Κοινό κρυολόγημα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Κρυολόγημα)
Κοινό κρυολόγημα
Οι ρινοϊοί προκαλούν τα περισσότερα κρυολογήματα
Ειδικότηταοικογενειακή ιατρική, λοιμωξιολογία και ωτορινολαρυγγολογία
Συμπτώματαβήχας, Πονόλαιμος, καταρροή της μύτης, πυρετός, Εμβοές, Ροχαλητό, πονοκέφαλος, Φτάρνισμα και ρινική συμφόρηση
Ταξινόμηση
ICD-10J00
ICD-9460
DiseasesDB31088
MedlinePlus000678
eMedicinemed/2339
MeSHD003139

Το κοινό κρυολόγημα, γνωστό και ως ρινοφαρυγγίτιδα, οξεία ρινοφαρυγγίτιδα ή απλώς κρυολόγημα, είναι μια εξαιρετικά μεταδοτική νόσος του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, η οποία προσβάλλει κυρίως τη μύτη. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν βήχα, πονόλαιμο, ρινική καταρροή (ρινόρροια) και πυρετό. Τα συμπτώματα υποχωρούν συνήθως μέσα σε 7-10 ημέρες, ορισμένα, ωστόσο, μπορούν να διαρκέσουν μέχρι και 3 εβδομάδες. Ο αριθμός των ιών που μπορούν να προκαλέσουν κοινό κρυολόγημα υπερβαίνει τους διακόσιους, με πιο συχνό τον ρινοϊό.

Οι οξείες λοιμώξεις της μύτης, των ιγμορείων, του λαιμού ή του λάρυγγα (λοίμωξη της ανώτερης αναπνευστικής οδού) κατηγοριοποιούνται ανάλογα με την περιοχή του σώματος που έχει προσβληθεί περισσότερο. Το κοινό κρυολόγημα προσβάλλει κατά κύριο λόγο τη μύτη, η φαρυγγίτιδα το λαιμό και η ιγμορίτιδα τα ιγμόρεια. Τα συμπτώματα είναι αποτέλεσμα της απόκρισης του ανοσοποιητικού συστήματος στη λοίμωξη παρά της καταστροφής των ιστών από τους ίδιους τους ιούς. Η πρωταρχική μέθοδος πρόληψης ενάντια στη λοίμωξη είναι το πλύσιμο των χεριών, ενώ αποδεικτικά στοιχεία υποστηρίζουν και την αποτελεσματικότητα της χρήσης ιατρικής μάσκας.

Δεν υπάρχει θεραπεία για το κοινό κρυολόγημα, παρά μόνο για την καταπολέμηση των συμπτωμάτων του. Πρόκειται για την πιο συχνή μεταδοτική νόσο στον άνθρωπο. Οι ενήλικες εμφανίζουν 2-3 κρυολογήματα το χρόνο, ενώ τα παιδιά από 6 έως 12. Πρόκειται για μια λοίμωξη που ταλαιπωρεί την ανθρωπότητα από την αρχαιότητα.

Ενδείξεις και συμπτώματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα πιο κοινά συμπτώματα του κρυολογήματος είναι ο βήχας, το συνάχι, η ρινική συμφόρηση και ο πονόλαιμος. Επιπρόσθετα συμπτώματα περιλαμβάνουν μυϊκούς πόνους (μυαλγίες), αίσθημα κόπωσης, πονοκέφαλο και απώλεια ορέξεως.[1] Το 40% του πληθυσμού παρουσιάζει πονόλαιμο και το 50% βήχα.[2] Μυϊκοί πόνοι παρουσιάζονται περίπου στις μισές των περιπτώσεων.[3] Παρόλο που ο πυρετός δεν αποτελεί κοινό σύμπτωμα στους ενήλικες, στα βρέφη και τα παιδιά είναι συνήθης.[3] Ο βήχας που προκαλεί το κρυολόγημα είναι συνήθως ήπιος σε σύγκριση με το βήχα της γρίπης (ινφλουέντσα).[3] Ο βήχας και ο πυρετός στους ενήλικες υποδεικνύουν υψηλή πιθανότητα λοίμωξης από τον ιό της γρίπης.[4] Ένας αριθμός των ιών που προκαλούν το κοινό κρυολόγημα μπορεί παρ’ όλα αυτά να μην παρουσιάσει συμπτώματα.[5][6] Οι βλέννες που εκκρίνονται από τους κατώτερους αεραγωγούς (πτύελα) μπορεί να είναι διαυγείς, κίτρινες ή πράσινες. Το χρώμα των βλεννωδών εκκρίσεων δεν υποδεικνύει εάν η λοίμωξη οφείλεται σε βακτήριο ή ιό.[7]

Εξέλιξη της νόσου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κρυολόγημα εκδηλώνεται συνήθως με αίσθημα κόπωσης και ψύχους, φτέρνισμα και πονοκέφαλο, τα οποία μετά από 2 ημέρες περίπου ακολουθούνται από επιπρόσθετα συμπτώματα όπως συνάχι και βήχα.[1] Τα συμπτώματα επιδεινώνονται συνήθως 2-3 ημέρες μετά την έναρξη της λοίμωξης.[3] Συνήθως υποχωρούν μέσα σε 7-10 ημέρες, αλλά μπορούν να διαρκέσουν μέχρι και 3 εβδομάδες.[8] Στο 35-40% των περιπτώσεων που αφορούν παιδιά, ο βήχας διαρκεί πάνω από δέκα ημέρες, ενώ στο 10% των περιπτώσεων υπερβαίνει τις 25 ημέρες.[9]

Αιτιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κοροναϊοί είναι μια ομάδα ιών γνωστή για την πρόκληση του κοινού κρυολογήματος. Κάτω από το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο έχουν στέμμα ή κορωνοειδή μορφή.

