Κουαρτέτο εγχόρδων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το κουαρτέτο εγχόρδων Hart House το 1935

Ο όρος κουαρτέτο εγχόρδων περιγράφει αφενός ένα μουσικό σύνολο αποτελούμενο από τέσσερις εκτελεστές εγχόρδων μουσικών οργάνων (συνήθως δύο βιολιά, μια βιόλα κι ένα βιολοντσέλο), και αφετέρου ένα κομμάτι γραμμένο για τέτοιο σύνολο. Ως σύνολο, θεωρείται θεμελιώδες μέρος σε ό,τι αφορά τη μουσική δωματίου, διότι αποτελείται από όργανα της ίδιας οικογένειας και διαθέτει μεγάλη τονική έκταση -κάτι αντίστοιχο της χορωδίας. Ως μουσική φόρμα αποτελεί σημαντικότατο μέσο έκφρασης, κυρίως για συνθέτες μετά το 1750.

Κουαρτέτα μπορούν να συντίθενται και με άλλους συνδυασμούς οργάνων, όπως π.χ. τα πνευστά (στην περίπτωση αυτή αναφερόμαστε σε κουαρτέτο πνευστών), τα κρουστά κ.ο.κ. Κατά την ίδια λογική, υπάρχουν και τα κουιντέτα διαφόρων μουσικών οργάνων, τα οποία αποτελούνται από πέντε εκτελεστές· ενδεικτικά, ένα κουιντέτο με πιάνο αποτελείται από ένα κουαρτέτο εγχόρδων και έναν πιανίστα, ωστόσο ένας συνθέτης έχει την ελευθερία να αποκλίνει από τη συγκεκριμένη διάταξη οργάνων.

Ιστορικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τον μουσικολόγο Ντέιβιντ Γουίν Τζόουνς, η καταγωγή του κουαρτέτου εγχόρδων ανάγεται στη μπαρόκ μουσική, όπου μία από τις κυριότερες μουσικές φόρμες ήταν η τριο-σονάτα. Σ' αυτό το είδος, δύο μελωδικά όργανα (π.χ. βιολί, όμποε, φλάουτο) συνοδευόντουσαν από ένα σύνολο συνεχούς βάσιμου, τυπικά ένα τσέμπαλο και μια βιόλα ντα γκάμπα. Εξέλιξη αυτού αποτέλεσε η τετραμερής σονάτα, πρώιμα παραδείγματα της οποίας βρίσκουμε στο έργο του Ιταλού συνθέτη Γκρεγκόριο Αλέγκρι. Μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα η προσθήκη ενός τρίτου μελωδικού οργάνου ήταν συνήθης πρακτική· επιπλέον, το μέρος του πληκτροφόρου άρχισε να εκπίπτει, αφήνοντας τη γραμμή του βάσιμου σε κάποιο βαθύφωνο έγχορδο (βιολοντσέλο ή βιόλα ντα γκάμπα), με πιο πρόσφορο παράδειγμα αυτής της εξελικτικής πρακτικής το έργο του Αλεσάντρο Σκαρλάτι "Sonata à Quattro per due Violini, Violetta, e Violoncello senza Cembalo" (Έξι Τετραμερείς Σονάτες για δύο Βιολιά, Βιολέτα [βιόλα], και Βιολοντσέλο, χωρίς Τσέμπαλο").[1]

Κατά τον ίδιο μουσικολόγο, μια άλλη πιθανή πηγή του κουαρτέτου εγχόρδων είναι και η πρακτική της εποχής να παίζονται έργα για ορχήστρα εγχόρδων από τέσσερις εκτελεστές, με το μέρος του βάσιμου να αποδίδεται αποκλειστικά από ένα βιολοντσέλο.[2]

