Μάχη του Σομ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Μάχη του Σομμ)

Συντεταγμένες: 49°58′16″N 2°17′32″E / 49.97111°N 2.29222°E / 49.97111; 2.29222 (Μάχη του Σομμ)

Μάχη του Σομμ
Δυτικό Μέτωπο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου
Cheshire Regiment sentry, Somme, 1916
Άνδρες του 11ου Τάγματος του Συντάγματος Τσέσαϊρ,
κοντά στο La Boisselle, Ιούλιος 1916
Χρονολογία1 Ιουλίου-18 Νοεμβρίου 1916
ΤόποςΣομμ, Πικαρδία, Γαλλία
ΈκβασηΤακτικό πατ, Στρατηγική νίκη των συμμάχων
Αντιμαχόμενοι
Γερμανική Αυτοκρατορία
0
0
0
0
0
0
0
0
0
Ηγετικά πρόσωπα
Δυνάμεις
στην αρχή:
0013 Βρετανικές μεραρχίες
0011 Γαλλικές μεραρχίες
στο τέλος:
0051 Βρετανικές μεραρχίες
0048 Γαλλικές μεραρχίες
στην αρχή:
0010,5 μεραρχίες

στο τέλος:
0050 μεραρχίες

0
Απώλειες
Βρετανία: 419.654
Γαλλία: 00204.253
Σύνολο: 0623.907

μεταξύ των οποίων 146.431 νεκροί ή αγνοούμενοι

100 τανκς
782 RFC αεροπλάνα
Γερμανία: 434.515 [1]
(από τους οποίους 164.055 νεκροί ή αγνοούμενοι)






Στρατιώτες της Νέας Γης σε χαράκωμα τροφοδοσίας, στις 1 Ιουλίου 1916.
Έκρηξη νάρκης, 7:20 το απόγευμα της 1ης Ιουλίου του 1916

Η Μάχη του Σομμ (γαλλικά: Bataille de la Somme, Γερμανικά: Schlacht an der Somme) που έλαβε χώρα από την 1η Ιουλίου έως τις 18 Νοεμβρίου του 1916, στις όχθες του γαλλικού ποταμού Σομμ, ήταν μια από τις πιο φονικές μάχες του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, με 400.000 απώλειες των Βρετανών και περισσότερες από 1.200.000 όλων των εμπολέμων[2].

Οι συμμαχικές δυνάμεις προσπάθησαν να περάσουν μέσα από το γερμανικό μέτωπο κατά μήκος μιας εκτάσεως 40 χλμ. βόρεια και νότια του ποταμού Σομμ στη βόρεια Γαλλία. Ένας από τους στόχους της μάχης ήταν να αποσπάσουν τις γερμανικές δυνάμεις από τη μάχη του Βερντέν. Στο τέλος της μάχης, οι απώλειες στον Σομμ ήταν μεγαλύτερες εκείνων του Βερντέν. Την πρώτη ημέρα της μάχης, την 1η Ιουλίου 1916, ο βρετανικός στρατός θρήνησε 57.470 θύματα, συμπεριλαμβανομένων 19.240 νεκρών. Η 1η Ιουλίου ήταν η πιο αιματηρή ημέρα στην ιστορία του βρετανικού στρατού. Τις ίδιες και παρόμοιες απώλειες είχαν όμως και οι άλλοι στρατοί. Ένας Γερμανός ανώτερος υπάλληλος (ο λοχαγός φον Χέντινγκ) περιέγραψε την ημέρα αυτή ως τον «λασπώδη τάφο του γερμανικού πεζικού». Ο Βρετανός ιστορικός Σερ Τζέιμς Έντμοντς δήλωσε: "Δεν είναι υπερβολή αν υποστηρίξουμε ότι τα θεμέλια της τελικής νίκης στο δυτικό μέτωπο τέθηκαν με τη μάχη του Σομμ το 1916." [3] Για πρώτη φορά, ο Βρετανικός πληθυσμός γνώρισε τη φρίκη του πολέμου με την προβολή της προπαγανδιστικής ταινίας The Battle of the Somme, η οποία περιείχε αυθεντικές σκηνές γυρισμένες τις πρώτες ημέρες στο πεδίο της μάχης.

Προοίμιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η συμμαχική πολεμική στρατηγική του 1916 διατυπώθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος στη διάσκεψη του Σαντιγί (Chantilly), μεταξύ της 6ης και της 8ης Δεκεμβρίου του 1915.
Αποφασίστηκε ότι το επόμενο έτος θα γίνονταν ταυτόχρονες επιθέσεις. Οι Ρώσοι θα έκαναν επίθεση στο ανατολικό μέτωπο, οι Ιταλοί στις Άλπεις και οι Άγγλοι με τους Γάλλους στο δυτικό μέτωπο. Με αυτόν τον τρόπο θα εξουθένωναν τις Γερμανικές δυνάμεις σε όλα τα μέτωπα. Στα τέλη Δεκεμβρίου 1915, ο στρατηγός σερ Ντάγκλας Χέιγκ είχε αντικαταστήσει τον στρατηγό Σερ Τζων Φρεντς που είχε τη θέση του Ανώτατου Διοικητή (Commander-in-Chief) της Βρετανικής Εκστρατευτικής Δύναμης (British Expeditionary Force, BEF).
Ο Χέιγκ προτιμούσε μια επίθεση των Βρετανών στο έδαφος της Φλαμανδίας, - επειδή ήταν κοντά στις γραμμές του ανεφοδιασμού της BEF μέσω του στενού της Μάγχης αλλά και γιατί θα μπορούσε να περιορίσει τους Γερμανούς που, από την ακτή της Βόρειας Θάλασσας του Βελγίου, απειλούσαν με τα υποβρύχιά τους τη Μεγάλη Βρετανία.
Εντούτοις, αν και δεν υπήρξε καμία συγκεκριμένη επίσημη ρύθμιση, οι Βρετανοί ήταν ντε φάκτο ο ελάσσων συνεργάτης στο δυτικό μέτωπο και έπρεπε να συμμορφωθούν με τη στρατηγική της Γαλλίας.
Τον Ιανουάριο του 1916 ο Γάλλος διοικητής στρατηγός Ζοζέφ Ζοφρ, συμφώνησε με το BEF να κάνουν επίθεση στη Φλαμανδία, και κατόπιν περαιτέρω συζητήσεων το Φεβρουάριο, πήραν την απόφαση να συντονίσουν τις γαλλικές και τις βρετανικές δυνάμεις κάνοντας ταυτόχρονη επίθεση βόρεια και νότια της Πικαρδίας στον ποταμό Σομμ.

Τα σχέδια για την κοινή επίθεση είχαν μόλις αρχίσει να παίρνουν μορφή, όταν στις 21 Φεβρουαρίου 1916 εκδηλώθηκε η επίθεση των Γερμανών στο Βερντέν.
Οι Γάλλοι, που αναγκάστηκαν να υπερασπιστούν το Βερντέν, δεν μπόρεσαν να συμμετάσχουν στη μάχη του Σομμ με μεγάλες δυνάμεις, έτσι ώστε το βάρος της μάχης έπεσε στους Βρετανούς.
Η Γαλλία παραχώρησε τρία Σώματα για την έναρξη της επίθεσης (το 10ο Σώμα, το 1ο αποικιακό, και το 35ο Σώμα της 6ης στρατιάς).[4] Ενώ μαινόταν η μάχη του Βερντέν, ο στόχος της επίθεσης στον Σομμ άλλαξε. Αντί για ένα αποφασιστικό χτύπημα εναντίον της Γερμανίας, έγινε τώρα απλός αντιπερισπασμός για την ανακούφιση της πίεσης στο γαλλικό μέτωπο.[5] Εκτός αυτού υπήρχε διαφορά απόψεων μεταξύ του Χέιγκ και του ανώτερου τοπικού διοικητή του, του Στρατηγού Σερ Χένρι Ρόουλινζον, της 4ης βρετανικής στρατιάς GOC, ο οποίος προτιμούσε την τακτική "bite and hold" (»χτύπα και μείνε!«) αντί για την τακτική του Χέιγκ που ήταν τύπου "decisive battle" (»αποφασιστική μάχη«).[6]

Ο τακτικός στρατός της Μεγάλης Βρετανίας, που κατά την έναρξη του πολέμου είχε ισχύ 6 στρατιών, ήταν στο μεταξύ κυριολεκτικά αποδεκατισμένος από τις μάχες του 1914 και του 1915. Οι περισσότεροι στρατιώτες τώρα ήταν εθελοντές του Territorial Force και του Λόρδου Κιτσενερ (Horatio Kitchener, 1st Earl Kitchener of Khartoum), που είχαν αρχίσει να συγκροτούνται από τον Αύγουστο του 1914. Επειδή όμως υπήρχε μεγάλη έλλειψη από διοικούντες αξιωματικούς, γινόντουσαν πολλές προαγωγές χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητες ικανότητες, με αποτέλεσμα να πέφτει γενικά η ποιότητα των στελεχών, και να υπονομεύεται η εμπιστοσύνη των στρατιωτών στους διοικητές,[6] πράγμα που ίσχυε ιδιαίτερα για τον Ρόουλινζον.