Το κοινό κρυολόγημα είναι μια εξαιρετικά μεταδοτική λοίμωξη της ανώτερης αναπνευστικής οδού. Ο ρινοϊός αποτελεί την πιο κοινή αιτία του κοινού κρυολογήματος, στον οποίο οφείλεται το 30-80% των περιπτώσεων. Ο ρινοϊός είναι ένας RNA ιός που ανήκει στην οικογένεια Πικορναϊών. Υπάρχουν 99 γνωστοί τύποι ιών σε αυτήν την οικογένεια ιών. Το κοινό κρυολόγημα μπορεί, ωστόσο, να προκληθεί και από άλλους ιούς.[10][11] Ο κορονοϊός ευθύνεται για το 10-50% των περιπτώσεων, ενώ ο ιός της γρίπης για το 5-15%.[3] Άλλοι ιοί που μπορούν να προκαλέσουν κρυολόγημα είναι ο ιός της ανθρώπινης παραγρίπης, ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός, οι αδενοϊοί, οι εντεροϊοί και ο μεταπνευμονοϊός.[12] Συχνά, η λοίμωξη προκαλείται από τη συνύπαρξη περισσότερων από έναν ιούς.[13] Συνολικά, υπάρχουν πάνω από διακόσιοι διαφορετικοί ιοί που σχετίζονται με τα κρυολογήματα.[3]

Μετάδοση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ιός του κοινού κρυολογήματος μεταδίδεται συνήθως με δύο τρόπους: μέσω της εισπνοής ή της κατάποσης σταγονιδίων στον αέρα ή της επαφής με μολυσμένα αντικείμενα.[2][14] Δεν είναι ακόμα γνωστό ποια είναι η πιο κοινή μέθοδος μετάδοσης της νόσου.[15] Οι ιοί αυτοί μπορούν να επιζήσουν μεγάλα χρονικά διαστήματα στο περιβάλλον. Έπειτα, μεταδίδονται μέσω των χεριών στα μάτια ή τη μύτη, όπου ξεκινά η λοίμωξη.[14] Τα άτομα που βρίσκονται κοντά διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να μολυνθούν.[15] Η μετάδοση των ιών είναι συνηθέστερη σε παιδικούς σταθμούς και σε σχολεία λόγω των φτωχών συνθηκών υγιεινής και της συνύπαρξης πολλών παιδιών τα οποία διαθέτουν ανεπαρκή ανοσία.[16] Αυτές οι λοιμώξεις, στη συνέχεια, μεταδίδονται και στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας.[16] Δεν έχει αποδειχθεί εάν ο ανακυκλούμενος αέρας κατά τη διάρκεια των εμπορικών πτήσεων αποτελεί μέθοδο μετάδοσης της νόσου.[14] Το κρυολόγημα που προκαλείται από ρινοϊούς είναι πιο μεταδοτικό τις 3 πρώτες μέρες των συμπτωμάτων. Μετά το πέρας των 3 ημερών η μεταδοτικότητά του μειώνεται κατά πολύ.[17]

Καιρικές συνθήκες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κλασική θεωρία, στην οποία η νόσος οφείλει το όνομά της, είναι πως το κρυολόγημα μεταδίδεται με την παρατεταμένη έκθεσή μας σε κρύο καιρό, όπως στη βροχή ή σε χειμερινές συνθήκες.[18] Ο ρόλος της μείωσης της θερμοκρασίας του σώματος ως παράγοντας κινδύνου είναι αμφιλεγόμενος.[19] Κάποιοι από τους ιούς που προκαλούν το κοινό κρυολόγημα είναι εποχιακοί και κάνουν την εμφάνισή τους πιο συχνά κατά τις περιόδους κρύου ή υγρασίας.[20] Πιστεύεται πως η πρωταρχική αιτία είναι ο αυξημένος χρόνος παραμονής μεγάλου αριθμού πληθυσμού σε κλειστούς χώρους,[21] ειδικά των παιδιών όταν επιστρέφουν στα σχολεία.[16] Ωστόσο, μπορεί να έχει να κάνει και με αλλαγές στο αναπνευστικό σύστημα, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα την ευκολότερη μετάδοση της λοίμωξης.[21] Τα χαμηλά επίπεδα υγρασίας μπορεί να αυξήσουν τα ποσοστά μετάδοσης λόγω του ξηρού αέρα, ο οποίος επιτρέπει στα σταγονίδια να σκορπίζονται ακόμα πιο μακριά και να παραμένουν στην ατμόσφαιρα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.[22]

Άλλες αιτίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η συλλογική ανοσία, η ανοσία που προκύπτει όταν ένα σύνολο πληθυσμού γίνεται άνοσο απέναντι σε μια συγκεκριμένη λοίμωξη, προκύπτει από προηγούμενη έκθεση σε ιούς του κρυολογήματος. Έτσι, τα ποσοστά αναπνευστικών λοιμώξεων είναι υψηλότερα στις νεαρότερες ηλικίες από ό,τι σε μεγαλύτερες.[23] Η κακή λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος αποτελεί ακόμη έναν παράγοντα κινδύνου για τη νόσο.[23][24] Η έλλειψη ύπνου και η κακή διατροφή έχουν επίσης συσχετισθεί με υψηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης της λοίμωξης μετά από την έκθεση ενός ατόμου στο ρινοϊό. Αυτό συμβαίνει λόγω των επιπτώσεών τους στη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.[25][26]

Παθοφυσιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κοινό κρυολόγημα είναι νόσος της ανώτερης αναπνευστικής οδού.

