Καυκασία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αυτό το λήμμα αφορά την περιοχή. Για άλλες χρήσεις, δείτε: Καύκασος (αποσαφήνιση).
Καυκασία
Η οροσειρά του Καυκάσου
Χώρες Αζερμπαϊτζάν
Γεωργία
Ρωσία
Μερικώς αναγνωρισμένα ή μη αναγνωρισμένα κράτη Αμπχαζία
Νότια Οσετία
Ώρες ΖώνηςUTC+4:00, UTC+5:00, UTC+03:00
Πολιτικός χάρτης της περιοχής του Καυκάσου (2008)
Διοικητικός χάρτης του Καυκάσου στην ΕΣΣΔ, 1952-1991.

Ο Καύκασος ή Καυκασία είναι περιοχή στην Ευρασία η οποία συνορεύει στα νότια με το Ιράν, στα νοτιοδυτικά με την Τουρκία, στα δυτικά με τη Μαύρη Θάλασσα, στα ανατολικά με την Κασπία Θάλασσα και στα βόρεια με τη Ρωσία. Ο Καύκασος περιλαμβάνει την Οροσειρά του Καυκάσου και τις γύρω πεδιάδες.

Η Οροσειρά του Καυκάσου χωρίζει την Ασία από την Ευρώπη και οι χώρες της περιοχής θεωρούνται ότι ανήκουν είτε στη μία είτε και στις δύο ηπείρους. Το ψηλότερο σημείο είναι το όρος Ελμπρούς (5,642 μ.) στη Ρωσία, το οποίο είναι το ψηλότερο σημείο στην Ευρώπη.

Η περιοχή είναι γνωστή για τη γλωσσολογική της ποικιλότητα: εκτός των Ινδοευρωπαϊκών και των Τουρκικών γλωσσών, απαντώνται Καρτβελιανές, Βορειοδυτικές Καυκάσιες και Βορειοανατολικές Καυκάσιες οικογένειες γλωσσών, αυτόχθονες στην περιοχή.

Όνομα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος στο Φυσική Ιστορία (77–79) ότι το όνομα του Καυκάσου προέρχεται από το σκυθικό kroy-khasis (λευκός με χιόνια)[1].

Σε όλη την περσική ιστορία, ιδιαίτερα της δυναστείας των Σασσανιδών, η περιοχή του Καυκάσου ήταν το πλέον απομεμακρυσμένο σημείο της επικράτειας, με περιοχές του βόρειου Καυκάσου εξαιρετικά δύσβατες. Για αυτό το μυθικό όρος Καφκούχ, το υψηλότερο βουνό στον κόσμο, μυθολογείται ότι βρισκόταν σε αυτή την περιοχή του κόσμου, μετατρέποντας τον Καύκασο σε σύνορο του κόσμου. Γα αυτό το όνομα Καύκασος αποδόθηκε σε όλη την περιοχή, εξαιτίας της σχέσης του με το μυθολογικό βουνό. Τα σύγχρονα ονόματα είναι παρόμοια, με κύρια διαφορά ότι το σκληρό -f έχει αντικατασταθεί με το μαλακότερο -w και το τελικό -s με το -z.

Σύγχρονα ενδώνυμα:

Προϊστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Ντμανίσι στον χάρτη

Η περιοχή της Τρανσκαυκασίας κατοικείτο από τον Homo erectus από την παλαιολιθική εποχή. Το 1991, απολιθώματα ανθρωπιδών χρονικού βαθους 1,8 εκατομύρια έτη π.π.[2] βρέθηκαν στην αρχαιολογική θέση Ντμανίσι, στη Γεωργία, στον νότιο Καύκασο. Οι ερευνητές ταξινομούν τους απολιθωμένους σκελετούς ως υποείδος Homo erectus georgicus.

Στην παρούσα θέση βρίσκεται η μαρτυρία της παρουσίας ανθρωπιδών έξω οπό την Αφρική[3] και τα κρανία του Ντμανίσι αντιστοιχούν στις πέντε αρχαιότερες ανθρωπίδες που βέθηκαν εκτός Αφρικής. Με αυτό τον τρόπο διαμορφώνεται η υπόθεση ότι διπλασιάζεται ο χρόνος της υποτιθέμενης μετανάστευσης έξω από την ήπειρο[4].