Η πρώτη μέρα της μάχης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Της μάχης προηγήθηκαν 5 ημέρες και νύχτες ανελέητου βομβαρδισμού, κατά τον οποίο το βρετανικό βαρύ πυροβολικό έβαλε πάνω από 1,7 εκατομμύρια βλήματα. Την τρίτη ημέρα των βομβαρδισμών, τα αναγνωριστικά αεροπλάνα των Βρετανών ανακοίνωσαν την πλήρη καταστροφή των γερμανικών χαρακωμάτων. Δεκαεπτά νάρκες είχαν τοποθετηθεί επίσης σε σήραγγες κάτω από τα γερμανικά χαρακώματα της πρώτης γραμμής. Οι τρεις μεγαλύτερες σήραγγες περιείχαν περίπου 19 τόνους εκρηκτικά η κάθε μια.
Την πρώτη μέρα της μάχης, 1η Ιουλίου 1916, 4 μεραρχίες της Γαλλικής 6ης Στρατιάς παραταγμένα και από τις δύο πλευρές του ποταμού, 11 μεραρχίες της 4ης και δύο της 3ης Βρετανικής Στρατιάς, ετοιμάστηκαν να επιτεθούν εναντίον της Δεύτερης Γερμανικής Στρατιάς υπό τον διοικητή Φρις φον Μπίλοβ.
Η «ώρα» μηδέν είχε καθοριστεί για τις 7:30 π.μ..
Δέκα λεπτά πιο πριν, ένας αξιωματικός πυροδότησε τη νάρκη κάτω από το χαράκωμα Hawthorn Ridge Redoubt, για άγνωστο λόγο. Στις 7:28 π.μ. οι υπόλοιπες νάρκες απομακρύνθηκαν εκτός από μία που ήταν στο Kasino Point, επειδή είχαν αργήσει. Όταν έφτασε η ώρα μηδέν έγινε απόλυτη σιωπή καθώς το πυροβολικό μετατόπιζε το στόχο του.

Το πεζικό, φορτωμένο με εξοπλισμό βάρους 32 κιλών ανά άνδρα, άρχισε να βγαίνει από τα χαρακώματα και να πεζοπορεί σε ακανόνιστη διάταξη μέσα από τη νεκρή ζώνη με κατεύθυνση τα γερμανικά χαρακώματα Άλλοι είχαν συρθεί ακόμα πιο πριν, μέσα από τη νεκρή ζώνη, μέχρι τα γερμανικά χαρακώματα και περίμεναν να πάψει ο βομβαρδισμός. Οι Βρετανοί πίστευαν ότι με τον ανελέητο βομβαρδισμό θα είχαν κατατροπώσει, αν όχι εξολοθρεύσει, τους Γερμανούς [7], οι οποίοι όμως, επωφελούμενοι της μακρόχρονης στασιμότητας του πολέμου των χαρακωμάτων, εργάστηκαν μεθοδικά και οργάνωσαν σχολαστικά τις θέσεις τους με τσιμεντένια καταφύγια βάθους έως και δέκα μέτρων, ιδανικά γιά προστασία των μονάδων. Έτσι λίγη ζημία υπέστησαν από το μπαράζ του πυροβολικού. Το άλλο που παρατήρησαν οι Άγγλοι όταν επιτέθηκαν ήταν πως και τα συρματοπλέγματα παράμεναν σχεδόν άθικτα, σε αντίθεση με τα δίκτυα επικοινωνιών που διαλύονταν από τους κρατήρες των οβίδων[8].

Παρά τον βαρύ βομβαρδισμό, πολλοί από τους Γερμανούς είχαν επιζήσει και μόλις αυτός έπαψε άρχισαν να υπερασπίζονται τα χαρακώματα προκαλώντας σοβαρότατες απώλειες στους Βρετανούς που τους επιτίθονταν πεζοί και οπλισμένοι, αλλά χωρίς καμία θωράκιση. Από τα 1.437 βρετανικά πυροβόλα, μόνο 467 ήταν βαριά, και μόλις 34 ήταν των 234 mm ή βαρύτερα. Η μάχη που ακολούθησε ήταν μια κόλαση πυρός, όπου και οι δυο πλευρές αλληλοεξολοθρεύονταν με τρομερό πείσμα είτε από μακριά με το πυροβολικό, είτε από μέση απόσταση με κάθε είδους όπλα (πολυβόλα, τουφέκια, βόμβες, χειροβομβίδες), είτε από πολύ κοντά, σώμα με σώμα, με ξιφολόγχες, χειροβομβίδες και πυροβόλα όπλα.

Το σχέδιο επίθεσης του Βρετανικού πεζικού για την 1 Ιουλίου απέτυχε. Επιτυχία είχαν μόνο τα τμήματα των Γάλλων νότια του Μαμέτς και Μοντωμπάν.