Τα συμπτώματα του κοινού κρυολογήματος πιστεύεται πως σχετίζονται κυρίως με την απόκριση του ανοσοποιητικού στον ιό.[27] Ο μηχανισμός αυτής της ανοσιακής απόκρισης είναι ειδικός για τον ιό. Για παράδειγμα, ο ρινοϊός μεταδίδεται κυρίως μέσω της άμεσης επαφής.[27] Προσκολλάται με άγνωστες μεθόδους στους υποδοχείς ICAM-1, πυροδοτώντας την ενεργοποίηση μεσολαβητών της φλεγμονής, που με τη σειρά τους παράγουν τα συμπτώματα.[27] Σε γενικές γραμμές, ο ρινοϊός δεν προκαλεί ζημιά στο ρινικό επιθήλιο.[3] Σε αντίθεση, ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός (RSV) μεταδίδεται μέσω της άμεσης επαφής αλλά και των σταγονιδίων που μεταφέρει ο αέρας. Έπειτα, πολλαπλασιάζεται στο εσωτερικό της μύτης και του λαιμού πριν ξεκινήσει να διαδίδεται στην κατώτερη αναπνευστική οδό.[28] Ο RSV προκαλεί ζημιά στο επιθήλιο. Ο ιός της ανθρώπινης παραϊνφλουέντσας προκαλεί συνήθως φλεγμονή στη μύτη, το λαιμό και τους αεραγωγούς.[29] Στα μικρά παιδιά, όταν προσβάλει την τραχεία, μπορεί να προκαλέσει ψευδομεμβρανώδη λαρυγγίτιδα, έντονο βήχα και δυσκολία στην αναπνοή. Αυτό συμβαίνει λόγω του μικρού μεγέθους των αεραγωγών των παιδιών.[29]

Διάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ασθενής με κρυολόγημα

Η διαφορά ανάμεσα στις λοιμώξεις της ανώτερης αναπνευστικής οδού βασίζεται κυρίως στην περιοχή εμφάνισης των συμπτωμάτων. Το κοινό κρυολόγημα προσβάλλει κυρίως τη μύτη, η φαρυγγίτιδα το λαιμό και η βρογχίτιδα τους πνεύμονες.[2] Το κοινό κρυολόγημα χαρακτηρίζεται συχνά ως φλεγμονή της μύτης, ενώ μπορεί να προκαλέσει ως ένα βαθμό φλεγμονή και στο λαιμό.[30] Η αυτοδιάγνωση αποτελεί συνήθη πρακτική.[3] Η απομόνωση των ασθενών είναι σπάνια.[30] Σε γενικές γραμμές, η αναγνώριση του ιού μέσω των συμπτωμάτων είναι αδύνατη[3]

Πρόληψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος πρόληψης του κοινού κρυολογήματος είναι προλαμβάνοντας σωματικά τη διάδοση των ιών.[31] Αυτό περιλαμβάνει κυρίως το πλύσιμο των χεριών και τη χρήση ιατρικών μασκών.[31] Σε νοσοκομειακό περιβάλλον ενδείκνυται η χρήση ιατρικής ρόμπας και γαντιών μιας χρήσης. Η απομόνωση των πασχόντων δεν είναι δυνατή, καθώς η νόσος είναι ευρέως διαδεδομένη και τα συμπτώματα μη συγκεκριμένα. Ο εμβολιασμός έχει αποδειχθεί δύσκολος, καθώς ο αριθμός των ιών που σχετίζονται με τη νόσο είναι πολύ μεγάλος και οι ιοί μεταβάλλονται ταχύτατα.[31] Η ανάπτυξη ενός εμβολίου ευρέος φάσματος προστασίας είναι εξαιρετικά απίθανη.[32]

Το συχνό πλύσιμο χεριών μειώνει τη μετάδοση των ιών του κρυολογήματος. Αυτή η μέθοδος είναι πολύ πιο αποτελεσματική ιδίως στα παιδιά.[33] Δεν είναι γνωστό εάν η χρήση αντιϊκών ή αντιβακτηριδιακών μέσων κατά το καθημερινό πλύσιμο των χεριών αυξάνει τα πλεονεκτήματά του.[33] Η χρήση ιατρικών μασκών κοντά σε πάσχοντες μπορεί να είναι αποτελεσματική. Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν πως η κοινωνική απόσταση είναι ή όχι ωφέλιμη.[33] Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η λήψη συμπληρωμάτων ψευδάργυρου έχει αποτελέσματα στη μείωση του αριθμού των κρυολογημάτων που θα κολλήσει κάποιος.[34] Η τακτική λήψη συμπληρωμάτων βιταμίνης C δε μειώνει τον κίνδυνο ή τη δριμύτητα του κοινού κρυολογήματος. Ωστόσο, η βιταμίνη C είναι πιθανό να μειώσει τη διάρκειά του.[35]