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

πετρόγλυφα στο Γκομπουστάν, Αζερμπαϊτζάν, περί το 10.000 π.Χ.. Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO

Όντας στην περιφέρεια της Τουρκίας, του Ιράν και της Ρωσίας, η περιοχή υπήρξε συχνά αρένα πολιτικής, στρατιωτική, θρησκευτικής και πολιτιστικής αντιπαλότητας και επεκτατισμού για αιώνες. Στο μεγαλύτερο τμήμα της σύγχρονης ιστορίας του ο Καύκασος ήταν συνήθως ενσωματωμένος στον ιρανικό κόσμο[5]. Στις αρχές του 19ου αιώνα η ρωσική αυτοκρατορία απέσπασε οριστικά τα εδάφη του Καυκάσου από την περσική αυτοκρατορία[5].

Υπό τον Ασσουρμπανιπάλ (669-627 π.Χ.) τα όρια της ασσυριακής αυτοκρατορίας έφθασαν ως τα όρη του Καυκάσου. Αργότερα δημιουργήθηκαν τα αρχαία βασίλεια της περιοχής στα οποία περιλαμβάνεται η Αρμενία, η Αλβανία του Καυκάσου, η Κολχίδα και το βασίλειο της Ιβηρίας, μεταξύ άλλων. Αυτά τα βασίλεια ενσωματώθηκαν αργότερα σε διάφορες ιρανικές αυτοκρατορίες, συμπεριλαμβανομένων των Μηδών, της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, της Παρθίας και της αυτοκρατορίας των Σασσανιδών, που κυβέρνησαν συνολικά τον Καύκασο για πολλές εκατοντάδες χρόνια. Το 95-55 π.Χ. υπό τη βασιλεία του Αρμένιου βασιλέα των βασιλέων Τιγράνη του Μεγάλου, το βασίλειο της μείζονος Αρμενίας έγινε αυτοκρατορία, περιλαμβάνοντας ως υποτελείς την Ιβηρία, την Καυκάσια Αλβανία, την Παρθία, την Ατροπατηνή, τη Μεσοποταμία, την Καππαδοκία, την Κιλικία, τη Συρία, το βασίλειο των Ναβαταίων και την Ιουδαία. Μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ. ο ζωροαστρισμός είχε γίνει η κυρίαρχη θρησκεία της περιοχής. Ωστόσο, η περιοχή υπέστη άλλους δύο θρησκευτικούς μετασχηματισμούς. Υπήρξε ισχυρή αντιπαλότητα μεταξύ της Περσίας και της Ρώμης και αργότερα του Βυζαντίου για τα εδάφη του Καυκάσου. Το τελευταίο εισέβαλε στην περιοχή αρκετές φορές, αν και δεν ήταν ποτέ σε θέση να την κρατήσει.

