίγραμμα το οποίο αργότερα δημοσιεύτηκε υπό το APG II.

Συγκριτικός πίνακας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύγκριση των συστημάτων ταξινόμησης είναι συχνά δύσκολη. Δύο συγγραφείς, μπορούν να εφαρμόζουν την ίδια ονομασία, σε ομάδες με διαφορετική σύνθεση μελών; για παράδειγμα, του Dahlgren οι Magnoliidae περιλαμβάνει όλα τα δικοτυλήδονα, ενώ οι Magnoliidae του Cronquist είναι μόνο μια από τις πέντε ομάδες δικοτυλήδονων. Δύο συγγραφείς, επίσης μπορούν να περιγράψουν την ίδια ομάδα, με σχεδόν πανομοιότυπη σύνθεση, αλλά η κάθε μία μπορεί στη συνέχεια να εφαρμόσει μια διαφορετική ονομασία για αυτήν την ομάδα ή να τοποθετήσει την ομάδα σε διαφορετική ταξινομική βαθμίδα. Για παράδειγμα, η σύνθεση της υποκατηγορίας των Magnoliidae του Cronquist, είναι σχεδόν η ίδια όπως η υποτάξη Magnolianae του Thorne (1992), παρά τη διαφορά στην ταξινομική διαβάθμιση.

Λόγω αυτών των δυσκολιών και άλλων, Ο παρακάτω συνοπτικός πίνακας συγκρίνει ανακριβώς τον ορισμό των «magnoliid» ομάδων στα συστήματα τεσσάρων συγγραφέων. Για κάθε σύστημα, μόνον οι τάξεις αναφέρονται στον πίνακα. Όλες οι τάξεις, οι οποίες συμπεριλαμβάνονται από τον συγκεκριμένο συγγραφέα, καταγράφονται και συνδέονται σε εκείνη τη στήλη. Όταν μία ταξινομική βαθμίδα δεν συμπεριλαμβάνεται από εκείνο τον συγγραφέα, αλλά είχε περιληφθεί από έναν συγγραφέα σε άλλη στήλη, εκείνο το αντικείμενο εμφανίζεται με ασύνδετους πλάγιους χαρακτήρες και υποδεικνύει απομακρυσμένη τοποθέτηση. Η αλληλουχία εκάστου συστήματος, έχει αλλοιωθεί από τη δημοσίευση της, προκειμένου να ταιριάξει αντίστοιχες taxa μεταξύ των στηλών.

Σύγκριση των magnoliids δια μέσου των πέντε συστημάτων.
Σύστημα APG II[10]
magnoliids
Σύστημα Cronquist[6]
Magnoliidae
Σύστημα Dahlgren[8]
Magnolianae
Σύστημα Thorne (1992)[7]
Magnolianae
Σύστημα Thorne (2000)[9]
Magnolianae
Δαφνώδη (Laurales) Δαφνώδη (Laurales) Δαφνώδη (Laurales) Μαγνολιώδη (Magnoliales) Μαγνολιώδη (Magnoliales)
Μαγνολιώδη (Magnoliales) Μαγνολιώδη (Magnoliales) Μαγνολιώδη (Magnoliales)
[[..]] (Annonales)
Κανελλώδη (Canellales) [[..]] (Winterales)
Πιπερώδη (Piperales) [[..]] (Lactoridales)
[[..]] (Aristolochiales) [[..]] (Aristolochiales)
Πιπερώδη (Piperales) Πιπερώδη στα Nymphaeanae
μη τοποθετημένο ή στους κλάδους της βασικής [[..]] (Chloranthales)
[[..]] (Illiciales) [[..]] (Illiciales)
στη Rosidae [[..]] (Rafflesiales) στη Rafflesianae στη Rafflesianae
[[..]] (Nymphaeales) στη Nymphaeanae στη Nymphaeanae στη Nymphaeanae
[[..]] (Ceratophyllales) στη Ranunculidae
τοποθετημένο στον κλάδο eudicot [[..]] (Nelumbonales) [[..]] (Nelumbonales)
[[..]] (Ranunculales) στη Ranunculanae [[..]] (Berberidales)
[[..]] (Papaverales)
στη Dilleniidae στη Theanae [[..]] (Paeoniales)

Οικονομικές χρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι μαγνολιίδες (magnoliids) είναι μεγάλη ομάδα φυτών, με πολλά είδη, τα οποία είναι μεταξύ πολλών άλλων χρήσεων, οικονομικά σημαντικά ως τρόφιμα, φάρμακα, αρώματα, ξυλεία και ως καλλωπιστικά.