Δεν υπάρχει εμβόλιο για το κοινό κρυολόγημα και το εμβόλιο της γρίπης δεν προστατεύει από το κοινό κρυολόγημα.[εκκρεμεί παραπομπή]

Διαχείριση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αφίσα που ενθαρρύνει τους πολίτες να συμβουλευτούν το γιατρό τους για τη θεραπεία του κοινού κρυολογήματος

Σήμερα δεν υπάρχουν φάρμακα ή φυτικές θεραπείες που να έχει αποδειχθεί ότι μειώνουν τη διάρκεια της λοίμωξης.[36] Η θεραπεία περιλαμβάνει την παροχή ανακούφισης από τα συμπτώματα.[37] Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει την αρκετή ανάπαυση, τη λήψη υγρών για τη διατήρηση της ενυδάτωσης και τις γαργάρες με ζεστό αλατόνερο.[12] Μεγάλο μέρος του οφέλους από τη θεραπεία ωστόσο αποδίδεται στην επίδραση του εικονικού φαρμάκου.[38]

Αντιμετώπιση συμπτωμάτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι θεραπείες που βοηθούν στην ανακούφιση των συμπτωμάτων περιλαμβάνουν τα φάρμακα για την απλή ανακούφιση του πόνου (αναλγητικά) και τη μείωση του πυρετού (αντυπυρετικά) όπως η ιβουπροφαίνη[39] και η ακετανιμοφαίνη/παρακεταμόλη.[40] Τα στοιχεία δεν δείχνουν ότι τα αντιβηχικά είναι πιο αποτελεσματικά από τα φάρμακα για την απλή ανακούφιση του πόνου (αναλγητικά).[41] Επίσης τα αντιβηχικά φάρμακα δεν συστήνονται για χρήση σε παιδιά λόγω της έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων που να υποστηρίζουν την αποτελεσματικότητα και τον κίνδυνο βλαβών.[42][43] Το 2009, ο Καναδάς απαγόρευσε την χρήση μη συνταγογραφούμενων αντιβηχικών φαρμάκων και φαρμάκων για το κρυολόγημα σε παιδιά κάτω των έξι ετών λόγω ανησυχιών σχετικά με τους κινδύνους και τα μη αποδεδειγμένα οφέλη.[42] Η κατάχρηση της δεξτρομεθορφάνης (ενός μη συνταγογραφούμενου αντιβηχικού φαρμάκου) οδήγησε στην απαγόρευσή του σε αρκετές χώρες.[44]

Στους ενήλικες, τα συμπτώματα της ρινικής καταρροής μπορούν να μειωθούν με αντιισταμινικά πρώτης γενιάς. Ωστόσο, τα αντιισταμινικά πρώτης γενιάς συνδέονται με παρενέργειες όπως η υπνηλία.[37] Άλλα αποσυμφορητικά όπως η ψευδοεφεδρίνη είναι επίσης αποτελεσματικά στους ενήλικες.[45] Το ιπρατρόπιο ρινικό σπρέι μπορεί να μειώσει τα συμπτώματα της ρινικής καταρροής, αλλά έχει ελάχιστη επίδραση στην πνιγηρότητα.[46] Τα αντισταμινικά δεύτερης γενιάς δεν φαίνονται να είναι αποτελεσματικά.[47]

Λόγω έλλειψης μελετών, δεν είναι γνωστό εάν η αυξημένη λήψη υγρών βελτιώνει τα συμπτώματα ή βραχύνει την ασθένεια του αναπνευστικού συστήματος.[48] Υπάρχει παρόμοια έλλειψη δεδομένων για τη χρήση του θερμαινόμενου υγρού αέρα.[49] Μία μελέτη διαπίστωσε ότι η γέλη επάλειψης στο θώρακα είναι αποτελεσματική στην παροχή κάποιας ανακούφισης από τα συμπτώματα του νυχτερινού βήχα, της συμφόρησης και της δυσκολίας στον ύπνο.[50]

Αντιοβιοτικά και αντιιικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα αντιβιοτικά δεν έχουν καμία επίδραση κατά των ιογενών λοιμώξεων κι έτσι δεν έχουν καμία επίδραση στο κοινό κρυολόγημα.[51] Τα αντιβιοτικά συνταγογραφούνται συχνά παρόλο που οι παρενέργειές τους προκαλούν συνολική βλάβη.[51][52] Τα αντιβιοτικά συνταγογραφούνται συχνά επειδή οι ασθενείς αναμένουν από τους ιατρούς να τα συνταγογραφήσουν και οι ιατροί θέλουν να βοηθήσουν τους ασθενείς. Η συνταγογράφηση των αντιβιοτικών συμβαίνει επίσης επειδή είναι δύσκολο να εξαιρεθούν τα αίτια των λοιμώξεων που μπορεί να αντιμετωπιστούν με τα αντιβιοτικά.[53] Δεν υπάρχουν αποτελεσματικά αντιιικά φάρμακα για το κοινό κρυολόγημα παρόλο που μερικές προκαταρκτικές έρευνες έχουν δείξει οφέλη.[37][54]

