Καρκινοειδή

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Καρκινοειδή
Χρονικό πλαίσιο απολιθωμάτων:
511–0Ma
Κάμβριο μέχρι Πρόσφατα
Abludomelita obtusata, ένα αμφίποδο
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Αρθρόποδα (Arthropoda)
Υποσυνομοταξία: Καρκινοειδή (Crustacea)
Brünnich, 1772
Ομοταξίες

Βραγχιόποδα (Branchiopoda)
Ρεμίποδα (Remipedia)
Κεφαλοκαρίδες (Cephalocarida)
Γναθόποδα (Maxillopoda)
Οστρακώδη (Ostracoda)
Μαλακόστρακα (Malacostraca)

Τα καρκινοειδή (Crustacea) αποτελούν μια πολύ μεγάλη ομάδα αρθρόποδων, η οποία συνήθως αντιμετωπίζεται ως υποσυνομοταξία. Περιλαμβάνει ζώα όπως τα καβούρια, τους αστακούς, τις καραβίδες, τις γαρίδες και τα κριλ. Σύμφωνα με μοριακές μελέτες, πλέον είναι αποδεκτό ότι τα καρκινοειδή περιλαμβάνουν όλα τα ζώα στον κλάδο των παγκαρκινοειδών, εκτός των εξάποδων,[1] δηλαδή κάποια καρκινοειδή συγγενεύουν περισσότερο με τα έντομα και με άλλα εξάποδα απ' ότι με άλλα καρκινοειδή.

Έχουν περιγραφεί 67.000 είδη τα οποία ποικίλουν σε μέγεθος: από 0,1 χιλιοστά, όπως ο Stygotantulus stocki, μέχρι το ιαπωνικό καβούρι-αράχνη, με άνοιγμα ποδιών μέχρι 3,8 μέτρα και βάρος που φτάνει τα 20 κιλά. Όπως και άλλα αρθρόποδα, τα καρκινοειδή έχουν εξωσκελετό, τον οποίο αποβάλλουν για να μεγαλώσουν. Διαφέρουν από άλλες ομάδες αρθρόποδων όπως τα έντομα και τα μυριάποδα από τα μέλη τους, που χωρίζονται σε δύο τμήματα, και από τη μορφή των προνυμφών τους.

Τα περισσότερα καρκινοειδή είναι υδρόβιοι οργανισμοί, αλλά κάποιοι είναι χερσαίοι και άλλοι παρασιτικοί ή και προσκολλημένοι σε βράχους. Η ομάδα έχει εκτεταμένο αρχείο απολιθωμάτων, τα οποία φτάνουν μέχρι το Κάμβριο και περιλαμβάνει ζωντανά απολιθώματα όπως ο τρίωψ, ο οποίος πρακτικά παραμένει αναλλοίωτος από το Τριαδικό. Περισσότεροι από 10 εκατομμύρια τόνοι καρκινοειδών αλιεύονται ή παράγονται σε ιχθυοκαλλιέργειες για ανθρώπινη κατανάλωση, με την πλειοψηφία να είναι γαρίδες. Τα κριλ και τα κωπήποδα δεν αλιεύονται τόσο πολύ, αλλά είναι η ομάδα ζώων με τη μεγαλύτερη βιομάζα στον πλανήτη, και αποτελούν ζωτικό τμήμα της τροφικής αλυσίδας. Η μελέτη των καρκινοειδών είναι γνωστή ως καρκινολογία.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καύκαλο καβουριού

Το σώμα ενός καρκινοειδούς αποτελείται από τμήματα τα οποία ομαδοποιούνται σε τρεις περιοχές: το κεφάλι,[2] τον θώρακα[3] και το πλέον ή κοιλιά.[4] Το κεφάλι και ο θώρακας μπορεί να είναι ενωμένοι, σχηματίζοντας τον κεφαλοθώρακα,[5] ο οποίος μπορεί να καλύπτεται από ένα ενιαίο καύκαλο.[6] Το σώμα των καρκινοειδών προστατεύεται από σκληρό εξωσκελετό, ο οποίος πρέπει να αντικατασταθεί για να μεγαλώσει το ζώο. Το κέλυφος γύρω από κάθε σωμίτη μπορεί να χωριστεί στο ραχιαίο τέργο, στο κοιλιακό στέρνο και στα πλευρά.[7]:289