Το αβοκάντο καλλιεργείται στην Αμερική για χιλιάδες χρόνια.

Ένας ευρέως καλλιεργούμενος καρπός μαγνολιίδας (magnoliid), είναι το αβοκάντο (Persea americana), το οποίο πιστεύεται ότι έχει καλλιεργηθεί στο Μεξικό και την Κεντρική Αμερική επί σχεδόν 10.000 έτη.[11] Τώρα καλλιεργείται σε όλες τις τροπικές περιοχές της Αμερικής, κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από την περιοχή των Τσιάπας στο Μεξικό ή τη Γουατεμάλα, όπου μπορούν να βρεθούν ακόμη και σήμερα, "άγρια" αβοκάντο.[12] Ο μαλακός πολτός του καρπού τρώγεται φρέσκος ή πολτοποιημένος σε γουακαμόλε. Οι αρχαίοι λαοί της Κεντρικής Αμερικής ήσαν επίσης, οι πρώτοι οι οποίοι καλλιέργησαν διάφορα είδη οπωροφόρων της Αννώνης.[6] Αυτές περιλαμβάνουν το custard-apple (A. reticulata), το soursop (Αννώνη η ακανθώδης (Annona muricata)), το sweetsop ή γλυκόμηλο (sugar-apple - Αννώνη η φολιδωτή (Annona squamosa)) και την cherimoya (A. cherimola). Τώρα πλέον, τόσο το soursop όσο και το sweetsop, καλλιεργούνται ευρέως για τους καρπούς τους και στον Παλαιό Κόσμο.[13]

Ορισμένα μέλη από τις μαγνολιίδες (magnoliids) έχουν χρησιμεύσει ως σημαντικά προσθετικά τροφίμων. Έλαιο από το sassafras, παλαιότερα χρησιμοποιείτο ως βασικό άρτυμα τόσο στη root beer όσο και στο αναψυκτικό sarsaparilla.[14] Το πρωταρχικό συστατικό, υπεύθυνο για τη γεύση του ελαίου είναι η σαφρόλη (safrole), αλλά δεν χρησιμοποιείται πλέον ούτε στις Ηνωμένες Πολιτείες ή τον Καναδά. Το 1960 και τα δυο έθνη, απαγόρευσαν τη χρήση της σαφρόλης (safrole) ως προσθετικού τροφίμων, ύστερα από το αποτέλεσμα των μελετών, που αποδείκνυαν ότι η σαφρόλη προήγαγε την ηπατική βλάβη και τους όγκους στα ποντίκια.[15] Η κατανάλωση κάτι περισσότερο από μια μικρή ποσότητα του ελαίου, προκαλεί ναυτία, εμετό, παραισθήσεις και ρηχή γρήγορη αναπνοή. Είναι πολύ τοξική, και μπορεί να βλάψει σοβαρά τους νεφρούς.[16] Εκτός από την προηγούμενη χρήση της, ως προσθετικό τροφίμων, η σαφρόλη (safrole) είτε από τη Sassafras, είτε από την Ocotea cymbarum, είναι επίσης ο πρωταρχικός προάγγελος για τη σύνθεση της MDMA (methylenedioxymethamphetamine), κοινώς γνωστή ως το ναρκωτικό έκσταση.[17]

Οι καρποί από το μοσχοκάρυδο, είναι μια πηγή του παραισθησιογόνου μυριστικίνη.

