Μίνωας Καλοκαιρινός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Μίνωας Ανδρέου Καλοκαιρινός)
Μίνως Καλοκαιρινός
Ο Μίνωας Καλοκαιρινός
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Μίνως Καλοκαιρινός (Ελληνικά)
Γέννηση1843[1]
Ηράκλειο
Θάνατος1907[1] ή 5ιουλ. / 18  Οκτωβρίου 1907γρηγ.
Ηράκλειο
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΕλληνικά
ΣπουδέςΕθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταιστορικός της τέχνης
αρχαιολόγος
έμπορος
Οικογένεια
ΑδέλφιαΛυσίμαχος Καλοκαιρινός

Ο Μίνωας Ανδρέου Καλοκαιρινός (1843, Ηράκλειο Κρήτης - 5 Οκτωβρίου, 1907 Hράκλειο) ήταν Έλληνας έμπορος και αρχαιοδίφης, ο πρώτος ανασκαφέας της Κνωσού[2] το 1878 στον λόφο Τσελεπί Κεφάλα[3].

Βίος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μίνωας Καλοκαιρινός ήταν το τελευταίο παιδί του μεγαλεμπόρου Ανδρέα Καλοκαιρινού της μεγάλης οικογένειας των Καλοκαιρινών, με τόπο καταγωγής τα Κύθηρα[4]. Μητέρα του ήταν η Μαργιόρα Κρασάκη[2]. Ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του στη Σύρο και κατόπιν εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, όπου παρακολούθησε για ένα χρόνο. Κατόπιν διέκοψε τις σπουδές του εξαιτίας ασθενείας και θανάτου του πατέρα του. Στη συνέχεια το ενδιαφέρον του στράφηκε προς την πατρική περιουσία την οποία διαχειρίστηκε με τον αδελφό του Λυσίμαχο. Η πατρική περιουσία διαιρέθηκε στα δύο και ο Μίνως ασχολήθηκε με σαπωνοποιία και οινοποιία[5].

Το 1869 νυμφεύθηκε τη Σκεύω Κριεζή, κόρη του Υδραίου Εμμανουήλ Κριεζή. Απέκτησε τέσσερα παιδιά, τη Μαρία, τον Ανδρέα, το Λέοντα και τον Οδυσσέα. Το 1898 στη διάρκεια των γεγονότων της 25ης Aυγούστου, φονεύθηκε με αποκεφαλισμό ο αδελφός του Λυσίμαχος, ο πρωτότοκος γιος του και η ανιψιά του Σκεύω. Το σπίτι του πυρπολήθηκε[6], με αποτέλεσμα να καταστραφεί και η αρχαιολογική του συλλογή με τα ευρήματα της Kνωσού[7].

Το 1901 ο Mίνως Kαλοκαιρινός υπέβαλε στη Nομική Σχολή του πανεπιστημίου Aθηνών τη διδακτορική διατριβή του «Nομοθεσία του Bασιλέως της Kρήτης Mίνωος - Περί ακοσμίας εν τω Συντάγματι». Δύο χρόνια αργότερα ορκίστηκε και διορίστηκε δικηγόρος για όλα τα δικαστήρια της Κρήτης. Το 1906 εξέδωσε το έντυπο «Kρητική Aρχαιολογική Eφημερίς»[4].

Κνωσός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1878 ο Μίνωας Καλοκαιρινός μελετώντας κείμενα πηγές ανέσκαψε τον λόφο Τσελεπί Κεφάλα στην περιοχή της Κνωσού, κατόπιν αγοράς του χώρου από τον ιδιοκτήτη του Ζεκυρή Μπέη, Ιμπραήμ Eφεντάκη, που διατήρησε το δικαίωμα επί του 1/3 των ευρημάτων κατά τον τουρκικό αρχαιολογικό νόμο. Χρησιμοποίησε στην ανασκαφή που ακολούθησε 2 εργάτες επί τρεις περίπου εβδομάδες[2]. Παρά τις επανειλημμένες του ενέργειες προς την ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να μεριμνήσει για τη μεταφορά και την εγκατάστασή των τεχνέργων της ανασκαφής του στο κεντρικό μουσείο της Αθήνας, η συλλογή του παρέμεινε στην Κρήτη αφενός εξαιτίας των εμποδίων που έθετε η τουρκική διοίκηση στη νήσο και εξαιτίας των συνεχών ταραχών[8].

Παραπομπές - σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 British Museum person-institution thesaurus. 59013. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  2. 2,0 2,1 2,2 Κόπακα, Κατερίνα (13 Φεβρουαρίου 2007). «Mίνωας Α. Καλοκαιρινός - Ο πρώτος ανασκαφέας της Κνωσού (το 1878)». εφ. Πατρίς. Ανακτήθηκε στις 30 Μαΐου 2016. 
  3. «Μίνωας Καλοκαιρινός: Ο άνθρωπος που οδήγησε τα βήματα του Έβανς». History Report και εφ. Έθνος. 16 Δεκεμβρίου 1999. Ανακτήθηκε στις 30 Μαΐου 2016. 
  4. 4,0 4,1 Κοκολογιάννη, Mαρία (21 Δεκεμβρίου 2003). «ΚΡΗΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΣ». Ε.Λ.Ι.Α. και εφ. ΒΗΜΑ. Ανακτήθηκε στις 30 Μαΐου 2016. [νεκρός σύνδεσμος]
  5. Κόπακα, Κατερίνα (20 Απριλίου 1997). «Το πορτραίτο του Καλοκαιρινού». εφ. Καθημερινή - Αφιέρωμα "Επτά Ημέρες". Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Μαΐου 2016. Ανακτήθηκε στις 30 Μαΐου 2016. 
  6. Καλοκαιρινός, Αλέξης. «Οικία Ανδρέου και Μαρίας Καλοκαιρινού». ΥΠΠΟ. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 30 Μαΐου 2016. 
  7. «Την Κνωσό ανακάλυψε πρώτος ο Ηρακλειώτης έμπορος Μίνωας Καλοκαιρινός!». Μηχανή του Χρόνου. 11 Ιουλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 30 Μαΐου 2016. 
  8. Ρέα Γαλανάκη (2002). Ο αιώνας των λαβυρίνθων. Αθήνα: Καστανιώτης. σελίδες 65–69. ISBN 978-960-03-3343-5.