Η δυναστεία των Αρσακιδών της Αρμενίας (μεγάλος κλάδος της δυναστείας των Αρσακιδών της Παρθίας) ήταν η πρώτη χώρα που υιοθέτησε τον χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους (το 301) και ακολούθησαν η Καυκάσια Αλβανία και η Γεωργία με αποτέλεσμα ο χριστιανισμός άρχισε να προσπεράσει τον ζωροαστρισμό. Με τη μουσουλμανική κατάκτηση της Περσίας, η περιοχή τέθηκε υπό την κυριαρχία των Αράβων. Τον 10ο αιώνα, οι Αλανοί (πρωτο-Οσέτες[6]) ίδρυσαν το βασίλειο της Αλανίας, που άκμασε στον βόρειο Καύκασο, περίπου στη θέση Κιρκασίας και της σύγχρονης βόρειας Οσετίας-Αλανίας, μέχρι την καταστροφή της από την εισβολή των Μογγόλων του 1238-1239. Κατά τον 12ο αιώνα ο Γεωργιανός βασιλέας Δαβίδ ο Οικοδόμος εκδίωξε τους μουσουλμάνους από τον Καύκασο και μετέτρεψε το βασίλειο της Γεωργίας σε ισχυρή περιφερειακή δύναμη. Το 1194-1204 ο στρατός της βασίλισσας Ταμάρ διέλυσε τις τουρκικές επιδρομές από νότιοανατολικά και νότια και ξεκίνησε αρκετές επιτυχημένες εκστρατείες στη νότια Αρμενία, ελεγχόμενη τότε από τους Σελτζούκους Τούρκους. Το Γεωργιανό βασίλειο συνέχισε τις στρατιωτικές εκστρατείες στην περιοχή του Καυκάσου. Το αποτέλεσμα των στρατιωτικών εκστρατειών και της προσωρινής πτώσης της βυζαντινής αυτοκρατορίας το 1204, η Γεωργία έγινε το ισχυρότερο χριστιανικό κράτος σε ολόκληρη την περιοχή της Εγγύς Ανατολής, καλύπτοντας το μεγαλύτερο μέρος του Καυκάσου εκτεινόμενοι από το βόρειο Ιράν και τη βορειοανατολική Τουρκία έως τον βόρειο Καύκασο. Η περιοχή του Καυκάσου αργότερα κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς, τους Μογγόλους, τα τοπικά βασίλεια και τα χανάτα και, για άλλη μια φορά, από την Περσία.

Έως τις αρχές του 19ου αιώνα ο νότιος Καύκασος και ένα τμήμα του βορείου Καυκάσου (Νταγκεστάν) αποτελούσαν τμήμα της περσικής αυτοκρατορίας. Το 1813 και το 1828 με τη συνθήκη του Γκουλιστάν και τη συνθήκη του Τουρκμεντσάι αντίστοιχα, οι Πέρσες αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν αμετάκλητα τον Νότιο Καύκασο και το Νταγκεστάν στην αυτοκρατορική Ρωσία[7]. Η Ρωσία κατέλαβε και προσάρτησε το υπόλοιπο του Βορείου Καυκάσου κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα με τον πόλεμο του Καυκάσου (1817-1864).

Η περιοχή ενώθηκε ως ενιαία πολιτική οντότητα δύο φορές - κατά τη διάρκεια του ρωσικού εμφύλιου πολέμου ( Λαϊκή Ομοσπονδιακή Δημοκρατία Υπερκαυκασίας) από τις 9 Απριλίου 1918 έως τις 26 Μαΐου 1918 και υπό σοβιετική διακυβέρνηση (Υπερκαυκασία SFSR) από τις 12 Μαρτίου 1922 έως τις 5 Δεκεμβρίου 1936.

Στη δεκαετία του 1940, περίπου 480.000 Τσετσένοι και Ινγκουσέτες, 120.000 Μπαλκάρ, Καρατσάι και τουρκόφωνοι Μεσχέτ, 200.000 Κούρδοι και τον Γερμανοί του Καυκάσου απελάθηκαν μαζικά προς την Κεντρική Ασία και τη Σιβηρία. Περίπου το ένα τέταρτο από αυτούς έχασαν τη ζωή τους[8].

Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, το 1991, η Γεωργία, το Αζερμπαϊτζάν και η Αρμενία ανεξαρτητοποιήθηκαν. Η περιοχή του Καυκάσου απετέλεσε αντικείμενο διαφόρων εδαφικών διαφορών μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, που οδήγησαν στον πόλεμο του Ναγκόρνο-Καραμπάχ (1988-1994), τη σύγκρουση Οσετίας-Ινγκουσετίας (1989-1991), τον πόλεμο της Αμπχαζίας (1992-1993, τον πρώτο Α΄ τσετσενικό πόλεμο (1994-1996), τον Β΄ τσετσενικό πόλεμο (1999-2009), και τον Ρωσογεωργιανό πόλεμο.