Άλλα μαγνολιίδες (magnoliids), είναι επίσης γνωστές για τις ναρκωτικές, παραισθησιογόνες ή παραλυτικές τους ιδιότητες. Το Πολυνησιακό ποτό kava παρασκευάζεται από τις ρίζες του κονιορτοποιημένου Piper methysticum και έχει τόσο καταπραϋντικές όσο και ναρκωτικές ιδιότητες.[13] Χρησιμοποιείται σε όλο τον Ειρηνικό στις κοινωνικές εκδηλώσεις ή μετά τη δουλειά, για χαλάρωση. Ομοίως, ορισμένοι γηγενείς λαοί του Αμαζονίου, λαμβάνουν παραισθησιογόνο ταμπάκο, το οποίο γίνεται από το ξηρό και κονιορτοποιημένο ρευστό, το οποίο εκκρίνεται από τον φλοιό των δέντρων Virola.[6] Άλλη παραισθησιογόνος ένωση, η μυριστικίνη (myristicin), προέρχεται από το μπαχαρικό μοσχοκάρυδο.[18] Όπως και με τη σαφρόλη (safrole), η κατάποση του μοσχοκάρυδου σε ποσότητες, μπορεί να οδηγήσει σε παραισθήσεις, ναυτία και εμετό, με τα συμπτώματα διαρκούν επί αρκετές ημέρες.[19] Πιο σοβαρή αντίδραση, προέρχεται από τη δηλητηρίαση με rodiasine και demethylrodiasine, τα δραστικά συστατικά σε εκχύλισμα καρπών από τη Chlorocardium venenosum. Αυτές οι χημικές ουσίες, παραλύουν μυς και νεύρα, καταλήγοντας σε τετάνου τύπου αντιδράσεις σε ζώα. Οι λαοί του Cofán, δυτικότερα του Αμαζονίου στην Κολομβία και του Εκουαδόρ, χρησιμοποιούν την ένωση ως δηλητήριο, στις άκρες των βελών τους κατά το κυνήγι.[20]

Δεν είναι όλα τα αποτελέσματα του χημικών ενώσεων στις μαγνολιίδες (magnoliids) επιζήμια. Κατά τους προηγούμενους αιώνες, οι ναυτικοί χρησιμοποιούσαν τον Χειμωνιάτικο Φλοιό, από το δέντρο Drimys winteri της Νότιας Αμερικής, για να αποκρούσουν την έλλειψη βιταμινών του σκορβούτου.[13] Σήμερα, η benzoyl εκχυλίζεται από τη Lindera benzoin (τον κοινό μπαχαρικόθαμνο [spicebush]) για χρήση ως προσθετικό τροφίμων και δερματικό φάρμακο, λόγω των αντιβακτηριακών και αντιμυκητιακών ιδιοτήτων του.[21] Ναρκωτικά τα οποία εκχυλίζονται από τον φλοιό της Μαγνόλιας (Magnolia), εδώ και πολύ καιρό, χρησιμοποιείτο στην παραδοσιακή Κινεζική ιατρική. Επιστημονική διερεύνηση της magnolol και honokiol, έχουν αφήσει υποσχέσεις για τη χρήση τους στην οδοντική υγεία. Και οι δυο ενώσεις επιδεικνύουν αποτελεσματική αντιβακτηριακή δραστικότητα έναντι βακτηρίων που είναι υπεύθυνα για τη δυσοσμία του στόματος (halitosis) και την τερηδόνα (dental caries).[22][23] Αρκετά μέλη της οικογένειας των Αννωνοειδών (Annonaceae) είναι επίσης υπό έρευνα για χρήσεις μιας ομάδας χημικών ουσιών που αποκαλούνται acetogenins. Η πρώτη acetogenin η οποία ανακαλύφθηκε, ήταν η uvaricin, η οποία όταν χρησιμοποιείται σε ζωντανούς οργανισμούς, έχει αντι-λευχαιμικές ιδιότητες. Άλλες acetogenins, έχουν ανακαλυφθεί με ανθελονοσιακές και αντικαρκινικές ιδιότητες και μερικές ακόμη αναστέλλουν την αντιγραφή του HIV στις εργαστηριακές μελέτες.[24]