Κάθε σωμίτης ή τμήμα σώματος μπορεί να φέρει ένα ζεύγος εξαρτημάτων. Στα τμήματα στο κεφάλι, αυτά τα εξαρτήματα είναι οι κεραίες και οι γνάθοι,[2] στον θώρακα είναι τα πόδια, τα οποία μπορεί να είναι εξειδικευμένα για βάδιση ή σίτιση,[3] ενώ η κοιλιά φέρει πλεόποδα[4] και το τελικό τμήμα ονομάζεται τέλσον και φέρει τον πρωκτό και μπορεί να φέρει ουρόποδα, τα οποία αποτελούν το ουριαίο πτερύγιο.[8] Σε πολλά δεκάποδα, το πρώτο (και μερικές φορές το δεύτερο) ζεύγος ποδιών είναι εξειδικευμένα στο αρσενικό για την μεταφορά σπέρματος. Ο αριθμός και η ποικιλία των εξαρτημάτων στα διαφορετικά καρκινοειδή είναι εν μέρει υπεύθυνος για την επιτυχία αυτής της ομάδας.[9]

Η κύρια σωματική κοιλότητα είναι ένα ανοικτό κυκλοφορικό σύστημα, όπου το αίμα αντλείται στην αιμοκοίλη από μια καρδιά η οποία βρίσκεται κοντά στη ράχη.[10] Τα μαλακόστρακα έχουν αιμοκυανίνη ως τη χρωστική η οποία μεταφέρει το οξυγόνο, ενώ τα κωπήποδα, οστρακοειδή και βραγχιόποδα έχουν αιμοσφαιρίνες.[11] Το πεπτικό σύστημα αποτελείται από ένα ευθύ σωλήνα, ο οποίος συχνά έχει ένα γαστρικό μύλο για να αλέθει το φαγητό και ένα ζεύγος πεπτικών αδένων για να απορροφούν το φαγητό. Αυτή η δομή έχει σπειροειδή μορφή.[12] Οι δομές που λειτουργούν ως νεφροί βρίσκονται κοντά στις κεραίες. Ο εγκέφαλος υπάρχει με τη μορφή γαγγλίων κοντά στις κεραίες, ενώ κάτω από το πεπτικό σύστημα βρίσκεται μια ομάδα μείζωνων γαγγλίων.[13]

Οικολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πλειονότητα των καρκινοειδών είναι υδρόβιοι οργανισμοί, ζώντας είτε σε θαλάσσια περιβάλλοντα είτε σε γλυκά νερά, ενώ λίγες ομάδες έχουν προσαρμοστεί στην επίγεια ζωή, όπως τα χερσαία καβούρια και ερημίτες και οι ονίσκοι. Τα θάλασσια καρκινοειδή είναι πανταχού παρόντα στους ωκεανούς, όπως τα έντομα είναι στη ξηρά.[14][15] Η πλειονότητα των καρκινοειδών είναι κινητοί οργανισμοί, κινούμενοι ανεξάρτητα, αν και κάποιες ταξινομικές μονάδες είναι παρασιτικές και ζουν προσκολλημένες στους ξενιστές τους, και οι ενήλικοι βαλάνοι ζουν προσκολλημένοι σε βράχους. Κάποια βραχίουρα μπορούν να ανεχθούν γρήγορες αλλαγές στην αλατότητα και μπορούν να αλλάξουν ξενιστή από θαλάσσια είδη σε είδη των γλυκών ειδών.[16]:672 Τα κριλ αποτελούν τη βάση της διατροφής στις κοινότητες ζώων στην Ανταρκτική.[17]:64 Κάποια καρκινοειδή είναι σημαντικά είδη εισβολείς.