Η μορφολογία μιας μουσικής σύνθεσης για κουαρτέτο μπορεί να εμπίπτει σε οποιαδήποτε μουσική φόρμα. Την κλασική περίοδο ήταν σύνηθες το πρότυπο των τεσσάρων κινήσεων (μερών), με μεγάλης κλίμακας ανάπτυξη, κατ' αντιστοιχία μιας συμφωνίας: οι εξωτερικές κινήσεις (1η και 4η) είναι γρήγορες, ενώ οι εσωτερικές είναι είτε αργές, είτε παραπέμπουν σε κάποιον χορό της εποχής (π.χ. μενουέτο ή σκέρτσο). Η δομή αυτή κυριάρχησε μέχρι και τα τελευταία κουαρτέτα του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, ο οποίος εισήγαγε κάποιους νεωτερισμούς. Αν και η εν λόγω δομή επικράτησε μεταξύ αρκετών συνθετών του 20ού αιώνα, εντούτοις σταδιακά εγκαταλείφθηκε προς χάρην άλλων μουσικών φορμών.

Η χρυσή εποχή του κουαρτέτου εγχόρδων τοποθετείται με το μνημειώδες έργο του Γιόζεφ Χάιντν, ο οποίος και έλαβε αργότερα το προσωνύμιο Πατέρας του Κουαρτέτου, ωστόσο δεν το εφηύρε ο ίδιος:[3] περί το 1755-57 ο Χάιντν εργαζόταν στην υπηρεσία του βαρόνου Καρλ φον Φίρνμπεργκ, ο οποίος την εποχή εκείνη ζούσε στην εξοχική του έπαυλη στο Weinzierl. Ο βαρόνος είχε την επιθυμία να ακούσει μουσική, αλλά οι διαθέσιμοι μουσικοί ήταν δύο βιολιστές, ένας βιολίστας κι ένας βιολοντσελίστας. Σύμφωνα με τον πρώιμο βιογράφο του Χάιντν, Γκέοργκ Άουγκουστ Γρίσινγκερ, η ιστορία έχει ως εξής:

Η ακόλουθη τυχαία περίσταση τον οδήγησε να δοκιμάσει την τύχη του με τη σύνθεση κουαρτέτων. Κάποιος βαρόνος Φίρνμπεργκ είχε μια έπαυλη στο Weinzierl, αρκετά μακριά από τη Βιέννη, ο οποίος προσκαλούσε από καιρού εις καιρό τον ιερέα του, τον οικονόμο του, τον Χάιντν και τον Αλμπρεχτσμπέργκερ (αδελφό του περίφημου Γιόχαν Γκέοργκ Αλμπρεχτσμπέργκερ, ειδικού στην αντίστιξη) για να παίξουν λίγη μουσική. Ο βαρόνος ζήτησε από τον δεκαοκτάχρονο[4] Χάιντν να γράψει κάτι για τους τέσσερις ερασιτέχνες μουσικούς, και έτσι συνέθεσε το πρώτο του κουαρτέτο. Η θερμή του υποδοχή τον ώθησε να συνεχίσει να γράφει σ' αυτό το είδος.[5]

Άλλα εννέα κουαρτέτα τοποθετούνται στην ίδια περίοδο, τα οποία -εξεδομένα ως Op. 1 και Op. 2[6] είναι σε πέντε κινήσεις με την εξής φόρμα: γρήγορο, μενουέτο και τρίο α΄, αργό, μενουέτο και τρίο β΄, γρήγορο φινάλε. Όπως αναφέρει και ο Finscher, το ύφος τους προσιδιάζει μ' αυτό του παραδοσιακού Αυστριακού ντιβερτιμέντο.[3]

Με μία αποχή από το είδος για κάποια χρόνια, ο Χάιντν αναβιώνει το κουαρτέτο περί το 1769-1772, γράφοντας τα 18 κουαρτέτα Ops. 9, 17, και 20. Η τετραμερής τους φόρμα (βλ. παραπάνω, §3) εδραιώθηκε ως πρότυπο τόσο για τον ίδιο, όσο και για άλλους συνθέτες.