Εναλλακτικές θεραπείες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενώ υπάρχουν πολλές εναλλακτικές θεραπείες που χρησιμοποιούνται για το κοινό κρυολόγημα, δεν υπάρχουν επαρκείς επιστημονικές αποδείξεις για να υποστηρίξουν τη χρήση των περισσότερων θεραπειών.[37] Από το 2010, υπάρχουν ανεπαρκείς αποδείξεις για τη σύσταση υπέρ ή κατά του μελιού ή της ρινικής καταιόνησης.[55][56] Τα συμπληρώματα του ψευδαργύρου μπορούν να μειώσουν τη σοβαρότητα και τη διάρκεια των συμπτωμάτων όταν λαμβάνονται εντός 24 ωρών από την έναρξή τους.[34] Η επίδραση της βιταμίνης C στο κοινό κρυολόγημα, παρόλο που έχει ερευνηθεί εκτενώς, είναι απογοητευτική.[35][57] Οι αποδείξεις για τη χρησιμότητα της εχινάτσιας είναι ασυνεπείς.[58][59] Οι διαφορετικοί τύποι συμπληρωμάτων εχινάτσιας μπορεί να έχουν διαφορετική αποτελεσματικότητα.[58]

Πρόγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κοινό κρυολόγημα είναι γενικά ήπιο και φεύγει μόνο του με τα συμπτώματα να βελτιώνονται σε μία εβδομάδα.[2] Οι σοβαρές επιπλοκές, εάν συμβούν, αφορούν περισσότερο τους πολύ ηλικιωμένους, τους πολύ νεαρούς ή εκείνους που έχουν ανοσοκαταστολή (έχουν εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα).[60] Μπορεί να λάβουν χώρα δευτερογενείς βακτηριακές λοιμώξεις οδηγώντας σε ιγμορίτιδα, φαρυγγίτιδα ή σε λοίμωξη του αυτιού.[61] Υπολογίζεται ότι η ιγμορίτιδα λαμβάνει χώρα στο 8% των περιπτώσεων. Οι λοιμώξεις των αυτιών λαμβάνουν χώρα στο 30% των περιπτώσεων.[62]

Πιθανότητες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κοινό κρυολόγημα είναι η πιο συνηθισμένη ανθρώπινη ασθένεια[60] και επηρεάζει ανθρώπους παγκοσμίως.[16] Οι ενήλικες τυπικά παθαίνουν δύο έως πέντε λοιμώξεις το χρόνο.[2][3] Τα παιδιά μπορεί να περάσουν έξι έως δέκα κρυολογήματα το χρόνο (και μέχρι δώδεκα κρυολογήματα το χρόνο για τα παιδιά σχολικής ηλικίας).[37] Τα ποσοστά συμπτωματικών λοιμώξεων αυξάνονται στα ηλικιωμένα άτομα λόγω εξασθένησης του ανοσοποιητικού συστήματος.[23]

Επιδημιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και το αίτιο του κοινού κρυολογήματος αναγνωρίστηκε μόλις τη δεκαετία του 1950, η ασθένεια συνοδεύει την ανθρωπότητα από τους αρχαίους χρόνους.[63] Τα συμπτώματα και η θεραπεία της περιγράφονται στον αιγυπτιακό πάπυρο Ebers, το παλαιότερο υπάρχον ιατρικό κείμενο, που γράφτηκε πριν από τον 16ο αιώνα π.Χ.[64] Η ονομασία "κοινό κρυολόγημα» άρχισε να χρησιμοποιείται τον 16ο αιώνα, λόγω της ομοιότητας μεταξύ των συμπτωμάτων της και εκείνων της έκθεσης στον κρύο καιρό.[65]

Στο Ηνωμένο Βασίλειο δημιουργήθηκε η Μονάδα του Κοινού Κρυολογήματος (CCU) από το Συμβούλιο Ιατρικών Ερευνών το 1946 και εκεί ανακαλύφθηκε ο ρινοϊός το 1956.[66] Τη δεκαετία του 1970, η CCU επέδειξε ότι η θεραπεία με ιντερφερόνη κατά τη διάρκεια της φάσης επώασης της λοίμωξης από ρινοϊό παρείχε κάποια προστασία έναντι της ασθένειας.[67] Δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί κάποια πρακτική θεραπεία. Η μονάδα έκλεισε το 1989, δύο χρόνια μετά την ολοκλήρωση της έρευνας για τις παστίλιες γλυκονικού ψευδαργύρου στην πρόληψη και θεραπεία των κρυολογημάτων από ρινοϊό. Ο ψευδάργυρος ήταν η μόνη επιτυχημένη θεραπεία που αναπτύχθηκε στην ιστορία της CCU.[68]

Κοινωνική και οικονομική επίδραση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μία αφίσα της Μ. ΒΡΕΤΑΝIΑΣ από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που περιγράφει το κόστος του κοινού κρυολογήματος[69]