Πολλά είδη μαγνολιίδων (magnoliid) παράγουν αιθέρια έλαια στα φύλλα, το κορμό ή την ξυλεία τους. Το δέντρο Virola surinamensis (Βραζιλιάνο "μοσχοκάρυδο") περιέχει trimyristin, το οποίο εκχυλίζεται υπό τη μορφή λίπους και χρησιμοποιείται στα σαπούνια και κεριά, καθώς επίσης και στα shortenings.[25] Άλλα αρωματικά πτητικά έλαια έχουν εκχυλιστεί από την Aniba rosaeodora (έλαιο τριανταφυλλόξυλου - bois-de-rose oil), Cinnamomum porrectum, το Κιννάμωμον η Κασσία (Cinnamomum cassia) και τη Litsea odorifera για τον αρωματισμό των σαπουνιών.[26] Αρώματα κατασκευάζονται επίσης και από ορισμένα από αυτά τα έλαια· το ylang-ylang προέρχεται από τα άνθη της Cananga odorata και χρησιμοποιείται από τις γυναίκες των Αράβων και των Σουαχίλι.[13] Μια ένωση που λέγεται βούτυρο του μοσχοκάρυδου παράγεται από το ίδιο δέντρο, όπως και το μπαχαρικό με αυτή τη ονομασία, αλλά το μυρωδάτο «βούτυρο» χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία είτε ως λιπαντικό, παρά σαν τρόφιμο.

Οι μαγνολιίδες (magnoliids) αποτελούν επίσης σημαντικές πηγές μπαχαρικών και βοτάνων οι οποίες χρησιμοποιούνται για τη βελτίωση της γεύσης των τροφίμων, περιλαμβάνοντας τα μπαχαρικά μαύρο πιπέρι, κανέλα, μοσχοκάρυδο και το βότανο δάφνη.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Τα πέταλα (φυτολογία), είναι τροποποιημένα φύλλα τα οποία περιβάλλουν τα αναπαραγωγικά μέρη των λουλουδιών.
  2. Το αρσενικό όργανο του άνθους, το οποίο αποτελείται (συνήθως) από τον μίσχο και ένα τμήμα που φέρει γύρη (ανθήρα).
Παραπομπές σημειώσεων


