Κεχρί

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιαπωνική σεταρία (είδος κεχριού)

Το κεχρί είναι η γενική ονομασία διαφόρων ειδών ποωδών φυτών της οικογένειας των Αγρωστωδών (Graminae), τα οποία παράγουν μικρά εδώδιμα σπέρματα και χρησιμοποιούνται ως τροφή του ανθρώπου ή ως ζωοτροφή. Το κεχρί ανακαλύφθηκε και καλλιεργήθηκε συστηματικά για πρώτη φορά στην Κίνα το 7500 π.Χ.[1][2]

Βοτανικά χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα διάφορα είδη κεχριού είναι όλα ετήσια φυτά. Το ύψος του κυμαίνεται από 30 ώς 130 εκατοστόμετρα εκτός του Πεννίζετο το γλαυκό που το ύψος του κυμαίνεται από 1,5 ώς 3 μέτρα. Η ταξιανθία μπορεί να είναι στάχυς, βότρυς ή φόβη. Τα σπέρματα με την εξαίρεση του Penisetum glaucum, παραμένουν μέσα στο φλοιό, μετά το αλώνισμα. Τα αποφλοιωμένα σπέρματα έχουν συνήθως λευκό-κρεμ χρώμα.

Περιγραφή ειδών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κεχρί

Τα κυριότερα είδη είναι:

Άλλα είδη μικρότερου ενδιαφέροντος είναι: Εχινοχλόα η σιτοειδής (Echinochloa frumentacea), Πανικό το σουματρικό (Panicum sumatrense), Διγιτάρια η λεπτή (Digitaria exilis), Paspalum scrobiculatum (Πάσπαλος-), Εραγρώστις η τεφ (Eragrostis tef), Κόιξ το δάκρυ του Ιώβ (Coix lacryma-jobi).

Καλλιέργεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όλα τα είδη κεχριού αναπτύσσονται αντίστοιχα με το σόργο με μόνη διαφοροποίηση ότι ενίοτε η παραγωγή στελεχών (αδέλφωμα) είναι πιο άφθονη. [2]Ο χρόνος τού βλαστικού τους κύκλου είναι σύντομος από 2 έως 3 μήνες για τα πρώιμα και 5 μήνες για τα όψιμα. Το κεχρί μπορεί να αναπτυχθεί και να ωριμάσει αμέσως μετά από μια μικρή περίοδο βροχών, για αυτόν τον λόγο εξαπλώνεται εύκολα στην τροπική ξηρή ζώνη. Όλα τα είδη κεχριού ανέχονται καλά τις υψηλές θερμοκρασίες και την ξηρασία. Η καλλιέργεια του ελάχιστα διαφέρει από την καλλιέργεια άλλων σιτηρών. Γενικά είναι φυτό χωρίς πολλές απαιτήσεις, είναι ανθεκτικό έναντι των ζιζανίων και προσβάλλεται σπάνια από ασθένειες. Καλλιεργείται συνήθως στην Ινδία.

Συγκομιδή και χρήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι 10 μεγαλύτεροι παραγωγοί κεχριού στον κόσμο — 2013
Χώρα Παραγωγή σε (Τόνους) Υποσημειώσεις
Ινδία Ινδία 10.910.000
Νιγηρία Νιγηρία 5.000.000 F
Νίγηρας Νίγηρας 2.955.000 *
Κίνα Κίνα 1.620.000 F
 Μάλι 1.152.331
Μπουρκίνα Φάσο Μπουρκίνα Φάσο 1.109.000 *
Σουδάν Σουδάν 1.090.000
 Αιθιοπία 807.056
Τσαντ Τσαντ 582.000 *
Σενεγάλη Σενεγάλη 572.155
Σύνολο παγκοσμίως 29.870.058 A
No symbol = official figure, * = Unofficial figure, F = FAO estimate, A = May include official, semiofficial or estimated data

Source: Food And Agricultural Organization of United Nations: Economic And Social Department: The Statistical Division

Ο σπόρος αποσπάται εύκολα από το φυτό, για αυτό και η συγκομιδή γίνεται πριν ωριμάσει πλήρως. Η καταλληλότερη εποχή για την συγκομιδή του είναι όταν η φόβη είναι ώριμη από το μέσο του βλαστού και πάνω. Τα σπέρματα είναι δυσμάσητα και η αποφλοίωση τους είναι δύσκολη. Η θρεπτική τους αξία μπορεί να ταυτιστεί με το σιτάρι και το ρύζι. Το κεχρί περιέχει υψηλά ποσοστά υδατανθράκων το περιεχόμενο του σε πρωτείνες κυμαίνεται από 6% ώς 11% και σε λίπη από 1,5% ώς 5%. Το κεχρί έχει ιδιαίτερα έντονη γεύση για αυτό δεν μπορεί να παρασκευαστεί από αυτό ανεβατισμένο ψωμί. Αρτοποιήσιμο γίνεται με την ανάμειξη του με αλεύρι από σιτάρι. Το κεχρί τρώγεται κυρίως ως χυλός ή όπως το ρύζι. Σιμιγδάλι από κεχρί χρησιμοποιείται στην Αφρική στην παρασκευή του κουσκούς. Το κεχρί κυκλοφορεί στην αγορά σε ποικιλίες κίτρινου, λευκού και μαύρου χρώματος. Το έτος 2000 σε παγκόσμια κλίμακα καλλιεργούντο 42.000.000 περίπου στρέμματα. Κύριες χώρες παραγωγής είναι η Ινδία, η Κίνα, η Νιγηρία, ο Νίγηρας, το Μάλι, η Αιθιοπία, η Δυτική Αφρική και το Σουδάν, ως εκ τούτου η παραγωγή του καλύπτεται κατά 97% από αναπτυσσόμενες χώρες. [3][2]Στην Ελλάδα καλλιεργούνται με κεχρί 15.000 στρέμματα (1999).[2]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Lu, Η; Zhang, J; Liu, KB; Wu, N; Li, Y; Zhou, K; Ye, M; Zhang, T και άλλοι. (2009). «Earliest domestication of common millet (Panicum miliaceum) in East Asia extended to 10,000 years ago». Proceedings of the National Academy of Sciences of the United States of America 106 (18): 7367–72. doi:10.1073/pnas.0900158106. PMID 19383791. 
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, τόμος 33. Αθήνα: Πάπυρος Λαρούς. 1999. 
  3. McDonough, Cassandrea M.; Rooney, Lloyd W.; Serna-Saldivar, Sergio O. (2000). «The Millets». Food Science and Technology: Handbook of Cereal Science and Technology (CRC Press) 99 2nd ed: 177–210. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, τόμος 33, σελίδα 227
  • Όπλα Μικρόβια και Ατσάλι του Τζάρεντ Ντάιαμοντ (Jared Diamond). Κεφάλαιο 7. Εκδόσεις: Κάτοπτρο. ISBN 978-960-6717-12-3

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Λεξιλογικός ορισμός του κεχρί στο Βικιλεξικό
  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Millet στο Wikimedia Commons