Η οικονομική επίδραση του κοινού κρυολογήματος δεν είναι καλά κατανοητή από την πλειοψηφία του κόσμου.[62] Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το κοινό κρυολόγημα οδηγεί σε 75 εκατομμύρια έως 100 εκατομμύρια επισκέψεις σε ιατρούς το χρόνο με συντηρητική εκτίμηση κόστους 7,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων το χρόνο. Οι Αμερικανοί δαπανούν 2,9 δισεκατομμύρια δολάρια σε μη συνταγογραφούμενα φάρμακα. Οι Αμερικανοί δαπανούν επιπλέον 400 εκατομμύρια δολάρια σε συνταγογραφούμενα φάρμακα για την ανακούφιση των συμπτωμάτων.[70] Περισσότεροι από το ένα τρίτο των ανθρώπων που επισκέφτηκαν ιατρό πήραν συνταγή για αντιβιοτικό. Η χρήση των συνταγών για αντιβιοτικά έχει επιπλοκές για την ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά.[70] Υπολογίζεται ότι χάνονται 22 εκατομμύρια έως 189 εκατομμύρια σχολικές ημέρες ετησίως λόγω κρυολογημάτων. Ως αποτέλεσμα, οι γονείς έχασαν 126 εκατομμύρια εργάσιμες ημέρες για να μείνουν σπίτι να φροντίσουν τα παιδιά τους. Όταν προστίθενται στις 150 εκατομμύρια εργάσιμες ημέρες που χάθηκαν επειδή οι εργαζόμενοι υπέφεραν από κρυολόγημα, η συνολική οικονομική επίδραση των εργασιακών απωλειών λόγω κρυολογημάτων υπερβαίνει τα 20 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο.[12][70] Αυτό αναλογεί για το 40% του χρόνου που χάνεται από την εργασία τις Ηνωμένες Πολιτείες.[71]

Ερευνητικές κατευθύνσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έχει δοκιμαστεί ένας αριθμός αντιιικών για την αποτελεσματικότητά τους στο κοινό κρυολόγημα. Από το 2009, κανένα δεν έχει βρεθεί να είναι τόσο αποτελεσματικό όσο και με άδεια χρήσης.[54] Υπάρχουν συνεχιζόμενες δοκιμές του αντιιικού φαρμάκου pleconaril. Δείχνει υποσχόμενο έναντι των πικορναϊών. Υπάρχουν επίσης συνεχιζόμενες μελέτες για τα BTA-798.[72] Η από του στόματος μορφή του pleconaril παρουσίασε θέματα ασφαλείας και μελετάται μορφή σε αεροζόλ.[72]

Οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Maryland, το College Park και το Πανεπιστήμιο του Wisconsin–Madison έχουν χαρτογραφήσει το γονιδίωμα για όλα τα γνωστά στελέχη του ιού που προκαλούν το κοινό κρυολόγημα.[73]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Eccles Pg. 24
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 Arroll, B (2011 Mar 16). «Common cold.». Clinical evidence 2011 (03). PMID 21406124. 
  3. 3,00 3,01 3,02 3,03 3,04 3,05 3,06 3,07 3,08 3,09 Eccles R (November 2005). «Understanding the symptoms of the common cold and influenza». Lancet Infect Dis 5 (11): 718–25. doi:10.1016/S1473-3099(05)70270-X. PMID 16253889. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2012-03-08. https://web.archive.org/web/20120308163537/http://ndmat.hosp.ncku.edu.tw:8080/%E5%85%92%E7%A7%91/Feb-27.pdf. Ανακτήθηκε στις 2012-11-07. 
  4. Eccles Pg.26
  5. Eccles Pg. 129
  6. Eccles Pg.50
  7. Eccles Pg.30
  8. Heikkinen T, Järvinen A (January 2003). «The common cold». Lancet 361 (9351): 51–9. doi:10.1016/S0140-6736(03)12162-9. PMID 12517470. 
  9. Goldsobel AB, Chipps BE (March 2010). «Cough in the pediatric population». J. Pediatr. 156 (3): 352–358.e1. doi:10.1016/j.jpeds.2009.12.004. PMID 20176183. https://archive.org/details/sim_journal-of-pediatrics_2010-03_156_3/page/352. 
  10. Palmenberg, A. C.; Spiro, D; Kuzmickas, R; Wang, S; Djikeng, A; Rathe, JA; Fraser-Liggett, CM; Liggett, SB (2009). «Sequencing and Analyses of All Known Human Rhinovirus Genomes Reveals Structure and Evolution». Science 324 (5923): 55–9. doi:10.1126/science.1165557. PMID 19213880. 
  11. Eccles Pg.77
  12. 12,0 12,1 12,2 «Common Cold». National Institute of Allergy and Infectious Diseases. 27 Νοεμβρίου 2006. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Σεπτεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουνίου 2007. 
  13. Eccles Pg.107
  14. 14,0 14,1 14,2 editors, Ronald Eccles, Olaf Weber, (2009). Common cold (Online-Ausg. έκδοση). Basel: Birkhäuser. σελ. 197. ISBN 9783764398941. 
  15. 15,0 15,1 Eccles Pg.211
  16. 16,0 16,1 16,2 16,3 al.], edited by Arie J. Zuckerman ... [et (2007). Principles and practice of clinical virology (6th ed. έκδοση). Hoboken, N.J.: Wiley. σελ. 496. ISBN 9780470517994. CS1 maint: Extra text: authors list (link) CS1 maint: Extra text (link)
  17. Gwaltney JM Jr, Halstead SB. «Contagiousness of the common cold».  Invited letter in «Questions and answers». Journal of the American Medical Association 278 (3): 256–257. 16 July 1997. http://jama.ama-assn.org/content/278/3/256. Ανακτήθηκε στις 16 September 2011. 
  18. Zuger, Abigail (4 March 2003). «'You'll Catch Your Death!' An Old Wives' Tale? Well...». The New York Times. http://query.nytimes.com/gst/fullpage.html?res=9D02E1DD163FF937A35750C0A9659C8B63. 
  19. Mourtzoukou, EG; Falagas, ME (2007 Sep). «Exposure to cold and respiratory tract infections.». The international journal of tuberculosis and lung disease : the official journal of the International Union against Tuberculosis and Lung Disease 11 (9): 938–43. PMID 17705968. 
  20. Eccles Pg.79
  21. 21,0 21,1 Eccles Pg.80
  22. Eccles Pg. 157
  23. 23,0 23,1 23,2 Eccles Pg. 78
  24. Eccles Pg.166
  25. Cohen S, Doyle WJ, Alper CM, Janicki-Deverts D, Turner RB (January 2009). «Sleep Habits and Susceptibility to the Common Cold». Arch. Intern. Med. 169 (1): 62–7. doi:10.1001/archinternmed.2008.505. PMID 19139325. 
  26. Eccles Pg.160–165
  27. 27,0 27,1 27,2 Eccles Pg. 112
  28. Eccles Pg.116
  29. 29,0 29,1 Eccles Pg.122
  30. 30,0 30,1 Eccles Pg. 51–52
  31. 31,0 31,1 31,2 Eccles Pg.209
  32. Lawrence DM (May 2009). «Gene studies shed light on rhinovirus diversity». Lancet Infect Dis 9 (5): 278. doi:10.1016/S1473-3099(09)70123-9. http://www.thelancet.com/journals/laninf/article/PIIS1473-3099%2809%2970123-9. 
  33. 33,0 33,1 33,2 Jefferson, T; Del Mar, CB, Dooley, L, Ferroni, E, Al-Ansary, LA, Bawazeer, GA, van Driel, ML, Nair, S, Jones, MA, Thorning, S, Conly, JM (2011 Jul 6). «Physical interventions to interrupt or reduce the spread of respiratory viruses.». Cochrane database of systematic reviews (Online) (7): CD006207. doi:10.1002/14651858.CD006207.pub4. PMID 21735402. 
  34. 34,0 34,1 Singh, M; Das, RR (2011 Feb 16). «Zinc for the common cold.». Cochrane database of systematic reviews (Online) (2): CD001364. doi:10.1002/14651858.CD001364.pub3. PMID 21328251. 
  35. 35,0 35,1 Hemilä, Harri; Chalker, Elizabeth; Douglas, Bob; Hemilä, Harri (2007). Hemilä, Harri, επιμ. «Vitamin C for preventing and treating the common cold». Cochrane database of systematic reviews (3): CD000980. doi:10.1002/14651858.CD000980.pub3. PMID 17636648. 
  36. «Common Cold: Treatments and Drugs». Mayo Clinic. Ανακτήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2010. 
  37. 37,0 37,1 37,2 37,3 37,4 Simasek M, Blandino DA (2007). «Treatment of the common cold». American Family Physician 75 (4): 515–20. PMID 17323712. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2007-09-26. https://web.archive.org/web/20070926230125/http://www.aafp.org/afp/20070215/515.html. Ανακτήθηκε στις 2008-09-23. 
  38. Eccles Pg.261
  39. Kim SY, Chang YJ, Cho HM, Hwang YW, Moon YS (2009). Kim, Soo Young, επιμ. «Non-steroidal anti-inflammatory drugs for the common cold». Cochrane Database Syst Rev (3): CD006362. doi:10.1002/14651858.CD006362.pub2. PMID 19588387. 
  40. Eccles R (2006). «Efficacy and safety of over-the-counter analgesics in the treatment of common cold and flu». Journal of Clinical Pharmacy and Therapeutics 31 (4): 309–319. doi:10.1111/j.1365-2710.2006.00754.x. PMID 16882099. https://archive.org/details/sim_journal-of-clinical-pharmacy-and-therapeutics_2006-08_31_4/page/309. 
