Κοινωνικό συμβόλαιο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στην ηθική και πολιτική φιλοσοφία, το κοινωνικό συμβόλαιο είναι μια θεωρία ή μοντέλο, με καταγωγή από την εποχή του Διαφωτισμού, που αφορά ζητήματα για την προέλευση της κοινωνίας και της νομιμότητας της εξουσίας του κράτους πάνω στο άτομο. Η παλαιότερη στον κόσμο εκδοχή της θεωρίας του κοινωνικού συμβολαίου ωστόσο, βρέθηκε στο Μαχάβαστου, ένα κείμενο του πρώιμου Βουδισμού του 2ο αιώνα π.Χ.[1] Επιχειρήματα για το κοινωνικό συμβόλαιο τυπικά υποθέτουν ότι τα άτομα έχουν συγκατατεθεί, είτε ρητά είτε σιωπηρά, για να παραδώσουν κάποιες από τις ελευθερίες τους και να τις υποβάλουν στην αρμόδια αρχή του ηγεμόνα ή κυβερνήτη (ή στην απόφαση μιας πλειοψηφίας), με αντάλλαγμα την προστασία των υπολοίπων δικαιωμάτων τους. Το ζήτημα της σχέσης μεταξύ φυσικών και νομικών δικαιωμάτων, ως εκ τούτου, είναι συχνά μια πτυχή της θεωρίας του κοινωνικού συμβολαίου. Το Κοινωνικό Συμβόλαιο (Du contrat social ou Principes du droit politique) είναι επίσης ο σύντομος τίτλος βιβλίου του 1762 από τον Ζαν-Ζακ Ρουσσώ για αυτό το θέμα.

Παρά το γεγονός ότι οι πρόγονοι της θεωρίας του κοινωνικού συμβολαίου βρίσκονται στην αρχαιότητα, στην Ελληνική και Στωική φιλοσοφία και το Ρωμαϊκό και Κανονικό Δίκαιο, το αποκορύφωμα του κοινωνικού συμβολαίου ήταν στα μέσα του 17ου έως τις αρχές του 19ου αιώνα, όταν αναδύθηκε ως το κυρίαρχο δόγμα της πολιτικής νομιμότητας. Το σημείο εκκίνησης για τις περισσότερες θεωρίες κοινωνικού συμβολαίου είναι η εξέταση της ανθρώπινης κατάστασης υπό την απουσία οποιασδήποτε πολιτικής τάξης, αυτό που ο Τόμας Χομπς όρισε ως η «φυσική κατάσταση".[2] Σε αυτή την κατάσταση, οι ενέργειες των ατόμων δεσμεύονται μόνο από την προσωπική τους δύναμη και συνείδηση. Από αυτή την κοινή αφετηρία, οι θεωρητικοί του κοινωνικού συμβολαίου επιδιώκουν να αποδείξουν, με διάφορους τρόπους, γιατί ένα ορθολογικό άτομο θα συναινέσει οικειοθελώς να εγκαταλείψει τη φυσική του ελευθερία για να αποκτήσει τα οφέλη της πολιτικής τάξης.

Ο Ούγκο Γκρότιους (1625), ο Τόμας Χομπς (1651), ο Σάμουελ Πούφεντορφ (1673), ο Τζων Λοκ (1689), ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ (1762), και ο Ιμμάνουελ Καντ (1797) είναι από τους γνωστότερους θεωρητικούς του 17ου και 18ου αιώνα στο θέμα του κοινωνικού συμβολαίου και των φυσικών δικαιωμάτων. Κάθε ένας τους έλυσε το πρόβλημα της πολιτικής εξουσίας με διαφορετικό τρόπο. Ο Γκρότιους έθεσε ευθέως ότι τα μεμονωμένα ανθρώπινα όντα είχαν φυσικά δικαιώματα. Ο Χομπς ισχυρίστηκε ότι οι άνθρωποι συναίνεσαν να παραιτηθούν των δικαιωμάτων τους υπέρ της απόλυτης κρατικής εξουσίας (είτε δικτατορική εξουσία είτε κοινοβουλευτική). Ο Πούφεντροφ αμφισβήτησε την θέση του Χομπς που εξισώνει την φυσική κατάσταση με τον πόλεμο.

Ο Λοκ πίστευε ότι τα φυσικά δικαιώματα είναι αναπαλλοτρίωτα, και ότι ως εκ τούτου η εξουσία του Θεού υπερίσταται της κυβερνητικής εξουσίας, και ο Ρουσσώ πίστευε ότι η δημοκρατία (αυτοδιοίκηση) ήταν ο καλύτερος τρόπος για την εξασφάλιση της γενικής ευημερίας, διατηρώντας παράλληλα την ατομική ελευθερία στο πλαίσιο ενός κράτους δικαίου. Η έννοια του Λοκ για το κοινωνικό συμβόλαιο συμπεριλήφθηκε στην Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ. Οι θεωρίες κοινωνικού συμβολαίου είχαν εκλείψει τον 19ο αιώνα υπέρ του ωφελιμισμού, Εγελιανισμού, και του Μαρξισμού και αναβίωσαν στον 20ο αιώνα, κυρίως με τη μορφή ενός νοητικού πειράματος από τον Τζον Ρωλς.[3]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. AL Basham, The Wonder That Was India, pp 83
  2. Ο Ρος Χάρισον γράφει ότι "Ο Χομπς φαίνεται ότι εφηύρε αυτό τον χρήσιμο όρο."
  3. Patrick Riley, The Social Contract and Its Critics, chapter 12 in The Cambridge History of Eighteenth-Century Political Thought, Eds.