Κύκλος ζωής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αυγά καβουριού το γένους Potamon.

Ζευγάρωμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα περισσότερα καρκινοειδή έχουν ξεχωριστά φύλα και αναπαράγονται σεξουαλικά.[18] Ένας μικρός αριθμός είναι ερμαφρόδιτα. Κάποια μπορούν να αλλάξουν φύλο κατά τη διάρκεια της ζωής τους.[19] Η παρθενογένεση είναι διαδεδομένη στα καρκινοειδή, όπου βιώσιμα αυγά μπορούν να παραχθούν από ένα θηλυκό χωρίς την ανάγκη γονιμοποίησης από ένα αρσενικό.[18] Αυτό συμβαίνει σε πολλά βραχιόποδα, μερικά οστρακώδη, κάποια ισόποδα και συγκεκριμένα «ανώτερα» καρκινοειδή.

Αυγά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προνυμφικό στάδιο ζωίδιο του αστακού.

Σε πολλές ομάδες καρκινοειδών, τα γονιμοποιημένα αυγά απελευθερώνονται στο νερό, ενώ άλλα έχουν αναπτύξει μηχανισμούς ώστε να κρατούν τα αυγά μέχρι να έτοιμα να εκκολαφτούν. Τα περισσότερα δεκάποδα μεταφέρουν τα αυγά πάνω στα πλεόποδά τους, ενώ τα περακάριδα, τα νοτόστρακα, ανόστρακα και πολλά ισόποδα σχηματίζουν ένα θύλακο από το καύκαλο και τα θωρακικά πλευρά τους.[18] Τα θηλυκά βραγχίουρα δεν μεταφέρουν αυγά σε εξωτερικούς σάκους, αλλά τα προσκολλούν σε σειρές σε βράχους και άλλα αντικείμενα.[20]:788 Τα περισσότερα λεπτόστρακα και κριλ μεταφέρουν τα αυγά τους ανάμεσα στα θωρακικά πλευρά.

Προνύμφες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα καρκινοειδή έχουν μεγάλο αριθμό προνυμφικών μορφών, από τις οποίες η πρώτη και χαρακτηριστικότερη είναι ο ναύπλιος. Έχουν τρία ζεύγη εξαρτημάτων, τα οποία προβάλλουν όλα από το κεφάλι και ένα μόνο μάτι. Στις περισσότερες ομάδες, υπάρχουν και άλλα προνυμφικά στάδια, όπως τα ζωίδια, τα οποία έπονται το στάδιο του ναύπλιο. Τα ζωίδια κολυμπούν με τα θωρακικά του εξαρτήματα, σε αντίθεση τους ναύπλιους. Συχνά φέρουν άκανθες στο καύκαλό τους, οι οποίες μπορεί να βοηθούν αυτούς τους μικρούς οργανισμούς να διατηρούν την κατεύθυνση κολύμβησης.[21] Σε πολλά δεκάποδα, εξαιτίας της ταχύτερης ανάπτυξής τους, τα ζωίδια είναι το πρώτο προνυμφικό στάδιο. Ανάλογα την ομάδα καρκινοειδών, ακολουθεί το στάδιο μύσις (γαρίδες), φυλλόσωμα (αστακοί), μεγαλόπη (καβούρια) ή κύπρις (θυσσανόποδα).

Ταξινόμηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η υποσυνομοταξία καρκινοειδή αποτελείται από περίπου 67.000 περιγεγραμμένα είδη,[22] τα οποία αποτελούν περίπου το 1/10 με 1/100 του συνολικού αριθμού, καθώς η πλειονότητα των ειδών δεν έχει ακόμη ανακαλυφθεί.[23] Παρά την ποικιλομορφία τους, τα καρκινοειδή έχουν κοινό του στάδιο της προνύμφης γνωστό ως ναύπλιος. Οι ακριβείς σχέσεις των καρκινοειδών με άλλες ομοταξίες δεν είναι επ'ακριβώς γνωστές. Γενετικές μελέτες υποδεικνύουν ότι τα καρκινοειδή είναι παραφυλετική ομάδα, με τα εξάποδα να είναι στον ευρύτερο κλάδο των πανκαρκινοειδών.[24][25]