  41. Smith SM, Schroeder K, Fahey T (2008). Smith, Susan M, επιμ. «Over-the-counter medications for acute cough in children and adults in ambulatory settings». Cochrane Database Syst Rev (1): CD001831. doi:10.1002/14651858.CD001831.pub3. PMID 18253996. 
  42. 42,0 42,1 Shefrin AE, Goldman RD (November 2009). «Use of over-the-counter cough and cold medications in children». Can Fam Physician 55 (11): 1081–3. PMID 19910592. PMC 2776795. http://www.cfp.ca/content/55/11/1081.full. 
  43. Vassilev, ZP; Kabadi, S, Villa, R (2010 Mar). «Safety and efficacy of over-the-counter cough and cold medicines for use in children.». Expert opinion on drug safety 9 (2): 233–42. doi:10.1517/14740330903496410. PMID 20001764. 
  44. Eccles Pg. 246
  45. Taverner D, Latte J (2007). Latte, G. Jenny, επιμ. «Nasal decongestants for the common cold». Cochrane Database Syst Rev (1): CD001953. doi:10.1002/14651858.CD001953.pub3. PMID 17253470. 
  46. Albalawi, ZH; Othman, SS, Alfaleh, K (2011 Jul 6). «Intranasal ipratropium bromide for the common cold.». Cochrane database of systematic reviews (Online) (7): CD008231. doi:10.1002/14651858.CD008231.pub2. PMID 21735425. 
  47. Pratter, MR (2006 Jan). «Cough and the common cold: ACCP evidence-based clinical practice guidelines.». Chest 129 (1 Suppl): 72S-74S. doi:10.1378/chest.129.1_suppl.72S. PMID 16428695. 
  48. Guppy, MP; Mickan, SM, Del Mar, CB, Thorning, S, Rack, A (2011 Feb 16). «Advising patients to increase fluid intake for treating acute respiratory infections.». Cochrane database of systematic reviews (Online) (2): CD004419. doi:10.1002/14651858.CD004419.pub3. PMID 21328268. 
  49. Singh, M; Singh, M (2011 May 11). «Heated, humidified air for the common cold.». Cochrane database of systematic reviews (Online) (5): CD001728. doi:10.1002/14651858.CD001728.pub4. PMID 21563130. 
  50. Paul IM, Beiler JS, King TS, Clapp ER, Vallati J, Berlin CM (December 2010). «Vapor rub, petrolatum, and no treatment for children with nocturnal cough and cold symptoms». Pediatrics 126 (6): 1092–9. doi:10.1542/peds.2010-1601. PMID 21059712. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2020-07-09. https://web.archive.org/web/20200709071815/https://pediatrics.aappublications.org/content/pediatrics/early/2010/11/08/peds.2010-1601.full.pdf. Ανακτήθηκε στις 2012-11-07. 
  51. 51,0 51,1 Arroll B, Kenealy T (2005). Arroll, Bruce, επιμ. «Antibiotics for the common cold and acute purulent rhinitis». Cochrane Database Syst Rev (3): CD000247. doi:10.1002/14651858.CD000247.pub2. PMID 16034850. 
  52. Eccles Pg.238
  53. Eccles Pg.234
  54. 54,0 54,1 Eccles Pg.218
  55. Oduwole, O; Meremikwu, MM, Oyo-Ita, A, Udoh, EE (2010 Jan 20). «Honey for acute cough in children.». Cochrane database of systematic reviews (Online) (1): CD007094. doi:10.1002/14651858.CD007094.pub2. PMID 20091616. 
  56. Kassel, JC; King, D, Spurling, GK (2010 Mar 17). «Saline nasal irrigation for acute upper respiratory tract infections.». Cochrane database of systematic reviews (Online) (3): CD006821. doi:10.1002/14651858.CD006821.pub2. PMID 20238351. 
  57. Heiner, Kathryn A; Hart, Ann Marie; Martin, Linda Gore; Rubio-Wallace, Sherrie (2009). «Examining the evidence for the use of vitamin C in the prophylaxis and treatment of the common cold». Journal of the American Academy of Nurse Practitioners 21 (5): 295–300. doi:10.1111/j.1745-7599.2009.00409.x. PMID 19432914. 
  58. 58,0 58,1 Linde K, Barrett B, Wölkart K, Bauer R, Melchart D (2006). Linde, Klaus, επιμ. «Echinacea for preventing and treating the common cold». Cochrane Database Syst Rev (1): CD000530. doi:10.1002/14651858.CD000530.pub2. PMID 16437427. 
  59. Sachin A Shah, Stephen Sander, C Michael White, Mike Rinaldi, Craig I Coleman (2007). «Evaluation of echinacea for the prevention and treatment of the common cold: a meta-analysis». The Lancet Infectious Diseases 7 (7): 473–480. doi:10.1016/S1473-3099(07)70160-3. PMID 17597571. 
  60. 60,0 60,1 Eccles Pg. 1
  61. Eccles Pg.76
  62. 62,0 62,1 Eccles Pg.90
  63. Eccles Pg. 3
  64. Eccles Pg.6
  65. «Cold». Online Etymology Dictionary. Ανακτήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 2008. 
  66. Eccles Pg.20
  67. Tyrrell DA (1987). «Interferons and their clinical value». Rev. Infect. Dis. 9 (2): 243–9. doi:10.1093/clinids/9.2.243. PMID 2438740. 
  68. Al-Nakib, W; Higgins, PG; Barrow, I; Batstone, G; Tyrrell, DA (December 1987). «Prophylaxis and treatment of rhinovirus colds with zinc gluconate lozenges». J Antimicrob Chemother. 20 (6): 893–901. doi:10.1093/jac/20.6.893. PMID 3440773. 
  69. «The Cost of the Common Cold and Influenza». Imperial War Museum: Posters of Conflict. vads. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Μαρτίου 2012. Ανακτήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 2012. 
  70. 70,0 70,1 70,2 Fendrick AM, Monto AS, Nightengale B, Sarnes M (2003). «The economic burden of non-influenza-related viral respiratory tract infection in the United States». Arch. Intern. Med. 163 (4): 487–94. doi:10.1001/archinte.163.4.487. PMID 12588210. http://archinte.ama-assn.org/cgi/content/full/163/4/487. 
  71. Kirkpatrick GL (December 1996). «The common cold». Prim. Care 23 (4): 657–75. doi:10.1016/S0095-4543(05)70355-9. PMID 8890137. 
  72. 72,0 72,1 Eccles Pg.226
  73. «Genetic map of cold virus a step toward cure, scientists say». Val Willingham (CNN). March 2009. http://www.cnn.com/2009/HEALTH/02/12/cold.genome/. Ανακτήθηκε στις 28 April 2009. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ronald Eccles, Olaf Weber (eds) (2009). Common cold (Online-Ausg. έκδοση). Basel: Birkhäuser. ISBN 978-3764398941. CS1 maint: Extra text: authors list (link)