Βόρεια της οδού Albert-Bapaume, η μάχη εξελίχθηκε εις βάρος των Βρετανών από πολύ νωρίς. Σε κάποια σημεία, οι Βρετανοί κατόρθωσαν να διεισδύσουν στα γερμανικά χαρακώματα της πρώτης γραμμής, ή ακόμα και στα βοηθητικά χαρακώματα που βρίσκονταν ακριβώς από πίσω. Ήταν όμως πολύ λίγοι και δεν μπόρεσαν να αντέξουν στις γερμανικές αντεπιθέσεις. Εν τέλει οι Γερμανοί βγήκαν στη νεκρή ζώνη και έκαναν αντεπίθεση, αποκλείοντας τους Βρετανούς που δεν μπορούσαν ούτε να συνεχίσουν την πορεία, αλλά ούτε και να στείλουν πίσω αγγελιοφόρους.
Η επικοινωνία ήταν απολύτως ανεπαρκής, και οι διοικητές κατά ένα μεγάλο μέρος ήταν εντελώς χωρίς ενημέρωση σχετικά με την εξέλιξη της μάχης. Μια λανθασμένη είδηση περί δήθεν νίκης του 29ου τμήματος στο Beaumont Hamel οδήγησε στη μοιραία διαταγή, να προχωρήσουν οι εφεδρείες και να μπουν και αυτές μέσα στη μάχη. Το 1ο σύνταγμα από τη Νέα Γη δεν μπόρεσε να φτάσει στα χαρακώματα. Το μεγαλύτερο μέρος του τάγματος σκοτώθηκε προτού να φτάσει την πρώτη γραμμή, η δεύτερη σοβαρότερη απώλεια ταγμάτων της ημέρας. Οκτακόσιοι ένας από αυτό το τάγμα μπήκαν στον πεδίο μάχης εκείνη η ημέρα και μόνο 68 ξαναβγήκαν σώοι, ενώ πάνω από 500 έπεσαν νεκροί. Σχεδόν μια ολόκληρη γενιά των μελλοντικών αξιωματικών της Νέας Γης σκοτώθηκε.
Προς τιμήν τους, το 1ο τάγμα της Νέας Γης ονομάστηκε "Βασιλικό σύνταγμα της Νέας Γης" ("The Royal Newfoundland Regiment") από τον Γεώργιο τον Ε΄.
Η βρετανική έφοδος στην οδό Albert-Bapaume σημείωσε πλήρη αποτυχία, παρ' όλη την έκρηξη των δύο ναρκών στην περιοχή Οβιγιέ-λα-Μπουαζέλ (Ovillers-la-Boisselle). Η ιρλανδική ταξιαρχία "Τάινσάιντ" (Tyneside) του 34ου τμήματος είχε ξεκινήσει για την επίθεση. Σε απόσταση σχεδόν ένα μίλι από τη γερμανική πρώτη γραμμή και εντελώς ακάλυπτοι πεζοπορούσαν, ενώ τα πολυβόλα των Γερμανών τους θέριζαν κυριολεκτικά.

Στα νότια, τα γαλλικά στρατεύματα σημείωσαν μεγαλύτερη επιτυχία. Το γαλλικό πυροβολικό, που ήταν περισσότερο και πιο έμπειρο στη μάχη από τους Άγγλους, ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικό, επιτυγχάνοντας όλους τους στόχους της πρώτης μέρας, από την πόλη Μοντωμπάν μέχρι και τον ποταμό Σομμ. Εκτός αυτού, οι Γάλλοι είχαν άλλη νοοτροπία. Ενώ οι Βρετανοί είχαν πάρα πολύ λεπτομερή σχέδια δράσης, που έκαναν τους στρατιώτες να μην έχουν καθόλου πρωτοβουλία, οι Γάλλοι είχαν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων και μπορούσαν να αντιδρούν αποτελεσματικότερα στην εκάστοτε περίπτωση.

Αν και το γαλλικό 20ό Σώμα είχε απλά εφεδρικό ρόλο, η βοήθειά του στη μάχη ήταν σημαντική. Το 1ο Αποικιακό Σώμα βγήκε από τα χαρακώματα στις 9:30 π.μ. για να παραπλανήσει τους Γερμανούς. Η παραπλάνηση αυτή είχε επιτυχία και μέσα σε λιγότερο από μια ώρα, είχε καταληφθεί τα χωριά Φε (Fay), Ντομπιέρ (Dompierre) και Μπεκινκούρ (Becquincourt) και είχαν κάνει μια βάση στο οροπέδιο Φλοκούρ (Flaucourt). Ολόκληρη η γερμανική πρώτη γραμμή είχε πέσει στα χέρια των Γάλλων. Στις 11:00 π.μ. η δεύτερη γραμμή - που σχημάτιζαν τα χωριά Ασβιγιέ (Assevillers), Ερμπκούρ (Herbecourt) και Φεγιέρ (Feuillères) - έπεσε αμέσως χωρίς να χρειαστούν ούτε καν ενισχύσεις.

Δεξιά του αποικιακού Σώματος το 35ο Σώμα επίσης επιτέθηκε στις 9:30 π.μ. αλλά, έχοντας μόνο ένα τμήμα στην πρώτη γραμμή, προχωρούσε με μεγάλη δυσκολία. Εντούτοις, όλοι οι στόχοι της πρώτης ημέρας επιτεύχθηκαν. Τα Γερμανικά χαρακώματα είχαν εντελώς συντριβεί, και ο εχθρός είχε αιφνιδιαστεί εντελώς από την επίθεση. Οι Γάλλοι είχαν προωθηθεί 1,5 χλμ και 2 χλμ στα βόρια και νότια αντίστοιχα.