Κωπήποδα, από το έργο του Ερνστ Χέκελ Kunstformen der Natur (1904)
Δεκάποδα, από το έργο του Ερνστ Χέκελ Kunstformen der Natur (1904)

Αν και η ταξινόμηση των καρκινοειδών είναι ιδιαίτερα ποικίλη, έχει επικρατήσεις το σύστημα που χρησιμοποίησαν οι Μάρτιν και Ντέιβις[26]. Οι Μυστακοκαρίδες και τα Βραγχίουρα αντιμετωπίζονται ως τμήμα των Γναθόποδων, ενώ άλλες φορές αντιμετωπίζονται ως διαφορετικές ομοταξίες. Συνήθως αναγνωρίζονται έξι ομοταξίες:

Ομοταξία Μέλη Τάξεις Εικόνα
Βραγχιόποδα Ανόστρακα
Λιπόστρακα
Νωτόστρακα
Laevicaudata
Spinicaudata
Cyclestherida
Κλαδοκεραιωτά

Daphnia pulex (Κλαδοκεραιωτά)
Ρεμίποδα Νεκτιόποδα
Speleonectes tanumekes (Σπηλαιονεκτίδες)
Κεφαλοκαρίδες Βραχύποδα
Γναθόποδα βαλάνοι
κωπήποδα
Πενταστομίδια
Θυσανόποδα
π. άλλες 20

Chthamalus stellatus (Θυσανόποδα)
Οστρακώδη Myodocopida
Halocyprida
Platycopida
Podocopida
Μαλακόστρακα καβούρια
αστακοί
καραβίδες
γαρίδες
κριλ κ.ά.
Δεκάποδα
Ισόποδα
Αμφίποδα
Στοματόποδα
π. άλλες 12

Gammarus roeseli (Αμφίποδα)

Απολιθώματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Απολίθωμα δεκάποδου (Eryma mandelslohi) από την Ιουρασική εποχή

Τα καρκινοειδή έχουν πλούσιο και εκτεταμένο αρχείο απολιθωμάτων, το οποίο αρχίζει με ζώα όπως ο Canadaspis και Perspicaris από το μέσο Κάμβριο.[27] Οι περισσότερες κύριες ομάδες καρκινοειδών εμφανίστηκαν πριν το τέλος του Κάμβριου, όπως τα βραγχιόποδα, τα γναθόποδα και τα μαλακόστρακα, ενώ υπάρχει διαφωνία κατά πόσο ζώα της Κάμβριας εποχής που θεωρούνται οστρακώδη, είναι οστρακώδη ή όχι, ειδάλλως, αυτή η ομοταξία χρονολογείται από το Ορδοβίκιο.[28] Οι μόνες ομοταξίες που εμφανίστηκαν αργότερα είναι οι Κεφαλοκαρίδες,[29] για τις οποίες δεν έχουν βρεθεί απολιθώματα, και τα Ρεμίποδα, των οποίων το παλαιότερο απολίθωμα χρονολογείται από το Λιθανθρακοφόρο.[30] Τα περισσότερα από τα πρώτα καρκινοειδή είναι σπάνια, αλλά τα απολιθώματα γίνονται άφθονα μετά το Λιθανθρακοφόρο.[27]

Εντός των Μαλακόστρακων, δεν έχουν βρεθεί απολιθώματα των κριλ,[31] ενώ τα οπλοκαρίδα και τα φυλλοπόδια περιλαμβάνουν σημαντικές ομάδες οι οποίες πλέον έχουν εξαφανιστεί. Τα ισόποδα είναι γνωστά από το Λιθανθρακοφόρο,[32][33] όπως και οι πρώτες γαρίδες μάντεις (στοματόποδα).[34] Όσον αφορά τα δεκάποδα, οι γαρίδες και οι πολυχελίδες εμφανίζονται στο τριασσικό,[35][36] ενώ τα καβούρια στο Ιουρασικό,[37] όμως τα καρκινοειδή άρχισαν να εξελίσσονται με έντονους ρυθμούς στο Κρητιδικό, ιδιαίτερα τα καβούρια, ίσως ως αποτέλεσμα της εξέλιξης των κύριων θηρευτών τους, των οστεϊχθύων.[38] Οι πρώτοι πραγματικοί αστακοί εμφανίζονται επίσης στο Κρητιδικό.[39]