Πολιτική γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με όρους πολιτικούς-γωγραφικούς και πολιτισμικούς ο Καύκασος είναι από τις πιο ποικιλόμορφες περιοχές της γης. Τα έθνη-κράτη ή περιοχές που αποτελούν σήμερα τον Καύκασο είναι το βορειοανατολικό τμήμα της Τουρκίας, η Γεωργία, το Αζερμπαϊτζάν και τμήματα της Ρωσίας και του Ιράν. Τα ρωσικά εδάφη περιλαμβάνουν το Κράι Κρασνοντάρ, το Κράι Σταυρούπολης και τις αυτόνομες δημοκρατίες της Αντιγκέα, της Καλμίκια, του Καρατσάι-Τσερκεσία, του Καμπαρντίνο-Μπαλκάρια, της Βόρειας Οσετίας, της Ινγκουσετίας, της Τσετσενίας και του Νταγκεστάν. Τρεις περιοχές στην περιοχή διεκδικούν την ανεξαρτησία τους, αλλά χωρίς αναγνώριση από τη διεθνή κοινότητα: η Αμπχαζία, το Ναγκόρνο-Καραμπάχ και η Νότια Οσετία.

Δημογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εθνογλωσσικές ομάδες στην περιοχή του Καυκάσου[9]
Κύριο λήμμα: Λαοί του Καυκάσου

Στην περιοχή έχει πολλές διαφορετικές γλώσσες και γλωσσικές οικογένειες. Υπάρχουν περισσότερες από 50 εθνοτικές ομάδες που ζουν στην περιοχή[10]. Αρκετές γλωσσικές οικογένειες είναι μοναδικές στην περιοχή, αλλά ομλούνται και ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, όπως η Αρμενική και η Οσετική και τουρκικές γώσσες, όπως η Αζερμπαϊτζανική και η Καρατσάι-Μπαλκάρ, που ομιλείται στην περιοχή του Αζερμπαϊτζάν. Χρησιμοποιείται, επίσης, ευρέως η Ρωσική ως κοινή γλώσσα.

Σήμερα οι λαοί της Βορείου και Νοτίου Καυκάσου έχουν την τάση να είναι είτε ανατολικοί ορθόδοξοι χριστιανοί, ή σουνίτες μουσουλμάνοι. Το Σιιτικό Ισλάμ είχε πολλούς υποστηρικτές ιστορικά στο Αζερμπαϊτζάν, που βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της περιοχής.

Οικολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Καύκασος είναι περιοχή μεγάλης οικολογικής σημασίας. Η περιοχή περιλαμβάνεται στον κατάλογο των 34 σημαντικότερων τόπων βιοποικιλότητας[11][12]. Είναι καταφύγιο για 6.400 είδη ανώτερων φυτών, 1.600 από τα οποία είναι ενδημικά της περιοχής[13].

Μεταξύ των ενδημικών ζώων περιλαμβάνονται η περσική λεοπάρδαλη, η καφέ αρκούδα, ο λύκος, ο βίσωνας, το ανατολικοευρωπαϊκό κόκκινο ελάφι, ο χρυσαετός, ενώ απαντώνται περίπου 1.000 είδη αράχνης[14]. Το φυσικό τοπίο του Καυκάσου έχει ανάμεικτα δάση, με σημαντικές περιοχές πετρώδους εδάφους στην αλπική ζώνη. Σε γενικές γραμμές η σύνθεση των ειδών του συγκεκριμένου καταφυγίου διαφέρει από οποιοδήποτε άλλο ευρασιατικό καταφύγιο ζώων[15] Τα όρη του Καυκάσου είναι επίσης γνωστά για την αναπαραγωγή του Καυκάσιου ποιμενικού.

Η περιοχή παρουσιάζει υψηλό επίπεδο ενδημισμού και έναν αριθμό σπανίων ζώων και φυτών, εξαιτίας των δασών-καταφυγίων, που επιβίωσαν της τελευταίας φάσης της παγετώδους στην οροσειρά του Καυκάσου. Το καταφύγιο δάσος του Καυκάσου είναι το μεγαλύτερο σε όλη τη Δυτική Ασία[16][15]. Στην περιοχή βρίσκονται πολλοί αντιπρόσωποι σπανίων ομάδων φυτών, με τους πλησιέστερους συγγενείς στην Ανατολική Ασία, τη Νότια Ευρώπη, ακόμα και τη Βόρεια Αμερική[17][18][19]. Επίσης πάνω από 70 είδη σαλιγκαριών του δάσους είναι ενδημικά της περιοχής.[20].