Ένας τραυματίας του στρατού της Νέας Γης μεταφέρεται στο Beaumont Hamel

Μερικά Βρετανο-Ιρλανδικά τμήματα κατόρθωσαν να προχωρήσουν αρκετά. Σε γενικές γραμμές όμως, η πρώτη ημέρα της μάχης του Σομμ ήταν αποτυχία. Οι Βρετανοί είχαν υποστεί απώλειες 19.240 νεκρών και 35.493 τραυματιών, 2.152 αγνοουμένων και 585 αιχμαλώτων. Ανάμεσα στα θύματα ήταν και πολλοί αξιωματικοί.

Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων από γερμανικής πλευράς δεν είναι γνωστός, επειδή οι Γερμανοί μετρούσαν τις απώλειες τους μόνον ανά δέκα μέρες. Υπολογίζεται όμως ότι οι Γερμανοί είχαν 8.000 θύματα στο βρετανικό μέτωπο, 2.200 των οποίων ήταν αιχμάλωτοι πολέμου. Η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ των βρετανικών και γερμανικών θυμάτων ήταν στο Οβιγέ, όπου το 8ο βρετανικό τμήμα υπέστη 5.121 θύματα, ενώ το γερμανικό 180ό σύνταγμα είχε μόνο 280 θύματα.

Οι υπόλοιπες μέρες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άποψη του πεδίου της μάχης από τον αέρα, όπως την είδε η κάμερα από βρετανικό αερόστατο κοντά στο Μπεκούρ (Bécourt)

Στις 10:00 μ.μ. την 1η Ιουλίου, ο διοικητής της βρετανικής τέταρτης στρατιάς, Στρατηγός Σερ Χένρι Ρόουλινζον, έδωσε εντολή να συνεχιστεί η επίθεση. Μέσα στη γενική σύγχυση και από λανθασμένες ειδήσεις κατά μήκος της μακράς ιεραρχίας, οι Βρετανοί έκαναν μέρες πολλές για να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος της καταστροφής. Ο Χέιγκ ανέθεσε στον υπολοχαγό Χούμπερτ Γκοχ να αναλάβει το βόρειο τομέα, ενώ η τέταρτη στρατιά έλεγχε το νότιο τομέα. Ο Γκοχ αναγνώρισε την τραγωδία στον τομέα του και διέταξε τον άμεσο τερματισμό της επίθεσης - μέχρι τις 3 Ιουλίου.

Οι Βρετανοί αγνοούσαν επίσης και τη μικρή επιτυχία τους στα νότια της οδού Albert-Bapaume, όπου είχαν κάνει μια κάποια πρόσβαση. Σήμερα είναι γνωστό ότι υπήρξε για ένα χρονικό διάστημα ένα μεγάλο απροστάτευτο άνοιγμα στο γερμανικό μέτωπο μεταξύ Οβιγιέ και Λονγκεβάλ (Longueval).

Στις 3 Ιουλίου, μια αναγνωριστική περίπολος του 18ου (ανατολικό) τμήματος εισέβαλε δύο μίλια στο γερμανικό έδαφος χωρίς να βρει καμία αντίσταση ή να συναντήσει αμυντικές θέσεις. Οι Βρετανοί άφησαν την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη και οι Γερμανοί κάλυψαν το κενό εγκαίρως.

Το δάσος του Mametz ήταν ακόμα έρημο μέχρι τις 3 Ιουλίου, αλλά ανακαταλήφθηκε από τους Γερμανούς την επόμενη ημέρα και έμεινε υπό την κατοχή τους μέχρι τις 10 Ιουλίου, όταν το κατέλαβαν οι Εγγλέζοι μετά από δύο αιματηρές μάχες. Στη θέση «High Wood» και στο δάσος του Ντελβίλ (Delville) συνέχισαν να διαδραματίζονται πολλές αιματηρές μάχες, μέχρι που έπεσαν στα χέρια των Βρετανών τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο, μετά από πολλούς νεκρούς.

Τον Αύγουστο, ο Ρόουλινζον έγραψε σχετικά με την περίοδο 1-4 Ιουλίου:

Αυτές οι τέσσερις ημέρες κατά πάσα πιθανότητα θα μπορούσαν να μας είχαν επιτρέψει να κερδίσουμε την πλήρη κατοχή της εχθρικής τρίτης γραμμής υπεράσπισης, αφού εκείνη την περίοδο (οι Γερμανοί) ήταν μισοτελειωμένοι... Με αρρωσταίνει η σκέψη του »τι θα μπορεί να είχε γίνει«."
Χενρυ Ρόουλινζον