Κατανάλωση από ανθρώπους[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλά καρκινοειδή καταναλώνονται από ανθρώπους, και περίπου 10.700.000 τόνοι παράχθηκαν το 2007, με τη μεγάλη πλειονότητα αυτών να είναι δεκάποδα καρκινοειδή: καβούρια, αστακοί, γαρίδες και καραβίδες.[40] Πάνω από 60% του βάρους των καρκινοειδών που αλιεύονται για κατανάλωση είναι γαρίδες, και σχεδόν το 80% παράγεται στην Ασία, με την Κίνα να παράγει σχεδόν το μισό της παγκόσμιας παραγωγής. Τα καρκινοειδή που δεν είναι δεκάποδα δεν καταναλώνονται ευρέως, και μόνο 188.000 τόνοι κριλ αλιεύτηκαν το 2012, παρά το γεγονός ότι τα κριλ διαθέτουν μια από τις μεγαλύτερες βιομάζες στον πλανήτη.[41]

Μαγειρεμένο καβούρι
Μαγειρεμένο καβούρι  
Γαρίδες
Γαρίδες  
Γαριδομακαρονάδα
Γαριδομακαρονάδα  

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Omar Rota-Stabelli; Ehsan Kayal; Dianne Gleeson; Jennifer Daub; Jeffrey L. Boore; Maximilian J. Telford; Davide Pisani; Mark Blaxter και άλλοι. (2010). «Ecdysozoan Mitogenomics: Evidence for a Common Origin of the Legged Invertebrates, the Panarthropoda». Genome Biology and Evolution 2: 425–440. doi:10.1093/gbe/evq030. PMID 20624745. PMC 2998192. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2012-07-10. https://archive.today/20120710135634/http://gbe.oxfordjournals.org/content/2/425. Ανακτήθηκε στις 2016-08-18. 
  2. 2,0 2,1 «Cephalon». Crustacean Glossary. Natural History Museum of Los Angeles County. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2010. 
  3. 3,0 3,1 «Thorax». Crustacean Glossary. Natural History Museum of Los Angeles County. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2010. 
  4. 4,0 4,1 «Abdomen». Crustacean Glossary. Natural History Museum of Los Angeles County. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2010. 
  5. «Cephalothorax». Crustacean Glossary. Natural History Museum of Los Angeles County. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2010. 
  6. «Carapace». Crustacean Glossary. Natural History Museum of Los Angeles County. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2010. 
  7. P. J. Hayward· J. S. Ryland (1995). Handbook of the marine fauna of north-west Europe. Oxford University Press. ISBN 978-0-19-854055-7. Ανακτήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 2010. 
  8. «Telson». Crustacean Glossary. Natural History Museum of Los Angeles County. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2010. 
  9. Elizabeth Pennisi (1997). «Crab legs and lobster claws». Science 277 (5322): 36. doi:10.1126/science.277.5322.36. 
  10. Akira Sakurai. «Closed and Open Circulatory System». Georgia State University. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Σεπτεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2010. 
  11. Klaus Urich (1994). «Respiratory pigments». Comparative Animal Biochemistry. Springer. σελίδες 249–287. ISBN 978-3-540-57420-0. 
  12. H. J. Ceccaldi. Anatomy and physiology of digestive tract of Crustaceans Decapods reared in aquaculture (PDF). Advances in Tropical Aquaculture. Tahiti Feb. 20 – March 4, 1989. AQUACOP, IFREMER. Actes de Colloque 9. σελίδες 243–259. [νεκρός σύνδεσμος]
  13. Michael T. Ghiselin (2005). «Crustacean». Encarta. Microsoft. 
  14. «Crabs, lobsters, prawns and other crustaceans». Australian Museum. 5 Ιανουαρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 2010. 
  15. «Benthic animals». Icelandic Ministry of Fisheries and Agriculture. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Μαΐου 2014. Ανακτήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 2010. 