Παραπομπές-σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Φυσική Ιστορία 6:17.
  2. Προ παρόντος αβαθμονόμητα
  3. Vekua, A., Lordkipanidze, D., Rightmire, G. P., Agusti, J., Ferring, R., Maisuradze, G., et al. (2002). A new skull of early Homo from Dmanisi, Georgia. Science, 297:85–9.
  4. Skull suggests three early human species were one: Nature News & Comment
  5. 5,0 5,1 Multiple Authors. «Caucasus and Iran». Encyclopædia Iranica. http://www.iranicaonline.org/articles/caucasus-index. Ανακτήθηκε στις 2012-09-03. 
  6. «Яндекс.Словари». yandex.ru. [νεκρός σύνδεσμος]
  7. Dowling, Timothy C. (2014) Russia at War: From the Mongol Conquest to Afghanistan, Chechnya, and Beyond σσ. 728-730 ABC-CLIO, ISBN 978-1598849486
  8. Weitz, Eric D. (2003). A century of genocide: utopias of race and nation. Princeton University Press. σελ. 82. ISBN 0-691-00913-9. 
  9. «ECMI – European Centre For Minority Issues Georgia». ecmicaucasus.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Σεπτεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 2016. 
  10. «Caucasian peoples». Encyclopædia Britannica. 
  11. Zazanashvili N, Sanadiradze G, Bukhnikashvili A, Kandaurov A, Tarkhnishvili D. 2004. Caucasus. In: Mittermaier RA, Gil PG, Hoffmann M, Pilgrim J, Brooks T, Mittermaier CG, Lamoreux J, da Fonseca GAB, eds. Hotspots revisited, Earth's biologically richest and most endangered terrestrial ecoregions. Sierra Madre: CEMEX/Agrupacion Sierra Madre, 148–153
  12. «WWF – The Caucasus: A biodiversity hotspot». panda.org. 
  13. «Endemic Species of the Caucasus». 
  14. «A faunistic database on the spiders of the Caucasus». Caucasian Spiders. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Μαρτίου 2009. Ανακτήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 2010. 
  15. 15,0 15,1 Tarkhnishvili, D.; Gavashelishvili, A.; Mumladze, L. (2012). «Palaeoclimatic models help to understand current distribution of Caucasian forest species». Biological Journal of the Linnean Society 105: 231. doi:10.1111/j.1095-8312.2011.01788.x. 
  16. van Zeist W, Bottema S. 1991. Late Quaternary vegetation of the Near East. Wiesbaden: Reichert.
  17. Milne RI. 2004. "Phylogeny and biogeography of Rhododendron subsection Pontica, a group with a Tertiary relict distribution". Molecular Phylogenetics and Evolution 33: 389–401.
  18. Kikvidze Z, Ohsawa M. 1999. "Adjara, East Mediterranean refuge of Tertiary vegetation". In: Ohsawa M, Wildpret W, Arco MD, eds. Anaga Cloud Forest, a comparative study on evergreen broad-leaved forests and trees of the Canary Islands and Japan. Chiba: Chiba University Publications, 297–315.
  19. Denk T, Frotzler N, Davitashvili N. 2001. "Vegetational patterns and distribution of relict taxa in humid temperate forests and wetlands of Georgia Transcaucasia". Biological Journal of the Linnean Society 72: 287–332.
  20. Pokryszko B, Cameron R, Mumladze L, Tarkhnishvili D. 2011. "Forest snail faunas from Georgian Transcaucasia: patterns of diversity in a Pleistocene refugium". Biological Journal of the Linnean Society 102: 239–250

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συντεταγμένες: 42°15′40″N 44°07′16″E / 42.26111°N 44.12111°E / 42.26111; 44.12111