Ενώ οι Βρετανοί προσπαθούσαν ακόμα να ανασυγκροτήσουν τις επιθέσεις τους, οι Γάλλοι συνέχισαν τη γρήγορη κατάληψη εδάφους στα νότια του Σομμ. Οι κρίσιμες μέρες στην επίθεση ήταν η 3 και 4 Ιουλίου, όταν η δυνατότητα μιας σημαντικής νίκης φαίνονταν πραγματικά επιτεύξιμη. Η κατάσταση άρχισε όμως να αλλάζει γρήγορα υπέρ των Γερμανών. Το 20ό Σώμα των Γάλλων αναγκάστηκε να σταματήσει την κάθοδό του στα βόρεια προκειμένου να περιμένει τους Βρετανούς για να έρθουν και αυτοί. Λόγω της καθυστέρησης των Βρετανών όμως ξέσπασε αντίδραση στον γαλλικό στρατό. Εν τω μεταξύ, οι Γάλλοι συνέχισαν τις επιθέσεις, και μέχρι το βράδυ της 3 Ιουλίου κατέλαβαν τις τοποθεσίες Φριζ (Frise), δάσος του Méréaucourt, Ερμπεκούρ (Herbécourt), Μπυσκούρ (Buscourt), δάσος του Chapitre, Φλοκούρ (Flaucourt) και Ασβιγέ (Asseviller), συλλαμβάνοντας 8.000 Γερμανούς αιχμαλώτους, ενώ με την κατάληψη του οροπεδίου Φλοκούρ ο Φερντινάν Φος κέρδισε ένα στρατηγικό σημείο για το βαρύ πυροβολικό προς ενίσχυση και υποστήριξη του 20ού Σώματος στο βόρειο πεδίο της μάχης. Οι Γάλλοι συνέχισαν την επίθεσή τους και στις 5 Ιουλίου κατέλαβαν το Εμ (Hem). Στις 8 Ιουλίου έπεσαν και οι θέσεις Αρντεκούρ-ο-Μπουά (Hardecourt-aux-Bois) και Κτήματος Μονασί (Monacu Farm) (ένα πραγματικό οχυρό, που προστατευόταν από ζώνη καμουφλαρισμένων πολυβόλων στο κοντινό έλος) ακολουθούμενα από τα Μπιάς (Biaches), Μεζονέτ (Maisonnette) και το οχυρό Biaches στις 9 και 10 Ιουλίου.

Εντός δέκα ημερών, η γαλλική 6η Στρατιά είχε κατορθώσει να διεισδύσει σε βάθος 10 χλμ σε μέτωπο σχεδόν 20 χλμ. Είχε καταλάβει ολόκληρο το οροπέδιο Φλοκούρ (από όπου υπεράσπισε την πόλη Περόν (Péronne)[ασαφές] συλλαμβάνοντας 12.000 αιχμαλώτους και καταλαμβάνοντας 85 πυροβόλα, 26 ναρκοθέτες, 100 πολυβόλα και πολλά πυρομαχικά, όλα αυτά με ελάχιστες απώλειες. Για τους Βρετανούς, οι πρώτες δύο εβδομάδες της μάχης ήταν σειρά αποτυχιών. Από τις 3 έως τις 13 Ιουλίου, η τέταρτη στρατιά του Ρόουλινζον πραγματοποίησε 46 επιθέσεις με συνέπεια 25.000 θύματα, αλλά καμία σημαντική πρόοδο. Αυτό έκανε φανερή τη διαφορά μεταξύ της στρατηγικής του Χέιγκ και των γαλλικών αντιστοίχων. Ενώ ο Χέιγκ είχε σκοπό να διατηρηθεί η συνεχής πίεση στον εχθρό, ο Ζοφρ και ο Φος προτίμησαν να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους και να προετοιμάσουν ένα ενιαίο, ισχυρό χτύπημα.

Από μια συγκεκριμένη άποψη, η μάχη του Σομμ ήταν μια σημαντική στρατηγική επιτυχία για τους Συμμάχους, αφού στις 12 Ιουλίου, ο Γερμανός Φάλκενχάιν (Falkenhayn) διέκοψε τη μάχη του Βερντέν λόγω της μάχης του Σομμ και της γενικής κατάστασης στο ανατολικό μέτωπο.

Στον ποταμό Σομμ ο γερμανικός στρατός του φον Μπίλοβ δεν θα ήταν σε θέση να υπομείνει τις συνεχείς βρετανικές και γαλλικές επιθέσεις χωρίς ενισχύσεις, αφού οι δυνάμεις των συμμάχων ήταν αριθμητικά τριπλάσιες των Γερμανών. Στις 19 Ιουλίου, οι γερμανικές δυνάμεις αναδιοργανώθηκαν με αρχηγούς τον φον Μπίλοβ και τον φον Γκάλλβιτζ. Ο φον Μπίλοβ διοικούσε την 1η Γερμανική Στρατιά και ήταν αρμόδιος για το βόρειο μέτωπο, ενώ ο στρατηγός Μαξ φον Γκάλβιτζ ήταν διοικητής της 2ης Στρατιάς και κάλυπτε το νότιο μέτωπο.