  16. Alan P. Covich· James H. Thorp (1991). «Crustacea: Introduction and Peracarida». Στο: James H. Thorp· Alan P. Covich. Ecology and Classification of North American Freshwater Invertebrates (1st έκδοση). Academic Press. σελίδες 665–722. ISBN 978-0-12-690645-5. Ανακτήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 2010. 
  17. P. D. Virtue· P. D. Nichols· S. Nicols (1997). «Dietary-related mechanisms of survival in Euphasia superba: biochemical changes during long term starvation and bacteria as a possible source of nutrition.». Στο: Bruno Battaglia· José Valencia· D. W. H. Walton. Antarctic communities: species, structure, and survival. Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-48033-8. Ανακτήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 2010. 
  18. 18,0 18,1 18,2 «Crustacean (arthropod)». Encyclopædia Britannica. Ανακτήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 2009. 
  19. D. E. Aiken· V. Tunnicliffe· C. T. Shih· L. D. Delorme. «Crustacean». The Canadian Encyclopedia. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Ιουνίου 2011. Ανακτήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 2009. 
  20. Alan P. Covich· James H. Thorp (2001). «Introduction to the Subphylum Crustacea». Στο: James H. Thorp· Alan P. Covich. Ecology and classification of North American freshwater invertebrates (2nd έκδοση). Academic Press. σελίδες 777–798. ISBN 978-0-12-690647-9. Ανακτήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 2010. 
  21. W.F.R. Weldon (1889). «Note on the function of the spines of the Crustacean zoœa». Journal of the Marine Biological Association of the United Kingdom 1 (2): 169–172. doi:10.1017/S0025315400057994. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-07-17. https://web.archive.org/web/20110717055819/http://sabella.mba.ac.uk/16/01/Note_on_the_Function_of_the_Spines_of_the_Crustacean_Zooea.pdf. Ανακτήθηκε στις 2016-08-24. 
  22. Zhi-Qiang Zhang (2011). Z.-Q. Zhang, επιμ. «Animal biodiversity: an outline of higher-level classification and survey of taxonomic richness - Phylum Arthropoda von Siebold, 1848» (PDF). Zootaxa 4138: 99–103. http://www.mapress.com/zootaxa/2011/f/zt03148p103.pdf. 
  23. «Crustaceans — bugs of the sea». Te Ara Encyclopedia of New Zealand. Ministry for Culture and Heritage. Ανακτήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 2009. 
  24. Jerome C. Regier; Jeffrey W. Shultz; Andreas Zwick; April Hussey; Bernard Ball; Regina Wetzer; Joel W. Martin; Clifford W. Cunningham (2010). «Arthropod relationships revealed by phylogenomic analysis of nuclear protein-coding sequences». Nature 463 (7284): 1079–1083. doi:10.1038/nature08742. PMID 20147900. Bibcode2010Natur.463.1079R. 
  25. Björn M. von Reumont; Ronald A. Jenner; Matthew A. Wills; Emiliano Dell'Ampio; Günther Pass; Ingo Ebersberger; Benjamin Meyer; Stefan Koenemann και άλλοι. (2011). «Pancrustacean phylogeny in the light of new phylogenomic data: support for Remipedia as the possible sister group of Hexapoda». Molecular Biology and Evolution 29 (3): 1031–1045. doi:10.1093/molbev/msr270. PMID 22049065. 
  26. Joel W. Martin· George E. Davis (2001). An Updated Classification of the Recent Crustacea (PDF). Natural History Museum of Los Angeles County. σελίδες 1–132. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 12 Μαΐου 2013. Ανακτήθηκε στις 24 Αυγούστου 2016. 
