Κοντσέρτο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το κοντσέρτο (ιτ. concerto) είναι μουσική σύνθεση όπου ένα σόλο όργανο (και πιο σπάνια, περισσότερα από ένα) αντιπαραβάλλεται με μία ορχήστρα.

Η καταγωγή του κοντσέρτου είναι αρκετά παλιά και προέρχεται από τον 15ο αιώνα, όπου είχε τελείως διαφορετική μορφή: ήταν φωνητικό, για λίγους μονωδούς και σολιστικά όργανα. Αργότερα προστέθηκε χορωδία και ορχήστρα και αυτό το είδος εξελίχθηκε στην καντάτα.

Κατά την περίοδο του Μπαρόκ υπήρχαν τρία είδη οργανικών κοντσέρτων:

  • Το πολυχορικό κοντσέρτο, στο οποίο συμμετείχαν διάφορες ισοδύναμες ομάδες
  • το Κοντσέρτο-Γκρόσο, στο οποίο μια μικρή ομάδα οργάνων (π.χ. ένα κουαρτέτο από βιολιά ή δύο βιολιά και βιολοντσέλο, κουαρτέτο ή κουϊντέτο εγχόρδων ή πνευστών κ.ά.), διαφοροποιείται από τα υπόλοιπα όργανα της ορχήστρας με έναν ξεχωριστό μουσικό ρόλο. Η δομή του ακολουθούσε τη δομή της σονάτας δωματίου ή της εκκλησιαστικής σονάτας.
  • το σόλο κοντσέρτο, για σόλο όργανο και ορχήστρα. Τα σολιστικά όργανα που χρησιμοποιούνταν κυρίως ήταν το βιολί, το όμποε, η τρομπέτα, ή κάποιο πληκτροφόρο όργανο.

Από τον 18ο αιώνα αρχίζει να υποχωρεί το Κοντσέρτο-Γκρόσο και να επικρατεί ο πλέον διαδεδομένος μέχρι τις μέρες μας τύπος του κοντσέρτου: είναι τριμερής (γρήγορο-αργό-γρήγορο), με δομή σονάτας.

  • Πρώτο μέρος: ακολουθεί τη φόρμα σονάτας (έκθεση-επεξεργασία-επανέκθεση), διαμορφωμένη έτσι ώστε να εναλλάσσεται ο σολίστας με την ορχήστρα. Στην εισαγωγή του κοντσέρτου παίζει συνήθως ολόκληρη η ορχήστρα και παρουσιάζει τα δύο βασικά θέματα του έργου. Στη συνέχεια ο σολίστας, που έχει και τον κύριο ρόλο σ' ολόκληρο το έργο, ερμηνεύει τα δύο θέματα, με μετατροπία στο δεύτερο θέμα. Η έκθεση τελειώνει συνήθως με ανοδική δεξιοτεχνική κίνηση του σολίστα που καταλήγει σε τρίλια. Η ορχήστρα οδηγεί στην επεξεργασία, στην οποία συμμετέχει εναλλάξ με τον σολίστα. Στο τέλος της επανέκθεσης υπάρχει ένα σολιστικό και άκρως δεξιοτεχνικό τμήμα, η καντέντσα, που στα παλαιότερα κοντσέρτα, ως την εποχή του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν ήταν συχνά αυτοσχεδιαστική.
  • Δεύτερο μέρος: είναι αργό και μελωδικό.
  • Τρίτο μέρος: γρήγορο και επίσης δεξιοτεχνικό, συνήθως σε μορφή ροντώ.

Τα σολιστικά σημεία του κλασικού κοντσέρτου έχουν χαρακτήρα δεξιοτεχνικό και απαιτούν ιδιαίτερες ικανότητες από τον εκτελεστή, ενώ το τμήμα του κοντσέρτου, το οποίο έχει κατεξοχήν σκοπό την παρουσίαση των ικανοτήτων του σολίστα, είναι η καντέντσα (cadenza).

Τη μουσική μορφή του κοντσέρτου αξιοποίησαν όλοι σχεδόν οι σημαντικοί συνθέτες της Ευρωπαϊκής κλασικής μουσικής με κυρίαρχο, στατιστικά, όργανο το βιολί και το πιάνο. Υπάρχουν όμως και διπλά, ή και τριπλά κοντσέρτα (π.χ. κοντσέρτα για βιολί και πιάνο, για δύο πιάνα (Φέλιξ Μέντελσον-Μπαρτόλντυ), για φλάουτο και άρπα (Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ), για πιάνο, βιολί και βιολοντσέλο (Λούντβιχ βαν Μπετόβεν).

Από τη ρομαντική εποχή άρχισαν να εμφανίζονται παραλλαγές στη δομή του κοντσέρτου, όπως για παράδειγμα τετραμερή κοντσέρτα (Γιοχάνες Μπραμς), ή κοντσέρτα με συνεχόμενα μέρη (όπως του Φραντς Λιστ), ή με επεξεργασία του ίδιου θεματικού υλικού σε όλα τα μέρη (Ρόμπερτ Σούμαν). Παράλληλα αυξανόταν και η δεξιοτεχνία στα σολιστικά μέρη.