Επιπλέον, ο φον Γκάλβιτζ έγινε διοικητής ομάδας στρατιών, αρμόδιος και για τους δύο γερμανικούς στρατούς στο μέτωπο του ποταμού Σομμ.

Στις 2 Ιουλίου, επτά γερμανικές μεραρχίες κατευθύνονταν στον ποταμό Σομμ για να ενισχύσουν το μέτωπο, ενώ άλλες επτά θα ακολουθούσαν την επόμενη εβδομάδα. Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, οι Γερμανοί αντέταξαν 35 πρόσθετες μεραρχίες στο βρετανικό μέτωπο και άλλες επτά μεραρχίες στο γαλλικό μέτωπο. Οι εφεδρικές δυνάμεις των Γερμανών είχαν εξασθενήσει δραματικά, αφού τους είχε μείνει μόνο μια εφεδρική μεραρχία. Οι Βρετανοί αποσκοπούσαν στην εξασθένηση των Γερμανών και την αποδυνάμωση των μετώπων. Για αυτό το λόγο συνέχισαν τις επιθέσεις. Η πιο αιματηρή και αποτυχημένη από τις μάχες που ακολούθησαν ήταν αυτή του Φρομέλ στις 19 - 20 Ιουλίου, απέναντι του υψώματος «Aubers» στην τοποθεσία Αρτουά (Artois). Θρήνησαν 7.080 Αυστραλούς και Βρετανούς στρατιώτες χωρίς να καταλάβουν κανένα έδαφος.

Η μάχη του Μπαζεντέν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Μάχη του Μπαζεντέν

Στις 14 Ιουλίου (ημέρα της Βαστίλης στη Γαλλία), ο τέταρτος στρατός ήταν τελικά έτοιμος για να επαναλάβει την επίθεση στο νότιο τομέα. Η επίθεση, γνωστή ως μάχη του Μπαζεντέν, στόχευε στη κατάληψη της γερμανικής δεύτερης αμυντικής θέσης που εκτεινόταν κατά μήκος του λόφου της οροσειράς Μπαζεντέν (Bazentin), στην οδό Albert–Bapaume, το νοτιοανατολικό σημείο προς τα χωριά Γκιγιεμόν (Guillemont) και Γκινσύ (Ginchy). Οι στόχοι ήταν να καταληφθούν τα χωριά Μπαζεντέν λε Πετί, Μπαζεντέν λε Γκραν και Λονγκεβάλ (Longueval), τα οποία ήταν δίπλα στο δάσος του Delville. Πέρα από αυτήν τη γραμμή, στην αντίστροφη κλίση της κορυφογραμμής, βρίσκεται ένα άλλο δάσος, το Οτ Φορέ (Haut Forêt).

Η 21η μεραρχία κάνει επίθεση στο Μπαζεντέν λε Πετί, 14 Ιουλίου 1916. Η κόκκινη διακεκομμένη γραμμή δείχνει το πεδίο της μάχης στις 9.00 π.μ.

Ιδιαίτερη αντίθεση σημειώνεται μεταξύ της προετοιμασίας και της εκτέλεσης αυτής της επίθεσης σε σύγκριση με τις αντίστοιχες ενέργειες της 1ης Ιουλίου. Η επίθεση στην οροσειρά Μπαζεντέν έγινε από τέσσερις μεραρχίες σε ένα μέτωπο 5,5 χλμ με τα στρατεύματα να ξεκινούν στις 3:25 π.μ. τα χαράματα, μετά από έναν πεντάλεπτο βομβαρδισμό αιφνιδιασμού.

Ήδη κατά τη διάρκεια του πρωινού, η πρώτη φάση της επίθεσης ήταν πλήρης επιτυχία και, όπως και την 1η Ιουλίου, το γερμανικό μέτωπο έσπασε. Αλλά και πάλι, όπως και την 1η Ιουλίου, οι Βρετανοί δεν μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία. Στην προσπάθειά τους αυτή, πραγματοποιήθηκε η διασημότερη δράση του πολεμικού ιππικού στη μάχη του Σομμ, όταν οι 7th Dragoon Guards και το 2nd Deccan Horse προσπάθησαν να καταλάβουν το δάσος του High Wood. Πιθανώς οι Βρετανοί να κατελάμβαναν το High Wood, αλλά οι Γερμανοί είχαν αρχίσει να συνέρχονται και έτσι, μετά τη νύχτα της 14ης Ιουλίου, αναγκάστηκαν να αποσυρθούν την επόμενη ημέρα.