  27. 27,0 27,1 «Fossil Record». Fossil Groups: Crustacea. Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Σεπτεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2010. 
  28. Matthew Olney. «Ostracods». An insight into micropalaeontology. Πανεπιστημιακό Κολέγιο Λονδίνου. Ανακτήθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2010. 
  29. R.R. Hessler (1984). «Cephalocarida: living fossil without a fossil record». Στο: N. Eldredge· S. M. Stanley. Living Fossils. New York: Springer Verlag. σελίδες 181–186. ISBN 978-3-540-90957-6. 
  30. Stefan Koenemann; Frederick R. Schram; Mario Hönemann; Thomas M. Iliffe (2007). «Phylogenetic analysis of Remipedia (Crustacea)». Organisms Diversity & Evolution 7 (1): 33–51. doi:10.1016/j.ode.2006.07.001. 
  31. «Antarctic Prehistory». Australian Antarctic Division. 29 Ιουλίου 2008. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Σεπτεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 24 Αυγούστου 2016. 
  32. Frederick Schram, Cees H.J. Hof, Royal H. Mapes & Polly Snowdon (2003). «Paleozoic cumaceans (Crustacea, Malacostraca, Peracarida) from North America». Contributions to Zoology 72 (1): 1–16. http://dpc.uba.uva.nl/ctz/vol72/nr01/art01. 
  33. Frederick R. Schram (1970). «Isopod from the Pennsylvanian of Illinois». Science 169 (3948): 854–855. doi:10.1126/science.169.3948.854. PMID 5432581. Bibcode1970Sci...169..854S. 
  34. Cees H. J. Hof (1998). «Fossil stomatopods (Crustacea: Malacostraca) and their phylogenetic impact». Journal of Natural History 32 (10 & 11): 1567–1576. doi:10.1080/00222939800771101. 
  35. Robert P. D. Crean (14 Νοεμβρίου 2004). «Dendrobranchiata». Order Decapoda. Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Φεβρουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 24 Αυγούστου 2016. 
  36. Hiroaki Karasawa; Fumio Takahashi; Eiji Doi; Hideo Ishida (2003). «First notice of the family Coleiidae Van Straelen (Crustacea: Decapoda: Eryonoides) from the upper Triassic of Japan». Paleontological Research 7 (4): 357–362. doi:10.2517/prpsj.7.357. http://joi.jlc.jst.go.jp/JST.JSTAGE/prpsj/7.357. 
  37. Fenner A. Chace Jr. & Raymond B. Manning (1972). «Two new caridean shrimps, one representing a new family, from marine pools on Ascension Island (Crustacea: Decapoda: Natantia)». Smithsonian Contributions to Zoology 131: 18 pp. doi:10.5479/si.00810282.131. http://si-pddr.si.edu/dspace/bitstream/10088/5471/2/SCtZ-0131-Lo_res.pdf. 
  38. J.W. Wägele (1989). «On the influence of fishes on the evolution of benthic crustaceans». Zeitschrift für Zoologische Systematik und Evolutionsforschung 27 (4): 297–309. doi:10.1111/j.1439-0469.1989.tb00352.x. 
  39. Dale Tshudy; W. Steven Donaldson; Christopher Collom; Rodney M. Feldmann; Carrie E. Schweitzer (2005). «Hoploparia albertaensis, a new species of clawed lobster (Nephropidae) from the Late Coniacean, shallow-marine Bad Heart Formation of northwestern Alberta, Canada». Journal of Paleontology 79 (5): 961–968. doi:10.1666/0022-3360(2005)079[0961:HAANSO]2.0.CO;2. https://archive.org/details/sim_journal-of-paleontology_2005-09_79_5/page/961. 
  40. «FIGIS: Global Production Statistics 1950–2007». Διεθνής Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας. Ανακτήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 2010. 
  41. Steven Nicol· Yoshinari Endo (1997). Krill Fisheries of the World. Fisheries Technical Paper. 367. Διεθνής Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας. ISBN 978-92-5-104012-6. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]