Καρύδα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αυτό το λήμμα αφορά τον καρπό. Για το δέντρο, δείτε: κοκοφοίνικας.
Μια καρύδα με τις τρεις χαρακτηριστικές εγκοπές της στο κάτω μέρος της που θυμίζουν ανθρώπινο πρόσωπο

Η καρύδα είναι ο καρπός του φυτού κοκοφοίνικα (Cocos nucifera) που είναι μέλος της οικογένειας των Φοινικοειδών. Είναι το μόνο αποδεκτό είδος στο γένος Cocos.[1] Ο όρος καρύδα μπορεί να αναφέρεται σε ολόκληρο το φυτό (κοκοφοίνικας), τον σπόρο ή τον καρπό, ο οποίος βοτανολογικά είναι δρύπη και όχι κάρυο. Ο όρος προέρχεται από την πορτογαλική και ισπανική λέξη coco, του 16oυ αιώνα, που σημαίνει «κεφάλι» ή «κρανίο» από τις τρεις εγκοπές στο κέλυφος της καρύδας που μοιάζουν με χαρακτηριστικά προσώπου.[2]

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως και άλλα φρούτα, αποτελείται από τρία στρώματα: το εξωκάρπιο, το μεσοκάρπιο και το ενδοκάρπιο. Το εξωκάρπιο είναι πράσινο ή ιώδες. Όταν οι καρύδες πωλούνται συνήθως το εξωκάρπιο έχει αφαιρεθεί. Το μεσοκάρπιο είναι ξυλώδες και ινώδες και το ενδοκάρπιο είναι πολύ σκληρό. Το ενδοκάρπιο έχει τρεις θέσεις εκβλαστήσεις (εγκοπές), τα οποία είναι εύκολα ορατά όταν αφαιρεθεί το εξωκάρπιο και το μεσοκάρπιο. Το ενδοκάρπιο είναι σαρκώδες εξωτερικά και υγρό, γλυκό και γαλακτώδες προς το κέντρο, πλούσιο σε πρωτεΐνες και λιπαρές ουσίες. Μια ώριμη καρύδα ζυγίζει περίπου 1,44 κιλά.

Χρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η καρύδα είναι γνωστή για τη εκτεταμένη χρήση που έχουν τα μέρη της και συναντάται στους τροπικούς.[3] Η καρύδα αποτελεί μέρος της καθημερινής διατροφής πολλών ανθρώπων. Είναι διαφορετική από οποιαδήποτε άλλο φρούτο, επειδή περιέχει μεγάλη ποσότητα από ένα διαυγές υγρό και όταν είναι άγουρη είναι γνωστή ως «tender-nuts» ή «jelly-nuts». Όταν ωριμάσει, εξακολουθεί να περιέχει υγρό και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως σπόρος ή υποβάλλεται σε επεξεργασία για να δώσει έλαιο από τον πυρήνα της, κάρβουνο από το σκληρό κέλυφός της και ίνες (κοκοφοίνικα) από το φλοιό της.

Κοντινή άποψη ινών που προέρχονται από τον ινώδη φλοιό της καρύδας

Το ενδοσπέρμιο αρχικά είναι σε πυρηνική φάση και ανασταλμένο με νερό καρύδας.[4] Το έλαιο και το γάλα που προέρχεται από αυτό χρησιμοποιούνται συνήθως στο μαγείρεμα και στο τηγάνισμα. Το έλαιο της καρύδας χρησιμοποιείται επίσης σε σαπούνια και καλλυντικά. Το διαυγές υγρό νερό καρύδας που υπάρχει μέσα είναι πόσιμο. Οι φλοιοί και τα φύλλα της μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως υλικό για να γίνουν διάφορα προϊόντα επίπλωσης, διακόσμησης κ.ά.. Χρειάζονται περίπου 6000 ώριμες καρύδες για την παραγωγή ενός τόνου κόπρα, δηλαδή αποξηραμένης σάρκας.[5] Έχει επίσης, πολιτιστική και θρησκευτική σημασία σε πολλές κοινωνίες που χρησιμοποιείται.[εκκρεμεί παραπομπή]

Καλλιέργεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε εύφορα μέρη, ένας ψηλός κοκοφοίνικας μπορεί να αποφέρει έως και 75 καρπούς ανά έτος, αλλά πιο συχνά αποδίδει λιγότερο από 30, κυρίως λόγω της κακής πολιτιστικής πρακτικής.[6][7][8] Λαμβάνοντας υπόψη την ύπαρξη των κατάλληλων συνθηκών καλλιέργειας του κοκοφοίνικα, το δέντρο παράγει τον πρώτο καρπό του στα έξι με δέκα χρόνια του και χρειάζεται 15 με 20 χρόνια για να φτάσει στο αποκορύφωμα της παραγωγής του.[9]

Δείτε ακόμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Royal Botanic Gardens, Kew. Cocos. World Checklist of Selected Plant Families.
  2. Dalgado, Sebastião. «Glossário luso-asiático». google.com. σελ. 291. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 12 Απριλίου 2016. 
  3. «Cocos nucifera L. (Source: James A. Duke. 1983. Handbook of Energy Crops; unpublished)». Purdue University, NewCROP - New Crop Resource. 1983. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουνίου 2015. 
  4. Paniappan S (12 Δεκεμβρίου 2002). «The Mystery Behind Coconut Water». The Hindu. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Ιουλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 2012. 
  5. Bourke, R. Michael and Tracy Harwood (Eds.). (2009). Food and Agriculture in Papua New Guinea. Australian National University. p. 327. ISBN 978-1-921536-60-1.
  6. Grimwood BE, Ashman F (1975). Coconut Palm Products: Their Processing in Developing Countries. United Nations, Food and Agriculture Organization. σελ. 1. 
  7. Sarian, Zac B. (August 18, 2010). New coconut yields high. The Manila Bulletin. Retrieved April 21, 2011.
  8. Ravi, Rajesh. (March 16, 2009). Rise in coconut yield, farming area put India on top. The Financial Express. Retrieved April 21, 2011.
  9. «How Long Does It Take for a Coconut Tree to Get Coconuts?». Home Guides - SF Gate. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]