Οι Βρετανοί είχαν μια βάση στο High Wood και θα συνέχιζαν να το υπερασπίζονται για πολλές ημέρες, όπως και το δάσος του Ντελβίλκαι το γειτονικό Λονγκεβάλ. Δυστυχώς όμως, παρ'όλη την προσωρινή επιτυχία της 14ης Ιουλίου, ακόμα δεν είχαν μάθει πώς να κερδίζουν τις μάχες στα χαρακώματα. Στη νύχτα της 22ας Ιουλίου, ο Ρόουλινζον διέταξε επίθεση χρησιμοποιώντας έξι μεραρχίες κατά μήκος του μετώπου της 4ης στρατιάς, που απέτυχε εντελώς. Οι Γερμανοί είχαν αρχίσει να αλλάζουν την τακτική τους: αντί να πολεμάν στα χαρακώματα άρχισαν να σχηματίζουν ένα ευέλικτο σύστημα άμυνας έτσι ώστε να δυσκολεύουν το πυροβολικό που τους βομβάρδιζε.

Μάχες στο Ποζιέρ και στο Μουκέ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μάχη του Σομμ (1940)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, επαναλήφθηκαν οι γαλλογερμανικές συγκρούσεις στην περιοχή του Σομμ. Μετά τη διάσπαση στο Σεντάν και την εκμηδένιση της γραμμής Μαζινό το γερμανικό Γενικό Επιτελείο αποφάσισε να συνεχίσει τις επιχειρήσεις στο εσωτερικό της Γαλλίας. 48 μεραρχίες, υπό τον στρατηγό Γκερντ φον Ρούντστεντ κατευθύνθηκαν νότια της γραμμής Μαζινό, ενώ ο στρατηγός Μαξίμ Βεϋγκάν είχε αρχίσει ευρείες αμυντικές επιχειρήσεις στην περιοχή του ποταμού Σομμ. Στις 5 Ιουνίου 1940, οι Γερμανοί άρχισαν να σφυροκοπούν τα οχυρώματα των Γάλλων από όλες τις πλευρές. Τα γερμανικά στρατεύματα, που είχαν κυριεύσει τη Δουνκέρκη υπό τις διαταγές του Ρούντστεντ, έσπασαν εύκολα τη γαλλική άμυνα, και στις 8 Ιουνίου 1940 ο ποταμός Σομμ παρακάμφθηκε. Πλέον, όλη η βόρεια Γαλλία ανήκε στους Γερμανούς και οι μηχανοκίνητες γερμανικές φάλαγγες, με τη βοήθεια των στούκα δεν βρήκαν καμιά αντίσταση στην πορεία τους προς το Παρίσι, το οποίο κυριεύθηκε στις 4 Ιουνίου 1940.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. German casualities
  2. Adriessen, J.H.S. (2006). Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Αθήνα: Καρακώτσογλου. σελ. 346. 
  3. Edmonds, James Edward. History of the Great War Based on Official documents (Military Operations: France and Belgium, 1916). MacMillian and Company, Ltd., 1932. p.xiii
  4. Doughty, Robert A. Pyrrhic Victory: French Strategy and Operation in the Great War. Cambridge, MA: The Belknap Press of Harvard University, 2005. p.291
  5. Regan, Geoffrey. The Guinness Book of More Military Blunders (London: Guinness Publishing, 1993), p.154.
  6. 6,0 6,1 Regan, ibid., p.155.
  7. Gordon Corrigan (Mud, Blood and Poppycock, p.274) has defended these orders as military necessity, thus:

    Critics of the Somme make much of what they see as insistence on parade ground precision, with men being ordered to walk and keep in line. This had nothing to do with ceremonial parades, but was a perfectly sensible rule to ensure that control was not lost, that men were not shot by their own side, and that they all arrived on the objective together and in a fit state to engage the enemy. Scorn is also poured on the need for the attacking infantry to carry packs weighing sixty pounds. This is one of the enduring myths of the First World War, and derives from an imperfect reading of Field Service Regulations. In fact, it was everything that the man carried and wore that weighed sixty pounds: the uniform he stood up in, the boots on his feet, his weapon and its ammunition. In the attack large packs were left behind, and the small pack contained only the essentials for the operation. That said, each man still had to carry his entrenching tool, extra rations, two gas helmets, wire cutters, 220 rounds of ammunition, two grenades and two sandbags, while ten picks and fifty shovels were taken by each leading company." This was no light burden, and the follow up troops, coming immediately after those who carried out the actual assault, carried a great deal more.
    It is one thing to capture ground, quite another to hold it. Once into a German position the objective had to be consolidated and held against the inevitable counter attack. This meant that the existing defence works had to be turned round to face the other way, wire obstacles had to be constructed and communications had to be established. Ammunition, grenades and digging implements had to be there, to say nothing of signals cable, water and food, and there was no other way of making all this immediately available to the infantry than by having them carry it with them.

    Others are less generous. Regan (op. cit., p.156) blames Rawlinson's distrust of the New Army troops and his belief they would be inclined to just dive for cover if given the opportunity, despite warnings they would be massacred. The Germans professed astonishment, with reason.

  8. Adriessen, J.H.S. (2006). Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Αθήνα: Καρακώτσογλου. σελ. 347. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Video και DVD[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • The Battle Of The Somme [1916]
  • Die Schlacht an der Somme, EAN 4-014270-194075, ISBN 987-3-8312-9407-7

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]