Από την εποχή του Χάιντν και μέχρι τις μέρες μας, το κουαρτέτο εγχόρδων θεωρείται σύνθεση μεγάλου κύρους, αλλά και δείγμα της ταυτότητας ενός συνθέτη. Οι λόγοι μπορεί να οφείλονται εν μέρει στην περιορισμένη ηχητική «παλέτα» σε σχέση μ' αυτήν μιας ορχήστρας, που ωθεί τον συνθέτη να γράψει κάτι που βασίζεται περισσότερο στην ίδια τη μουσική, παρά στη παράθεση (και αντιπαράθεση) ηχητικών χροιών· από την άλλη, υπήρξε παράδοση η σύνθεση αντιστικτικής μουσικής για τέσσερα όμοια όργανα.

Άλλοι συνθέτες της κλασικής εποχής, με τους οποίους άνθισε το είδος του κουαρτέτου εγχόρδων, περιλαμβάνουν τους Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, Λούντβιχ βαν Μπετόβεν και Φραντς Σούμπερτ, οι οποίοι έγραψαν σημαντικό αριθμό κουαρτέτων. Το είδος γνώρισε μια ύφεση κατά τον 19ο αιώνα, οπότε και παρατηρείται το φαινόμενο οι συνθέτες να γράφουν μόνο ένα κουαρτέτο, ίσως ως ένδειξη ότι τα καταφέρνουν κι εκεί, αλλά επιδίδονται κυρίως σε άλλα μουσικά είδη (κυρίως την όπερα) -εξαίρεση μετάξυ άλλων αποτελεί ο Ιταλός συνθέτης Γκαετάνο Ντονιτσέτι, ο οποίος έχει στο ενεργητικό του πλήθος όπερες και κουαρτέτα εγχόρδων. Στον 20ό αιώνα το κουαρτέτο ανακτά την παλιά του αίγλη και εμφανίζονται σπουδαία έργα, όπως αυτά του Άρνολντ Σένμπεργκ, του Μπέλα Μπάρτοκ και κυρίως του Ντμίτρι Σοστακόβιτς.

Τη μεταπολεμική εποχή, το κουαρτέτο υπέπεσε στην υπόληψη της νέας μουσικής σκηνής, ως απομεινάρι του παρελθόντος, μαζί με πλείστα άλλα είδη της κλασικής μουσικής παράδοσης. Ο πρωτοπόρος Γάλλος συνθέτης Πιερ Μπουλέζ έγραψε μόνο ένα κουαρτέτο εγχόρδων (1948-49), ενώ ο υπέρτατης σημασίας Ολιβιέ Μεσιάν δεν ασχολήθηκε ποτέ με το είδος. Μετά τη δεκαετία του 1960 συντελείται μια γενικότερη αναβίωση του είδους και εμφανίζονται νέα έργα στο προσκήνιο, όπως αυτά του Βίτολντ Λουτοσλάφσκι, του Γκιέργκι Λίγκετι, του Λουίτζι Νόνο, ενώ κατά παρέγκλιση της κλασικής φόρμας, ο Καρλχάιντς Στοκχάουζεν γράφει το Helikopter-Streichquartett το 1992-93, για τέσσερις έγχορδους εκτελεστές σε τέσσερα ιπτάμενα ελικόπτερα. Το μακροσκελέστερο κουαρτέτο δε, είναι το υπ' αρ. 2 του Αμερικανού συνθέτη Μόρτον Φέλντμαν (1983), το οποίο έχει διάρκεια περίπου πέντε ώρες, κατά τις οποίες διευρευνεί σε βάθος τα όρια του μουσικού αυτού είδους.

Η παραδοσιακή φόρμα του κουαρτέτου εγχόρδων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα κουαρτέτο εγχόρδων χωρίζεται στις ακόλουθες τέσσερα μέρη, όπως εδραιώθηκε με τα έργα του Χάιντν:

  • 1ο μέρος: Φόρμα σονάτας, Αλέγκρο, στην κύρια τονικότητα (τονική).
  • 2ο μέρος: αργό μέρος, στην τέταρτη βαθμίδα της τονικότητας (υποδεσπόζουσα).
  • 3ο μέρος: Μενουέτο και Τρίο, στην τονική.
  • 4ο μέρος: Φόρμα σονάτας - Ροντό, στην τονική.