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Jeffrey D. Palmer, Douglas E. Soltis and Mark W. Chase (2004). «The plant tree of life: an overview and some points of view». American Journal of Botany 91 (10): 1437–1445 (Fig.2). doi:10.3732/ajb.91.10.1437. PMID 21652302. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2010-10-09. https://web.archive.org/web/20101009220630/http://www.amjbot.org/cgi/content/full/91/10/1437. Ανακτήθηκε στις 2016-01-15. 
  2. ICBN, Art. 16
  3. The Angiosperm Phylogeny Group (2009). «An update of the Angiosperm Phylogeny Group classification for the orders and families of flowering plants: APG III». Botanical Journal of the Linnean Society 161: 105–121. doi:10.1111/j.1095-8339.2009.00996.x. 
  4. Soltis, P. S.; D. E. Soltis (2004). «The origin and diversification of Angiosperms». American Journal of Botany 91 (10): 1614–1626. doi:10.3732/ajb.91.10.1614. PMID 21652312. http://www.amjbot.org/cgi/content/abstract/91/10/1614. 
  5. Cantino, Philip D.; James A. Doyle; Sean W. Graham; Walter S. Judd; Richard G. Olmstead; Douglas E. Soltis; Pamela S. Soltis; Michael J. Donoghue (2007). «Towards a phylogenetic nomenclature of Tracheophyta». Taxon 56 (3): E1–E44. doi:10.2307/25065865. 
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 Cronquist, Arthur (1981). An Integrated System of Classification of Flowering Plants. New York: Columbia University Press. ISBN 0-231-03880-1. 
  7. 7,0 7,1 Thorne, R. F. (1992). «Classification and geography of the flowering plants». Botanical Review 58: 225–348. doi:10.1007/BF02858611. 
  8. 8,0 8,1 Dahlgren, R.M.T. (1980). «A revised system of classification of angiosperms». Botanical Journal of the Linnean Society 80 (2): 91–124. doi:10.1111/j.1095-8339.1980.tb01661.x. 
  9. 9,0 9,1 Thorne, R. F. (2000). «The classification and geography of the flowering plants: Dicotyledons of the class Angiospermae». Botanical Review 66 (4): 441–647. doi:10.1007/BF02869011. 
  10. «An update of the Angiosperm Phylogeny Group classification for the orders and families of flowering plants: APG II». Botanical Journal of the Linnean Society 141 (4): 399–436. 2003. doi:10.1046/j.1095-8339.2003.t01-1-00158.x. ISSN 0024-4074. 
  11. «Angiosperms». The New Encyclopaedia Britannica. 13. 1994, σσ. 634–645. 
  12. Kopp, Lucille E. (1966). «A taxonomic revision of the genus Persea in the Western Hemisphere. (Persea-Lauraceae)». Memoirs of the New York Botanical Garden 14 (1): 1–117. 
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 Heywood, V. H. (ed.) (1993). Flowering Plants of the World (updated έκδοση). New York: Oxford University Press. σελίδες 27–42. ISBN 0-19-521037-9. CS1 maint: Extra text: authors list (link)
  14. Hester, R. E.· Roy M. Harrison (2001). Food safety and food quality. Royal Society of Chemistry. σελίδες 118. ISBN 0-85404-270-9. 
  15. Hayes, Andrew Wallace (2001). Principles and Methods of Toxicology (4th έκδοση). CRC Press. σελ. 518. ISBN 1-56032-814-2. 
  16. «Sassafras oil overdose». New York Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Ιουνίου 2008. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουλίου 2008. 
  17. «MDMA and MDA producers using Ocotea cymbarum as a precursor». Microgram Bulletin XXXVIII (11). 2005. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2008-07-23. https://web.archive.org/web/20080723082303/http://www.usdoj.gov/dea/programs/forensicsci/microgram/mg1105/mg1105.html. Ανακτήθηκε στις 2016-01-15. 
  18. Shulgin, Alexander T. (1966-04-23). «Possible implication of myristicin as a psychotropic substance». Nature 210 (5034): 380–384. doi:10.1038/210380a0. PMID 5336379. 
  19. Panayotopoulos, D. J.; D. D. Chisholm (1970). «Hallucinogenic effect of nutmeg». British Medical Journal 1 (5698): 754. doi:10.1136/bmj.1.5698.754-b. PMID 5440555. 
  20. Kostermans, A. J.; Homer V. Pinkley; William L Stern (1969). «A new Amazonian arrow poison: Ocotea venenosa». Botanical Museum Leaflets, Harvard University 22 (7): 241–252. 
  21. Zomlefer, Wendy B. (1994). Guide to Flowering Plant Families. Chapel Hill: University of North Carolina Press. σελίδες 29–39. ISBN 0-8078-2160-8. 
  22. Greenberg, M; P. Urnezis; M. Tian (2007). «Compressed mints and chewing gum containing magnolia bark extract are effective against bacteria responsible for oral malodor». Journal of Agricultural and Food Chemistry 55 (23): 9465–9469. doi:10.1021/jf072122h. PMID 17949053. http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/17949053. 
  23. Chang, B; Lee Y; Ku Y; Bae K; Chung C. (1998). «Antimicrobial activity of magnolol and honokiol against periodontopathic microorganisms». Planta Medica 64 (4): 367–369. doi:10.1055/s-2006-957453. PMID 9619121. http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/9619121. 
  24. Pilar Rauter, Amélia (2002). «Toxicity of Some species of Annona Toward Artemia Salina Leach and Biomphalaria Glabrata Say». Natural Products in the New Millennium: Prospects and Industrial Application. Springer Science+Business Media. σελίδες 540 pages. ISBN 1-4020-1047-8. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουλίου 2008.  Unknown parameter |coauthors= ignored (|author= suggested) (βοήθεια)
  25. Pereira Pinto, Gerson (1951). «Contribuição ao estudo químico do Sêbo de Ucuúba». Boletim Técnico do Instituto Agronômico do Norte 23: 1–63. 
  26. Kostermans, A. J. G. H. (1957). «Lauraceae». Communication of the Forest Research Institute, Indonesia 57: 1–64. 


Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]