Παραλλαγές του κουαρτέτου εγχόρδων μπορούν να γίνουν με την προσθαφαίρεση οργάνων: το κουιντέτο εγχόρδων είναι ένα κουαρτέτο εγχόρδων με την προσθήκη μιας βιόλας ή ενός βιολοντσέλου (ενίοτε και κοντραμπάσου)· το τρίο εγχόρδων αποτελείται από ένα βιολί, μια βιόλα κι ένα βιολοντσέλο· το κουαρτέτο με κλαρινέτο είναι ένα κουαρτέτο εγχόρδων με την προσθήκη ενός κλαρινέτου.

Κατ' επέκταση του κουαρτέτου, εκτός από το κουιντέτο, υπάρχουν και τα εξής δεδομένα σύνολα: σεξτέτο (έξι όργανα), σεπτέτο (επτά όργανα), οκτέτο (οκτώ όργανα) και νονέτο (εννέα όργανα). Σύνολα με δέκα όργανα και άνω θεωρούνται οργανικά σύνολα εν γένει, χωρίς να εμπίπτουν σε κάποια ειδική κατηγορία.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Wyn Jones (2003, 178)
  2. Wyn Jones (2003, 179)
  3. 3,0 3,1 Finscher (2000, 398)
  4. Αυτό θα σήμαινε ότι το συμβάν έλαβε χώρα περί το 1750· κατά τους Finscher, Webster και Feder ο Γκρίσινγκερ λανθάνει.
  5. Griesinger (1810/1963, 13)
  6. ένα εξ αυτών δεν εκδόθηκε, ενώ κάποια από τα πρώιμα κουαρτέτα είναι στην πραγματικότητα συμφωνίες, των οποίων τα μέρη των πνευστών έχουν χαθεί

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Finscher, Ludwig (2000) Joseph Haydn und seine Zeit. Laaber, Germany: Laaber.
  • Griesinger, Georg August (1810/1963) Biographical Notes Concerning Joseph Haydn. Leipzig: Breitkopf und Härtel. English translation by Vernon Gotwals, in Haydn: Two Contemporary Portraits. Milwaukee: University of Wisconsin Press.
  • Webster, James, and Georg Feder (2001), "Joseph Haydn", article in The New Grove Dictionary of Music and Musicians (New York: Grove, 2001). Published separately as a book: The New Grove Haydn (New York: Macmillan 2002, ISBN 0-19-516904-2).
  • Wyn Jones, David (2003) "The origins of the quartet. in Robin Stowell, ed., The Cambridge companion to the string quartet. Cambridge University Press. ISBN 0-521-00042-4.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Francis Vuibert (2009). Répertoire universel du quatuor à cordes, ProQuartet-CEMC[νεκρός σύνδεσμος]. ISBN 978-2-9531544-0-5
  • David Blum (1986). The Art of Quartet Playing: The Guarneri Quartet in Conversation with David Blum, New York: Alfred A. Knopf Inc. ISBN 0-394-53985-0,
  • Arnold Steinhardt (1998).Indivisible by four, Farrar, Straus Giroux. ISBN 0-374-52700-8
  • Edith Eisler (2000). 21st-Century String Quartets, String Letter Publishing. ISBN 1-890490-15-6
  • Paul Griffiths (1983). The String Quartet: A History, New York: Thames and Hudson. ISBN 0-500-01311-X
  • David Rounds (1999), The Four & the One: In Praise of String Quartets, Fort Bragg, CA: Lost Coast Press. ISBN 1-882897-26-9.
  • Robin Stowell, ed (2003) The Cambridge Companion to the String Quartet, Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 0-521-00042-4. A general guide to the history of string quartet ensembles, their repertory, and performance.
  • Charles Rosen (1971). The Classical Style: Haydn, Mozart, Beethoven, Faber & Faber. ISBN 0-571-10234-4 (soft covers): ISBN 0-571-09118-0 (hardback).
  • Reginald Barrett-Ayres (1974). Joseph Haydn and the String Quartet, Schirmer Books. ISBN 0-02-870400-2.
  • Hans Keller (1986). The Great HAYDN Quartets - Their Interpretation, J M Dent. ISBN 0-460-86107-7.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]